ΣΙΝΕΜΑ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Στη νέα του ταινία Fingernails, o Χρήστος Νίκου επιμένει να αναζητά το ρομαντισμό σε ανορθόδοξα μέρη

Ο Χρήστος Νίκου απέδειξε με την πρώτη κιόλας μεγάλου μήκους ταινία του, Μήλα, ότι έχει την ικανότητα να αφηγηθεί μια high concept ιστορία χωρίς να θυσιάζει τη συναισθηματική αλήθεια. Το ίδιο προμηνύει και η καινούργια του ταινία, Fingernails, που ξεκινά σήμερα τη φεστιβαλική της πορεία σε σημαντικά φεστιβάλ της Β. Αμερικής, πριν περάσει στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού και κάνει τελικά την ταυτόχρονη πρεμιέρα της σχεδόν σε όλο τον κόσμο στο Apple TV+ στις 3 Νοεμβρίου.

Το Fingernails αποτελεί την πρώτη αγγλόφωνη απόπειρα του Νίκου, με ένα πραγματικά εντυπωσιακό καστ που αποτελείται από την υποψήφια για Όσκαρ Τζέσι Μπάκλεϊ (Η Χαμένη Κόρη), τον βραβευμένο με Όσκαρ Ριζ Αχμέντ (Sound Οf Metal), τον πολύ hot αυτή τη στιγμή Τζέρεμι Άλεν Γουάιτ (της σειράς The Bear), τον Λουκ Γουίλσον και την βραβευμένη με Έμμυ για το Schitt’s Creek, Άννι Μέρφι. “Όλοι οι ηθοποιοί παίζουν εκπληκτικά στην ταινία,” μάς λέει ο σκηνοθέτης λίγο πριν την αναχώρησή του για τις Η.Π.Α. για την παγκόσμια πρεμιέρα του Fingernails στο Telluride Film Festival. “Συναντήθηκα με την Μπάκλεϊ και τον Αχμέντ στο Λονδίνο, δέχτηκαν αμέσως να παίξουν στην ταινία και ξεκινήσαμε τα γυρίσματα. Γίναμε φίλοι και αυτό βοήθησε στο να χτιστεί η χημεία τους στο γύρισμα.” 

Η προθυμία όλων αυτών των σταρ δεν ήταν ανεξήγητη (η Μπάκλεϊ αντικατέστησε την Κάρι Μάλιγκαν, που αποχώρησε για λόγους διαθεσιμότητας). Προηγουμένως, τα Μήλα όχι μόνο είχαν τοποθετήσει τον ανερχόμενο σκηνοθέτη στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη, αλλά τράβηξαν το ενδιαφέρον και μιας μεγάλης χολιγουντιανής σταρ, της Κέιτ Μπλάνσετ – αμφότερα πρωτοφανή επιτεύγματα για μια ελληνική ταινία με περισσότερο εσωτερικό παρά κανονικό διάλογο.

Η Μπλάνσετ (την οποία ο σκηνοθέτης χαριτολογώντας αποκαλεί “Καιτούλα” κατά τη διάρκειά της κουβέντας μας) χάρισε τη βαρύτητα του ονόματός της στα Μήλα ως executive producer, αλλά ήδη είχε στο μυαλό της μια πολύ πιο ουσιαστική συνεργασία για το μέλλον. “Συνάντησα την Μπλάνσετ στην Βενετία και ενδιαφέρθηκε να παίξει στην επόμενη ταινία μου,” θυμάται ο Νίκου. “Της είπα ότι δεν υπάρχει ρόλος για εκείνη και μου ζήτησε να γίνει τουλάχιστον παραγωγός. Συζητήσαμε με διάφορους παραγωγούς στην πορεία, αλλά αποφασίσαμε να πάμε μ΄εκείνη. Δεν είχε ξανακάνει παραγωγή, όμως εγώ ένιωσα καλά μαζί της για να συνεχίσουμε, παρόλο που είχαμε κι άλλες προτάσεις, επίσης ηχηρές. Είναι ευτυχές το ότι μείναμε μαζί της.” Ο ίδιος αναγνωρίζει την ώθηση που του έδωσε αυτή η επαγγελματική σχέση με μια τόσο διάσημη φιγούρα και “αρκετά καλή ηθοποιό”, όπως τη χαρακτηρίζει, καθώς ετοιμάζεται να παρουσιάσει το Fingernails σε Τελιουράιντ και Τορόντο, φεστιβάλ των οποίων το πρόγραμμα περιλαμβάνει από Γιώργο Λάνθιμο και Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ (ο Νίκου ήταν βοηθός σκηνοθέτη στον Κυνόδοντα και το Πριν τα Μεσάνυχτα, αντίστοιχα) μέχρι Τάικα Γουαϊτίτι και Χαγιάο Μιγιαζάκι.

Το Fingernails, χρονικά αταξινόμητο κατά κάποιο τρόπο όπως και τα Μήλα, μάς συστήνει ένα παντρεμένο ζευγάρι, την Άννα (Μπάκλεϊ) και τον Ράιαν (Γουάιτ), που έχει επικυρώσει τον έρωτά του κάνοντας ένα αμφιλεγόμενο τεστ αγάπης στο Love Institute, που φημίζεται για την καινοτόμα τεχνολογία που βάζει τα νύχια των χεριών σε ένα μηχάνημα που προσδιορίζει την ερωτική συμβατότητα δύο ανθρώπων.

Σύντομα η Άννα πιάνει δουλειά στο ινστιτούτο και αρχίζει να έχει τις πρώτες αμφιβολίες για την επιστημονική εγκυρότητα του τεστ όταν συνειδητοποιεί ότι αναπτύσσει αισθήματα για το συνάδελφό της, Αμίρ (Αχμέντ). O Nίκου, που είχε ξεκινήσει να γράφει το Fingernails πριν την πρεμιέρα των Μήλων μαζί με τον Σταύρο Ράπτη (συν-σεναριογράφο και στις δύο ταινίες) και αργότερα με την προσθήκη του Σαμ Στάινερ στην ομάδα, ήθελε να εξερευνήσει το “πώς μπορείς να πεις μια conceptual ιστορία με έναν τρυφερό, προσγειωμένο τρόπο, κινηματογραφικά μιλώντας.” Η ταινία έχει ήδη περιγραφεί σαν ένα ‘Eternal Sunshine για την εποχή των dating apps’, όμως ο σκηνοθέτης, αν και κολακευμένος, διατηρεί τις επιφυλάξεις του για τον παραλληλισμό. “Είναι πολύ αισιόδοξο σενάριο να μας συγκρίνει κάποιος με την Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού, που είναι η καλύτερη ταινία όλων των εποχών,” λέει αποφασιστικά. “Δεν ξέρω αν το Fingernails θα μπορούσε να περιγραφεί σε σχέση με μια άλλη ταινία. Ελπίζω να αφήσει το στίγμα της και να παραμείνει στη μνήμη των θεατών ακόμα και μετά τους τίτλους τέλους και να τους κάνει να αναλογιστούν κάποια πράγματα.

Είναι μια ταινία για τις ανθρώπινες σχέσεις, κυρίως τις ερωτικές, και το πώς είναι σήμερα μέσα από την τεχνολογία, που αποτελεί βασικό κομμάτι που θέλαμε να σχολιάσουμε”. Σε αντίθεση με ταινίες ή σειρές με παρόμοιες ανησυχίες, ωστόσο, το Fingernails αποφεύγει τον κυνισμό και συνάδει με το χαρακτήρα του αυτοαποκαλούμενου “ρομαντικού” δημιουργού του. “Δεν με ενδιαφέρει να κάνω μίζερο σινεμά,” λέει. “Εκ φύσεως καταπολεμώ την κατάθλιψη προσπαθώντας να είμαι αισιόδοξος.”

Στο περσινό Φεστιβάλ Καννών, η ταινία αποκτήθηκε από το Apple TV+, γεγονός που παραδόξως δεν έκανε τον Νίκου να τρέχει πάνω-κάτω στην Κρουαζέτ μοιράζοντας δολάρια στους περαστικούς από τη χαρά του, αλλά μάλλον τον προβλημάτισε σαν επιλογή. “Ένιωθα πιο άνετα με άλλες εταιρείες, που ίσως ταίριαζαν περισσότερο στο ύφος της ταινίας γιατί έχουν μια πιο arthouse σφραγίδα, αλλά προτιμήσαμε το Apple TV+ επειδή έκανε την υψηλότερη οικονομική προσφορά,” παραδέχεται. “Και ήταν οι μοναδικοί που δεσμεύτηκαν για κινηματογραφική διανομή της ταινίας, κάτι που μετά την πανδημία δεν μπορούν να υποσχεθούν ούτε μεγάλα στούντιο. Αυτό είναι πολύ βασικό κριτήριο για μένα γιατί είμαι υπέρ του να παίζονται οι ταινίες μόνο στους κινηματογράφους. Οι streaming υπηρεσίες θα ήταν καλύτερα να έδειχναν μόνο σειρές.” Τελικά το Fingernails βρέθηκε να αποτελεί μέρος ενός χειμερινού release “σάντουιτς”, με το Killers Of The Flower Moon του Μάρτιν Σκορσέζε από τη μία και το Napoleon του Ρίντλεϊ Σκοτ από την άλλη, που περιλαμβάνονται στο φετινό ρόστερ του Apple TV+.

Ο Νίκου είναι ικανοποιημένος και για το ευρωπαϊκό φεστιβαλικό ταξίδι του Fingernails (που θα συνεχιστεί σύντομα στο Σαν Σεμπαστιάν και στο Λονδίνο), αν και προτιμά τη συμμετοχή του με τους δικούς του όρους. “Τα φεστιβάλ είναι πολύ διασκεδαστικά, μπορείς να ανακαλύψεις πολλά πράγματα, αλλά προσωπικά δεν έχω αυτού του τύπου τη φιλοδοξία,” λέει. “Αν γινόταν να μην ξαναείμαστε ποτέ σε Διαγωνιστικό τμήμα, δεν θα με πείραζε. Δεν με νοιάζει να κερδίσω το Χρυσό Φοίνικα. Αν δεν είναι καλή η ταινία σου, ποιο το νόημα; Έχουν κερδίσει τόσες κακές ταινίες τα μεγάλα φεστιβαλικά βραβεία.

Αυτό που μετράει είναι να κάνεις μια ταινία που θα πει κάτι στο θεατή. Έχοντας υπάρξει σε φεστιβαλικές κριτικές επιτροπές, βλέπω πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις και… βαριέμαι.” Σε σχέση με την απουσία-έκπληξη της ταινίας από το φετινό Φεστιβάλ Βενετίας, που ανέδειξε τα Μήλα, ο Νίκου αποκαλύπτει πως η πρόσκληση έγινε, αλλά απορρίφθηκε από το Apple TV+. “[Το ‘όχι’] βοήθησε στο να μην μπω στο διχασμό του Διαγωνιστικού, αλλά δυσκολεύτηκα γιατί ξέρω πόσο πολύ ήθελαν και επίσης εκεί ‘γεννήθηκαν’ τα Μήλα κι έγινε και η γνωριμία με την Μπλάνσετ.”

Μέσα σε μόλις τρία χρόνια, ο Νίκου έχει αποκτήσει αρκετή εμπειρία με το εξωτερικό ώστε να αντιλαμβάνεται το σκεπτικό πίσω από πολλές παρόμοιες δύσκολες αποφάσεις, ωστόσο οι δυσκολίες που παραδέχεται ότι υπάρχουν στην Αμερική δεν είναι αρκετές για να τον κάνουν να κοιτάξει πίσω. “Στην Ελλάδα δεν μπορείς να κάνεις πολύ εύκολα σινεμά σε επίπεδο αφήγησης, χρημάτων, συνθηκών,” λέει. “Ξεκινάς να σκέφτεσαι ένα σενάριο με βάση το τι μπορείς να κάνεις, ενώ στην Αμερική ξεκινάς με βάση το τι ονειρεύεσαι να κάνεις. Δεν υπάρχουν τα όρια του ‘μέχρι εδώ, δεν μπορώ να πάω παραπάνω’. Αλλά δεν είναι η Γη της Επαγγελίας στην οποία σου δίνονται όλα απλόχερα και μπορείς να κάνεις τα πάντα. Είναι εύκολο να καταλάβεις το πώς δουλεύει η βιομηχανία στην Αμερική. Έχει σχέση με το πόσο μπορείς να επιβληθείς και πώς μπορείς να τους κάνεις να πιστεύουν ότι σου επιβάλλουν πράγματα, ενώ στην πραγματικότητα θα κάνεις εσύ αυτό που θες. Αυτή η ταινία ήταν ένα πολύ καλό σχολείο για να προσεγγίσουμε την επόμενη με ακόμα καλύτερες συνθήκες.” 

Προς το παρόν, το Fingernails, ως σύγχρονη αλληγορία για το Πώς Ερωτευόμαστε Τώρα, έχει να αναμετρηθεί με θεατές που κινούνται σε όλο το φάσμα της αγάπης, των σχέσεων και των δεσμεύσεων – και που έχουν γυρίσει την πλάτη τους στο αγαπημένο είδος του σκηνοθέτη, τις ρομαντικές κομεντί, προτιμώντας πλέον πιο περιπετειώδεις αναζητήσεις.

O Nίκου μένει πιστός, πάντως, στο προσωπικό του όραμα: “Το κοινό θα ήθελα να ανακαλύψει την όποια δημιουργικότητα έχει η ταινία μέσα της, αλλά και να προσπαθήσει να καταλάβει αν ερωτικά ζει κάτι αληθινό.” Πιστεύει ο ίδιος ότι η ταινία είναι τόσο ισχυρή που μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια επιφοίτηση; “Όχι, αλλά πάντα ελπίζω. Γι’ αυτό κάνουμε σινεμά.”

Μάρα Θεοδωροπούλου

Share
Published by
Μάρα Θεοδωροπούλου