«Τι, θα βάλεις τέτοιο τίτλο;», με ρωτάει, μ’ ένα κάπως τρομαγμένο χαμόγελο, «μη βάλεις τέτοιο τίτλο», επιμένει και γελάει. «Όχι», συνεχίζει, «άντε να πεις πως σήμερα είναι η μέρα μου, αλλά όχι κι η χρονιά μου», κι αφήνει ένα επιφυλακτικό γέλιο να χαθεί στην οχλοβοή της Αποθήκης Γ’ του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Η αλήθεια είναι, όμως, πως με την διπλή επιστροφή της στη μεγάλη οθόνη, μισή δεκαετία μετά το κινηματογραφικό ντεμπούτο της στο Γάλα, του Γιώργου Σιούγα (απ’ το ομότιτλο θεατρικό του Βασίλη Κατσικονούρη), θέλοντας και μη, η Ηρώ Μπέζου είναι το πρόσωπο του φετινού φεστιβάλ.
Δεν είναι μόνο που οι δυο ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστεί, είναι και οι μόνες δυο ελληνικές που κατεβάζουν το σινεμά απ’ την οθόνη στον θεατή, προσφέροντας μια σύγχρονη ματιά στις σύγχρονες σχέσεις. Δεν είναι απλά που, δίχως πολλά λόγια, αλλά με γοητευτική ευγλωττία και οι δυο τους, καταφέρνουν να προσεγγίσουν όλες αυτές τις αμήχανες, ελαφρώς αφασικές και πλήρως αποπροσανατολισμένες καταστάσεις, όπου η σωματική έλξη μικρό ρόλο παίζει ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, πέρα απ’ την εκτόνωση των οριακών, και μάλλον καταπιεσμένων φόβων που τους εμποδίζουν να αναπτύξουν την διαβόητη συναισθηματική εγγύτητα. Είναι κυρίως που το Όντως Φιλιούνται;, του Γιάννη Κορρέ, και το Άφτερλωβ, του Στέργιου Πάσχου, βρίσκουν τη δροσιά και τη γλύκα στις άβολες και κάπως ενοχλητικές αυτές τους καταστάσεις, κι αναδεικνύουν το χιούμορ και την τρέλα που επικρατεί μέσ’ στην ανθρώπινη συνθήκη, σε σημείο τέτοιο που να αντιλαλούν στις αίθουσες τα γάργαρα χαχανητά των θεατών τους.
Κι ύστερα είναι, βέβαια, και η Ηρώ Μπέζου. Που με ακαταμάχητη φυσικότητα κι εύστοχο μινιμαλισμό, αποτελεί σημείο αναφοράς και για τις δυο ταινίες, αποκρυσταλλώνοντας και προτείνοντας το πρότυπο μιας σύγχρονης, γοητευτικής κοπέλας, που δεν έχει ανάγκη να φτιασιδώσει την εικόνα της για να προβάλλει το ποια είναι: δυναμική κι αλύγιστη απέναντι σε αγοράντρες σαν κι αυτούς που ερμηνεύουν ο Χάρης Φραγκούλης (Άφτερλωβ) κι ο Θανάσης Πετρόπουλος (Όντως Φιλιούνται;), μουλαρωμένοι σε μια αγορίστικη αντίληψη περί αυτάρκειας και ανεξαρτησίας, το κορίτσι της Μπέζου είναι μια κοπέλα επίμονη και επιθετική, που επιμένει κι επιτίθεται όχι για να ικανοποιήσει καμιά δική της αυταρέσκεια, αλλά για να αφήσει τη στάμπα της αντίθεσής της σ’ ένα σύμπαν όπου όλοι θέλουν να κάνουν μοναχά φασούλες κι όχι καμιά σοβαρή δουλειά. Να το πάμε και λίγο παρακάτω ρε παιδιά!
Δεδομένου ότι πρωταγωνιστείς στις δυο ταινίες με τις οποίες φαίνεται να έχει συνδεθεί περισσότερο το κοινό της Θεσσαλονίκης, κι όχι άδικα μιας και μιλάνε για μια πολύ οικεία πραγματικότητα των σύγχρονων σχέσεων, αισθάνεσαι ότι φέτος, κινηματογραφικά τουλάχιστον, είναι η χρονιά σου; Όχι, δεν αισθάνομαι κάτι τέτοιο, γιατί εγώ έχω κάνει τις ταινίες εδώ και πάρα πολύ καιρό, οπότε δεν είναι στ’ αλήθεια η χρονιά μου – αν κάποια ήταν η χρονιά μου, ήταν η χρονιά που τις γυρίζαμε! Απλά έτυχε και ήρθαν στο φεστιβάλ μαζί, κάτσε να δούμε αν και πότε θα πάρει διανομή η μία και η άλλη, και βλέπουμε. Φυσικά, μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ να επικοινωνήσουν οι ταινίες, αλλά… ας μην βιαζόμαστε. Είμαι περήφανη πάντως για τις ταινίες, πολύ.
Έχεις να εμφανιστείς σε μεγάλου μήκους απ’ το Γάλα, το 2011, το οποίο είχε βγει σε μια χρονιά στην οποία το ελληνικό σινεμά ξεκινούσε άλματα. Τώρα που επιστρέφεις μισή δεκαετία μετά, βλέπεις να έχει υπάρξει κάποια αλλαγή, κάποια βελτίωση στον τρόπο με τον οποίο γίνονται ταινίες; Δεν ξέρω πόσο αντιπροσωπευτικές είναι και οι δύο περιπτώσεις, το Άφτερλωβ και το Φιλιούνται. Στο Γάλα, ας πούμε υπήρχε από πίσω μια παραγωγή. Εδώ αντίθετα, τα παιδιά σήκωσαν τις ταινίες πιο πολύ στους δικούς τους ώμους – ειδικά του Γιάννη (Κορρέ), που έγινε χωρίς καμία οικονομική στήριξη από οπουδήποτε αλλού. Είναι πολύ πιο χειροποίητες ταινίες και οι δύο, σε σχέση με το Γάλα, και δεν ξέρω αν συμβαίνει απαραίτητα αυτό σε όλο το φάσμα του ελληνικού σινεμά, πιστεύω όμως ότι οι άνθρωποι ζορίζονται γενικώς. Και το ξεπερνάνε, γιατί θέλουν πάρα πολύ να κάνουν σινεμά. Όχι ότι πριν δεν ζοριζόντουσαν, αλλά αν πούμε ότι τώρα γίνεται άλλη μια δυναμική προσπάθεια να γίνουν περισσότερες ταινίες, αυτή η προσπάθεια έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος, και με συσσωρευμένη μάλιστα όλη την κούραση και την προσπάθεια και το αγκομαχητό των προηγούμενων χρόνων.
Η πορεία σου στο θέατρο πάντως, όλα αυτά τα χρόνια, θα υπέθετε κανείς ότι θα μπορούσε να σου εξασφαλίσει συμμετοχή σε παραγωγές με πιο ασφαλείς και ήρεμες συνθήκες, απ’ ό,τι δυο home-made παραγωγές. Κοίταξε, το σινεμά, σε σχέση με το θέατρο είναι ένα πολύ εύκολο περιβάλλον εργασίας έτσι κι αλλιώς, τουλάχιστον στη μέχρι τώρα εμπειρία μου. Αν εξαιρέσεις ότι μπορεί να χρειαστεί να κάνεις γύρισμα σε πάρα πολύ δύσκολες συνθήκες, όλο το υπόλοιπο, ακόμα και στις no-budget ταινίες, είναι πάρα πολύ προστατευτικό: Ο ηθοποιός είναι άρχοντας. Έτσι κι αλλιώς δηλαδή, σε σχέση με το θέατρο νιώθεις πάρα πολύ σημαντικός, σ’ έχουν όλοι στα ώπα-ώπα. Δεν κάνεις καθόλου χαμαλίκια, απλώς κάνεις τη δουλειά σου, κι υπάρχει ένας σεβασμός απέναντι σ’ αυτό, πολύ μεγαλύτερος απ’ ό,τι στο θέατρο, που αντί να σου πουν «σε παρακαλώ αν μπορείς έλα να σταθείς λίγο πιο εδώ», θα σου πουν να κουβαλήσεις πέντε τραπέζια και είκοσι καρέκλες για να στηθεί το σκηνικό. Εγώ το λατρεύω το θέατρο, εκεί νιώθω πιο άνετα έτσι κι αλλιώς, απλώς είναι περίεργο που στη διαδικασία του γυρίσματος δεν κάνεις τίποτα πέρα απ’ το να παίζεις. Είναι εύκολο να την ψωνίσεις λίγο περισσότερο στο σινεμά (γέλια), κι αυτό δεν έχει να κάνει με το μέγεθος της παραγωγής.
Το Άφτερλωβ αποτελεί εξέλιξη της μικρού μήκους που είχατε κάνει με τον Πάσχο, Ο Έλβις είναι Νεκρός. Πώς ήταν να επιστρέφεις σ’ αυτόν τον χαρακτήρα; Είναι σαν αυτό που φαντάζεσαι ότι θα νιώθουν οι Αμερικάνοι όταν κάνουν sequel; Δεν θα το έλεγα, γιατί ο Έλβις είχε γίνει πολύ γρήγορα –είχαμε κάνει βέβαια κάποιες πρόβες, αλλά είχε γίνει με πολλή φόρα, και τώρα που επανήλθαμε, κάναμε πολύ περισσότερη δουλειά. Οπότε, ουσιαστικά το ξαναπιάσαμε. Έτσι κι αλλιώς, το βασικό -και το πιο ωραίο-, ήταν ότι επέστρεψα στη σχέση με τους ανθρώπους με τους οποίος είχαμε κάνει εκείνη την ταινία, και την οποία αναπτύξαμε κάνοντας το Άφτερλωβ.
Στην προβολή τους εδώ στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου οι ταινίες έπαιξαν back to back, οι θεατές τις αντιμετώπισαν ως πάρα πολύ συναφείς, σχεδόν σαν συνέχεια η μία της άλλης. Είχες αισθανθεί τέτοιες συνάφειες όταν τις ετοίμαζες; Δεν θα το έλεγα… Του Γιάννη (Κορρέ) την ταινία δεν την έχω δει βέβαια, κι απ’ ό,τι καταλαβαίνω έχει κάνει πάρα πολλή δουλειά στο μοντάζ, έχει επέμβει πάρα πολύ στη δραματουργία σε σχέση με αυτό που ήξερα, οπότε δεν ξέρω προς τα πού το έχει πάει, αλλά φυσικά αφορούν και οι δύο τις ανθρώπινες σχέσεις, και κυρίως τις ερωτικές. Στο ύφος όμως, δεν ξέρω κατά πόσο συγγενεύουν. Στο Όντως Φιλιούνται ας πούμε τα πράγματα ήταν πολύ συγκεκριμένα, είχαν μια ακρίβεια, έναν ρυθμό, σε αντίθεση με το Άφτερλωβ, που ήταν αρκετά αυτοσχεδιαστικό πράγμα…
Κι οι δυο τους όμως προσεγγίζουν τις σχέσεις ως πεδία μάχης, ως καταστάσεις συγκρουσιακές. Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό όμως ότι στο Όντως Φιλιούνται υπάρχει ένα πολύ συγκεκριμένο κεντρικό πρόσωπο, και προσεγγίζουμε τη δυσκολία αυτού του ανθρώπου να συνδεθεί. Οπότε είναι και η πορεία ενός ανθρώπου μέσα στη ζωή κατά κάποιο τρόπο. Ενώ το Άφτερλωβ εστιάζει σε μια πολύ ακραία σχέση, η οποία είναι πολύ ιδιαίτερη, κι η οποία έχει φτάσει στο σημείο να ξεφτυλιστεί –έτσι το βλέπω εγώ τουλάχιστον.
Επίσης, είναι και οι δυο τους δυο ταινίες δωματίου, με την έννοια ότι έχουν γυριστεί σε έναν κλειστό χώρο, χωρίς ιδιαίτερες ματιές προς τα έξω. Ναι, υπάρχει αυτό, κι είναι πολύ σημαντικό κομμάτι τους θεωρώ, και για μένα είναι και κάτι το πολύ γνώριμο σε σχέση με τις ανθρώπινες σχέσεις. Όταν ανακαλώ μια σχέση δηλαδή, μια τέτοια αίσθηση παίρνω: δυο άνθρωποι σ’ έναν χώρο, όλη νύχτα, ένα βράδυ, κουβέντες… Τέτοιες φευγαλέες εικόνες θυμάσαι. Οπότε ταριάζει να αποδίδεται και κινηματογραφικά έτσι, όλο αυτό το ταξίδι που βίωσαν: σ’ ένα πολύ κλειστό κι ασφυκτικό χώρο, όπως κλειστό κι ασφυκτικό πράγμα ήταν κι η σχέση τους. Δεν ξέρω κιόλας, ξέρεις υπάρχει και μια αμηχανία με όλο αυτό, σε σχέση με το ότι εκτίθεται κάτι πολύ προσωπικό και οικείο, πολύ ξαφνικά, και σε πολύ κόσμο.
Ο κόσμος που θα σε δει πάντως σ’ αυτές τις δύο ταινίες εδώ στο Φεστιβάλ, σίγουρα θα θέλει να σε δει κι άλλο στην οθόνη. Έχεις σκοπό να επικεντρωθείς στο σινεμά λίγο περισσότερο, ή θα περιμένουμε καμιά πενταετία πάλι; Κοίτα, δεν ξέρω πώς επικεντρώνεσαι σε κάτι τέτοιο, πώς το κυνηγάς δηλαδή. Στη δουλειά μας δεν είναι και τόσο εύκολο να πάρεις τέτοιες πρωτοβουλίες, νομίζω, αλλά φυσικά και θα ήθελα να κάνω σινεμά. Η αλήθεια είναι ότι νιώθω πολύ πιο ολόκληρη, ως ώρας, όταν κάνω θέατρο, αλλά και το σινεμά με ελκύει πάρα πολύ. Έχει άλλη γοητεία είναι η αλήθεια, και είναι πολύ πιο δύσκολο στο υποκριτικό κομμάτι, οπότε θα ήθελα να κάνω κι άλλο σινεμά. Απλά δεν είμαι κι απ’ τις ηθοποιούς που θα σου πουν ότι «ναι, αυτό ήταν πάντα το όνειρό μου».
Και οι δυο ταινίες διαγωνίζονται για το Βραβείο Κοινού, που απονέμεται για 10η χρονιά από την Fischer. Φαντάζομαι ότι μια τέτοια διάκριση, που δείχνει μάλιστα και πολύ πιθανή, θα σε έκανε να νιώσεις μια κάποια επιπλέον ασφάλεια μπροστά στην κάμερα; Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν είμαι πολύ λάτρης των βραβείων. Καταλαβαίνω ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι καλό να παίρνεις ένα βραβείο, βοηθάει την ταινία να ακουστεί, να προβληθεί κι όλα αυτά, όμως η έννοια του βραβείου δεν μου είναι μια έννοια αγαπητή. Δεν θεωρώ δηλαδή ότι αν πάρει μια κάποιο βραβείο μια από τις δύο ταινίες, θα ανέβει στα μάτια μου σε καμία των περιπτώσεων. Η προσέλευση αντιθετώς, αυτό θα ήταν ένα πάρα πολύ καλό βραβείο. Δηλαδή αν και όταν οι ταινίες πάρουν διανομή, πάει ο κόσμος στις αίθουσες να τις δει, αυτό θα είναι πραγματικά μια τεράστια χαρά. Είναι δύσκολο, δεν έχει πειστεί ο κόσμος για το πόσο απαραίτητο είναι να στηρίξει το ελληνικό σινεμά, θα ήταν καλό να το κάνει όμως, γιατί οι ελληνικές ταινίες είναι και κομμάτι του ποιοι είμαστε. Ας τους δώσουμε λοιπόν μια νέα ευκαιρία.