ΣΙΝΕΜΑ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο σκηνοθέτης του Στοιχειωμένου Αρχοντικού, Τζάστιν Σίμιεν, είναι πρώτα απ’ όλα φαν της κλασικής ατραξιόν της Ντίσνεϊ

Πρώτα ήταν οι Πειρατές της Καραϊβικής, μετά η Κρουαζιέρα στη Ζούγκλα και τώρα ήρθε η σειρά της στοιχειωμένης έπαυλης που δεσπόζει στην καρδιά της ψεύτικης Νέας Ορλεάνης που βρίσκεται στην αμερικάνικη Ντίσνεϊλαντ να μεταφερθεί στο σινεμά και να αποκτήσει μια δεύτερη ζωή, εκτός από εκείνη της ατραξιόν στο διάσημο θεματικό πάρκο. Το Στοιχειωμένο Αρχοντικό δεν χρειάστηκε να κοιτάξει πολύ μακριά για να βρει τον σκηνοθέτη που θα το ζωντάνευε με ίσες δόσεις τρόμου και χιούμορ. Ο Τζάστιν Σίμιεν, γνωστός για τις φυλετικές σάτιρες Dear White People και Bad Hair, ανέλαβε τη δουλειά, καθώς αποτελούσε και έμπειρο γνώστη της όλης περιπέτειας: ήταν υπάλληλος στην Ντίσνεϊλαντ στα φοιτητικά του χρόνια – και μεγάλος θαυμαστής της ατραξιόν Haunted Mansion.

Έχοντας συγκεντρώσει ένα ξεκαρδιστικό καστ, από τον Όουεν Γουίλσον και την Τίφανι Χάντις ως τον Ντάνι Ντε Βίτο και την Τζέιμι Λι Κέρτις, που συντροφεύουν το πρωταγωνιστικό δίδυμο Λακίθ Στάνφιλντ και Ροζάριο Ντόσον, ο Σίμιεν είχε την ευκαιρία να στήσει το δικό του λούνα παρκ φαντασμάτων στη στοιχειωμένη έπαυλη, αφηγούμενος την ιστορία μιας ομάδας ειδικών σε ζητήματα περί πνευμάτων που προσλαμβάνεται από μια μητέρα και τον γιο της για να ξεφορτωθεί τους υπερφυσικούς καταληψίες του σπιτιού που μόλις αγόρασαν.

Στην παρακάτω αποκλειστική συνέντευξη, ο Σίμιεν εξηγεί στην Popaganda γιατί ήταν ο καταλληλότερος άνθρωπος για τη δουλειά, πώς κατάφερε να αποφύγει την υπερβολική χρήση ψηφιακών εφέ, αλλά και τι μαθήματα μπορεί να πάρει το Χόλιγουντ από την επιτυχία της Barbie και του Oppenheimer

Γιατί ήθελες να κάνεις αυτή την ταινία; Ήσουν θαυμαστής της ατραξιόν όταν ήσουν μικρός; Και ποια ήταν η πρόκληση;

Το μεγαλύτερο πράγμα που με έκανε να θέλω να το κάνω ήταν το σενάριο της Κέιτι Ντίπολντ. Ένιωσα ότι βρήκε έναν πραγματικά πρωτότυπο και μοναδικό τρόπο [να μεταφέρει] ένα προϋπάρχον κομμάτι πνευματικής ιδιοκτησίας. Και ένιωσα ότι στο επίκεντρό του βρισκόταν αυτό το είδος της ιστορίας του γιου χωρίς πατέρα που εμφανίζεται πολύ στη δουλειά μου. Και ναι, όντως δούλευα στη Disneyland και έμπαινα στην έπαυλη πάρα πολλές φορές όσο ήμουν στη σχολή κινηματογράφου, και είχα κάπως εμμονή με αυτή λόγω των κινηματογραφικών τεχνικών που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της. Η γοητεία που μου ασκούν όλα τα ντισνεϊκά πράγματα ξεκίνησε πιθανότατα από ένα ταξίδι στην Disney World, όταν ήμουν περίπου 9 χρονών, όπου μπήκα στη Στοιχειωμένη Έπαυλη με τη μαμά μου και περπατούσαμε στο πάρκο και αναρωτιόμασταν “είχε όντως ένα φάντασμα που έκανε ωτοστόπ ή όχι;”

Πώς σε βοήθησε η εμπειρία σου ως πρώην υπαλλήλου της Ντίσνεϊλαντ στο να γυρίσεις την ταινία;

Ήμουν φαν του Haunted Mansion πολύ πριν πάρω τη δουλειά, δεν μπορούσα να περάσω μια μέρα στην Ντίσνεϊλαντ χωρίς να πηγαίνω εκεί. Εκτιμούσα όχι μόνο το ίδιο το παιχνίδι, αλλά και την τεχνική. Έγινε με αγάπη για τα πρακτικά εφέ και αυτό το κάνει πολύ γοητευτικό. Αυτά ήταν για μένα τα σημεία εκκίνησης. Εμπνεύστηκα από την αρχική σύλληψη του Γουόλτ Ντίσνεϊ το 1968 και τις συζητήσεις του με την ομάδα του για το πόσο αστείο θα ήταν, ή πόσο τρομακτικό, πόση μουσική θα είχε και γενικά την αγάπη τους για τη χειροποίητη πλευρά του. Επέμενα να κατασκευάσουμε τα σκηνικά μας. Ακόμα κι αν έπρεπε να ολοκληρώσουμε τη σκηνή με ψηφιακά εφέ και CGI, ήθελα να έχουμε γυρίσει στην κάμερα όσο το δυνατόν περισσότερα ιπτάμενα φαντάσματα ή αλλαγές της ταπετσαρίας με εφέ φωτισμού και φακών. Ήταν πολύ διασκεδαστικό το γύρισμα με αυτό τον τρόπο και νομίζω ότι φαίνεται και στις ερμηνείες των ηθοποιών, που ήθελαν να αντιδρούν σε πράγματα που συνέβαιναν μπροστά τους.

Πόση ελευθερία είχε το καστ; Έπρεπε να μείνει πιστό στο σενάριο ή μπορούσε να αυτοσχεδιάσει;

Επειδή μου αρέσει πραγματικά η δουλειά της Κέιτι Ντίπολντ, ήθελα να παραμείνω πιστός στις λέξεις της. Ωστόσο, αν κάποιος έχει ένα πραγματικό χάρισμα στον αυτοσχεδιασμό, όπως η Τίφανι Χάντις [γίνεται το εξής]: πρώτα σιγουρευόμαστε ότι έχουμε τη γλώσσα του σεναρίου ακριβώς όπως τη χρειαζόμαστε, γεγονός σημαντικό γιατί υπάρχει πολλή πλοκή και δεν είναι μόνο αστεία, κάθε τι που βγαίνει από το στόμα ενός χαρακτήρα εξυπηρετεί πραγματικά την ιστορία. Μετά θα ήμουν ανόητος να μην αφήσω κάποιον σαν την Τίφανι Χάντις να απελευθερωθεί εντελώς. Μερικές από τις πιο αστείες στιγμές της ταινίας προέρχονται από εκείνη εντελώς αυθόρμητα. Έλεγε πράγματα που προέρχονταν από τον τρελό, χαρισματικό εαυτό της, αλλά το έκανε ως Χάριετ. Για μένα αυτό είναι μια καλή ισορροπία μεταξύ σεναριακής γραφής και αλήθειας.

Πώς διατηρήθηκε το στοιχείο του τρόμου στην ταινία, ενώ παράλληλα έπρεπε να παραμείνει κατάλληλη και για παιδιά;

Βασίστηκα στην ατραξιόν. Ένιωσα ότι αυτή ήταν η σωστή ισορροπία, και επίσης στράφηκα σε πολλές ταινίες της Ντίσνεϊ, ειδικά αυτές που θυμόμαστε να αγαπάμε ως παιδιά, αλλά και ως ενήλικες. Δεν διστάζουν πουθενά. Δεν φοβούνται τις ανατριχίλες ή τις τραγικές, συγκινητικές στιγμές. Αντιμετωπίζουν τα παιδιά σαν ανθρωπάκια που μπορούν να διαχειριστούν τη ζωή. Οι ταινίες μάς κάνουν να νιώθουμε τόσο γενναίοι ως παιδιά και γι’αυτό συνεχίζουμε να τις παρακολουθούμε ως ενήλικες. Βρισκόταν, λοιπόν, ήδη στο DNA της και ήταν δουλειά μου να το προστατεύσω και να τους ενθαρρύνω όλους να κάνουν ακριβώς αυτό που θα έκανε ο Γουόλτ.

Πώς πιστεύεις ότι αυτή η ταινία εντάσσεται στις υπόλοιπες δουλειές σου, θεματικά ή με κάποιον άλλο τρόπο;

Νομίζω ότι θα προσέξεις ότι όταν μιλάμε για το Dear White People, την ταινία και τη σειρά, βγαίνει η αγάπη μου και το πάθος μου για την κωμωδία ενός μεγάλου καστ σαν Δούρειο Ίππο για ένα βαθύτερο νόημα. Και στο Bad Hair παίζω με τον τρόμο και τη φαντασία, που είναι είδη με τα οποία μεγάλωσα. Αυτή η ταινία είναι ένας τέλειος συνδυασμός αυτών των δύο, πολύ μεγαλύτερη σε μέγεθος φυσικά, αλλά στην ουσία της έχει αυτά τα στοιχεία. Δεν ξέρω πού θα με βγάλει η φιλμογραφία μου στο μέλλον, αλλά τουλάχιστον όλα αυτά προς το παρόν έχουν κοινά στοιχεία μεταξύ τους.

Τι μαθήματα πιστεύεις ότι πήρε το Χόλιγουντ από το ιστορικό Σαββατοκύριακο του “Barbenheimer”; Πιστεύεις ότι μπορεί πραγματικά να επιφέρει κάποια αλλαγή;

Νομίζω ότι απέδειξε ότι το κοινό είναι πραγματικά πεινασμένο για μια πρωτότυπη ταινία.Αυτό που πραγματικά με τράβηξε σε αυτό το έργο είναι ότι είναι μεν το Haunted Mansion, το οποίο είναι ένα οικείο κομμάτι πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά μέσα του βρίσκεται μια πρωτότυπη ιστορία. Γραμμένη από την Κέιτι Ντίπολντ που περιλαμβάνει ολοκαίνουργιους χαρακτήρες και αποτελεί μια νέα γνωριμία με το Haunted Mansion. Δεν είναι ούτε σίκουελ ούτε reboot. Αυτό ήταν το ωραίο με την Barbie. Και το Oppenheimer είναι βιογραφία ενός πραγματικού προσώπου. Κατά κάποιο τρόπο, ήδη προϋπήρχε. Ωστόσο, μέσα σε αυτές τις ιστορίες που πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε τόσο καλά βρίσκεται η πρωτότυπη δημιουργία ταινιών. Και βρίσκεις τη χρυσή τομή στο να μπορείς να δώσεις στο κοινό μια οικεία ιστορία, αλλά και κάτι εντελώς νέο. Νομίζω ότι το κοινό είναι πεινασμένο για κάτι καινούργιο, ακόμα και στην παιδική ψυχαγωγία, για αφήγηση που το κάνει να γελάει ή να κλαίει ή να ζει όλο το φάσμα των συναισθημάτων του.

Μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι για την απεργία των ηθοποιών και των σεναριογράφων;

Δεν ξέρω. Δεν ξέρω αν είναι καιρός για αισιοδοξία. Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή είναι ώρα για θυμό [εκ μέρους των ανθρώπων] που φτιάχνουν τα πράγματα που αγαπάμε τόσο πολύ για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, αυτή τη μορφή τέχνης που όλοι αγαπούν και από την οποία εξαρτώνται τα προς το ζην τους. Δεν είναι να μην είναι δίκαιο για τους καλλιτέχνες. Είμαι αισιόδοξος ότι οι καλλιτέχνες που έχουν αντιμετωπίσει μια ζωή απόρριψης μπορούν να αντέξουν λίγο περισσότερο από τα στελέχη που ίσως δυσκολεύονται να ακούσουν τη λέξη “όχι”. Είμαι αισιόδοξος όσον αφορά στην αντοχή μας, αλλά νομίζω ότι είναι ίσως πολύ νωρίς για αισιοδοξία. Για να είμαι ειλικρινής, υπάρχουν μερικά σοβαρά ζητήματα στο τραπέζι. Και το να ζεις σαν καλλιτέχνης είναι εντελώς ανέφικτο αυτή τη στιγμή αν αυτά τα ζητήματα δεν αντιμετωπιστούν. Νομίζω ότι όλοι προετοιμαζόμαστε για να κρατήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά ελπίζουμε για το καλύτερο.

Η ταινία Στοιχειωμένο Αρχοντικό κυκλοφορεί στους κινηματογράφους από την Feelgood Entertainment.
Μάρα Θεοδωροπούλου

Share
Published by
Μάρα Θεοδωροπούλου