Η ΤΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ
Nymphomaniac Μέρος Δεύτερο *****
Δανία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Λαρς Φον Τρίερ
Πρωταγωνιστούν: Σαρλότ Γκέινσμπουργκ, Στέλαν Σκάρσγκορντ, Σία Λαμπέφ
Διάρκεια: 123’
Στην κριτική του πρώτου μέρους του Nymphomaniac, μιλήσαμε για την αναμονή που προηγήθηκε της κυκλοφορίας του και πήραμε μια γεύση του που θέλει να κινηθεί αυτή τη φορά ο Δανός δημιουργός-«διδάκτωρ» του κινηματογραφικού μάρκετινγκ. Οι εντυπώσεις θετικότατες, μα καθώς το «η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται» και παρόμοιες παροιμίες περί ποιοτικής συμμετρίας έχουν προ πολλού χαντακωθεί, έπρεπε να δούμε και το κλείσιμο προκειμένου να τσιμεντώσουμε την άποψη περί «ταινίας της χρονιάς». Και δεδομένου ότι πολλές ταινίες στο δεύτερο μέρος τους κάνουν μια μικρή κοιλιά, ένας μικρός φόβος υπήρχε. Πως κλείνει τελικά ο Τρίερ αυτόν τον καταθλιπτικό σεξουαλικό μαραθώνιο επί ανωμάλου εδάφους;
Την υπόθεση χονδρικά την αναλύσαμε, οπότε μιας και δεν έχει νόημα να γενικολογήσω περί του τι συμβαίνει καθ’ όλη τη διάρκεια, θα προτιμήσω να εστιάσω στην περιγραφή της πλοκής του δεύτερου μέρους: η Τζο ενηλικιώνεται, μα η νυμφομανία της, απ’ ότι φαίνεται, δεν ήταν απλά μια φάση της ζωής της. Αντιθέτως, κάποια πράγματα παραμένουν απαράλλαχτα και ακατανόητα, τόσο απ’ αυτή, όσο και από τις άμεσες συναναστροφές της. Ο Σέλιγκμαν εξακολουθεί να ακροάζεται με κατανόηση και να προσπαθεί να δώσει απαντήσεις μέσα από τις γνώσεις του σε άλλους τομείς. Πως κατέληξε η Τζο σε εκείνο το στενάκι αιμόφυρτη; Θα λυτρωθεί; Αν ναι, με ποιόν τρόπο θα το καταφέρει; Ποιες αποφάσεις θα πάρει και πως αυτές θα καθορίσουν την υπόλοιπη ζωή της;
Το ορντέβρ του (χονδρικά «προλογικού») πρώτου μέρους δίνει υποσχέσεις για μια πορεία συναισθηματικά καθοδική. Δεν υπάρχει περίπτωση μια ταινία που στη μέση ξεκινά ένας βαθύς σπαραγμός ξαφνικά να γυρίσει σε κελαριστά ποτάμια και άσματα για τη χαρά της ζωής. Έτσι, προχωράμε από το επίπεδο του πειραματισμού σε αυτό της πρακτικής εφαρμογής. Ο ενδόμυχος πόνος της Τζο, θρησκευτικής τολμώ να πω υφής, αποκτά μια εξωτερική έκφραση ενώ η ενήλικη ζωή της σμπαραλιάζεται. Το παρελθόν την καταδιώκει, της υπενθυμίζει τις αντιθέσεις του τότε με το τώρα και τη μουδιάζει, γενικά μα και «τοπικά». Οι «τρύπες» που παρακαλά τους εραστές της να γεμίσουν παραμένουν κενές, μα και η ίδια δεν ξέρει τι μπορεί να τις κλείσει. Μέσα από την ηθικά «κατάπτυστη» ζωή που ακολούθησε, ο μόνος τρόπος να γνωρίσει τις αιτίες είναι αυτός των άκρων, χωρίς κανένα συμβιβασμό. Δεν της ταιριάζουν οι συμβιβασμοί, παρά τα φόντα που είχε για να «απολαύσει» μια ήρεμη και ασφαλή ζωή. Ο εχθρός της είναι ο εαυτός της, μέχρι να πετύχει την ανακωχή μαζί του.
Το δεύτερο μέρος του Nymphomaniac καταλήγει να είναι περισσότερο ακραίο. Ακραίο από όλες τις απόψεις, συναισθηματικά, αισθητικά, νοηματικά και θεμελιακά. Η γνώση του τι ακριβώς θέλει να κάνει, οδηγεί τον Τρίερ σε έναν σαρκασμό που δε γνωρίζει σύνορα. Με αφετηρία το μαύρο ως βασικό χρώμα, αυξάνει το ασεβές χιούμορ του (η σκηνή με το τρίο με τους δύο νέγρους είναι χαρακτηριστική και ταυτόχρονα ξεκαρδιστική), ειρωνευόμενος αυτή τη φορά όχι μόνο την ανθρώπινη αντίληψη, μα και τον ίδιο του τον εαυτό.
Οι υποψίες που είχαν αφεθεί στο πρώτο μέρος περί μικρών φόρων τιμής στη φιλμογραφία του, εν είδει ανασκόπησης, εδώ παγιώνονται, όχι με τρόπο αυτάρεσκο, ούτε όμως και μειωτικό. Ξέρει τι ταινία γυρνάει και για να μην κουράσει με τη ντεσαντική φόρμα της, σχολιάζει μέχρι και αυτή. Όταν γυρίζει μια σκηνή «σούπα», το κάνει για να την κατακρημνίσει με μια ευφυέστατη νύξη αμέσως μετά. Και όταν αναφέρεται, είτε εμμέσως είτε άμεσα, στις προηγούμενες ταινίες του, δεν προσπαθεί να δέσει τα κομμάτια ενός παζλ, μα να γλεντήσει την όλη βλακώδη διαδικασία της αυτοαναφοράς. Και αυτό φαίνεται, δεν βαράει προειδοποιητικά μα, αντιθέτως, κατευθείαν στο στόχο χωρίς πιθανότητα απόκλισης.
Τέλος, το νόημα μετατρέπεται από μια τάχα ευαίσθητη συναισθηματικά πομφόλυγα σε μια θεμελιώδη θέση σχετικά με την ανθρώπινη φύση. Η πραγματοποίηση των απαιτήσεων και η σιγουριά στο βηματισμό απαιτούν θυσίες. Όχι υπερβολή, όχι μαστιγώματα που θα ξεκάνουν το σώμα, ούτε και η πλήρης, καλοκάγαθη και υποκριτική αυταπάρνηση μα μια προσγείωση στα ανθρώπινα γεγονότα και μια ανιδιοτέλεια χάριν της ιδιοτέλειας. Δεν νοείται πόλωση μεταξύ των άκρων του σαμαρείτη και του παρτάκια, μια υγιής μέση οδός με τσαμπουκά είναι το σωστό. Έστω και αν η οδός προς τη φώτιση συνεπάγεται διαρκές άλγος. Με άλλα λόγια, η αυτογνωσία. Κάτι που υπονοείται στο κλείσιμο, όταν και οι μάσκες πέφτουν οριστικά και αμετάκλητα. Η σωτηρία δεν είναι αναίμακτη.
Το πρώτο μισό ήταν ο ιδανικός πρόλογος. Το δεύτερο, η ιδανική συνέχεια πάνω στην προσπάθεια εντύπωσης της δυστυχίας στο φιλμικό χώρο. Μα το φως στο άκρο του τούνελ φαίνεται. Θα σοκάρει; Σίγουρα, και μόνο ένας διάλογος περί παιδεραστίας είναι αρκετός για να εγείρει το πλήθος πυρσούς. Μα στο τέλος, όταν και ξεκαθαρίζεται το ποιος λέει τι, η θέση του Τρίερ είναι σαφής. Όσοι δεν έχετε δει το πρώτο, μα και όσοι το έχετε δει, προσπαθήστε να δείτε και τα δύο σε μια καθισιά αν σας δοθεί η ευκαιρία, όχι τίποτα άλλο, μα για να κρατηθεί και αμείωτο το συναίσθημα. Η ταινία της χρονιάς λοιπόν; Εκτός απροόπτου ναι, και σίγουρα και στο πάνθεον του Τρίερ. Περιμένουμε και την έκδοση χωρίς περικοπές για να συγκρίνουμε.
Υ.Γ. : Αν και κάπως ανώτερο του πρώτου μέρους, ο βαθμός αφορά στο σύνολο.
Στην επόμενη σελίδα: Γρηγόρης Λαμπράκης: Μαραθώνιος Μιας Ημιτελούς Άνοιξης