Μόλις μια μέρα μετά το Heavy by the Sea κατευθυνθήκαμε ξανά προς την πλατεία Νερού, για κάτι πιο light αυτή τη φορά. Πέντε τα κεφάλαια του φετινού Ejekt και κανένα τους δεν μας απογοήτευσε. Οπότε ας περάσουμε κατευθείαν στο παρασύνθημα.
Οι White Lies έφεραν σε πέρας την αποστολή τους. Κοινώς έκαναν τον κόσμο (σύμφωνα με τις κακές γλώσσες δεν ήταν αρκετά ζεστός παρά την υψηλή θερμοκρασία) να αναπολήσει τους Interpol και να ανυπομονήσει για τους Editors.
Στην πλατεία Νερού, πριν ξεκινήσουν οι Editors, βρίσκονταν ήδη επτά με οχτώ χιλιάδες άτομα (ο αριθμός θα διπλασιαζόταν μέχρι να έρθει η ώρα των Kasabian). Που σημαίνει ότι πολύς κόσμος πήγε στο Ejekt για να ακούσει και να δοξάσει ειδικά τους Editors που πλέον, μετά από εννιά χρόνια στο κουρμπέτι, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν πρόκειται για μια φτασμένη μπάντα. Ξεκίνησαν με κάποια προβλήματα στο μπάσο που όμως το χειρίστηκαν χωρίς την παραμικρή ένδειξη αμηχανίας. Έπαιξαν τα κλασσικά πια «Munich», «Racing Rats», «All Sparks», «An End Has a Start», «Bones», «Smokers Outside the Hospital Doors», αλλά και αρκετά καινούρια κομμάτια που η πιτσιρικαρία τα ήξερε και τα τραγουδούσε. Είναι όμορφο να βλέπεις παιδιά που πήγαιναν δημοτικό όταν βγήκε το Back Room να ακούν και να παρακολουθούν με τέτοιο πάθος. Ανάλογο με αυτό που είχε και ο frontman Tom Smith που με μια -όπως πάντα- «επιληπτική» (βλ. Ian Curtis) παρουσία έκανε ειδικότερα τον γυναικείο πληθυσμό να παραληρεί λέγοντας ένα δυνατό «efcharisto» στο τέλος σχεδόν κάθε τραγουδιού. Ολοκλήρωσαν το σετ τους με το «Papillon» στο οποίο, όπως ήταν αναμενόμενο, έγινε ο χαμός. Σήκωσαν και μια ελληνική σημαία στο τέλος, για το κερασάκι που λένε. Καθόλου άσχημα για να περάσει η σκυτάλη στους Darkside.
Για τους οποίους ο κόσμος αρχικά δεν έδειξε μεγάλη ανυπομονησία, με τον χώρο μπροστά από τη σκηνή να περιμένει σχετικά άδειος, μέχρι τουλάχιστον να αρχίσουν να ψυλλιάζονται όλοι τη μαγεία της μουσικής που άκουγαν και να πλησιάσουν. Τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα αν έπαιζαν αφού ο ήλιος θα είχε πέσει για τα καλά. Ας είναι, και έτσι, μέσα σε 40 περίπου λεπτά, παίζοντας εν μέσω καπνών και ενός προβολέα, υπόκωφα και μίνιμαλ, αποτέλεσαν το highlight της διοργάνωσης. Είθε το project του Jaar και του Harrington να ξανάρθει στην Αθήνα σε κλειστό χώρο.
Οι Kasabian έκαναν άντρες, γυναίκες, παιδιά, χίπστερ, ξεχίπστερ, τους πάντες να χορεύουν ασταμάτητα. Όπως οφείλει να κάνει μία πραγματική (mega)pop μπάντα. Απέδειξαν δηλαδή ότι πέραν προσωπικών γούστων και άλλων τινών, δικαίως θεωρούνται ένα απολύτως αξιόπιστο stadium act. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι σε λίγες ημέρες θα αναλάβουν τα ηνία των headliners στο Glastonbury.
Μόλις τελείωσαν το επικό τους σετ (έχοντας διασκευάσει και Fatboy Slim), δεν ξέρω αν είναι ιδέα μου, πάντως νομίζω ότι μπροστά στη σκηνή ανέβηκε λίγο ο μέσος όρος ηλικίας, μιας και μαζεύτηκε κοσμάκης που είχε ζήσει την club φάση στα ντουζένια της και ήθελε για λίγη ώρα να την ξαναζήσει. Όταν τελικά εμφανίστηκε ο Paul Kalkbrenner, ακούστηκαν κραυγές λατρείας από παντού και το πάρτυ ξεκίνησε. Όχι όμως πολύ καλά γιατί στο πρώτο μισάωρο τα προβλήματα στον ήχο ήταν αισθητά – χάνονταν οι ψηλές συχνότητες και «βαρούσαν» πολύ τα χαμηλά. Συμβαίνουν αυτά θα μου πεις και θα έχεις δίκιο. Δεν είμαι όμως μόνο η τεχνική αρτιότητα που «φτιάχνει» ένα live.
«Ο Paul Kalkbrenner είναι μάγος. Φύσαγε την ώρα που έπαιζε όλες του τις κομματάρες ή έτσι νόμιζα, έπαιξε σχεδόν το σύνολο του Icke Wieder ή έτσι νόμιζα, μάζεψε ανθρώπους της γενιάς των Οινόφυτων που είχαν έρθει να δουν μόνον αυτόν ή έτσι νόμιζα, έκανε 4 με 5 χιλιάδες ανθρώπους να τα βλέπουμε όλα τέλεια ή έτσι νόμιζα. Για εξήντα τουλάχιστον μοναδικά λεπτά έβλεπα απέναντί μου έναν άνθρωπο που έβλεπε απέναντί του όλες αυτές τις χιλιάδες διψασμένων ανθρώπων να χτυπιούνται αποθεώνοντάς τον, βάζοντας νοητούς στίχους στα τραγούδια του και συναρμολογώντας έναν ατέλειωτο ύμνο μη αφιερωμένο πουθενά παρά μόνο σε αυτό που λέμε dance κουλτούρα ή τη Χαρά της Απόλαυσης της Στιγμής και αύριο μέρα είναι ή έτσι νόμιζα». Αυτά έγραψε μία φίλη εδώ. Συμφωνώ και επαυξάνω.
Άντε και του χρόνου!