Υπάρχουν κάποια σκηνικά εγχειρήματα που χαρακτηρίζονται από την έλξη του αδυνάτου: επιχειρούν κάτι που είναι εκ των προτέρων σχεδόν βέβαιο πως στην πράξη δεν μπορεί να επιτύχει παρά μόνον σε κάποιο βαθμό. Συχνότατα έχουν να κάνουν με τη μεταφορά κλασικών, αρχετυπικών μυθιστορημάτων μη προορισμένων αρχικά για τη σκηνή: Ο Άνθρωπος Χωρίς Ιδιότητες του Μούζιλ, Οδυσσέας του Τζόις, Οι Υπνοβάτες του Μπροχ, Κάτω απ’ το Ηφαίστειο του Λόουρι, κι ο κατάλογος συνεχίζεται. Ίσως όμως κανείς δεν έχει πάρει τόσο σκηνοθετικό κόσμο στον λαιμό του όσο ο Ντοστογιέφσκι. Τα μυθιστορήματά του, συχνά πολύτομα, σχεδόν αχανή, ασκούσαν παλαιόθεν ισχυρότατη γοητεία στον κόσμο του θεάτρου. Το ζήτημα είναι πως για να σταθούν στη σκηνή χρειάζονται προσεκτική δραματουργική επεξεργασία, αλλιώς ο δύστυχος θεατής μπορεί να χαθεί εντελώς.
Έχω αναφερθεί και παλαιότερα στο γεγονός πως στο ελληνικό θέατρο η δραματουργία πάσχει κι η ασθένειά της κινδυνεύει να γίνει ενδημική. Θύμα αυτής ακριβώς της ασθένειας είναι , σε μεγάλο βαθμό, κι Οι Δαιμονισμένοι του Θοδωρή Αμπαζή. Μόνο που η μεγάλη έκταση του κειμένου δεν επιτρέπει παρόμοια σφάλματα: το κείμενο, ειδικά στο μεγαλύτερο σε διάρκεια και ατυχέστερο πρώτο μέρος, καθίσταται σχεδόν ακατανόητο.
Οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι έχουν την κάκιστη συνήθεια να διαθέτουν δυσπρόφερτα, τριπλά (όνομα-πατρώνυμο-επώνυμο) και παρόμοια για τα ανεξοικείωτα ελληνικά αυτιά ονόματα. Με τη βοήθεια (;) της μουσικής, αλλά και της ομαδικής αφηγήσεως που επέλεξε ο σκηνοθέτης και συνθέτης, η σύγχυση έγινε ολοκληρωτική. Αυτός ακριβώς ο χορωδιακός τρόπος αφήγησης σε πλάγιο λόγο νομίζω πως υπήρξε και το τελειωτικό χτύπημα, καθώς εξομοίωσε σε μεγάλο βαθμό και τις ερμηνείες. Προφανώς το διέκρινε κι ο ίδιος, και θεώρησε επιβεβλημένη τη διανομή στους θεατές μιας σελίδας που παρουσίαζε στο κοινό τους ήρωες του έργου και τις μεταξύ τους σχέσεις. Όμως, αλίμονο, αυτές δεν είναι λύσεις: παρακολουθούσα τους θεατές να προσπαθούν μάταια στο σκοτάδι της αίθουσας, με τη βοήθεια γυαλιών, κινητών ή όποιας πηγής φωτός ο καθένας τους διέθετε, να συμβουλευτούν το σκονάκι τους για να βρουν την άκρη, κι αληθινά τους λυπήθηκε η ψυχή μου.
Η μουσική, αυτή που υπήρξε κι η καρδιά της μεταφοράς, ήταν ενδιαφέρουσα, αλλά λίγες μόνο στιγμές μετέδιδε την ένταση του μυθιστορήματος. Στο σύνολό τους οι Δαιμονισμένοι του Αμπαζή έδιναν μια αίσθηση παλαιού, παρωχημένου θεάτρου, που παρέμεινε κλεισμένο στον εαυτό του και συχνά υπέπιπτε στο αδίκημα της αυταρέσκειας.
Μέσα σε αυτό το σχήμα βρέθηκαν εγκλωβισμένοι ηθοποιοί θαυμάσιοι, όπως ο Θέμης Πάνου, η Τζωρτζίνα Δαλιάνη, η Καλλιρόη Μυριαγκού και πολλοί ακόμη, που μόνο στιγμές μπόρεσαν να δείξουν τι θα μπορούσαν να κάνουν αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά: η συνθήκη που τους επιβλήθηκε τους έκανε να μοιάζουν παγιδευμένοι στη λάσπη, απ’ όπου αγωνίζονταν, και μόνο στιγμιαία επιτύγχαναν, να ξεκολλήσουν τα πόδια τους. Ακόμα κι ο Δημήτρης Ήμελλος, ένας ηθοποιός με θαυμαστό μέτρο, ακρίβεια και σκηνική ευφυΐα, που έχω θαυμάσει επανειλημμένα στο παρελθόν, εδώ ήταν κυριολεκτικά σκιά του εαυτού του, σχεδόν αγνώριστος.
Το μεγαλύτερο ατόπημα της διανομής υπήρξε το πρόσωπο που δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος: δεν βλέπω πώς μπορεί να ανεβάσει κανείς τους Δαιμονισμένους αν δεν έχει καταλήξει σε ξεκάθαρες απαντήσεις για τον Σταβρόγκιν. Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως ο μπλαζέ ναρκισσισμός με τον οποίο τον ζωγράφισε ο Γιάννης Νιάρρος ήταν δική του επιλογή, προφανώς ήταν η σκηνοθετική οδηγία. Έχοντας την ευφρόσυνη ανάμνηση της ερμηνείας του στο Στέλλα Κοιμήσου του Γιάννη Οικονομίδη στις αρχές της σεζόν, θέλω να ελπίζω πως ο νεαρός ηθοποιός θα αφήσει σύντομα πίσω του αυτή την ατυχή ερμηνεία και θα μας δώσει περαιτέρω δείγματα των ικανοτήτων που σίγουρα διαθέτει.
Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης έχει αποδείξει επανειλημμένα την αξία του τα τελευταία χρόνια, και καθιερώνεται αργά και σταθερά ως μια γόνιμη δύναμη του ελληνικού θεάτρου. Όταν όμως, όπως στην προκειμένη περίπτωση, αισθάνεται αβεβαιότητα για αυτό που καλείται να εκτελέσει ή και για το συνολικό οικοδόμημα της παράστασης στην οποία συμμετέχει, έχει την τάση να καταφεύγει σε δικές του κατακτημένες ευκολίες που αρχίζουν να γίνονται αναγνωρίσιμες. Υπέροχη φωνητικά (ως συνήθως) η Ειρήνη Καράγιαννη, όμως η διαρκώς παρούσα στη σκηνή Αράχνη της δεν δικαίωσε δραματουργικά την προσθήκη του ρόλου στο κείμενο. Συχνά το τεράστιο, ανοικονόμητο κοστούμι της έμοιαζε να πιάνει αδικαιολόγητα πολύ χώρο, αποσπώντας την προσοχή χωρίς λόγο. Αναμφισβήτητη η καλαισθησία του σκηνικού χώρου που δημιούργησε η Ελένη Μανωλοπούλου, αλλά η σύνδεσή του με το περιεχόμενο, εκτός από συγκεκριμένες στιγμές, υπήρξε μάλλον χαλαρή.
Συνολικά, πρόκειται για μια απόπειρα μοιάζει να καταδικάστηκε από την ίδια της την υπερφιλοδοξία. Οι τρεισήμισι ώρες που διαρκούσε η παράσταση ήταν πάρα πολλές γι αυτό που είδαμε κι ενδεχομένως λίγες για τους Δαιμονισμένους του Ντοστογιέφσκι. Ένα κείμενο τόσο επικίνδυνο θα έπρεπε να προσεγγίζεται με περισσότερη σεμνότητα, με πιο πολλές αμφιβολίες. Η παράσταση του Θοδωρή Αμπαζή έμοιαζε υπερβολικά σίγουρη για τον εαυτό της και δεν δικαιώθηκε. Το εύρημα του πιάνου που κατεβαίνει αργά από τον ουρανό, είναι σαν να συμπυκνώνει όλη της την αυταρέσκεια. Είναι κρίμα, γιατί οι δυνατότητες όλων των συντελεστών, με πρώτο το συνθέτη και σκηνοθέτη, είναι πολύ υψηλότερες και η συνάντησή τους κάτω από τη στέγη του Εθνικού Θεάτρου θα μπορούσε να χαρίσει ένα απείρως πιο ευφρόσυνο αποτέλεσμα.