Categories: ΒΙΒΛΙΟ

Δεν είναι καλοκαίρι αν δεν είναι Άγκαθα Κρίστι. Είναι Άγκαθα Κρίστι γιατί είναι Λυχνάρι.

Έχουμε όλοι, λίγο πολύ, μια παρόμοια ιστορία. Είναι καλοκαίρι στο κοντινό εξοχικό ή στο μακρινό χωριό. (Προ)Εφηβική ηλικία, παρκάρισμα από τους γονείς σε γιαγιάδες-παππούδες, ατέλειωτη βαρεμάρα. Σκάλισμα σε παρατημένες βιβλιοθήκες, σκάψιμο σε μπαούλα με ληγμένες εφημερίδες-περιοδικά ή απλά ένας μεγαλύτερος ξάδερφος. Το κίτρινο χρώμα στο εξώφυλλο, το μικρό μέγεθος, η καλλιγραφική γραμματοσειρά, και το σκοτεινό σκίτσο τραβάνε το μάτι. Το όνομα της συγγραφέως, Άγκαθα Κρίστι. Ψαρωτικό. Το ίδιο και ο τίτλος, κάτι σαν Σφηκα Σε Ψάθινο Καπέλο ή Ο Μπαλαντέρ του Θανάτου. Το ίδιο, κι ακόμα περισσότερο, η υποσημείωση «άθλος του Ηρακλή Πουαρό (ή της Μις Μαρπλ.

Και μετά αρχίζει το ξεφύλλισμα. Που γρήγορα γίνεται διάβασμα. Που εξελίσσεται σε κόλλημα, οι σελίδες φεύγουν αστραπιαία, η αίσθηση του χρόνου χάνεται μάζί με κάποιο ολόκληρο απόγευμα ή το μισό βραδινό ύπνο. Η γνωριμία με τους ήρωες-υπόπτους, η δολοφονία, η αποκάλυψη των μυστικών, το ξεδίπλωμα του σασπένς μέχρι την τελική σκηνή που, συνήθως ενώπιον όσων προσώπων έχουν μείνει στη ζωή, ο βέλγος ντετέκτιβ με το τσιγκελωτό μουστάκι ή η δαιμόνια γεροντοκόρη αποκαλύπτει την πλεκτάνη και δίνει το σήμα στις αρχές για τη σύλληψη. Αυτός είναι το μυστηριώδες σύμπαν της Άγκαθα Κρίστι. Τόσο ίδιο κάθε φορά, μα τόσο απολαυστικό. Και τόσο εθιστικό  ώστε να μας μπάσει στον συναρπαστικό κόσμο του αστυνομικού μυθιστορήματος. Μέσα από τις εκδόσεις Λυχνάρι φυσικά. Ελάχιστοι εκδοτικοί οίκοι έχουν καταφέρει να αναπτύξουν μια τόσο στενή σχέση με το περιεχόμενο του καταλόγου της και σίγουροι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού μια τόσο χαρακτηριστική ταυτότητα που δημιούργησε φανατικό κοινό.

Είναι ένα μεσημέρι αποπνικτικής ζέστης στην Καλλιθέα και κάθομαι στο πατάρι των εκδόσεων απέναντι από τον Λάζαρο Λαζαρίδη, γιο του Τάσου Λαζαρίδη που ξεκίνησε το Λυχνάρι το 1960 (κάτι σαν συνέχεια των εκδόσεων Ιλισσός από τις οποίες προέκυψε και ο Κέδρος που επίσης αντέχει μέχρι σήμερα). Μιλάει σε χαμηλή ένταση και τόσο αργά που σου δίνει τη δυνατότητα να περιεργάζεσαι τον γύρω χώρο με τις προθήκες γεμάτες βιβλία και οικεία ονόματα. Έντγκαρ Ουάλλας, Λέσλι Τσάρτερις (ο δημιουργός του «Άγιου»), Ντάσιελ Χάμετ, Ίαν Φλέμινγκ, Ραίημοντ Τσάντλερ, Φίλιπ Κ. Ντικ.

Ο Λάζαρος Λαζαρίδης, ιδιοκτήτης των Εκδόσεων Λυχνάρι

«Ο προσανατολισμός ήταν εξαρχής η αστυνομική λογοτεχνία. Αυτή ήταν άλλωστε και η πρώτη μας σειρά. Στη δεκαετία του ’70 βγήκε και μια σειρά με ρομάντσα, η Νανά, αλλά ο πατέρας μου την σταμάτησε γρήγορα γιατί δεν άντεχε να τη διαβάζει. Αυτή ήταν και η βασική παρακαταθήκη που μας άφησε. Μην εκδίδετε κάτι χωρίς να το έχετε διαβάσει (και χωρίς να σας αρέσει). Στη συνέχεια μέσα από μια άλλη σειρά, το Σύμπαν, περάσαμε και στην επιστημονική φαντασία.
Tο πρώτο Λυχνάρι δεν ήταν κίτρινο αλλά μωβ. Ήταν το Αρσενικό και Παλιά Δαντέλα του Τζόσεφ Κέσελρινγκ. Δεν είχε εικόνα στο εξώφυλλο, αλλά κάποιες λεζάντες και τυπώθηκε σε χαρτι εφημερίδας όπως συνέβαινε τότε. Στην πορεία άλλαξε το σχήμα (έτσι κι αλλιώς στα 60s τα βιβλία ήταν μεγαλύτερα). Το σχήμα μας είναι κατάτι μεγαλύτερο από το τυπικό βιβλίο τσέπης, αν και προφανώς σε αυτήν την κατηγορία έχουμε καθιερωθεί στη συνείδηση του κόσμου».

Το πρώτο Λυχνάρι

Ήδη από το δεύτερο νούμερο του καταλόγου η Άγκαθα Κρίστι γίνεται το βαρύ πυροβολικό των εκδόσεων, ένα όνομα σχεδόν συνώνυμό τους εδώ και πάνω από μισό αιώνα. «Ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ τα αστυνομικά. Τα γνώρισε τις εφημερίδες που δημοσιεύονταν τότε σε συνέχειες με μεταφράσεις άρπα κόλλα, χωρίς να γίνονται ποτέ αυτόνομες εκδόσεις. Μην ξεχνάμε ότι το αστυνομικό θεωρούταν ευτελές. Κάτι σαν επέκταση του αστυνομικού ρεπορτάζ, συνδεδεμένο μάλιστα αρκετά με τη δημοσιογραφία (σ.σ. ίσως γι’ αυτό εξακολουθεί να συγκινεί ιδιαίτερα τους δημοσιογράφους). Προσέγγισε, λοιπόν, το αστυνομικό μυθιστόρημα πιο σοβαρά, το περιποιήθηκε. Γιατί, μην ξεχνάμε, π.χ. η Άγκαθα Κρίστι είναι μια κανονική –υψηλού επιπέδου – λογοτέχνης. Μπορεί η πλοκή των ιστοριών να μην αλλάζει ιδιαίτερα από έργο σε έργο, αλλά το κείμενο, το ύφος της είναι τρομακτικά δουλεμένο. Ή πηγαίνοντας ακόμα πιο πίσω στον Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, δημιουργό του Σέρλοκ Χολμς (σ.σ. έργα του επίσης κυκλοφορούν από το Λυχνάρι), οι ιστορίες θεωρήθηκαν κάτι σαν ρεπορτάζ της εποχής τους. Έτσι όπως τις διηγούταν όχι ο ήρωας αλλά ένα τρίτο πρόσωπο».

Οι εκδόσεις Λυχνάρι δεν προκαλούν αυτό το οικείο νοσταλγικό συναίσθημα μόνο λόγω του περιεχομένου τους. Είναι κι αυτή η πολύ ξεχωριστή ταυτότητα που λέγαμε πριν, αλλά και η ταυτισή τους με ένα συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο ανάγνωσης. «Τα αστυνομικά μας έχουν πάνω κάτω τις ίδιες σελίδες. Γύρω στις 200. Αυτό είναι που τα κάνει και τόσο καλοκαιρινά. Είναι σχετικά μικρα σε έκταση και μέγεθος, δεν είναι κοσμήματα για τη βιβλιοθήκη, τα κουβαλάς παντού. Βέβαια, έχει αλλάξει κάπως η αντιμετωπισή τους. Από αναγνώσματα μιας χρήσης (που πολλοί πέταγαν μετά το διάβασμα) απέκτησαν χαρακτήρα συλλεκτικό και καλτ. Κάθε φορά, ας πούμε, που έχουμε προσπαθήσει να αλλάξουμε κάτι π.χ. στο χρώμα ή τη γραμματοσειρά, οι διαμαρτυρίες τους κοινού μας έκαναν να διατηρήσουμε ανέπαφη την εικόνα μας. Η οποία διαμορφώθηκε χειροποίητα από τον πατέρα μου. Μόνος του έφτιαξε τα πάντα: τις φόρμες των στοιχείων (που εξελίχθηκαν σε γραμματοσειρές), τη σύνθεση του εξωφύλλου, πολλές φορές ζωγράφιζε ακόμα και την εικόνα του cover. Και πέρα από το καλλιτεχνικό κομμάτι, φυσικά επέλεγε τους τίτλους, διόρθωνε το τελικό κείμενο της μετάφρασης, έγραφε τις περιλήψεις κι ασχολιόταν βέβαια και με το εμπορικό κομμάτι της πώλησης-προώθησης».

Σήμερα, η αστυνομική λογοτεχνία έχει περάσει σε άλλο επίπεδο. Τα έργα δεν λογίζονται ως βίπερ, αλλά είναι πολύπλοκα μυθιστορήματα με πολιτικοκοινωνικές προεκτάσεις που καθρεφτίζουν διαφορετικές σχολές και μιλάνε για πολύ πιο σύνθετα πράγματα πέρα από το «ποιος το ‘κανε;». Ας πούμε, η σκανδιναβική ή η λατινοαμερικάνικη, πολύ δημοφιλείς αμφότερες στη χώρα μας. Επιπλέον, είναι και η άνθηση των συναφών τηλεοπτικών σειρών, σημειώνει ο κύριος Λαζαρίδης, που σπρώχνει ακόμα περισσότερο τον κόσμο στο αστυνομικό. Θα στεκόταν σε αυτό το περιβάλλον η Άγκαθα Κρίστι; «Το έργο της είναι διαχρονικό. Μεταφέρει μια παλιακή ατμόσφαιρα παρακμής που διατηρεί ακόμα ένα γοήτρο στο ιδιαίτερα εξελιγμένο και ανταγωνιστικό σύγχρονο πεδίο της αστυνομικής λογοτεχνίας. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αν έγραφε σήμερα, θα εντασσόταν στο τωρινό πλαίσιο και πάλι θα ξεχώριζε. Αυτό που ίσως δεν ξέρει ο πολύς κόσμος για τις ιστορίες της είναι ότι έχουν διάφορες εκδοχές. Μπορεί να τις είχε ξεκινήσει σε ένα αγγλικό περιοδικό, να τις συνέχισε σε ένα αμερικάνικο και μετά να τις εξέλιξε σε νουβέλα ή θεατρικό. Καμιά φορά μάλιστα εκτός από στοιχεία της πλοκής, άλλαζε και ήρωες. 

Ξεχωρίζοντας τα μοτίβα του έργου της, πρώτα θα σταθούμε φυσικά στους κλασικούς ήρωες όπως ο Ηρακλής Πουαρό και η Μις Μαρπλ, την οποία ομολογώ ότι συμπαθώ περισσότερο γιατί με διασκεδάζει πάρα πολύ ως αντιηρωίδα που δραπετεύει από το γεροντοκορίστικο/κουτσομπολίστικο περιβάλλλον του χωριού που ζει. Ο Πουαρό αν και είναι, υποτίθεται, Βέλγος, μου μοιάζει περισσότερο για Άγγλος παρότι πίνει ροφήματα με βότανα και όχι αλκοόλ κι έχει αυτό το τσιγκελωτό μουστάκι. Αρχική της επιδίωξη ήταν να φτιάξει στον δικό της Σέρλοκ, γι’ αυτό κι ο Πουαρό έχει τον δικό του γιατρό-υπασπιστή.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον, πάλι με σημερινούς όρους, είναι μια ρατσιστική διάσταση που υπάρχει στα έργα της και λειτουργεί εντελώς ως καθρέφτης της εποχής της. Υπάρχει ο ελαφρόμυαλος μαύρος φοιτητής (που είναι υποδεέστερος από τους υπόλοιπους), ακόμα και η χρήση της λέξης νέγρος σε τίτλο. Πια το Δέκα Μικροί Νέγροι κυκλοφορεί στις περισσότερες χώρες ως …Και Δεν Έμεινε Κανένας (…And Then There Was None)».


Τα αστυνομικά του Λυχναριού
από τα 60s μέχρι σήμερα

Μεγαλώνοντας σε ένα τέτοιο περιβάλλον, φυσικά, είχε και την επιρροή του στον Λάζαρο Λαζαρίδη, ο οποίος από το 1995 έχει αναλάβει τα ηνία των εκδόσεων. «Στο δημοτικό έβαζα στις εκθέσεις τίτλους από βιβλία και λεπτομέρειες με δολοφόνους και σατανάδες με πλερέζες κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα να καλούν τους γονείς μου στο σχολείο». Περνώντας στη σύγχρονη εποχή εισήγαγε πέρα από τις τσέπης και κάποιες «βιβλιοπωλικές» εκδόσεις, προχώρησε όπου χρειαζόταν σε νέες μεταφράσεις για να καλυφθεί το χάσμα της γλώσσας της δεκαετίας του ’60 με το σήμερα και πάλεψε με τις πειρατικές εκδόσεις που εμφάνιζονται κατα καιρούς αποδίδοντας στην Άγκαθα Κρίστι ακόμα και τίτλους που δεν έγραψε ποτέ.

Από τα υπολοιπα ονόματα «ο Σαρλ Εσμπραγιά είχε πολύ μεγάλη πέραση στα 70s-80s με τα πιο χιουμοριστικά αστυνομικά του, τα βιβλία του Ίαν Φλέμινγκ είχαν μεγάλη επιτυχία, κάποια μάλιστα κυκλοφόρησαν και πριν τις ταινίες Τζέιμς Μποντ. Πάντα κινούμασταν παράλληλα με το σινεμά, ας πουμε ταυτόχρονα με την έξοδό τους στους κινηματογράφους έχουμε βγάλει Τα Σαγόνια του Καρχαρία και Το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι. Πιστεύω πολύ και σε μια καινούρια σειρά μας με την 11χρονη Φλάβια Ντε Λους, ηρωίδα που επινόησε ο Άλαν Μπράντλεϊ».


Λυχνάρι sci-fi και Λογοτεχνία

Τα πράγματα, φυσικά, στο χώρο του βιβλίου είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση. «Στα χρόνια της κρίσης κάνουμε επανατυπώσεις προσπαθώντας να επιβιώσουμε κι ελπίζοντας ότι θα είμαστε σύντομα σε θέση να κυκλοφορήσουμε και νέους τίτλους. Προσπαθώ να καθυστερήσω το πέρασμά μας στο ηλεκτρονικό βιβλίο. Φοβάμαι ότι σε ένα τόσο ασαφές νομικά πλαίσιο, ειδικά στην Ελλάδα, μπορεί να σημάνει το τέλος των μικρών εκδοτικών οίκων όπως συνέβη στη δισκογραφία. Υπάρχει πάντως, σε επίπεδο συλλεκτών τρομερή ζήτηση για παλιούς τίτλους π.χ. για τις πολυτονικές εκδόσεις παλιότερων δεκαετιών. Καμιά φορά θέλουν να διαπραγματευθούν ακόμα και τα 1-2 αντίτυπα που έχουμε κρατήσει ως Λυχνάρι. Τους παραπέμπω στα παλαιοβιβλιοπωλεία, το αρχείο μας φυσικά δεν πωλείται.
Τα βιβλία τσέπης, και τα δικά μας, είχαν συνδεθεί παλιότερα με το περίπτερο. Πια δε συμβαίνει αυτό, έχει αλλάξει σιγά σιγά από τη δεκαετία του ’80 και μετά. Η αγορά του περιπτέρου στέρεψε, ειδικά από όταν οι εφημερίδες παραγέμισαν με εκδόσεις κάθε είδους. Έχουμε συνεργαστεί κι εμείς με κάποιες στο παρελθόν, με θετικά αποτελέσματα».

Στο φινάλε ανταλλάσσουμε τις προτιμήσεις μας. Εγώ του μιλάω για το τιναγμα από την καρέκλα στο απρόσμενο φινάλε του Ποιος Σκότωσε τον Άκροϋντ;, εκείνος μου δίνει το δικό του top 3 μέσα από τους σχεδόν 100 τίτλους της «βασίλισσας του εγκληματος» που έχει κυκλοφορήσει το Λυχνάρι – Ένα Πτώμα Στη Βιβλιοθήκη, Το Πάρτυ, Για Γάμο ή Για Κηδεία.

Αλήθεια, τη γνώρισε ποτέ ο πατέρας του; «Είχε επικοινωνήσει μαζί της, αλλα δεν την συνάντησε ποτέ. Εκείνη ερχόταν με τον αρχαιολόγο σύζυγό της, Μαξ Μαλόουν, στη δεκαετία του ’50 στην Ελλάδα πριν το Λυχνάρι. Εγώ έχω επαφή με τον εγγονό της που διαχειρίζεται και τα δικαιώματα των έργων της».

Εκδόσεις Λυχνάρι, Ηρακλέους 139, Καλλιθέα/ 210 9536.712
(κεντρική διάθεση: Φιλαρέτου 29, Καλλιθέα)
Παναγιώτης Μένεγος