Categories: ΣΙΝΕΜΑ

Οι 7 καλύτερες ταινίες που βγήκαν στις αίθουσες, όσο εσείς κάνατε διακοπές (…και καλό είναι να μη χάσετε)

Αν την περίοδο των διακοπών νιώθετε περισσότερο προστατευμένοι και χαλαροί από το FOMO σας, η ελληνική διανομή φέτος φρόντισε για το αντίθετο: ο Αύγουστος, πάλαι ποτέ νεκροταφείο της κινηματογραφικής διανομής, όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά, επεφύλασσε την κυκλοφορία στις αίθουσες περίπου 40 ταινιών, πολλές από τις οποίες αξίζουν την προσοχή σας είτε για το pop culture αποτύπωμα που θα αφήσουν μέσα στη χρονιά είτε για την πορεία τους στα βραβεία.

Την περασμένη Πέμπτη μόνο βγήκαν το Logan Lucky του Στίβεν Σόντερμπεργκ και το Βαλέριαν και η Πόλη με τους Χίλιους Πλανήτες του Λικ Μπεσόν, άκρως διασκεδαστικά δείγματα escapist σινεμά. Εμείς πάμε λίγο πιο πίσω, στο βαθύ καλοκαίρι, και εντοπίζουμε τις ταινίες που δεν πρέπει να αφήσετε να χαθούν από το ραντάρ σας, επειδή εκείνη την εβδομάδα μαυρίζατε… 






Baby Driver

Καταδικασμένο στην αφάνεια από την έξοδό του στις ελληνικές αίθουσες τη χειρότερη εβδομάδα της χρονιάς, αυτή του Δεκαπενταύγουστου, τo surprise hit του καλοκαιριού είναι η ταινία-μονόκερως που έσπασε το φράγμα των 100 εκατ. δολαρίων σε εισπράξεις στην Αμερική χωρίς να βασίζεται σε προϋπάρχον υλικό, ένα υβρίδιο ταινίας καταδίωξης και jukebox musical βγαλμένο από το μυαλό του βρετανού σκηνοθέτη και σεναριογράφου Έντγκαρ Ράιτ, υπεύθυνου για μερικές από τις πιο καλτ κωμωδίες του 21ου αιώνα (δύο από αυτές, το Hot Fuzz και το Shaun Of The Dead βρίσκονται και στην πρόσφατη λίστα του BBC με τις 100 καλύτερες κωμικές ταινίες όλων των εποχών). Αν και θα είχε ενδιαφέρον να δούμε τι ταινία θα έκανε ο Ράιτ με την κυριολεκτική έννοια του τίτλου, στο Baby Driver το χιούμορ δίνει τη θέση του στην ασταμάτητη δράση, με κεντρικό ήρωα τον Μπέιμπι (Άνσελ Έλγκορτ), έναν άσο της οδήγησης που θέτει το ταλέντα του στην υπηρεσία ενός εγκεφάλου ληστειών (Κέβιν Σπέισι) στον οποίο χρωστάει χάρη, βοηθώντας την εκάστοτε συμμορία ληστών του να διαφύγει μέσα σε δευτερόλεπτα από τον τόπο του εγκλήματος. Εξαιτίας ενός παιδικού ατυχήματος ο Μπέιμπι υποφέρει από εμβοή και για να εξαλείφει το θόρυβο στα αυτιά του ακούει μονίμως μουσική σε κάποιο από τα iPod του (έχει διαφορετικά για κάθε μέρα και διάθεση). Όταν γνωρίζει κι ερωτεύεται τη σερβιτόρα Ντέμπορα (Λίλι Τζέιμς) προσπαθεί να αφήσει πίσω του την παλιά του ζωή, αλλά όπως κάθε “one last job” ταινία μάς έχει διδάξει, αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο. Η πολυσυζητημένη ευφυής ιδέα του Baby Driver είναι ότι υπακούει στον εσωτερικό ρυθμό των τραγουδιών από τη δισκοθήκη του Ράιτ που ακούγονται σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, με τις σκηνές καταδίωξης κομμένες και ραμμένες με παρανοϊκή λεπτομέρειαπάνω στη μουσική. Κάθε θεατής μπορεί να μετατραπεί σε film nerd μιλώντας για το χειρουργικής ακρίβειας μοντάζ του Baby Driver, αλλά οι απολαύσεις του δεν σταματούν εκεί: το σάουντρακ, που τα τελευταία χρόνια μοιάζει να φτιάχνεται από αλγόριθμο και μάλιστα με basic γούστο, γίνεται και πάλι πηγή ανακάλυψης με προσωπική σφραγίδα, οι γκεστ σταρ προέρχονται από το φάσμα (ή το χάσμα;) της ποπ (Flea των Red Hot Chili Peppers, Sky Ferreira), η Ατλάντα (κινηματογραφικά και τηλεοπτικά πολύ in φέτος) γίνεται μια city of cars, ο γνωστός χορογράφος Ράιαν Χέφινγκτον (“Chandelier”) βάζει το χέρι του στο συγχρονισμό του όλου εγχειρήματος κι ο Ράιτ ζει τη φαντασίωση του να είχε γυρίσει ο ίδιος τον Άνθρωπο από την Γαλλία, το The Driver, το The Blues Brothers ή το To Live and Die in LA, αλλά με τις δικές του εμμονές. “Drive, don’t walk” σε όποιο σινεμά το παίζει ακόμα.


 

Δουνκέρκη

Αφού επαναπροσδιόρισε το υπερηρωικό σινεμά (κρίμα που για τους διαδόχους του αυτό σημαίνει αισθητική βίντεο κλιπ My Chemical Romance και κάθε Μπάτμαν να μιλάει σαν να παίζει με το Darth Vader Voice Changer), ο Κρίστοφερ Νόλαν βάζει μια IMAX camera σε φτερό αεροπλάνου και κεντράρει στο Όσκαρ με την, αριστουργηματική τεχνικά και μινιμαλιστική συναισθηματικά, αναπαράσταση της διάσωσης βρετανών στρατιωτών από την -περικυκλωμένη από τους εχθρούς- Δουνκέρκη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα δύο πιο συνηθισμένα σχόλια που συνοδεύουν την ταινία είναι «μα τι τρομερός ο ήχος» κι «έλλειψη συναισθηματικής ταύτισης με τους ήρωες». Αμφότερα αληθή, αμφότερα θετικά. Η Δουνκέρκη είναι σαν τη Λεπτή Κόκκινη Γραμμή με τον ήχο turned up στο 11. Ο Νόλαν επιχειρεί να φτιάξει την πιο ρεαλιστική προσομοίωση πολέμου στο σινεμά και φτάνει πολύ κοντά, πετώντας ισότιμα διάσημους ηθοποιούς, άγνωστες φάτσες και το κοινό σε μια φρίκη χωρίς λογική, στην οποία η μοναδική αίσθηση ελέγχου δίνεται από τη χρονική οριοθέτηση των γεγονότων (προσφιλές gimmick του Νόλαν το παιχνίδι με το χρόνο, από το Memento ως το Inception) σε μια εβδομάδα/μια μέρα/μια ώρα. Αντιμέτωποι με την αόρατη γερμανική απειλή και με μοναδικό τους κοινό τον στόχο για άμεση επιβίωση κι επιστροφή στην πατρίδα, οι χαρακτήρες της ταινίας δεν χρειάζονται περαιτέρω συστάσεις – εκτός βέβαια από τον Harry Styles, που μετά από ένα ώριμο σόλο άλμπουμ κάνει κι ένα αξιοπρεπέστατο κινηματογραφικό ντεμπούτο, αποφασισμένος να διευρύνει το fanbase του από τις 3χρονες fans των One Direction και στις μαμάδες τους (το πραγματικό “Sign of the times” είναι ότι τα καταφέρνει εξίσου καλά σε όλα). Ανατρέποντας τις προσδοκίες με τις οποίες συνδέεται μια παραδοσιακή πολεμική ταινία, ο Νόλαν εισάγει τη βρετανική του αποστασιοποίηση και τη δομή-παζλ σε ένα κινηματογραφικό είδος σχεδιασμένο να κάνει το θεατή να αισθάνεται και όχι να σκέφτεται – εδώ θα θυμηθείτε να αναπνεύσετε μόλις πέσουν οι τίτλοι τέλους.



 

Atomic Blonde

«Το John Wick, αλλά με γυναίκα, κι επειδή αυτή η γυναίκα έχει Όσκαρ, το John Wick, αλλά με πλοκή». Κάπως έτσι θα ξεκίνησε το pitch meeting για τη μεταφορά του κόμικ Atomic Blonde από το συν-σκηνοθέτη του (μαντέψτε) John Wick, Ντέιβιντ Λιτς, με την Σαρλίζ Θερόν να συνεχίζει τη μεταμόρφωσή της σε badass ηρωίδα δράσης μετά το Mad Max: Fury Road και να εισέρχεται -άψογα φωτισμένη κι εξωπραγματικά όμορφη- σε μια ιστορία του Τζον Λε Καρέ, αν οι ιστορίες του Λε Καρέ ήταν πολύ σέξι κι, έστω ελάχιστα, κατανοητές. Εδώ υποδύεται μια πράκτορα της ΜΙ6 που φτάνει στο Βερολίνο λίγο πριν την πτώση του Τείχους με αποστολή της την απόκτηση μιας χαμένης λίστας με τις ταυτότητες μυστικών πρακτόρων που, καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος φτάνει στο τέλος του, διεκδικούν με κάθε κόστος και οι δύο πλευρές. Ακραία στυλιζαρισμένο, το Atomic Blonde διεκδικεί (και μάλλον κερδίζει) μια θέση στις πιο αξιομνημόνευτες περιπέτειες των τελευταίων ετών χάρη σε ένα απίστευτο, 7λεπτο μονοπλάνο, στο οποίο η Σαρλίζ τρώει και δίνει σκληρό ξύλο σε μια σκάλα πολυκατοικίας, με τη neon παραζάλη της ταινίας να διακόπτεται από ένα  «χειροποίητο» ηλεκτροσόκ βίας που όσο διαρκεί το κοινό νιώθει στο πετσί του κάθε μπουνιά και κλωτσιά που ανταλλάσσεται επί της οθόνης. Βάλτε κι ένα soundtrack (basic, όπως λέγαμε παραπάνω) με τις μεγαλύτερες επιτυχίες των 80s από το “Blue Monday” ως το “Under Pressure” και προστιθέμενη αξία τη θέα της πρωταγωνίστριας να ξεπαστρεύει ένα τσούρμο αντρών υπό τους ήχους του “Father Figure” και το Atomic Blonde τα βγάζει τα λεφτά – και τα ποπ κορν του. 


Αόρατος Επισκέπτης & Κανείς Δεν Μπορεί Να Μας Σώσει

Τα ισπανόφωνα θρίλερ του καλοκαιριού δεν περιορίζονται στο πανταχού παρόν “Despacito”, αλλά και σε δύο εμπορικές και καλλιτεχνικές επιτυχίες από την Ισπανία, που τα τελευταία χρόνια διαπρέπει στο είδος του αστυνομικού, με φημισμένες εξαγωγές όπως το Μικρό Νησί, το Σώμα και τα επίσης φετινά Η Οργή Ενός Υπομονετικού Ανθρώπου και Το Μπαρ. Στον Αόρατο Επισκέπτη, από τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο του Σώματος, Οριόλ Πάουλο, μια δικηγόρος έχει 3 ώρες στη διάθεσή της για να βρει ένα ατράνταχτο άλλοθι σε έναν πλούσιο επιχειρηματία που κατηγορείται για το φόνο της ερωμένης του. Με αφηγηματική μαεστρία που έλειπε από την υπερεκτιμημένη προηγούμενη ταινία του, ο Πάουλο ενορχηστρώνει μια τρομερή ανατροπή που ακόμα κι αν έχετε προβλέψει από την αρχή θα περάσετε καλά φτάνοντας στην αποκάλυψη.


Ακόμα καλύτερα, αν σας αρέσει η Μαδρίτη το καλοκαίρι και τα νοσηρά εγκλήματα, θα περάσετε στο Κανείς Δεν Μπορεί Να Μας Σώσει, ένα αποτελεσματικό, πανέξυπνο και βραβευμένο με Γκόγια σύγχρονο νουάρ από τον Ροδρίγο Σορογογιέν (editor’s note: ίσως η μόνη παρουσίαση της ταινίας σε όλον τον κόσμο που δε χρησιμοποίησε τη φράση «μεσογειακό Se7en»). Με ήρωες δύο ντετέκτιβ διαφορετικών ιδιοσυγκρασιών που κυνηγούν έναν βιαστή και δολοφόνο ηλικιωμένων γυναικών στην ισπανική πρωτεύουσα το καλοκαίρι του 2011, λίγο πριν την επίσκεψη του Πάπα και στο απόγειο των διαδηλώσεων των Αγανακτισμένων.


Έρωτας Μετ’ Εμποδίων

Σαν τις ηρωίδες των ρομαντικών κωμωδιών που αναζητούσαν απελπισμένα τον άντρα των ονείρων τους, με το φακό πλέον ψάχνουμε καλές ρομαντικές κωμωδίες που κάποτε το Χόλιγουντ μάς προσέφερε τόσο απλόχερα. Φταίει ο κυνισμός της εποχής που έχει αναγάγει το ειλικρινές συναίσθημα σε αντικείμενο εμπαιγμού; Φταίει ο κορεσμός του είδους που κατέληξε να παράγει περισσότερες… τραγωδίες; Φταίει το ότι χάσαμε την Νόρα Έφρον; (Αυτό σίγουρα φταίει.) Πώς θα έπρεπε να είναι μια ρομαντική κωμωδία εν έτει 2017 για να μην πέσει στις παγίδες της, υπαγορευμένης από τα social media, σύγχρονης ζωής; Ο Κουμάιλ Ναντζιάνι και η σύζυγός του, Έμιλι Γκόρντον, ίσως έχουν την απάντηση. Εμπνευσμένοι από την αληθινή πορεία της γνωριμίας τους, υπογράφουν την ερωτική ιστορία ενός κωμικού πακιστανικής καταγωγής (ο Ναντζιάνι του Silicon Valley υποδύεται πάνω-κάτω τον εαυτό του) και μιας φοιτήτριας (Ζόι Καζάν) που φτάνει σε πρόωρο τέλος λόγω της σύγκρουσης που προκαλούν οι διαφορές στην κουλτούρα τους (οι γονείς του τον πιέζουν να παντρευτεί Πακιστανή και μουσουλμάνα). Όταν όμως η κοπέλα πέφτει σε κώμα εξαιτίας μιας σπάνιας ασθένειας, ο Κουμάιλ έρχεται κοντά με τους γονείς της (Ρέι Ρομάνο και Χόλι Χάντερ), καθώς αναγκάζεται να διαχειριστεί τη δική τους οικογενειακή κρίση, αλλά και τα συναισθήματά του απέναντι στους δικούς του και την αγαπημένη του. Αν όλο αυτό δεν ακούγεται ούτε ρομαντικό ούτε κωμικό, ο σκηνοθέτης/ σεναριογράφος/ ηθοποιός/ βετεράνος της κωμωδίας Μάικλ Σοουγουόλτερ (Wet Hot American Summer), οι οξυδερκείς παρατηρήσεις πάνω στη θρησκεία, την οικογένεια και το καθήκον συν το σενάριο που βρίσκει την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στο γέλιο και τη συγκίνηση κάνουν το The Big Sick τη μεγαλύτερη έκπληξη της σεζόν, που θα παλέψει μάλιστα και για μια θέση στις υποψηφιότητες των σεναριακών Όσκαρ.


Logan Lucky

Την περασμένη εβδομάδα οι LCD Soundsystem πήραν πίσω τα μεγάλα λόγια τους περί πρόωρης συνταξιοδότησης και τώρα έρχεται και η «hold my beer» στιγμή του Στίβεν Σόντερμπεργκ να κάνει το ίδιο με το Logan Lucky, την πρώτη κινηματογραφική ταινία του από το 2012, τότε που ανακοίνωσε την αποστασιοποίησή του από το Χόλιγουντ απογοητευμένος από τη μεταχείριση που των στούντιο απέναντι στους σκηνοθέτες. Πολύ γρήγορα του πέρασαν τα νεύρα και βρέθηκε και πάλι πίσω από την κάμερα για την τηλεταινία Behind the Candelabra και τις δύο σεζόν της σειράς The Knick, και φέτος επιστρέφει στο σινεμά με την πιο αστεία και καλύτερή του ταινία από το ανυπέρβλητο Magic Mike, στην οποία εφαρμόζει και ένα δικό του πειραματικό μοντέλο διανομής με ανάμικτα, προς το παρόν, αποτελέσματα. Ανταλλάσσοντας την Alist λάμψη της Oceanτριλογίας του με τις απλοϊκές γοητείες της λαϊκής middle America, στήνει άλλο ένα heist movie με ήρωα έναν απολυμένο από τα ορυχεία της δυτικής Βιρτζίνια χωρισμένο πατέρα (Τσάνινγκ Τέιτουμ) που επιστρατεύει τον αδερφό του (Άνταμ Ντράιβερ) και μια white trash συμμορία (ξεχωρίζει ο Ντάνιελ Κρεγκ, που μοιάζει να περνάει φανταστικά με τη βλάχικη προφορά του και το χαμηλό IQ του πριν ξαναφορέσει τα κομψά κοστούμια του Τζέιμς Μποντ) για να σχεδιάσουν μια ληστεία κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου αγώνα αυτοκινήτων της χρονιάς. Γενναιόδωρος με τους γραφικούς χαρακτήρες του, που όμως δεν ειρωνεύεται ούτε στιγμή, ο Σόντερμπεργκ περίμενε ως το τέλος του καλοκαιριού για να σερβίρει μια γνήσια καλοκαιρινή ταινία με μεγάλη καρδιά, χαρακτηριστική εμμονή στη λεπτομέρεια και το πιο απρόσμενο και καλοδουλεμένο αστείο για το Game Of Thrones για το οποίο δεν ευθύνεται το Ίντερνετ. Όσο για το μυστήριο της αληθινής ταυτότητας της σεναριογράφου Ρεμπέκα Μπλαντ που κάνει την εμφάνισή της στους τίτλους τέλους *** spoiler alert *** στην πραγματικότητα πρόκειται για τη σύζυγο του Σόντερμπεργκ, Τζουλς Άσνερ.

Μάρα Θεοδωροπούλου

Share
Published by
Μάρα Θεοδωροπούλου