ΣΙΝΕΜΑ

Το Βραβείο Κοινού LUX είναι για τις ανεξάρτητες και προοδευτικές φωνές του σινεμά

Δύο αγόρια τρέχουν ανέμελα σε ένα λιβάδι με λουλούδια στο Βέλγιο και αναπτύσσουν μια πολύ έντονη σχέση μεταξύ τους, που εγείρει ερωτήματα στους γύρω. Ένας πρίγκιπας ερωτεύεται έναν πυροσβέστη στην Πορτογαλία. Μια οικογένεια στην Ισπανία παλεύει να κρατήσει το κομμάτι γης στο μικρό χωριό του Alcarràs, προστατεύοντας τις ροδακινιές της από τον γαιοκτήμονα. Σε ένα κρουαζιερόπλοιο, οι πλούσιοι που ανήκουν στο 1% του πληθυσμού βιώνουν κωμικοτραγικές καταστάσεις επιβίωσης, ενώ ξεγυμνώνεται η υποκρισία της σύγχρονης κοινωνίας και της ελίτ. Στην Τουρκία, ένας νέος και αφοσιωμένος εισαγγελέας διορίζεται σε μια πόλη που μαστίζεται από λειψυδρία και πολιτικά σκάνδαλα και ενώ έρχεται πιο κοντά με τον ιδιοκτήτη της τοπικής εφημερίδας, οι φήμες οργιάζουν και η ένταση κορυφώνεται.

Πρόκειται για τις πέντε ιστορίες πίσω από τις πέντε ταινίες που ήταν φιναλίστ για το Βραβείο Κοινού LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: το βέλγικο Close, πορτογαλικό Will-o’-the-Wisp, το ισπανικό Οι Ροδακινιές του Αλκαράς, το σουηδικό Τρίγωνο της Θλίψης και το τουρκικό Μέρες Ξηρασίας. Με πυγμή και βαθιά πολιτικές όλες τους, μπήγουν τα νύχια στον κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό. Είναι ιστορίες που χρειαζόμαστε. Είναι σινεμά που η κοινωνία έχει ανάγκη, από αυτό που μας αφυπνίζει και μας προβληματίζει, πέρα από το να μας διασκεδάζει. 

Ο Lukas Dhont παραλαμβάνει το Βραβείο Κοινού LUX 2023 για την ταινία Close, με τα λόγια: «Κατάλαβα ότι η ευαλωτότητα είναι ριζοσπαστική. Υπάρχει ανάγκη να έχουμε πολιτική τοποθέτηση».

Διότι τελευταία, σε χώρες όπως Ιταλία, Σουηδία, Φινλανδία, Ελλάδα και προσεχώς και στην Ισπανία -όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις- ακροδεξιά κόμματα παίρνουν καίριες θέσεις στα κοινοβούλια, πέρα από την Ουγγαρία και την Πολωνία, όπου ακραία συντηρητικά κόμματα έχουν στρογγυλοκαθίσει για τα καλά στην εξουσία. Αυτή η πραγματικότητα δεν μπορεί παρά να γεννά ερωτήματα για την πορεία των δικαιωμάτων, των πολιτικών κατακτήσεων, την ασφάλεια της δημοκρατίας, τις επιθέσεις σε μειονότητες και στην ελευθερία του Τύπου.

Ο κινηματογράφος στην Ευρώπη παίρνει ξεκάθαρη πολιτική θέση σε σχέση με τις αξίες της δημοκρατίες, όταν, μάλιστα, 45.000 Ευρωπαίες και Ευρωπαίοι ψήφισαν για το Βραβείο Κοινού LUX.

Η Popaganda πήγε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις Βρυξέλλες για να παρακολουθήσει την τελετή απονομής, αλλά και να μιλήσει με τους δημιουργούς για τη σημασία της ύπαρξης τέτοιων ταινιών στη σημερινή συγκυρία, όπως και τον αντίκτυπο του Βραβείου Κοινού LUX.

Εκκινώντας τη συζήτηση από τον κίνδυνο που μπορεί να επιφέρει η άνοδος της ακροδεξιάς στην ΕΕ αλλά και παγκοσμίως, η Maria Zamora, παραγωγός της ταινίας Οι Ροδακινιές του Αλκαράς μας λέει: «Φοβόμαστε πολύ με την άνοδο της ακροδεξιάς και το τι πρόκειται να συμβεί με αυτές τις κυβερνήσεις, όπου εμπλέκονται δεξιά και ακροδεξιά σχήματα. Στην Ισπανία είχαμε θεσπίσει εδώ και χρόνια τον προοδευτικό νόμο για τον γάμο ομόφυλων ζευγαριών και τώρα βλέπουμε να διαχέεται το μίσος και τέτοιες ρητορικές από θεσμικά πρόσωπα. Στις 23 Ιουλίου έχουμε εθνικές εκλογές και θα είναι ακόμη πιο τρομακτικό το σκηνικό. Πιστεύω ότι η τέχνη είναι ένας τρόπος να πολεμήσουμε όλο αυτό. Τα θέματα πρέπει να είναι πάνω στο τραπέζι και να μιλήσουμε για αυτά, ώστε ο κόσμος να μην μείνει μόνο με ένα μήνυμα, αλλά να έχει πλήρη εικόνα για τα ενδιάμεσα».

Σε σχέση με τα ζητήματα έμφυλης ισότητας, πόσο κρίσιμη είναι η ισότιμη συμμετοχή γυναικών και θηλυκοτήτων στην παραγωγή οπτικοακουστικών αφηγήσεων; Η Maria Zamora δηλώνει ότι νιώθει όμορφα να δουλεύει με γυναίκες σκηνοθέτιδες. «Είναι μια απόφαση που πήρα πριν από 15 χρόνια, να ψάχνω και να βρίσκω πρότζεκτ γυναικών ώστε να συνεργάζομαι μαζί τους. Έτσι, δουλεύω εδώ και πολλά χρόνια με πρωτοεμφανιζόμενες σκηνοθέτιδες, όπως την Carla Simon, και είναι υπέροχο να μπορώ να βοηθήσω τις καριέρες τους». 

«Το σινεμά για εμένα πάντα ήταν ένας αντικατοπτρισμός της κοινωνίας που ζούμε και πρέπει να υπάρχει ελευθερία του λόγου, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για το πως είναι η κοινωνία, αλλά και να σκεφτούμε πώς θα πρέπει να είναι η κοινωνία. Με έναν τρόπο αυτολογοκρινόμαστε μόνοι μας, εξαιτίας του συστήματος στο οποίο ζούμε που μας θέλει να δουλεύουμε για μεγάλες εταιρείες, με τις οποίες δεν μοιραζόμαστε την ίδια οπτική και να αφομοιωνόμαστε στο δικό τους μήνυμα», συνεχίζει. 


Ο João Pedro Rodrigues, σκηνοθέτης του Will-o’-the-Wisp, λέει στην Popaganda: «Βρισκόμαστε σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο, δεν πιστεύω ότι υπάρχει καμία απολύτως πρόοδος. Αντιθέτως, υπάρχει η απειλή της ακροδεξιάς και του εξτρεμισμού και της μη αποδοχής. Ακόμη και η Ευρώπη που ακούγεται σαν να είναι ένα ασφαλές μέρος, βλέπεις ότι δεν είναι πια ασφαλές. Στην Πορτογαλία, βλέπουμε την παραπληροφόρηση να γίνεται viral και, αν και έχουμε ακόμη σοσιαλιστική κυβέρνηση, υπάρχει άνοδος στο λαϊκιστικό κόμμα».

«Το γεγονός πως η ταινία μου είναι υποψήφια για το Βραβείο LUX, και είναι στις φιναλίστ, σημαίνει ότι έχει μεταφραστεί και υποτιτλιστεί σε κάθε γλώσσα της ΕΕ και έχει προβληθεί σε κάθε μία από αυτές τις χώρες. Αυτό είναι εξαιρετικής σημασίας γιατί δεν ξέρω αν η ταινία μου θα προβαλλόταν ποτέ σε μια χώρα όπως η Ουγγαρία με τις συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Σημαίνει ότι η ταινία φτάνει σε πολύ περισσότερο κόσμο απ’ ότι θα κατάφερνε χωρίς την υποψηφιότητα για το Βραβείο LUX. Για εμένα, αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα, το να μπορώ να την μοιραστώ με κοινό πολύ διαφορετικό και ανθρώπους που αλλιώς δεν θα την έβλεπαν. Τα Βραβεία LUX βοηθούν τις ταινίες να ταξιδεύουν», συμπλήρωσε.

Μπορεί όμως το σινεμά να αλλάξει τη στάση της κοινωνίας; Να επηρεάσει την άποψη του κόσμου για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, για παράδειγμα; «Δεν ξέρω αν μπορεί το σινεμά να το καταφέρει αυτό. Αυτές οι στάσεις απαιτούν πραγματικές πολιτικές. Αλλά σίγουρα το σινεμά μπορεί να βοηθήσει, με την έννοια ότι οι άνθρωποι μπορούν να δουν ότι υπάρχει ποικιλότητα στον κόσμο. Όταν βλέπω μια ταινία, θέλω να βλέπω τη διαφορετικότητα και την ποικιλότητα, για αυτό και δεν βλέπω μόνο queer ταινίες», μας λέει ο σκηνοθέτης. «Δεν είμαστε όλοι το ίδιο και αυτό είναι καλό. Υπάρχει ποικιλότητα. Πρέπει να αποδεχόμαστε το διαφορετικό. Γιατί ζούμε όλοι μαζί σε αυτόν τον κόσμο. Είμαστε τυχεροί που ζούμε στον δυτικό κόσμο, έχουμε πολλά προνόμια. Για παράδειγμα, εγώ έκανα πάντα ταινίες σε καθεστώς ελευθερίας, δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ήταν να μην υπάρχει αυτό».


Θίγοντας το ζήτημα της ανελευθερίας στην Τουρκία, ο Emin Alper, σκηνοθέτης της ταινίας Μέρες Ξηρασίας (Burning Days), επισημαίνει πως το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η λογοκρισία και η αυτολογοκρισία. «Οι συνεργασίες με την Ευρώπη, οι συμπαραγωγές που έχουμε κάνει με Ελλάδα, Κροατία, Γερμανία και Γαλλία, φυσικά μας βοηθούν πολύ, ειδικά όσον αφορά το budget. Ωστόσο, δεν λύνονται τα προβλήματα, τα χρήματα πρέπει να έρχονται από τη χώρα σου. Το Βραβείο LUX και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν ξέρω αν εμάς, συγκεκριμένα, μας βοηθάει. Ίσως το αντίθετο. Γιατί εδώ μιλάμε ελεύθερα και αυτό μπορεί να μεταφραστεί από την τουρκική κυβέρνηση ότι “παραπονιόμαστε για τη χώρα μας στην ΕΕ”. Άρα, θεωρείται μια μη εθνικιστική συμπεριφορά που μπορεί να χειροτερέψει τα πράγματα για εμάς. Φυσικά, εμείς δεν θα σωπάσουμε. Βέβαια, το Βραβείο LUX και η υποψηφιότητά μας βοηθά στο να προβληθεί η ταινία μας σε ένα ευρύ κοινό, όπως και στο να βρούμε πιο εύκολα συμπαραγωγούς για το επόμενό μας πρότζεκτ και τοποθεσίες για γυρίσματα στην Ευρώπη».

Στην Τουρκία, το κοινό που είδε την ταινία είχε πολύ θετικές αντιδράσεις. «Φυσικά, το κοινό αυτό είναι αντιπολιτευτικό κατά κύριο λόγο. Είναι κοινό που αντιδρά στην τουρκική κυβέρνηση, η οποία μας αναγκάζει να αυτολογοκριθούμε. Το κοινό πήγε και είδε την ταινία μας, δημιουργώντας ένα κύμα αντιδράσεων, και το φιλμ μπήκε στο τούρκικο Netflix και συζητήθηκε ξανά. Είμαι πολύ χαρούμενος που αυτή η ταινία έγινε το επίκεντρο του ενδιαφέροντος για την αντιπολίτευση. Δεν μπορούμε να είμαστε πολύ αισιόδοξοι για το πόσο το σινεμά αλλάζει αντιλήψεις, γιατί ο κόσμος συνηθίζει να ξεχνάει αυτό που είδε μετά από κάποιες μέρες. Σίγουρα όμως, βήμα βήμα, τέτοιες ταινίες αλλάζουν τον τρόπο που σκεφτόμαστε, την ατμόσφαιρα, απαντούν στο τι συμβαίνει και ευαισθητοποιούν. Πρέπει να συνεχίσουμε να παλεύουμε!».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ


Η ταινία που κέρδισε φέτος το Βραβείο Κοινού LUX είναι το Close του 32χρονου Lukas Dhont από τη Γάνδη του Βελγίου. Η ταινία του ξεσήκωσε ένα κύμα αντιδράσεων κατά των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων και μάλιστα στη Βουλγαρία δύο προβολές ακυρώθηκαν, ενώ σε μια άλλη έγινε έφοδος μέσα στο σινεμά από μια ομοφοβική ομάδα που φωτογράφιζε το κοινό για να το στοχοποιήσει αργότερα. Στην Ουγγαρία, ταινία με queer περιεχόμενο απαγορεύεται να προβληθεί πριν τις 10 το βράδυ, γιατί φοβούνται για το τι θα δουν τα παιδιά. Ο Lukas Dhont, αφού παρέλαβε το Βραβείο για την τρυφερή ταινία που δημιούργησε με δύο νεαρά αγόρια και ευχαρίστησε όλο τον κόσμο που ψήφισε το Close, στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε αργότερα ήταν φανερά στενοχωρημένος για όσα έγιναν στη Σόφια. «Νιώθω υπεύθυνος για την έλλειψη ασφάλειας που ένιωσαν όσοι επέλεξαν να δουν την ταινία μου», είπε ταραγμένος.

«Οι άνθρωποι φοβούνται ότι τα παιδιά θα επηρεαστούν από κάτι που θα δουν και ότι αυτό θα διαμορφώσει την ταυτότητά τους. Αυτό που συμβαίνει στο Βέλγιο είναι ότι “αποδεχόμαστε τους γκέι, αλλά μόνο υπό αυτές και αυτές τις συνθήκες, τα τρανς άτομα όμως όχι, είναι too much”. Πιστεύουν ότι η συζήτηση για το φύλο θα κάνει τα παιδιά να αλλάξουν φύλο χωρίς να το σκεφτούν, κάτι που φυσικά δεν ισχύει. Ωστόσο, έχει δημιουργήσει αυτό τον φόβο στους ανθρώπους. Και το Βέλγιο υποτίθεται ότι είναι μια αρκετά προοδευτική χώρα, η οποία όμως κινείται πολύ προς τα δεξιά. Αναρωτιέμαι αν η ιστορία πάντα θα επαναλαμβάνεται και αν, μετά από κάθε βήμα προς την απελευθέρωση, θα πηγαίνουμε προς τα πίσω εξαιτίας του φόβου. Αν κοιτάω την πρωθυπουργό και τη θέση της για τα ομόφυλα ζευγάρια που θέλουν να κάνουν οικογένειες, δεν είμαι πολύ αισιόδοξος, όμως αν κοιτάξω τον 7χρονο ανιψιό μου να βάφει τα νύχια του, είμαι αισιόδοξος. Έχει να κάνει με το που εστιάζουμε. Φυσικά, αυτοί που κάνουν φασαρία ακούγονται περισσότερο, δεν σημαίνει όμως ότι είναι και ένας μεγάλος αριθμός ατόμων. Δεν αποφεύγω βέβαια να κοιτάζω όλους αυτούς τους ανθρώπους στην εξουσία που προβάλλουν τον φόβο τους σε εμάς», συνέχισε ο σκηνοθέτης.

LUX European Audience Film Award 2023 Ceremony

Το Βραβείο Κοινού LUX, κατά τον Lukas Dhont, έχει κάνει φοβερή δουλειά με τις 500 προβολές των ταινιών σε όλη την Ευρώπη. «Ξέρουμε ότι 45.000 άνθρωποι έχουν ψηφίσει για το Βραβείο LUX, οπότε υπάρχει απήχηση σε ένα ευρωπαϊκό κοινό. Μετά την πανδημία και τα προβλήματα με τους κινηματογράφους, είναι πολύ καθησυχαστικό το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι πηγαίνουν να δουν ταινίες. Και οι πέντε ταινίες ευαισθητοποιούν την κοινωνία και αυτή η συλλογική εμπειρία πιστεύω ότι έχει μια θεραπευτική δράση».

LUX European Audience Film Award 2023 Ceremony

Στην τελετή απονομής του Βραβείου Κοινού LUX, η πρόεδρος του ΕΚ, Roberta Metsola, είπε για τις ταινίες: «Ήταν η αφορμή για debates που δημιούργησαν προβληματισμούς ανάμεσα στα μέλη του Ευρωκοινοβουλίου, τους επαγγελματίες του κινηματογράφου και όσους αγαπούν το σινεμά. Είναι επίσης τα θέματα που οι κινηματογραφιστές φέρνουν στο τραπέζι: ζητήματα δημοκρατίας, ισότητας, δικαιοσύνης, σεβασμού, αποδοχής και ελευθερίας. Οι ταινίες αυτές φωτίζουν τις ανησυχίες των καιρών μας και εμπνέουν θετική αλλαγή και δράση. Μέσα από τη δύναμη της αφήγησης, μας ενώνουν και θίγουν το ζήτημα της ελεύθερης έκφρασης, της αξιοπρέπειας και του αγώνα κατά της αδικίας, της ανισότητας και της διαφθοράς. Έτσι, μας θυμίζουν ότι ο κόσμος μας, όσο έχει να κάνει με την δικαιοσύνη και την ισότητα, δεν έχει ολοκληρωθεί».

Η νικήτρια ταινία Close, χορεύοντας ανάμεσα στην τρυφερότητα και τη βαναυσότητα, δείχνει τον δρόμο που ο σκηνοθέτης επέλεξε και προσπάθησε να εστιάσει: την ευαλωτότητα, την οποία θεωρεί δύναμη. «Κατάλαβα ότι η ευαλωτότητα είναι ριζοσπαστική. Υπάρχει ανάγκη να έχουμε πολιτική τοποθέτηση», είπε ο Lukas Dhont, υπογραμμίζοντας ότι ο μόνος δρόμος είναι η αντίσταση!

Αναστασία Βαϊτσοπούλου

Share
Published by
Αναστασία Βαϊτσοπούλου