‘Eλα να αγαπηθούμε στους στύλους του Ολυμπίου Διός

«Πιάσε πέτρα», διατάζει φουριόζα νεαρή τη φίλη της καθώς εισέρχονται (μπορεί και για πρώτη φορά στη ζωή τους) στον αρχαιολογικό χώρο του Ολυμπιείου, επιλέγοντας ένα φυσικό κάθισμα για τη συναυλία που θα ακολουθήσει. 2.500 άνθρωποι, προχωρούν από τον χωμάτινο διάδρομο και φτάνουν στο μεγάλο άπλωμα κάτω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός για να παραβρεθούν στη νέα ανοιχτή δράση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Μια δράση που εμπλουτίζει τη θεματική της οπερατικής επέλασης στο δημόσιο χώρο της Αθήνας με την ανάδειξη του πλούτου της Λυρικής: Των λιμπρέτων από κορυφαίες όπερες που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά (άλλωστε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70 όλες οι όπερες παρουσιάζονταν από τη Λυρική στα ελληνικά).

Χθες ακούσαμε όπερα αλά γκρέκα – όχι μόνο όσοι βρεθήκαμε μέσα ή πέριξ του χώρου, αλλά και οι διαβάτες μέχρι τις αρχές της Συγγρού, ή τον καθεδρικό ναό στην Αμαλίας. H εκδήλωση άρχισε γύρω στις 9, όμως από τις 8 η γύρω περιοχή δεχόταν ριπές από άριες καθώς βρισκόταν σε εξέλιξη ο τεχνικός έλεγχος. Οι λυρικοί τραγουδιστές ανέβαιναν ο ένας μετά τον άλλο στη σκηνή, ενώ η φωνή του καλλιτεχνικού διευθυντή Μύρωνα Μιχαηλίδη ακουγόταν με αυτή τη βαθιά ευγένεια αλλά και την οξύτητα που φανερώνει ακριβώς αυτό που θέλει. Εμεινε επί ώρες όλο το βράδυ πάνω στη μαύρη εξέδρα με την κονσόλα του ήχου, ανάμεσα σε τρίποδα καμερών των τηλεοπτικών συνεργείων και των φωτογράφων, παρακολουθούσε με απόλυτη σωματική συμμετοχή και εντωμεταξύ έβγαλε μερικές από τις πιο αντιπροσωπευτικές φωτογραφίες της βραδιάς!

Είν’ ο έρωτας σαν πουλάκι που να σκλαβώσεις δεν μπορείς.

Το ‘χαν όλοι κρυφό μεράκι πως φεύγει πριν να τον χαρείς.

Καϋμός ο έρωτας, μαράζι, του νόμου πάντοτε είν’ αρνητής,

δε μ’ αγαπάς μα τι πειράζει, αν σ’ αγαπώ να φυλαχτείς.

Η Ειρήνη Καράγιαννη με τη χορωδία τραγουδάνε Κάρμεν, σώματα κινούνται στον ρυθμό της μουσικής του Μπιζέ, βλέπω κάποιον να ακούει με τα μάτια κλειστά, γυναικεία κεφάλια ακουμπισμένα σε αντρικούς ώμους σχηματίζουν μια στρεβλή καρδιά. Η νύχτα έχει έρθει, οι στύλοι του Ολυμπίου Διός φωτισμένοι έτσι ώστε κάθε λεπτομέρεια να αναδεικνύεται έμπλεη ομορφιάς και δέους.

Στέκομαι ακίνητη στο κέντρο της χωμάτινης έκτασης. Ακίνητη. Καθώς περνάνε μπροστά μου, δίπλα μου, εκατοντάδες άτομα, καθώς «Τόπο στης χώρας τ’άξιο παιδί, τόπο!» τραγουδά ο Χάρης Ανδριανός. Μια εμπειρία μοναδική, βομβαρδισμός από ήχους, εικόνες, φως και σκοτάδι, από ψιθύρους. «Γούντστοκ έγινε το Ολυμπιείο», μου λέει κάποιος. «Αλά Γκρέκα», συμπληρώνω. Μια ομάδα κοριτσιών μου ζητά ευγενικά να τα φωτογραφίσω με φόντο τους τραγουδιστές και τους στύλους. Δευτερόλεπτα αργότερα η φωτογραφία μου έχει γίνει ανάρτηση στα social media μαζί με πολλές καρδούλες και θαυμαστικά.

Το «έλα όπως είσαι» θα μπορούσε να είναι ο υπότιτλος της χθεσινής βραδιάς: Πάρα πολλοί νέοι και ηλικιωμένοι με σκαμπό (από τα πτυσσόμενα σαν κι αυτά που βλέπουμε στην εκκλησία). Μακριά φορέματα και σορτς, πλατφόρμες, σανδάλια (με μικρά αγκαθωτά φύλλα να προκαλούν αναπηδήματα), κάποιος με κοστούμι, πουκαμίσες, μαρινιέρες, η Δορωθέα Μερκούρη με υπέροχα δεκάποντα peep toe με φιόγκο.

Φτερό στον άνεμο γυναίκα μοιάζει

έκφραση αλλάζει και μας πλανεύει.

Μ’ ένα χαμόγελο μας ξεμυαλίζει

κι όταν δακρύζει, μας κοροϊδεύει.

Ο Γιάννης Χριστόπουλος τραγουδά Ριγολέττο και το Ολυμπιείο σείεται από τα χειροκροτήματα. Κάθε τόσο ένα αντάμωμα μπροστά στα μάτια μας: Φίλοι που καιρό έχουμε να συναντήσουμε, γνωστοί, αγκαλιές, φιλιά, «και εσύ εδώ, τι καλά». Το βράδυ της Τρίτης 8 Ιουλίου, στους στύλους του Ολυμπίου Διός, ένιωσες να αγαπιέσαι. Από την πόλη, τον διπλανό σου, εσένα τον ίδιο.

Τις άριες ερμήνευσαν οι Χάρης Ανδριανός, Δημήτρης Καβράκος, Βασιλική Καραγιάννη, Ειρήνη Καράγιαννη, Αντώνης Κορωναίος, Μαρία Μητσοπούλου, Δημήτρης Πλατανιάς, Γιάννης Χριστόπουλος. Συμμετείχαν η Χορωδία και μέλη της Ορχήστρας της ΕΛΣ. Η μουσική διεύθυνση της εκδήλωσης ήταν του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου. Ομάδα σχεδιασμού: Δημήτρης Οικονομόπουλος, Βασίλης Λούρας ( ο οποίος είχε και την ιδέα για την εκδήλωση και την επιλογή του χώρου), Αλέξανδρος Ευκλείδης.

Κατερίνα Ι. Ανέστη

Share
Published by
Κατερίνα Ι. Ανέστη