Αυτήν την εβδομάδα στα σινεμά πρέπει να διαλέξετε «Με τον Μπαμπά ή τη Μαμά;»

Μια ανορθόδοξη ρομαντική κομεντί που έσπασε ταμεία στη Γαλλία, το Με τον Μπαμπά ή τη Μαμά; αποτελεί το μεγάλου μήκους σκηνοθετικό ντεμπούτο του Μαρτέν Μπουρμπουλόν, με πρωταγωνιστές τους Μαρίνα Φουά και Λοράν Λαφίτ. Όμως οι πραγματικοί σταρ της ταινίας είναι μάλλον το αχτύπητο (και αχώριστο) συγγραφικό δίδυμο των δαιμόνιων Αλεξάντρ ντε Λα Πατελιέρ και Ματιέ Ντελαπόρτ. Δύο από τους πιο επιτυχημένους σεναριογράφους της Γαλλίας, οι Πατελιέ και Ντελαπόρτ έχουν δοκιμάσει τις δυνάμεις τους στην τηλεόραση και στο σινεμά, σε κάθε κινηματογραφικό είδος (από την κωμωδία έως το θρίλερ και από τη ρομαντική κομεντί μέχρι την επιστημονική φαντασία), ενώ είναι επίσης παραγωγοί, σκηνοθέτες και θεατρικοί συγγραφείς. Ανάμεσα στις κινηματογραφικές δουλειές τους ξεχωρίζουν η γκανγκστερική περιπέτεια 22 Σφαίρες (L’Immortel, 2010), με τον Ζαν Ρενό, το φουτουριστικό φιλμ νουάρ κινουμένων σχεδίων Renaissance (2006) και, φυσικά, η κωμωδία Για Όλα Φταίει τ’ Όνομά Σου! (Le Prénom, 2012), η οποία στάθηκε τεράστια επιτυχία στη Γαλλία και όχι μόνο. Στην τελευταία, μάλιστα, οι Πατελιέρ και Ντελαπόρτ υπογράφουν εκτός από το σενάριο και τη σκηνοθεσία, ενώ, πιο πρόσφατα, ο Ντελαπόρτ σκηνοθέτησε το θρίλερ Ο Επιφανής Άγνωστος (Un Illustre Inconnu, 2014), με πρωταγωνιστή τον Ματιέ Κασοβίτς.

Οι δυο τους μιλούν για το πώς να φτιάξεις μια απολαυστική κωμωδία γύρω από το μάλλον θλιβερό θέμα του διαζυγίου, αλλά και το πώς μοιράζονται τις σκέψεις τους στο χαρτί εδώ και δέκα χρόνια.

Τι σας έκανε να θέλετε να συμμετάσχετε σε αυτή την περιπέτεια; Αλεξάντρ: Το θέμα, όπως το είχε φανταστεί ο Γκιγιόμ Κλικό, ήταν καταπληκτικό και ως είχε. Δουλεύοντας πάνω στην πρωτότυπη ιδέα κάποιου άλλου ήταν κάτι πρωτόγνωρο για εμάς, αλλά το είδαμε σαν μια οικογενειακή υπόθεση, καθώς με τον (παραγωγό) Ντιμίτρι Ρασάμ και τον (σκηνοθέτη) Μαρτέν Μπουρμπουλόν είμαστε μια ομάδα φίλων που μοιραζόμαστε το ίδιο γραφείο και πάντα ρίχνουμε μια ματιά ο ένας στα πρότζεκτ του άλλου. Έτσι, ο Μαρτέν συχνά μας έλεγε για το πώς έβλεπε την ταινία του κι εμείς του δώσαμε ακόμα μερικές ιδέες.

Το γράψιμο πήρε πολύ καιρό; Ματιέ: Ήδη γνωρίζαμε την ιστορία μέσα-έξω, οπότε μόλις γίναμε πραγματικά μέρος του πρότζεκτ, τα πράγματα έγιναν σχετικά γρήγορα. Ως πατεράδες παιδιών περίπου ίδιας ηλικίας όπως και των χαρακτήρων, νιώσαμε εμπνευσμένοι. Κι έτσι βυθιστήκαμε στο γράψιμο με μεγάλη ευχαρίστηση, αλλά και με μεγάλη φρενίτιδα. Όλα ξεκίνησαν από τις συζητήσεις μας με τον Μαρτέν, και το να γράφουμε για έναν σκηνοθέτη άλλον από εμάς έδωσε στη δουλειά μια ευχάριστη, ψυχαγωγική αίσθηση.

Πώς κατευθύνατε το γράψιμό σας; Αλεξάντρ: Πάνω στη βάση μιας δυνατής πρότασης, ο Μαρτέν ήθελε να κάνει μια κάπως ανορθόδοξη ρομαντική κομεντί. Ο τόνος της ταινίας είναι πολύ ελεύθερος, αλλά οι χαρακτήρες πάντα μένουν πιστευτοί: ένα πραγματικό ζευγάρι, πραγματικά παιδιά, σε πραγματικές καταστάσεις. Μία από τις επιθυμίες μας ήταν να ξεκινήσουμε με έναν άνδρα και μια γυναίκα που είναι συμπαθείς, ένα ερωτευμένο ζευγάρι… προτού χωρίσουν και πάνε σε πόλεμο, χωρίς κανέναν περιορισμό. Ματιέ: Για να γίνει κάτι ανατρεπτικό, η αφετηρία πρέπει να είναι κανονική, ρεαλιστική. Έτσι, στην περίπτωση ενός διαζυγίου, ο πατέρας και η μητέρα συχνά τσακώνονται, έχουν δυσκολία να συμφιλιώσουν τις ζωές τους ως ενήλικες και το ρόλο τους ως γονείς. Αυτό που είναι τρομερό είναι ότι τα παιδιά γίνονται όμηροι στον πόλεμο μεταξύ των γονιών τους. Έτσι σκεφτήκαμε πως μπορούσαμε να δείξουμε την ίδια φρίκη, αλλά για τους αντίθετους λόγους. Γιατί τα παιδιά προφανώς δεν είναι η αιτία του διαζυγίου. Είναι πρωτίστως και πάνω απ’ όλα μια κρίση ανάμεσα σε έναν άνδρα και μια γυναίκα, οι οποίοι λένε ότι δεν είναι πλέον ερωτευμένοι, αλλά που ποτέ δεν καταφέρνουν ακριβώς να χωρίσουν.

Πώς οικειοποιηθήκατε την ιστορία; Ματιέ: Στο ξεκίνημα, καταλάβαμε πως για να δουλέψει η ιστορία, χρειαζόμασταν να ταυτιστούμε μαζί της. Υπάρχει κάτι συναρπαστικό στο να κοροϊδεύεις τον εαυτό σου, τις αντιδράσεις σου, τον τρόπο που λειτουργείς με τη γυναίκα και τα παιδιά σου. Τελικά, οι χαρακτήρες είναι λίγο πολύ σαν εμάς. Ζούμε σε μια εποχή στην οποία οι ρόλοι μοιράζονται (ο άνδρας εμπλέκεται περισσότερο στην εκπαίδευση των παιδιών και η γυναίκα με τη δική της επαγγελματική ζωή). Και στο τέλος, είναι πολύ δύσκολο να είσαι καλός εργαζόμενος, καλός σύζυγος, καλός εραστής, καλός γονιός. Είμαστε στην αναζήτηση της τελειότητας, κάτι που τελικά κάνει τα πάντα κομμάτια. Γι’ αυτό τόσοι πολλοί άνθρωποι περνούν κρίση μέσης ηλικίας στα 40, διχασμένοι ανάμεσα στην επιθυμία να συμπεριφέρονται όπως θα ‘πρεπε και στην επιθυμία να ακολουθούν τα όνειρά τους, να εκτονώνουν τη σύγχυση και το θυμό τους. Αυτό που είναι αστείο είναι το να μεταμορφώνεις αυτά τα βασανιστικά στοιχεία στο υλικό μιας υπέροχης κωμωδίας, είναι απελευθερωτικό, σχεδόν θεραπευτικό. Αλεξάντρ: Για να δούμε αν δουλεύει, ο Ματιέ κι εγώ δοκιμάσαμε τις ιδέες μας στα δικά μας παιδιά. Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσες να πεις ότι ήταν οι τέλειοι σύμβουλοι για το σενάριο! Μας είπαν ότι δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από όταν οι γονείς τούς ντροπιάζουν μπροστά στους φίλους τους. Έτσι σκεφτήκαμε την ιδέα για τη σκηνή στην οποία η Μαρίνα Φουά χαλάει το πάρτι της κόρης της ή το μάθημα Κραβ Mαγκά, για παράδειγμα. Αλλά αυτό που ήταν περίπλοκο, ήταν το ότι πέρα και πάνω από τη μάχη για να αποφευχθεί η κηδεμονία των παιδιών, ο Μαρτέν ήθελε να επιμείνει στον καυγά που εκτυλίσσεται ανάμεσα στο ζευγάρι. Έτσι έπρεπε να συνδυάσουμε μια τρελή ιδέα με ένα εκτροχιασμένο love story, με το οποίο οι θεατές θα μπορούσαν να ταυτιστούν.

Είναι προτρεπτικό ή ανασταλτικό το να γράφετε για ένα συγκεκριμένο ηθοποιό; Αλεξάντρ: Ήταν εξίσου πολύ αλλόκοτο και πολύ ευχάριστο. Ξέραμε τα πάντα σχετικά με την ήδη υπάρχουσα συνενοχή ανάμεσα στη Μαρίνα Φουά και τον Λοράν Λαφίτ. Όσο για τις πρώτες αναγνώσεις του σεναρίου, είδαμε την πραγματική τους σύνδεση και τις παιχνιδιάρικες πλευρές τους. Ματιέ: Το ταλέντο είναι άδικο, και οι δύο διαθέτουν κωμική φλέβα. Ακόμα κι όταν απλά διαβάζουν, ήδη ενστικτωδώς πιάνουν τους τόνους και τους ρυθμούς σωστά. Ήταν πραγματική απόλαυση να δουλεύεις μαζί τους.

Πώς μοιράσατε τη δουλειά; Αλεξάντρ: Δέκα χρόνια τώρα, λειτουργούμε με τον ίδιο τρόπο: ξεκινάμε με μια μεγάλη συζήτηση και μόλις έχουμε συλλάβει κάποιες ιδέες, κάποιους χαρακτήρες και τα χαρακτηριστικά τους, τα βάζουμε όλα στο χαρτί για να κατασκευάσουμε μια ιστορία. Έπειτα ψιλοχωρίζουμε σκηνές (κατά καιρούς μπορεί και οι δύο να δουλεύουμε πάνω στην ίδια) και ο καθένας μας φεύγει για να απολαύσει τη χαρά του να δουλεύει μόνος. Όταν ξανασυναντιόμαστε, συγκρίνουμε τη δουλειά μας, παίζουμε τις σκηνές και γράφουμε μια σύνθεση. Ματιέ: Μπορεί να υπάρχουν κάποιες διαφορές στο γράψιμο, αλλά χρησιμοποιούμε τις λέξεις όπως τον πηλό, ζυμώνοντας και πλάθοντάς τες να αποκτήσουν ομοιογενή αποτελέσματα. Αλλά με τα χρόνια, αν και ο καθένας μας ακόμη σκύβει να γράψει στη μεριά του, τα μυαλά μας έχουν συνηθίσει αυτού του είδους την ομαδική δουλειά και έχουν αναπτύξει ένα κοινό στυλ.

Σας κάνουν να γελάτε τα ίδια πράγματα; Ματιέ: Το χιούμορ είναι αυτό που μοιραζόμαστε περισσότερο. Όταν σκέφτομαι ότι κάτι είναι αστείο, πάντα το δείχνω στον Αλεξάντρ. Αν δεν γελάσει, δεν υπάρχει σχεδόν καμία περίπτωση να κάνει και κάποιον άλλο να γελάσει, αλλά αν αντιδράσει, έχουμε χτυπήσει φλέβα χρυσού. Στην πραγματικότητα, είμαστε το πρώτο μας κοινό. Αλεξάντρ: Υπάρχει κάτι παιδιάστικο σχετικά με τη δουλειά μας: μπαίνουμε στο γραφείο κάθε μέρα για να εφεύρουμε ιστορίες, αλλά περισσότερο απ’ όλα προσπαθούμε να περνάμε καλά. Όταν γράφεις κωμωδίες, έχεις απολύτως ανάγκη να ζήσεις τα ίδια πράγματα προκειμένου να τα δοκιμάσεις.

Μοιάζετε ο ένας στον άλλο; Αλεξάντρ: Είμαστε πολύ διαφορετικοί, αλλά συμπληρώνουμε πολύ ο έναν τον άλλο. Όταν κάποιο πλήγμα έρχεται να μας ρίξει, συμφωνούμε, έχουμε κοινή ηθική, ίδιο ήθος. Σε καθημερινή βάση, δεν έχουμε τους ίδιους χαρακτήρες, αλλά στη βάση όλων είναι η φιλία μας, κι έχουμε μεγαλώσει μαζί επαγγελματικά. Ματιέ: Η σχέση μας είναι ένας διάλογος. Έχουμε διαφορετικές απόψεις, κι αυτή η αντιπαράθεση εγείρει πολλές ιδέες. Κι όταν γράψαμε το «Με τον Μπαμπά ή τη Μαμά;» δεν νιώθαμε καθόλου πως βρισκόμασταν σε ανοίκειο έδαφος, γιατί το να μιλάμε για την ανατροφή των παιδιών μας είναι καθημερινό σπορ για μας. Στην πραγματικότητα, φαντάζομαι ότι περνάμε περισσότερο χρόνο μιλώντας για την ανατροφή τους απ’ ότι όντως ανατρέφοντάς τα.

Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο γράψιμο ενός θεατρικού και μιας ταινίας; Αλεξάντρ: Ο τρόπος που δουλεύουμε παραμένει ο ίδιος, αλλά οι περιορισμοί και οι ελευθερίες αλλάζουν. Όταν γράφεις ένα θεατρικό, είσαι πραγματικά ο μόνος υπεύθυνος, υπάρχει ένας βαθμός απόλυτης ελευθερίας. Ένα κινηματογραφικό σενάριο είναι ένα μεταβατικό αντικείμενο, γιατί ένας σκηνοθέτης πρόκειται να το μεταμορφώσει. Ματιέ: Για μένα, το να γράφεις ένα θεατρικό ή μια ταινία είναι σαν να τρέχεις 400 μέτρα ή έναν μαραθώνιο. Δεν είναι καθόλου ο ίδιος ρυθμός. Στα θεατρικά μας, τα πάντα λαμβάνουν χώρα σχεδόν σε ένα σκηνικό: για να κάνουμε πράγματα να κινούνται χρειάζεται να σκαρφιστούμε αφηγηματικά στοιχεία. Στο σινεμά, υπάρχει πολύ περισσότερο κόψιμο. Το θέατρο είναι μια εφήμερη τέχνη, κάτι της στιγμής, κάτι που τείνεις να διαστέλλεις. Το σινεμά είναι πραγματικά μια τέχνη της έλλειψης, χρειάζεσαι στοιχεία να παράσχουν ρυθμό.

Αλεξάντρ: Με μια ελαφρώς διαφορετική χρονική στρέβλωση, κάτι αστείο δεν θα κάνει πλέον κανέναν να γελάσει. Στο σινεμά, ο σκηνοθέτης καθορίζει τη ρυθμική διαδοχή. Στο θέατρο, το τέμπο έρχεται από τα κενά ανάμεσα στις γραμμές. Ματιέ: Οι ηθοποιοί του θεάτρου έχουν περισσότερο χρόνο για να το βρουν. Από τη μια μέρα στην επόμενη, από τη μια πρόβα στην άλλη, ο ηθοποιός φτάνει να αισθάνεται τι θα δουλέψει και τι όχι. Η ιδιοφυΐα των κωμικών είναι στην πραγματικότητα μια καλή μνήμη ρυθμών. Στο σινεμά, το μοντάζ είναι θεμελιώδες γιατί αυτό είναι που δημιουργεί το τέμπο.


Info: To Με τον Μπαμπά ή τη Μαμά; ανοίγει στις αίθουσες την Πέμπτη 30 Ιουλίου από την Weird Wave. Μπείτε στη σελίδα facebook της Popaganda για να κερδίσετε 10 διπλές προσκλήσεις για τις προβολές της ταινίας, Δευτ. με Τετ. (3-5/8) στον κινηματογράφο Λιλά (Νάξου 115, Αγ. Λουκάς, Πατήσια).
POPAGANDA