Ο Λευτέρης Καλοσπύρος γράφει για τον χθεσινό ημιτελικό που έφερε (για λίγο) το «τέλος του ποδοσφαίρου»

Ένας αγώνας ημιτελικής φάσης παγκοσμίου κυπέλλου που ήδη από το τριακοστό λεπτό ενθαρρύνει τον έλληνα εκφωνητή να «στοχαστεί» πάνω στο τέλος του ποδοσφαίρου και το τέλος του κόσμου και τον προτρέπει να φανταστεί και να κατανοήσει την υπαρξιακή αγωνία του ποδοσφαιριστή που αποκτά επίγνωση του οδυνηρού σισύφειου έργου του σ’ ένα παιχνίδι με πρόωρα καθορισμένο αποτέλεσμα, ένας τέτοιος αγώνας, προφανώς, δεν αντέχει σε κριτική. Η χθεσινοβραδινή αναμέτρηση ανάμεσα στη Βραζιλία και τη Γερμανία θύμισε αγώνα προκριματικής φάσης του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος, όπου στη θέση της πρώτης ομάδας ήταν σαν να βρίσκεται η καθ’ όλα συμπαθέστατη εθνική Ομάδα των Νήσων Φερόε. Η Βραζιλία έμοιαζε με ομάδα αποτελούμενη από ημιεπαγγελματίες, ένα συνονθύλευμα βετεράνων ποδοσφαιριστών (βλ. Μαϊκόν, Φρεντ) που ό,τι είχαν να δώσουν στο άθλημα και στον εαυτό τους το έχουν ξοφλήσει και με το παραπάνω εδώ και χρόνια, και ραγδαία παρηκμασμένων, πάλαι ποτέ πυραυλοκίνητων, ποδοσφαιριστών, όπως ο Χουλκ, ο οποίος, καθ’ όλη τη διάρκεια του Μουντιάλ, προσποιείται ότι παλεύει να ανακτήσει τη χαμένη και μέχρι προσφάτως αυτονόητη για εκείνον, ποδοσφαιρική του αξιοπρέπεια. Η Βραζιλία που συμμετέχει στη φετινή διοργάνωση είναι μια ομάδα με έναν μόνο πραγματικά καλό (αλλά όχι ακόμη σπουδαίο) επιθετικό (Νεϊμάρ), έναν ταλαντούχο άλλα άγουρο και άνευρο συνοδοιπόρο (Όσκαρ), ανύπαρκτα χαφ και μοναδική αξιόλογη γραμμή, τουλάχιστον μέχρι χθες, την άμυνά της. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιστορικός του ποδοσφαίρου για να διαγνώσει το ολοφάνερο και δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με το εκτόπισμα της ομάδας έλλειμμα ταλέντου. Αρκούσε μια ματιά στο ρόστερ της και ακόμη και ο πιο παθιασμένος μη-Βραζιλιάνος οπαδός της θα ήταν σε θέση να προφητέψει το αναπότρεπτο πριν καν ξεκινήσουν οι αγώνες. Αυτή η Βραζιλία είναι ίσως η λιγότερο ταλαντούχα Εθνική Βραζιλίας που έχει αγωνιστεί σε Μουντιάλ, και αν είχε μια ελπίδα διάκρισης στη διοργάνωση, αν κατόρθωσε να φτάσει εδώ που έφτασε, ήταν επειδή μπόρεσε να ελέγξει το ρυθμό στα περισσότερα παιχνίδια και να πάρει επαγγελματικές νίκες δια πυρός και σιδήρου, βασισμένη στο σφυρηλατημένο τις τελευταίες δυο δεκαετίες πραγματισμό της και τον αναπόφευκτο εξευρωπαϊσμό του χαρακτήρα της· μπορεί η Λατινική Αμερική να εξακολουθεί να παράγει τους πιο θεαματικούς και ακριβοπληρωμένους ποδοσφαιριστές, όμως όλες οι ποδοσφαιρικές καινοτομίες δοκιμάζονται και τελειοποιούνται στην Ευρώπη. Η φετινή Βραζιλία δεν κατάφερε λοιπόν να πείσει κανέναν. Και οι απατηλοί και εντυπωσιοθηρικοί πανηγυρισμοί των αναπληρωματικών και του τεχνικού επιτελείου της στα γκολ που σημειώνονταν στους αγώνες που προηγήθηκαν του ναυαγίου με τη Γερμανία, αδυνατούσαν να καμουφλάρουν την εμφανή απουσία αυτοπεποίθησης, τον υπολανθάνοντα τρόμο της κατάρρευσης, την αξιολύπητη -για μια τέτοια ομάδα- επίγνωση των παικτών της ότι κάθε πρόκρισή τους στον επόμενο γύρο σηματοδοτούσε και μια νέα υπέρβαση.

Το φετινό Μουντιάλ είναι το Μουντιάλ των σπουδαίων τερματοφυλάκων. Ο Ζούλιο Σέζαρ είναι ίσως η μοναδική συμπαθητική φυσιογνωμία σ’ αυτή την εθνική Βραζιλίας. Η οποία, με εξαίρεση το χθεσινό ματς, είχε στερήσει από τους διαχρονικούς εχθρούς της όλα εκείνα τα στοιχεία που τους έκαναν να τη φθονούν και λόγω ταμπεραμέντου ή ποδοσφαιρικού τύπου ιδεολογικών προκαταλήψεων, να τη μισούν: τον καρναβαλικό ρυθμό στο παιχνίδι της ακόμη και σε αγώνες της όψιμης πραγματιστικής περιόδου, την υπεροπτική αίσθηση ανωτερότητας που ήταν ζωγραφισμένη στα νευρώδη αλλά σχεδόν ποτέ (εξαίρεση ο τελικός του ’98) νευρικά πρόσωπα των παικτών της στη φυσούνα καθώς η κάμερα ζούμαρε πάνω τους λίγο πριν από την έναρξη του εκάστοτε αγώνα. Ο Σέζαρ, το έσχατο προπύργιο σταθερότητας κι αξιοπιστίας αυτής της ομάδας, κατέρρευσε χθες βράδυ με πάταγο, και η συμπάθεια στο πρόσωπό του υποχώρησε για να αναδυθεί στη θέση της ένα άλλο συναίσθημα, αυτό του οίκτου – όχι μόνο για εκείνον αλλά για όλη την ομάδα. Σε αντιδιαστολή με τον Σέζαρ, ο Μάνουελ Νόιερ ήταν και χθες τρομακτικά συνεπής και αφοσιωμένος στη μέχρις εσχάτων πάλη για την τελική επικράτηση. Εκ του αποτελέσματος φάνηκε ότι το πιο πονηρό και άρα πιο κρίσιμο ματς για την Εθνική Γερμανίας στη διοργάνωση υπήρξε εκείνο με τη δυσκολοκατάβλητη Αλγερία, η οποία με τις γρήγορες αντεπιθέσεις και τις μακρινές μπαλιές με στόχο το ευάλωτο και δυσκίνητο λόγω της απουσίας του Ματς Χούμελς κεντρικό αμυντικό της δίδυμο, ίσως είχε καταφέρει να κλέψει το ματς εάν ο Νόιερ δεν είχε ανακόψει τις τρεις πιο απειλητικές επιθέσεις της εκτελώντας χρέη λίμπερο, ή παίζοντας «μπακότερμα», σύμφωνα με την αργκό της αλάνας. Στο πρόσωπο αυτού του σπάνιου τερματοφύλακα, καθρεφτίζεται η προσήλωση στους κανόνες του παιχνιδιού και η ανομολόγητη πίστη στις υπερβάσεις τους. Στο πρόσωπό του, όπως αυτό αποτυπώνεται στα στιγμιαία κοντινά πλάνα που συχνά πυκνά του αφιερώνουν οι σκηνοθέτες στη διάρκεια του αγώνα, καθρεφτίζονται οι κρυφές κι ακόμη αναξιοποίητες ευκαιρίες για γκολ και οι δραματικές κορυφώσεις του ματς. Ακόμη κι αν κάποιος ήταν αναγκασμένος να παρακολουθήσει τον αγώνα μέσω μιας κάμερας που θα εστίαζε στο πρόσωπο του Νόιερ, θα μπορούσε να καταλάβει την αναμέτρηση το ίδιο καλά με εκείνον που θα έβλεπε την κανονική μετάδοση. Με βάση τη μοναδική ικανότητά του να διαβάζει το παιχνίδι και να προβλέπει τις ειδικές συνθήκες του, ο Νόιερ θα μπορούσε να είναι ένας εξίσου σπουδαίος αμυντικός, ή ένας οξυδερκής μέσος, ακόμη κι ένας επιθετικός με ένστικτο στο γκολ. Είναι ο τελευταίος κρίκος στην παράδοση των μεγάλων γερμανών τερματοφυλάκων, η εξελιγμένη και πιο έξυπνη εκδοχή του Καν, του Ίλγκνερ και των υπολοίπων. Και όσο καλά κι αν έπαιξαν χθες βράδυ οι Εζίλ, Κρόος, Μίλερ και Κεντίρα, όσο δουλεμένη και ταλαντούχα κι αν είναι αυτή η εθνική Γερμανίας, η παρουσία της στον τελικό της ερχόμενης Κυριακής είναι σε μεγάλο βαθμό έργο του τερματοφύλακά της.

Πριν από λίγες μέρες, σε ένα άρθρο-εξομολόγηση της υγιούς εξάρτησής του από το Παγκόσμιο Κύπελλο, το οποίο δημοσιεύτηκε στο New York Review of Books, ο βραβευμένος με Πούλιτζερ, σέρβικης καταγωγής αμερικανός ποιητής, Τσάρλς Σίμικ, αφηγήθηκε μια ιστορία από την επίσκεψή του στο Μεξικό και τη συνάντησή του με τον σπουδαίο μεξικανό ποιητή Οκτάβιο Πας το διάστημα που διεξαγόταν το Παγκόσμιο Κύπελλο στην Αμερική το 1994. Την ημέρα του αγώνα ανάμεσα στο Μεξικό και την Ιταλία, ο Σίμικ επισκέφτηκε τον Παζ στο σπίτι του κι απόλαυσε την κουβέντα μαζί του για την τέχνη και τη λογοτεχνία. Την ώρα όμως που επρόκειτο να ξεκινήσει ο αγώνας, ο Πας και η γυναίκα του πρότειναν στον Σίμικ και τον μεξικανό μεταφραστή του να βγουν για φαγητό σ’ ένα γαλλικό εστιατόριο. Το εστιατόριο ήταν φυσικά άδειο. Κάποια στιγμή, πάνω που είχε ανάψει η κουβέντα στην παρέα γύρω από ένα επιχείρημα του Χάιντεγκερ, το εστιατόριο γέμισε με τις ιαχές και τα επιφωνήματα απογοήτευσης των μεξικανών φιλάθλων που παρακολουθούσαν το παιχνίδι στη γειτονική πλατεία. Ο Σίμικ δεν άντεξε, και με πρόφαση την επίσκεψη στην τουαλέτα, τρύπωνε κάθε τόσο στην κουζίνα για να μάθει το σκορ από τους μάγειρες και τους σερβιτόρους. Ο Σίμικ παραδέχθηκε ότι ο Πας ήταν ίσως ο πιο πολυμαθής και ενδιαφέρων άνθρωπος που έχει γνωρίσει στη ζωή του, κι όμως από εκείνη την ημέρα δεν θυμάται τίποτα από όσα του είπε ο Πας. Αντίθετα, δεν θα ξεχάσει ποτέ το σκορ εκείνης της αναμέτρησης (για την ιστορία: 1-1). Όπου λοιπόν κι αν βρισκόσασταν το βράδυ της 8ης Ιουλίου 2014, είτε είδατε το ματς συντροφιά με αξιοσημείωτους ανθρώπους ή/και στα πλαίσια μιας αλησμόνητης περίστασης, ή αναγκαστήκατε λόγω δουλειάς ή άλλων υποχρεώσεων να τσεκάρετε μηχανικά κάθε τόσο την εξέλιξή του στη σχετική εφαρμογή στο κινητό σας, είναι πολύ πιθανό έπειτα από είκοσι χρόνια να μην θυμόσαστε παρά ελάχιστα από αυτή τη βραδιά.  Όμως θα θυμόσαστε σίγουρα το απίστευτο σκορ του αγώνα.

Ο Λευτέρης Καλοσπύρος μόλις κέρισε το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου του λογοτεχνικού περιοδικού «Ο Αναγνώστης» για το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η Μοναδική Οικογένεια» που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Πόλις τον Οκτώβριο του 2013. 

POPAGANDA