Μπορεί η ροζ επέλαση στη μία άκρη του Barbenheimer να είχε προετοιμάσει το έδαφος για μια παγκόσμια επιτυχία, όπως κατέληξε να είναι η Barbie, αλλά πόσοι περίμεναν στην άλλη να βρίσκεται ένα υπέρτατο αριστούργημα; Όχι ότι η φιλμογραφία του Κρίστοφερ Νόλαν δεν προσκαλεί τον χαρακτηρισμό, αλλά μετά την απογοήτευση του Tenet, η ιδέα της επιστροφής του διάσημου βρετανού σκηνοθέτη με μια βιογραφική ταινία μάς έκανε να θέλουμε περισσότερο να πιάσουμε το μονόκλ παρά το ποπ κορν. Τελικά το Oppenheimer, η ιστορία του αμερικάνου πυρηνικού φυσικού που ενορχήστρωσε την κατασκευή της πρώτης ατομικής βόμβας και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του μετανιώνοντας για την εφεύρεσή του (όπως ελπίζουμε να συμβαίνει και στον εμπνευστή της χαβανέζικης πίτσας), αποτελεί ένα αξιοθαύμαστο επίτευγμα, ένα έπος που εντυπωσιάζει και στοιχειώνει, και ό,τι πιο ξεχωριστό και περίπλοκο έχει κάνει μέχρι σήμερα ο άνθρωπος που δεν άφησε ποτέ μια χρονική αλληλουχία στην ησυχία της.
Στο Oppenheimer, το παιχνίδι με τον χρόνο αποτελεί απλώς την αφορμή για τη λεπτομερή, μεθοδική εξερεύνηση των ιδεών που απασχολούν τον Νόλαν σχετικά με τον αινιγματικό άντρα στο κέντρο των κάδρων του. Βασισμένη στη βραβευμένη με Πούλιτζερ, καθοριστική βιογραφία “American Prometheus” (στα ελληνικά από τις εκδ. Τραυλός), η ταινία επικεντρώνεται κυρίως στο Πρόγραμμα Μανχάταν, για τις ανάγκες του οποίου ο επικεφαλής Οπενχάιμερ (Κίλιαν Μέρφι) και η ομάδα φυσικών του εργάστηκαν πυρετωδώς για δύο χρόνια στο κέντρο κατασκευής της ατομικής βόμβας στο Λος Άλαμος. Τον Οπενχάιμερ επιστράτευσε η αμερικανική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον επίμονο στρατηγό Γκρέιβς (ο Ματ Ντέιμον πιο extra από ποτέ), σε μια προσπάθεια επίδειξης ισχύος, που μόνο εν μέρει είχε τελικά σχέση με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που θα σηματοδοτούσε η ρίψη της βόμβας στις ιαπωνικές πόλεις Χιροσίμα και Ναγκασάκι. Η επιπολαιότητα της απόφασης παρουσιάζεται με ανατριχιαστική χαλαρότητα από τον Νόλαν σε μια σκηνή όπου ένας ανώτερος αξιωματούχος περιεργάζεται τη λίστα των υποψήφιων στόχων και απορρίπτει το Κιότο επειδή εκεί έκανε μήνα του μέλιτος και έχει ευχάριστες αναμνήσεις.
Όμως η λήξη του παγκόσμιου πολέμου για έναν άνθρωπο (συγκεκριμένα, για πάρα πολλούς) είναι η αρχή του προσωπικού για έναν άλλον και ο Οπενχάιμερ καταλήγει να βασανίζεται από τη συνειδητοποίηση του μεγέθους της βαρβαρότητας που προκάλεσε η βόμβα του, αλλά και να μπαίνει στο στόχαστρο των ίδιων των εργοδοτών του και να ανακρίνεται ως ύποπτος για κομμουνιστικές διασυνδέσεις στο απόγειο του μακαρθισμού. Η ταινία οικοδομείται σε διάφορα επίπεδα αφήγησης και οπτικών, στις οποίες επανέρχεται συνεχώς για να τονίσει την εσωτερική μάχη και τα αντικρουόμενα συναισθήματα του Οπενχάιμερ, τον οποίο ο Μέρφι παίζει με έναν γαλήνιο πανικό, σε ένα παράδοξο που μόνο η γεωγραφία του προσώπου του μπορεί να δώσει νόημα. Αντικείμενο σκανδάλου αποτέλεσε και η προσωπική ζωή του Οπενχάιμερ, στην οποία ο γάμος του με την αλκοολική βιολόγο Κίτι (Έμιλι Μπλαντ) στιγματίζεται από τη σχέση του με την ψυχολόγο Τζιν Τάτλοκ (Φλόρενς Πιου). Αμφότερες αποφεύγουν έξυπνα τα κλισέ των μικρών, αλλά κρίσιμων ρόλων τους. Πάντως κοινωνικά ο Όπι, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, τα πήγε πολύ καλύτερα, κάνοντας παρέα με σπουδαία μυαλά όπως ο Άλμπερτ Αϊνστάιν (Τομ Κόντι) και ο Νιλς Μπορ (Κένεθ Μπράνα).
Το παζλ συμπληρώνει η παρουσία του Λιούις Στράους (Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ), πρώην επικεφαλής της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας των ΗΠΑ που από σύμμαχος του Οπενχάιμερ έγινε ο αρχιτέκτονας του διασυρμού του, εξοργισμένος για τον μετέπειτα σκεπτικισμό του επιστήμονα για το πυρηνικό μέλλον, για τις πολιτικές του πεποιθήσεις και για την απόκρυψη της εβραϊκής του καταγωγής. Ο Ντάουνι καταβροχθίζει τον ρόλο, έχοντας ξυπνήσει από τη χειμερία νάρκη μιας 15ετίας στο σωλήνα παραγωγής της Marvel και τον υποδύεται σαν μαινόμενος ταύρος της πολιτικής, έστω κι αν η αρένα του είναι ένα γραφείο – το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, άλλωστε, εκτυλίσσεται σε δωμάτια, με ανθρώπους να μιλάνε, να εμβαθύνουν, να συγκρούονται, να αμφιβάλλουν, να μαντεύουν, να αποκαλύπτονται, με την εκπληκτική μουσική του Λούντβιχ Γκόρανσον να δίνει ρυθμό και συνείδηση. Σημαίνει κάτι, άλλωστε, ότι το money shot της δοκιμής Τρίνιτι συμβαίνει λίγο μετά τη μέση και η ταινία συνεχίζεται για τουλάχιστον μια ώρα μετά. Ο Νόλαν ρώτησε “θα θέλατε λίγες εκρήξεις με το ψυχόδραμά σας;” – και απάντησε μόνος του.
Η Μπρίτνεϊ Σπίαρς ανέλυσε το δίπολο “επαγγελματική καταξίωση/προσωπική απόγνωση” στο κλασικό τραγούδι της Lucky μέσα σε 3 λεπτά – ο Νόλαν δημιουργεί ένα νέο, επίσης κλασικό έργο για το ίδιο θέμα μέσα σε περίπου 3 ώρες. Όπως ο Οπενχάιμερ υπερέβη τα σύνορα της γνώσης και της επιστήμης για να αποκαλύψει το επόμενο βήμα της ανθρώπινης καταστροφής, έτσι και ο Νόλαν δοκιμάζει τα όρια της παρωχημένης φόρμας της βιογραφικής ταινίας για να παρουσιάσει ένα τολμηρό όραμα της απαράμιλλης ανακάλυψης και βαθιάς λύπης, δημιουργώντας έναν περίπλοκο ηθικό πυρήνα σε μια γνωστή ιστορία από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.