Από τότε που Δημήτρης Φραγκιόγλου ξεκίνησε να ασχολείται με την ηθοποιία και τη συγγραφή σεναρίων, έχει βάλει το χεράκι του σε ουκ ολίγες εμβληματικές δουλειές. Οι ιδέες του και οι χαρακτήρες που δημιούργησε έχουν γράψει μεγάλες σελίδες στα τηλεοπτικά χρονικά, αν και ο ίδιος δεν επέτρεψε στην καριέρα του να «μπατάρει» μόνο στη μεριά της τηλεόρασης, αλλάζοντας μέσα (τηλεόραση-ραδιόφωνο-θέατρο-κινηματογράφος) και «δημιουργικά πόστα», δουλεύοντας πότε ως σκηνοθέτης, πότε ως σεναριογράφος και πότε ως ηθοποιός. Ειδικά όμως το θέατρο, με όχημα τη δική του ομάδα, αποτελεί εδώ κι αρκετά χρόνια το «λιμάνι» του. Και από αυτά που είπε στην Popaganda, φαίνεται ότι δεν τον χαλάει καθόλου που «δένει» εκεί, μακριά από τους μεγάλους προβολείς. Έτσι δεν είναι Δημήτρη;
Γεννήθηκα τη δεκαετία του ’60 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η ζωή εκεί ήταν λίγο περίεργη τότε, γιατί παρήκμαζε η χώρα και λόγω του πολέμου. Υπήρχε πολύς κόσμος που ζούσε με το μεγαλείο της πόλης, κάτι που δεν ίσχυε βέβαια, είχε εκλείψει. Πλέον είναι πολλοί λίγοι αυτοί που μένουν εκεί. Τελείωσα εκεί το Λύκειο, αλλά μετά ήρθα εδώ, σπούδασα στο Οικονομικό της Νομικής, αργότερα μεταπήδησα στο Θεατρικό κι από εκεί μπήκα στο χώρο. Θέατρο ήθελα εξαρχής, αλλά δεν τολμούσα να πω με σιγουριά «το κάνω για να το κάνω». Ήθελα μια διαβεβαίωση, παίζοντας σε θεατρικά. Εκεί είχα επαγγελματικές προτάσεις πριν καν πάω στη σχολή, είχα πάει πολύ καλά. Ήταν ένα διαβατήριο για να ξεκινήσουμε το δρόμο.
Ο πατέρας μου ήταν πιο θετικός στο ζήτημα της ηθοποιίας, η μητέρα μου δεν ήθελε καθόλου κι είναι αστείο γιατί όταν σχολίαζα κάτι στην τηλεόραση πάνω στο επάγγελμα («πώς παίζει έτσι» κλπ), εκείνη μου έλεγε «παίξε πρώτα και μετά μίλα». Οπότε πολύ γρήγορα βρέθηκα να παίζω στον «Ανδροκλή και το Λιοντάρι» το 1985, μια σειρά με τον Κώστα Βουτσά και τη Μάρθα Καραγιάννη. Νωρίτερα, είχα ξεκινήσει ραδιόφωνο με τη Δήμητρα Παπαδοπούλου στο Δεύτερο Πρόγραμμα, με την εκπομπή «Πάμε Γυρεύοντας», που ήταν αυτό ακριβώς λέει ο τίτλος της. Αποτέλεσμα: Μας έδιωξαν (γέλια).
Με τη Δήμητρα γνωριστήκαμε παρ΄όλο που ήμασταν μαζί στην Αλεξάνδρεια, μέσω του ξαδέλφου της, οπότε ήξερα γι’αυτήν πολλά πριν τη συναντήσω και αποφασίσαμε να δουλέψουμε στο ραδιόφωνο, ξέροντας ότι θα πετύχει. Έτσι κι έγινε. Και για εκείνη, αυτό ήταν το πρώτο επαγγελματικό βήμα. Ήμασταν παρέα και μετά μαζί στους «Απαράδεκτους», όπου ήμουν από το ενδέκατο επεισόδιο της σειράς και μετά, κυρίως στις ιδέες των σεναρίων.
Δεν έχω θέμα με την αλλαγή των μέσων από την τηλεόραση στο ραδιόφωνο κι από εκεί στο θέατρο. Μου αρέσει η περιπέτεια, ποτέ δεν το έχω δει σαν επάγγελμα που βιοπορίζεσαι, ηθοποιός, συγγραφέας και τα λοιπά. Γι’αυτό και δεν έχω βγάλει λεφτά κι έτσι μπλέκω στα πιο απίθανα πράγματα που μπορεί να με ιντριγκάρουν. Έχω μια προσέγγιση «πάμε να δούμε πώς είναι». Δε με νοιάζει αν θα είναι για πολύ ή λίγο κόσμο, αν θα είναι αστείο ή δραματικό. Κινούμαι ευέλικτα, αν και στην προσωπική μου ζωή είμαι μάλλον μη-ευέλικτος, πιο μονοκόμματος. Στην τηλεόραση και το θέατρο παίρνω τα ρίσκα, αρκεί να με πείσεις ότι πρέπει να γίνει ένα πρότζεκτ. Για παράδειγμα, πρόσφατα συμμετείχα σε μια ταινία μικρού μήκους του Κωστή Σαμαρά με τίτλο «Τρεις αυγουλιέρες…παρολίγο τέσσερις», όπου είμαι μέσα για είκοσι δευτερόλεπτα και δε μιλάω καν. Αλλά με έπεισε αυτός ο άνθρωπος ότι πρέπει να κάνω αυτή την εμφάνιση και την ευχαριστήθηκα.
Αν το δεις σαν επάγγελμα που βιοπορίζεσαι, υποχρεωτικά τυποποιείσαι. Αυτό που πέτυχες, θα πρέπει να αναπαράγεις συνέχεια. Είναι λίγο βαρετό όλο αυτό, είναι σα να τρως τα σωθικά σου. Αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους που δε συνέχισα στην τηλεόραση, γιατί πολλά πράγματα που πρότεινα, θεωρήθηκαν ακραία, δεν προχώρησαν, κάποια άλλα δεν τα έκανα κι έτσι κόπηκε το νήμα. Πάντως, η τηλεόραση δεν είναι το λιγότερο ευέλικτο μέσον, απλώς τα μέσα εξαρτώνται από εκείνους που τα διευθύνουν.
Η σειρά «Της Ελλάδος τα Παιδιά» πρώτα και κύρια είναι του Δημήτρη Βενιζέλου, που είχε γράψει το πιλοτικό επεισόδιο, κι ύστερα ήρθα ως συνεργάτης του. Ξαναγράφτηκε από το πρώτο επεισόδιο, ήμουν εκεί ανελλιπώς, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Ήταν μια σειρά που, αν θέλεις, πέραν της επιτυχίας εκείνη τη δεδομένη στιγμή, συνεχίζει να έχει ανταπόκριση στον κόσμο και σε καινούριες γενιές, κάτι που είναι πολύ ευχάριστο. Γιατί κι ο σταθμός δε την πολυπίστευε, δεν υπήρχε μεγάλη προβολή από μέρους του. Έγινε «καταλάθος» επιτυχία και μετά επένδυσαν σε αυτή. Γενικότερα, δεν ήξερα καν ότι ήμουν κωμικός. Απλώς προέκυψε. Έτσι κι αλλιώς δεν είμαι «η ψυχή της παρέας» στην καθημερινή μου ζωή, είναι κάτι που δε το έχω εντοπίσει από πού προέρχεται και πώς βγαίνει. Δε μπορώ να σου πω πάντως ότι είχα πολλές άμεσες επιρροές, γενικά με ό,τι έχω μπολιαστεί, με την κουλτούρα κι έβγαινε με ένα συγκεκριμένο τρόπο.
Είχαμε μια ολόκληρη σεζόν σαράντα επεισοδίων, η οποία σεζόν τότε ξεκινούσε τον Οκτώβρη μέχρι τον Ιούλιο και μετά είχαμε έναν άλλο κύκλο δεκατεσσάρων επεισοδίων την επόμενη. Αν και γενικά δεν είμαι άνθρωπος που νοσταλγεί τα πράγματα, είναι πολύ ωραίο αυτό που έγινε και χαίρομαι που αντέχει στις επόμενες γενιές. Έχει και μια αλήθεια αυτή η σειρά, μιας και ο Δημήτρης Βενιζέλος είχε υπηρετήσει στο αντίστοιχο γραφείο Τύπου, οπότε ήξερε πολύ καλά τα θέματα από μέσα.
Έλλειψη ιδεών δεν υπήρξε ποτέ στην τηλεόραση. Μια περίεργη ματιά στα πράγματα υπήρχε, αλλά χαίρομαι που ξαναπαίρνουν μπρος οι παραγωγές με νέες δουλειές. Ιδέες υπήρχαν πάντοτε, αυτό που έχει σημασία είναι η ματιά των υπευθύνων, που υπήρξε λίγο περιορισμένη, λίγο φοβική στο ρίσκο. Το δυσάρεστο είναι ότι δημιούργησαν μεγάλες υπεραξίες που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Αυτό είναι ένα κακό της τηλεόρασης και δυστυχώς φαίνεται να μην έχει μάθει από τα λάθη της. Ενώ βγαίνουμε από μια περιπέτεια, δε δείχνει στις επιλογές της να έχει καταλάβει τι συμβαίνει. Νομίζω το θέμα είναι το πόσο ρίσκο είσαι διατεθειμένος να πάρεις. Στις δυο σειρές που είπαμε πριν –Απαράδεκτοι και της Ελλάδος τα Παιδιά- η τηλεόραση δεν είχε διαμορφωθεί τόσο πολύ και δεν υπήρχαν τόσοι υπεύθυνοι πάνω από το κεφάλι σου. Σου άφηναν ένα δημιουργικό χώρο για να κάνεις την «τρέλα» σου. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι αν υπάρχει ελευθερία θα υπάρχει κι επιτυχία. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι αυτή η ελευθερία με τα χρόνια περιορίστηκε πάρα πολύ και το αποτέλεσμα είναι να βγαίνουν πολλές σειρές από την ίδια «γραμμή παραγωγής».
Τώρα που δεν ήμουν στο προσκήνιο και την τηλεόραση, τα περισσότερα χρόνια ασχολούμουν με τους Χρυσοθήρες, τη θεατρική μου ομάδα, με τους οποίους έχω κάνει περίπου δέκα παραγωγές. Κλεφτοπόλεμος βέβαια, δεν ήμασταν ποτέ σε κάποιο σταθερό θέατρο ή κάτι τέτοιο. Το ξεκινήσαμε το 1996, μεσολάβησε μια παύση τεσσάρων-πέντε ετών λόγω έλλειψης πόρων και από το 2011 κι ύστερα παρουσιάζουμε δουλειές. Είμαι συναισθηματικά δεμένος με αυτό το εγχείρημα και πολύ περήφανος γιατί σύστησα στο ελληνικό κοινό Αμερικανούς συγγραφείς που κανείς άλλος δε θα τολμούσε να κάνει, επειδή δε θα ήταν εμπορικοί. Christopher Durang, David Lindsay-Abaire ή τον Michael Hollinger. Σημαντικοί άνθρωποι στο χώρο της εναλλακτικής κωμωδίας. Τώρα έχω κάνει μια μικρή παύση, ετοιμάζοντας το «comeback» μου, θα σου πω μόνο τον τίτλο γιατί δεν έχει οριστικοποιηθεί ακόμη: «Οι εκατό ρόλοι που δεν πρόλαβα να παίξω (Μια παράσταση αυστηρώς ακατάλληλη για ανυποψίαστους θεατές)». Θα κινείται στην κωμωδία και το δράμα με ένα περίεργο τρόπο, με μερικά στοιχεία stand-up.
Κάποια στιγμή είχα διδάξει σε μερικές σχολές, στη Λυκόβρυση, το Κερατσίνι, σε θεατρικά κάποιων άλλων δήμων, παιδαγωγικά του Πανεπιστημίου για δασκάλους. Θεωρώ ότι η ενασχόληση με τη διδασκαλία είναι πολύ σοβαρό αντικείμενο, το οποίο πολλοί το βλέπουν απλώς ως τρόπο βιοπορισμού. Ποτέ δεν το είδα έτσι, γιατί έχουμε γεμίσει με σχολές και δασκάλους και το σημαντικό είναι να προσφέρεις στα παιδιά.
Στον κινηματογράφο είχα δουλέψει και στο παρελθόν. Πιο πρόσφατα, πέραν της μικρού μήκους που είπαμε, ήμουν στο «Ο Γιός του Τσάρλυ» του Κάρολου Ζωναρά, υπάρχει κι άλλο ένα τώρα αλλά δε μπορώ να ανακοινώσω ακόμη τίποτα. Είχα προλάβει να παίξω και σε ταινίες τη δεκαετία του ’80, κι έτσι γνώρισα αρκετούς ηθοποιούς, που υπό άλλες συνθήκες δε θα γνώριζα.
Το ωραίο με τη σκηνοθεσία σε αντίθεση με την ηθοποιία είναι πως συνήθως βλέπεις αυτό που σχεδιάζεις να υλοποιείται. Το φαντάστηκες, το έχεις στο μυαλό σου και το βλέπεις όπως πρέπει. Όταν είσαι ηθοποιός βρίσκεσαι στη δουλειά κάποιου άλλου, υπηρετείς μια διαφορετική γραμμή. Έχει μεγαλύτερη πληρότητα η σκηνοθεσία.
Η απόσταση που έχω από κάποια πράγματα στο ζήτημα της νοσταλγίας, πηγάζει από τα χρόνια της Αλεξάνδρειας. Έφυγα από εκεί για να κάνω κάτι διαφορετικό. Τώρα, έχω μια έντονη επιθυμία να επιστρέψω εκεί και να κάνω μια παράσταση σ’ ένα μικρό θέατρο-ωδείο ρωμαϊκής εποχής. Σαν παιδάκι έκανα ποδήλατο εκεί πέρα και τώρα –όπως άλλοι ονειρεύονται να πάνε στην Επίδαυρο- εγώ θα ήθελα να κάνω μια παράσταση εκεί. Είναι μια καλή αιτία για επιστροφή.