ΣΙΝΕΜΑ

Στην ταινία Saltburn, που μόλις άνοιξε το 69ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου, η φτώχεια φτάνει στα άκρα για την καλοπέραση

Με ένα από τα πιο εντυπωσιακά φεστιβαλικά προγράμματα της χρονιάς, που περιλαμβάνει από τις νέες ταινίες του Μάρτιν Σκορσέζε, του Ντέιβιντ Φίντσερ και του Γιώργου Λάνθιμου, μέχρι παγκόσμιες πρεμιέρες όπως το πολυαναμενόμενο σίκουελ του Chicken Run από το στούντιο Aardman και μια ελληνική παρουσία στο Διαγωνιστικό του (το Fingernails του Χρήστου Νίκου), το 69ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου σήκωσε χτες το βράδυ αυλαία στο Royal Festival Hall με την ευρωπαϊκή πρεμιέρα του Saltburn.

Η σκηνοθέτης και σεναριογράφος, Έμεραλντ Φενέλ, εκπροσώπησε την ταινία εν μέσω της απεργίας των ηθοποιών (το κόκκινο χαλί ήταν μια κάπως βιαστική υπόθεση, με διαδηλωτές της βρετανικής κινηματογραφικής και τηλεοπτικής βιομηχανίας να παρακολουθούν από το ψηλότερο επίπεδο του λαβυρινθώδους συγκροτήματος τους καλεσμένους).

Barry Keoghan

Μπορεί οι σταρ να έλειπαν από την προβολή, αλλά έκαναν παραπάνω από αισθητή την παρουσία τους στην οθόνη: το Saltburn είναι μια ταινία που θα διχάσει, όπως και η προηγούμενη της Φενέλ, το βραβευμένο με Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου Υποσχόμενη Νέα Γυναίκα, αλλά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τις μικρές ταυτόχρονες “(ανά)γεννήσεις” που συμβαίνουν στους πρωταγωνιστές του κατά τη διάρκεια των δύο ωρών του. Αρχικά ο Μπάρι Κίγκαν, μετά από χρόνια σε αξιομνημόνευτους δεύτερους ρόλους από τον Αστακό μέχρι τα Πνεύματα του Ινισέριν, φτάνει στο peak των sicko/sad δυνάμεών του στο ρόλο του Όλιβερ, που μαγνητίζεται από τον πλούσιο συμφοιτητή του, Φίλιξ Κάτον (Τζέικομπ Ελόρντι), και καταφέρνει να μπει στον κύκλο του και να περάσει τις διακοπές του στο υπερπολυτελές εξοχική της οικογένειας Κάτον στην αγγλική εξοχή.

Jacob Elordi

Η εξέλιξη του Ελόρντι από teen idol στην τριλογία The Kissing Booth και το τηλεοπτικό Euphoria  σε ανερχόμενο αστέρι του σινεμά είναι φέτος πιο φανερή από ποτέ, με τον αυστραλό ηθοποιό να εμφανίζεται σε τρεις φεστιβαλικούς κράχτες: το Priscilla, το The Sweet East και το Saltburn (η πρώτη έκανε πρεμιέρα στην Βενετία, η δεύτερη στις Κάννες, η τρίτη στο Τέλιουραϊντ και όλες παίζονται στο Λονδίνο). Ως δημοφιλής, επιθυμητός, αλλά και αόριστα χαμένος σε ένα περιβάλλον που έχει προδιαγράψει το ρόλο του χωρίς εκείνος να είναι ακριβώς σίγουρος αν του ταιριάζει, ο Ελόρντι προσδίδει μια ευαισθησία και ανθρωπιά στον Φίλιξ που κάνουν τις ανεπιβεβαίωτες αλλά εμφανείς μηχανορραφίες του Όλιβερ να μοιάζουν ακόμα πιο αρρωστημένες και ακραίες.

Με την άφιξή του στην αρχοντική κατοικία των Κάτον (της οποίας η εμφανής ομοιότητα με το Μπράιντσχεντ της Ίβλιν Γουό βγαίνει αμέσως από τη μέση με μια ατάκα), ο Όλιβερ γνωρίζει την υπόλοιπη οικογένεια (οι γονείς του Φίλιξ είναι το highlight της ταινίας, με τον Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ και την Ρόζαμουντ Πάικ να ακροβατούν αριστοτεχνικά ανάμεσα στη σνομπαρία και τη γελοιότητα) και ξεκινά την κάθοδό του στην ακολασία και τα ψυχοσεξουαλικά παιχνίδια εξουσίας που ενδεχομένως να φαντάζονται οι φτωχοί ότι αποτελούν την καθημερινότητα των πλουσίων – μόνο που για την Φενέλ, που προέρχεται από την υψηλή κοινωνία και έχει μεγαλώσει σε τέτοιους κύκλους, δεν αποτελεί εικασία, αλλά εμπειρία.

Rosamund Pike, Barry Keoghan

Το Saltburn έχει, αναπόφευκτα, άφθονο στυλ και ένα κίνδυνο να ελλοχεύει σχεδόν σε κάθε πλάνο του – ο διευθυντής φωτογραφίας Λάινους Σάντγκρεν περνά από τη χολιγουντιανή στην βρετανική Βαβυλώνα με χαρακτηριστική έμπνευση. Όμως η επιθυμία του να σοκάρει (δεν φαντάζεστε τι γεύεται ο Κίγκαν…) και η επίγνωση των ώμων των γιγάντων στους οποίους πατάει (από τον 13ο Κληρονόμο και τον Ταλαντούχο Κύριο Ρίπλεϊ ως το Cruel Intentions και το Mean Girls), μαζί με την αδυναμία της Φενέλ να χώσει το μαχαίρι βαθύτερα στην κριτική της αφήνουν την ταινία να επιπλέει στην επιφάνεια.

Η αρρωστημένη εμμονή και η ακραία επιθυμία του Όλιβερ να νιώσει κομμάτι αυτού του άπιαστου πλούτου απεικονίζεται μέσα από εικόνες σχεδόν γοτθικού τρόμου και σεναριακές αλληγορίες, όμως η Φενέλ δεν μοιάζει εντελώς πεπεισμένη, παρά τα ολοένα και πιο τραγικά γεγονότα της ταινίας, ότι ο κόσμος που θέλει να σατιρίσει το αξίζει πραγματικά, και κατ’επέκταση το Saltburn δεν πείθει με τις στρογγυλεμένες γωνίες του και την αποστασιοποιημένη του ματιά. Είναι, ωστόσο, αστείο, μπλαζέ, χάρμα οφθαλμών και αηδιαστικό, ακριβώς σαν ένα ελκυστικό πλουσιόπαιδο. 

Μάρα Θεοδωροπούλου