Αγαπημένη της ελληνικής θεατρικής σκηνής, η Sarah Kane είναι μια συγγραφέας παραπάνω από γνωστή στο κοινό της Αθήνας. Με το φετινό του πόνημα όμως, ο Δημήτρης Τάρλοου μεταφέρει στο σανίδι του θεάτρου Πορεία το πρώτο έργο της πρόωρα χαμένης συγγραφέως, που έβαλε τέρμα στη ζωή της στα 28 της χρόνια, αφήνοντας πίσω της ένα μεστό και γεμάτο υποσχέσεις έργο μόλις πέντε θεατρικών. Το Blasted, μεταφρασμένο απ’ τον ίδιο τον Τάρλοου και τιτλοφορημένο Ερείπια, είναι το χρονικό ενός μάλλον αντισυμβατικού ζευγαριού, που αποφασίζει να καταφύγει σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και να ξαναζήσει την αχλή ενός χαμένου ρομάντζου, απ’ το οποίο όμως φαίνεται να έχουν απομείνει μονάχα οι αναθυμιάσεις οργής και βίας.
Από τις κεκαλυμμένες κυνομαχίες μεταξύ παλιών εραστών, στη σεξουαλική επιθετικότητα μιας ματαιωμένης οικειότητας, κι από εκεί στην αγριάδα της χαιρέκακης αδιαφορίας προς το μαρτύριο του άλλου, η γραμμή της βίας που διαγράφει το κείμενο της Kane κορυφώνεται όταν ο πόλεμος εισβάλει απ’ το παράθυρο κατευθείαν στην κωλοτρυπίδα του πρωταγωνιστή της, κάνοντας σαφές το πολιτικοκοινωνικό υπογράστριο ενός έργο που, κατά τις συνήθειες της συγγραφέως του, σμπαραλιάζει τις θεατρικές φόρμες και ταξιδεύει τον θεατή απ’ το ιψενικό στο μπρεχτικό κι από ‘κεί στον Μπέκετ. Μια συγγραφέας – πρόκληση για τον σκηνοθέτη όσο και για τον θεατή, η Kane είναι εδώ στα πιο ωμά της, υπενθυμίζοντάς σου γιατί αποτέλεσε σχεδόν μόνη της την απαρχή ολόκληρου του κινήματος του In Yer Face θεάτρου.
Ποιο πιστεύετε ότι είναι το στοιχείο που κάνει την Sarah Kane τόσο προσφιλή στους Έλληνες σκηνοθέτες, και τόσο οικεία στο ελληνικό κοινό; Νομίζω πως, παρ’ ότι το έργο της είναι πολύ περιορισμένο λόγω του πρόωρου θανάτου της, είναι κατ’ αρχήν μια πολύ καλή συγγραφέας. Οι προτεινόμενες συνθήκες και εικόνες στα έργα της είναι πραγματικά ρηξικέλευθες και προκαλούν τους σκηνοθέτες στο να ανεβάζουν έργα της. Αλλά πέραν αυτού, νομίζω ότι στην Ελλάδα την αντιλαμβανόμαστε και λίγο καλύτερα, ακριβώς λόγω του ότι οι Έλληνες ανήκουμε στο ανατολικό τόξο, δεν είμαστε Δυτικοί κι έτσι αντιλαμβανόμαστε λίγο καλύτερα και το θέμα της οδύνης, και το θέμα της βίας, αλλά και το θέμα της θέωσης. Ή μάλλον της μη θέωσης, που είναι το προσδοκώμενο σε πολλά έργα της εποχής του Blasted. Νομίζω ότι το αντιλαμβανόμαστε λίγο πιο ορθόδοξα και αυτό εξυψώνει τα έργα της σε κάτι πραγματικά εντυπωσιακό. Ενώ σε πολλές γερμανικές ας πούμε παραστάσεις, ή πιο βορειοευρωπαϊκές εν πάση περιπτώσει, τονίζεται ιδιαιτέρως το ωμό και το αποκρουστικό στοιχείο. Αντίθετα, για να μιλήσω και για τη δική μου οπτική, αυτό που γοήτευσε εμένα, ήταν ακριβώς αυτή η μη θέωση των ηρώων, κι όπως βέβαια κι η μανιασμένη επιθυμία για αγάπη και για συμπόνια που δεν έρχεται ποτέ. Επιπλέον, το προαίσθημα το οποίο είχα, επαληθεύθηκε. Δηλαδή το προαίσθημα ότι δεν πρόκειται για ένα έργο ακραίας φρικωδίας, αλλά για μια ανάβαση ενός Γολγοθά.
Είναι κι ιδιαίτερα ενδιαφέρων ο ειρωνικός τρόπος αναφοράς στην αγάπη, με τον χαρακτήρα του Ακύλλα Καραζήση να μουρμουράει το Love Will Tear Us Apart σε καίρια σημεία της παράστασης, που κάθε άλλο παρά σε αγάπη αναφέρονται. Ναι, αυτό ήταν ένα παρένθετο στοιχείο στη δική μας παράσταση, δεν υπάρχει στο κείμενο. Αλλά είναι αφ’ ενός ένας φόρος τιμής στην Sarah Kane μια και ήταν ένας αγαπημένος της στίχος, αφ’ ετέρου όμως πιστεύω ότι ταιριάζει απόλυτα σ’ αυτόν τον ρομαντισμό και το μηδενισμό που διαχέεται στο έργο.
Πολύ βασικός άξονας του έργου είναι και η βία, οι διάφορες εκφάνσεις της και ο τρόπος που αυτές αλληλοσυνδέονται, κάπως σαν σ’ ένα ιδιότυπο χρονικό. Αυτό είναι κάτι που κάνει το έργο επίκαιρο φυσικά, αλλά και ιδιαίτερα καίριο για την δική μας χώρα και τις δικές μας περιστάσεις. Οι αναφορές αυτές προκύπτουν από μόνες τους. Εγώ όταν διάλεξα το έργο, δεν είχα, όπως και ποτέ δεν έχω κατά νου θέματα της επικαιρότητας. Αλλά δεν μπορώ να αρνηθώ ότι σκεπτόμενος τον Μιχάλη Αφολάνιο στο ρόλο του στρατιώτη και δοκιμάζοντάς τον, προέκυψε κάτι εξαιρετικά εκρηκτικό και ενδιαφέρον, που έχει σχέση με το πολιτικό, αλλά και το κοινωνικό θέμα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο αυτή τη στιγμή, όχι μονάχα στην Ελλάδα.
Σε συνέντευξή σας το ’12 λέγατε ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε έναν παρατεταμένο Μεσαίωνα, σε μια αίθουσα αναμονής, στην οποία περιμένει μια καινούργια κατάσταση που θα φέρει έναν καινούριο τρόπο ζωής. Δυο χρόνια μετά, βλέπετε να έχουμε έρθει πιο κοντά σ’ αυτό που περιμέναμε; Όπως λέει κι ο Ίαν, ο χαρακτήρας του Ακύλα Καραζήση, αφού ξυπνήσει προς το τέλος του έργου: Σκατά! Με συγχωρείτε που σας απαντώ έτσι, αλλά είναι το πρώτο που μου έρχεται στο νου. Αστειεύομαι φυσικά, αλλά όχι, δεν το βλέπω κάτι τέτοιο. Βρισκόμαστε στα ίδια και σε πιο βαθιά νερά. Ακόμη δεν έχει έρθει η ώρα της Ανάστασης.
Είστε αισιόδοξος ωστόσο; Ε αν δεν είμαστε αισιόδοξοι, θα πρέπει να ακολουθήσουμε όλοι την μοίρα της Kane. Αναγκαστικά είμαι αισιόδοξος. Όσο ζω είμαι αισιόδοξος, κι όσο κάνω θέατρο είμαι αισιόδοξος. Γιατί το θέατρο και η τέχνη εν γένει είναι καταφύγιο για τον κόσμο, όπως και για εμάς που την κάνουμε.
Προσθέτει στην αισιοδοξία σας κι η κατάσταση στα θεατρικά πράγματα στην Αθήνα, με αυτήν την πανσπερμία παραστάσεων, νεανικών προσπαθειών, καινούριων ομάδων και σκηνών γεμάτων τρεις και τέσσερις προτάσεις ανά εβδομάδα; Δεν θα ήθελα να γίνω τιμητής του θεατρικού σκηνικού στην Αθήνα. Ναι, όντως είναι πάρα πολλές οι δουλειές, το ξέρουμε αυτό, και φαίνεται ότι αυτό συνεχίζεται. Άρα, υπάρχει κάποιος λόγος που συνεχίζεται. Τον ξέρουμε πάνω-κάτω: ότι υπάρχουν πάρα πολλοί καλλιτέχνες που βγαίνουνε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες και πρέπει να δοκιμαστούν, γιατί διαφορετικά δεν είναι καλλιτέχνες. Και επίσης ότι πάρα πολλές παραγωγές δεν πληρούν καθόλου τις επαγγελματικές προδιαγραφές ενός θεάτρου. Άρα δεν είναι παραγωγές. Είναι βεβαίως νεανικές προσπάθειες, που βεβαίως πρέπει να υπάρχουνε, και θα έπρεπε λογικά με κάποιο τρόπο να επιχορηγούνται στο σύνολό τους, ούτε ώστε να προκύπτουν οι πιο ενδιαφέρουσες από αυτές, και να προτείνονται κι εδώ και στο εξωτερικό, γιατί από εκεί θα βγει το νέο αίμα του ελληνικού θεάτρου. Αλλά με αυτόν τον κατακερματισμό και κυρίως τη χρήση που γίνεται από μεγάλα ιδρύματα του νεωτεριστικού θεάτρου –απ’ τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, ας πούμε, ή το Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη και πάει λέγοντας-, δυστυχώς αυτό το πράγμα δεν μπορεί να μορφοποιηθεί και να πάρει μια πιο ουσιαστική κι ίσως μια πιο επαναστατική κατεύθυνση, διότι καταπίνεται από τις νόρμες, από τους κανόνες ενός απόλυτα εμπορικού παιχνιδιού τελικά.
Θα προτιμούσατε να γίνεται δηλαδή μια πιο αυστηρή επιλογή απ’ τα ίδια τα θέατρα στις παραστάσεις που διαλέγουν. Ναι, και νομίζω ότι κι οι ίδιοι οι καλλιτέχνες πρέπει να κάνουν έναν αυτοπεριορισμό και να λειτουργήσουν με λίγο περισσότερη λογική σ’ αυτά που γίνονται και να μην γίνονται τόσα πολλά πράγματα. Αλλά αυτό μόνο μέσα απ’ τους ίδιους τους καλλιτέχνες θα μπορέσει να γίνει. Δεν θα προέλθει δηλαδή από κάποιον ανώτερο κριτή, ο οποίος θα ελέγχει. Απλώς νομίζω ότι εάν είχαμε ένα κράτος, το οποίο έστω και στον ελάχιστο βαθμό θα ενδιαφερόταν για την τέχνη και τον πολιτισμό, θα υπήρχε κάποιος μηχανισμός που να αναδεικνύει νέους καλλιτέχνες σε όλους τους χώρους. Κι αυτό το λέω και για το σινεμά, όπου υπάρχει πλήρης αδιαφορία ας πούμε από το κράτος. Δεν τους ενδιαφέρει καν ότι υπάρχουν αυτές οι προσπάθειες, ό,τι κι αν είναι, όπως κι αν είναι, που βραβεύονται, πηγαίνουν καλά στα φεστιβάλ και πάει λέγοντας. Δεν υπάρχει καμία τέτοιου είδους ανταπόκριση από το κράτος μέχρι στιγμής.
Στην επόμενη σελίδα: το παιχνίδι της δημοσιότητας και ο Μ. Καραγάτσης.
Page: 1 2