Το σινεμά σταμάτησε για λίγο να υπάρχει σήμερα, μέχρι να κατακαθίσει η συνειδητοποίηση της ανακοίνωσης που ήρθε από την Γαλλία για το θάνατο του Ζαν-Λικ Γκοντάρ σε ηλικία 91 ετών. Ο σκηνοθέτης-συνώνυμο με την κινηματογραφική τέχνη, ο “κύριος σινεμά”, αφήνει πίσω του ένα εμβληματικό, τεράστιο έργο που θα συνεχίσει να αντηχεί στην αιωνιότητα και να εμπνέει γενιές δημιουργών, να συναρπάζει νέους και ορκισμένους σινεφίλ, να τροφοδοτεί τον ίδιο τον κινηματογράφο με πολύτιμες σκέψεις.
Ο Γκοντάρ ήταν ο μεγαλύτερος μοντερνιστής στην ιστορία του σινεμά, αλλά και φανατικός κινηματογραφόφιλος, με μια φιλμογραφία τόσο ασύλληπτη όσο και, πολλές φορές, άνιση. Επαναστάτης της εικόνας, συν-αρχιτέκτονας της γαλλικής νουβέλ βαγκ και ακούραστος διανοούμενος, ο Γκοντάρ ενσάρκωνε μια ριζοσπαστική σχολή σκέψης που εκτεινόταν από την αγαπημένη του δουλειά ως τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Το 1952 ξεκίνησε να γράφει κριτικές στο περιοδικό Les Cahiers du Cinema (από τη συντακτική ομάδα πέρασαν ο Φρανσουά Τριφό, ο Ζακ Ριβέτ, ο Κλοντ Σαμπρόλ και ο Ερίκ Ρομέρ) και ταυτόχρονα προσπάθησε να γυρίσει την πρώτη του ταινία στην Νότια Αμερική, όπου ταξίδευε. Το μοναδικό που κατάφερε να πετύχει ήταν ένα tracking shot από ένα αυτοκίνητο.
Κινηματογραφικές διατριβές, ακαδημαϊκές εργασίες, intellectuel σαλόνια, φοιτητικές βραδιές – η επίδραση του Γκοντάρ έχει συζητηθεί παντού και διεξοδικά. Όμως όλα του τα επιτεύγματα βρίσκονται στις αθάνατες ταινίες του, που λειτουργούν ως μίνι film schools και ξεχειλίζουν από ευρηματικότητα, καινοτομίες και ζωή.
Η βασισμένη σε αληθινά γεγονότα ιστορία ενός μικροεγκληματία (Ζαν Πολ Μπελμοντό) και της αμερικανίδας δημοσιογράφου κοπέλας του (Τζιν Σίμπεργκ) που κρύβονται από την αστυνομία θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Οι τεχνικές της καινοτομίες ισοφαρίζονται μόνο από το σκηνοθετικό στυλ του Γκοντάρ. Το μοντάζ εισήγαγε για πρώτη φορά την έννοια του απότομου jump cut και των ανορθόδοξων γωνιών, με τον Γκοντάρ να ξεσκεπάζει και να ανατρέπει τους παραδοσιακούς κανόνες που ίσχυαν στο σινεμά για δεκαετίες και το κρατούσαν “τακτοποιημένο”.
Για πρακτικούς και οικονομικούς λόγους, ήθελε η ταινία να μοιάζει με δελτίο ειδήσεων, γι’αυτό τη γύρισε με το διευθυντή φωτογραφίας Ραούλ Κουτάρ σαν ντοκιμαντέρ, με ελάχιστο φωτισμό και κάμερα στο χέρι. Επινόησαν τρόπους όπως η χρήση αναπηρικής καρέκλας για τα tracking shots για να έχουν τη μέγιστη ευελιξία, κάτι που αντικατοπτριζόταν και στο σενάριο (που έγραψε με τη μορφή αμερικάνικου φιλμ νουάρ) – ή στην τελική αδιαφορία του γι’αυτό. Παρουσιαζόταν στο πλατό όποτε ένιωθε έμπνευση ή είχε όρεξη, ξαναέγραφε την ίδια μέρα νέους διαλόγους (τους οποίους ηχογραφούσε αργότερα) και φώναζε τις ατάκες στους ηθοποιούς αν μπερδεύονταν από τις τόσες αλλαγές. Η δημιουργία μιας ταινίας ήταν προσωπική υπόθεση για τον Γκοντάρ.
Η προσωπικότητα του σκηνοθέτη έπρεπε να αποτελεί ζωτικό στοιχείο του τελικού προϊόντος και η φόρμα και το στυλ της είχαν την ίδια βαρύτητα με το νόημά του. Η Ιστορία (και η κοινωνία της εποχής) τον δικαίωσε, όπως άλλωστε και τον Μπελμοντό, ο οποίος έγινε σταρ εν μια νυκτί, αγνοώντας τη συμβουλή του ατζέντη του να μην κάνει την ταινία γιατί θα είναι “το χειρότερο λάθος της ζωής” του.
Έχοντας ξεπεράσει την ανάγκη για υπερβολική ελευθερία που εξασφάλισε για τον εαυτό του στο Χωρίς Ανάσα, ο Γκοντάρ έβαλε όρια στον ίδιο και την κάμερά του σε ένα όχημα σχεδιασμένο να αναδείξει το υποκριτικό ταλέντο της γυναίκας του, Άννα Καρίνα, και να δώσει το φιλί της ζωής στο γάμο τους.
Ακολουθώντας μια πιο συμβατική σκηνοθετική γραμμή, στερέωσε τις κάμερες, φώτισε τις σκηνές και ηχογράφησε τους διαλόγους όπως έπρεπε, και άφησε τη δράση να κρατάει αρκετά περισσότερα λεπτά. Αφηγηματικά, χώρισε σε 12 κεφάλαια την ιστορία (ένα τέχνασμα στο οποίο βασίστηκε και το Ο Χειρότερος Άνθρωπος του Κόσμου πρόσφατα) και αφέθηκε στις θεατρικές θεωρίες του Μπέρτολτ Μπρεχτ, εν μέρει για να αφήσει την Καρίνα να ξεδιπλώσει την ερμηνεία της στο χρόνο και το χώρο που χρειαζόταν. Η επιρροή του Μπρεχτ συνόδευσε τον Γκοντάρ και στη μετέπειτα καριέρα του, ειδικά η αισθητοποίηση της απόστασης ανάμεσα σε θεατή και δημιουργό, το λεγόμενο Verfremdungseffekt (το γκουγκλάραμε).
Η θυελλώδης σχέση του και ο έγγαμος βίος με την Άννα Καρίνα αποτέλεσε την έμπνευση για τη διασημότερη και πιο προσβάσιμη ταινία του, την Περιφρόνηση, με πρωταγωνίστρια τη μεγαλύτερη σταρ του κόσμου, Μπριζίτ Μπαρντό. Με τον υψηλότερο προϋπολογισμό που είχε δει ποτέ και μια χωρίς προηγούμενο προσοχή από τα ΜΜΕ λόγω της παρουσίας της Μπαρντό, ο Γκοντάρ μετασχημάτισε την αγάπη και τη γνώση του για τη χρυσή χολιγουντιανή εποχή και τους δημιουργούς που μεγαλουργούσαν υπό το στενό έλεγχο των στούντιο σε μια ελεγεία για το τέλος της καθοριστικής αυτής περιόδου.
Μια δεκαετία πριν, ο νεαρός Γκοντάρ έγραφε με πάθος στο Cahiers du Cinema για τους σκηνοθέτες που θεωρούσε παραγνωρισμένους στο Χόλιγουντ όπως ο Χάουαρντ Χοκς και ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, αναπτύσσοντας τη διαχρονική auteur theory και αναδεικνύοντας τους προσωπικούς του ήρωες Ότο Πρέμινγκερ και Νίκολας Ρέι. O Γκοντάρ περιέγραψε την Περιφρόνηση ως “μια απλή ταινία για περίπλοκα πράγματα”. Η σινεφιλία του, την οποία χρησιμοποίησε για να περιγράψει το παρόν με όρους του παρελθόντος και στη συνέχεια ερμηνεύοντας το παρελθόν με την αύρα του παρόντος, δεν μπορεί παρά να παρασύρει κάποιον ακόμα και με ελάχιστο ενδιαφέρον για τον κινηματογράφο να σκαλίσει την ιστορία του.