ΣΙΝΕΜΑ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Νίκος Πάστρας: «Έκανα τώρα την πρώτη μου ταινία, γιατί έπρεπε να δουλεύω σαν τρελός για να ζήσω»

Δέκα νέα, φρέσκα πρόσωπα, με glitter στα μάγουλα, έχουν μια επαναστατικότητα που τη ζηλεύεις. Σε μία αυτοσχέδια ουτοπία, στη μέση του πουθενά, δέκα Gen Zs ξεφεύγουν από τα ασφυκτικά πλαίσια της οικογένειας και τα συμπλέγματα της σύγχρονης κοινωνίας και ζουν κοινοβιακά, στην εξοχή, ξεχειλίζοντας από αυθορμητισμό, παρορμητισμό, αθωότητα, ερωτισμό και τσαμπουκά. Κάποιες φορές φέρονται βίαια, κάποιες πιο παιχνιδιάρικα, όμως καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, υποβόσκει μια μελαγχολία και μια τραγικότητα. Νιώθεις πως ο κόσμος αυτός θα δεχτεί εν τέλει κάποια εισβολή. Ένα «κύμα» θα καταπιεί τη νεανική αθωότητα και την ελευθερία. Τα Μπάσταρδα μυρίζoυν φρεσκάδα και υμνούν τα ένστικτα και την απελευθέρωση.

Πρόκειται για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Νίκου Πάστρα, η οποία κέρδισε τον Αργυρό Αλέξανδρο Film Forward στο περσινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και είναι τώρα υποψήφια για βραβεία Ίρις Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη και Πρωτότυπης Μουσικής, από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου. 

Νίκο, έχεις πει ότι τα Μπάσταρδα είναι «μια ταινία που ξεκίνησε από έρωτα και αγάπη, όπως όλα τα όμορφα παιδιά, αλλά και από οργή και απόγνωση». Θέλω να σε ρωτήσω αν υπάρχει ακόμα μέσα σου αυτή η οργή και η απόγνωση; 

Καλά, νομίζω ότι αυτή θα υπάρχει πάντα, έτσι όπως είναι τα πράγματα. Με οργίζει αυτή η κατάσταση, μέρα-παραμέρα. Συμβαίνουν δεκάδες πράγματα που περνιούνται στο ντούκου. Δηλαδή, νομίζω ότι έχει μουδιάσει τόσο πολύ η κοινωνία, που σοκαριζόμαστε με ένα γεγονός ακραίο που συμβαίνει και μετά από δύο μέρες πάμε στο επόμενο. Το αποτέλεσμα των εκλογών δείχνει επίσης αυτό το σύμπτωμα. Ενώ πριν λίγους μήνες έγινε μια εθνική τραγωδία, ξαφνικά ξαναψηφίζουν την ίδια κυβέρνηση. Είναι ένα μεγάλο σύμπτωμα της εποχής το μούδιασμα της κοινής γνώμης. Ο κόσμος ξεχνάει κάθε δύο μέρες, σαν να παθαίνει κάτι… και λες πώς γίνεται; Δηλαδή, πώς ξέχασαν αυτό που έγινε προχτές; Αν σταματήσει η οργή μου, νομίζω ότι θα είμαι κλινικά νεκρός.

Προσεγγίζεις την έννοια της οικογένειας, αποδομώντας την με έναν ειρωνικό τρόπο μέσα από τη συνθήκη ότι οι δέκα νεαροί ήρωές σου επέλεξαν να ζήσουν μαζί και μακριά από τους γονείς τους. Γιατί «Μπάσταρδα»;

Μπάσταρδα, γιατί είναι μια παρέα παιδιών που βγάζουν μια τεράστια γλώσσα. Προς τα πάντα. Και κυριολεκτικά, επειδή επιλέγουν να είναι χωρίς οικογένεια. Η έμπνευση για να δώσω αυτόν τον τίτλο στην ταινία ήρθε από τον δίσκο του Τζίμη (σ.σ.: Mazoha). Το «Μπάσταρδα».  Δηλαδή, λέω, εντάξει, είναι ακριβώς δύο κόσμοι που ενώνονται. Από εκεί ήρθε η έμπνευση, αλλά για αυτό μιλάει και η ταινία: για δέκα παιδιά τα οποία είναι ηθελημένα χωρίς οικογένεια.

Είχες σαν στόχο να μιλήσεις μέσα από το στόμα της νέας γενιάς;

Ο στόχος μου ήταν να κάνω μια ταινία. Τελεία. (γέλια). Γιατί υπάρχει πολύ αυτή η κουβέντα, «Μα δεν είναι έτσι» (σ.σ.: αντιπροσωπευτική απεικόνιση της νέας γενιάς), «Μα αυτό», «Μα δεν κάνεις τικ σε όλα τα κουτάκια», «Μα που είναι η Gen Z;». Νομίζω ότι μια ταινία μιλά για την εποχή της άπαξ και την κάνεις στην εποχή της. Το ότι είναι μια ταινία με παιδιά τα οποία ανήκουν σε αυτή τη γενιά, είναι συμπτωματικό. Εγώ αποφάσισα να κάνω μια ταινία με δέκα νέους ανθρώπους που μιλάει για την κατάσταση της νεότητας. Αλλά όχι απαραίτητα για τη Gen-Z. Δηλαδή νομίζω ότι αυτό είναι μια παρεξήγηση που έχει θυμώσει κάποιους ανθρώπους που δεν τους αντιπροσωπεύει η ταινία.

Γιατί πιστεύεις ότι έγινε αυτό; 

Δεν ξέρω. Εγώ δεν έκατσα να φτιάξω ένα ντοκιμαντέρ για τη Gen Z. Νομίζω είναι χαζό να προσπαθείς να κάνεις τον χρονικογράφο μιας γενιάς, μέσα από μια μυθοπλασία. Γιατί είναι μυθοπλασία, δεν είναι ντοκιμαντέρ.

Παίρνοντας ως αφορμή τον στίχο από το κομμάτι «Ρίγη» που «ντύνει» την ταινία μεταξύ άλλων κομματιών του Mazoha, ακούμε: «Κανείς δεν θα γράψει τίποτα για μας». Κατά πόσο πιστεύεις ότι η κοινωνία αφήνει στην απ’ έξω τη νεανική φωνή που συνήθως νοείται ως η πιο προοδευτική;

Νομίζω ότι συμβαίνει σε κάθε γενιά αυτό. Το να μην ακούγονται οι νέοι άνθρωποι. Θα έπρεπε να τους δίνεται πιο εύκολα το βήμα, αλλά μάλλον δεν συμφέρει. Δεν ακούγονται στην ουσία.

Αυτός ο αποκλεισμός και η έλλειψη ουσιαστικού ενδιαφέροντος για τα προβλήματα των νέων φάνηκε κιόλας και με το πανκαλλιτεχνικό κίνημα όπου πρωτοστατούσαν οι νέες σπουδάστριες και σπουδαστές στους δρόμους για περίπου πέντε μήνες, χωρίς να λαμβάνεται κάποια πολιτική άμεσα. Πώς είδες αυτό το κίνημα, αυτή την αντίδραση των νέων (και μη) καλλιτεχνών;

Κάθε αντίδραση, αν δεν είναι ακροδεξιά, είναι θεμιτή. Σίγουρα ήταν μια μεγάλη αντίδραση, ξεσηκώθηκε τόσος κόσμος, έγιναν πόσες εκδηλώσεις, ήταν γεμάτες οι πορείες. Αλλά το θέμα είναι ότι τώρα, στην εποχή που ζούμε, τι χρειάζεται να γίνει; Γιατί αυτό που χρειάζεται, δεν έγινε.  Το κίνημα δεν βρήκε ανταπόκριση. Αναρωτιέμαι αλήθεια, τι πρέπει να γίνει; Να καεί η πόλη; Αλλά και πάλι, δε νομίζω ότι θα αλλάξει κάτι. Ζούμε σε μια κατάσταση, η οποία δεν μετατοπίζεται, δεν αλλάζει. Θα ακούγονται αυτά που λέω τόση ώρα πολύ απαισιόδοξα και δεν είμαι καθόλου απαισιόδοξος. 

Δεν είσαι;

Δεν είμαι, αλήθεια. Απλά τα πράγματα γύρω μας είναι μαύρα. Ωστόσο, πάντα έχω πίστη και γι’ αυτό κάνω πράγματα. Θέλω να πω, ότι αν δεν είχα πίστη ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν και να είναι καλύτερα, δεν θα έκανα τίποτα, θα καθόμουν στην άκρη. Νομίζω ότι η ταινία, ενώ έχει μια πικρία σαν τέλος, έχει και μια ελπίδα. Αποφάσισα να αφήσω έτσι το τέλος της ταινίας, γιατί με πόναγε τόσο πολύ να τελειώσει αλλιώς. Με άδειαζε πολύ και δεν ήμουν σίγουρος ότι θα περνούσε και το σωστό μήνυμα. Σε εισαγωγικά. Γιατί τα μηνύματα δεν μου αρέσουν καθόλου, το γεγονός ότι κάποιος έρχεται με τη λογική: «Θέλω να σου πω… να σου δείξω κάτι». Δεν θα άφηνε την σωστή αίσθηση, τέλος πάντων. Γιατί στο τέλος ήθελα να δώσω μια ελπίδα ότι ακόμη κι όταν κάτι τελειώσει, κάτι έχεις να κρατήσεις, να σου δίνει δύναμη. Ότι βρεθήκαμε και πετύχαμε αυτό που θέλαμε: να είμαστε χαρούμενοι και ίσοι. Γιατί στην ταινία είναι τελείως σκατόπαιδα, τοξικοί μεταξύ τους, βγάζουν όλα τα συμπτώματα της ανθρώπινης φύσης, γίνονται βίαιοι, κτητικοί, τοξικοί… Οπότε αυτή ήταν μια στιγμή που ήταν όντως ίσοι και ευτυχισμένοι.

Μου δίνεις πολύ καλή πάσα για την επόμενη ερώτηση που έχει να κάνει με αυτή τη σκηνή που «μαυρίζει» τους θεατές. Υπάρχει παραλληλισμός με το νεανικό και πιο προοδευτικό κομμάτι της κοινωνίας, το οποίο καταπίνεται τα τελευταία χρόνια από μια άνοδο του συντηρητισμού; 

Νομίζω ότι αυτό είναι το δεύτερο επίπεδο που αναπόφευκτα το εισπράττεις λόγω της κατάστασης. Εμένα γενικά δεν μου αρέσουν τα σύμβολα, να κάνω κάτι αλληγορικό, γιατί πολλοί μιλάνε για αλληγορία. Εγώ το έκανα κυριολεκτικά. Το έκανα χαζά. *Spoiler alert!* Δηλαδή, οι γονείς πήγανε και τους  μαζέψανε με τον πιο ακραίο τρόπο. Το έκανα σε τελείως πρώτο επίπεδο. Το πόσα επίπεδα έχει από πίσω είναι κάτι το οποίο θέλω να το βλέπουν, να το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι. Είχα θεατή, ο οποίος μου είπε «Εγώ με τους γονείς ήμουν, όχι με τα κωλόπαιδα. Περίμενα να τους μαζέψουν». Ο καθένας το βλέπει διαφορετικά. *Spoiler alert!*

Η δική μου θέση νομίζω φαίνεται ξεκάθαρα στην ταινία. Φαίνεται το πόσο αυτά τα παιδιά, που είναι γεμάτα ατέλειες και φέρονται πολύ κακά, τα παρατηρώ, τα αγαπάω ακόμα και με τις ατέλειές τους. Νομίζω ότι φαίνεται ότι είμαι μαζί τους. Είμαι μαζί τους, αλλά μπορώ να τους παρατηρήσω κιόλας. Γιατί εγώ δεν ανήκω σε αυτή τη γενιά. Δεν είμαι τόσο μέσα, ώστε να είμαι φανατισμένος και να μην μπορώ να δω. Αλλά σίγουρα τους αγαπώ πολύ αυτούς τους ήρωες. 

Και σε προηγούμενες συνεντεύξεις μιλάς με πολλή θέρμη για τις νέες και νέους ηθοποιούς που υποδύονται τα Μπάσταρδα. Θες να μου πεις  λίγο για την σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ σας υπό συνθήκες εγκλεισμού και ενώ μένατε όλοι μαζί σε ένα σπίτι για αρκετό καιρό;

Από τα παιδιά ξεκίνησε η ταινία. Τα γνώρισα, κάναμε πολύ παρέα, είδα τις εξετάσεις τους, είδα τι μπορούν να κάνουν, κι επειδή ήμασταν στην καραντίνα και ήμασταν μαζί, σκεφτόμουν: είσαι χαζός; έχεις όλα αυτά τα ταλαντούχα άτομα δίπλα σου, δεν δουλεύουν, ούτε εσύ. Γιατί δεν κάνεις κάτι μαζί τους; Έτσι, σκέφτηκα «τι μπορώ να κάνω με δέκα παιδιά που είναι σε αυτήν την ηλικία, από 22 μέχρι 26;». Άρχισα λοιπόν να τους κάνω ερωτηματολόγια «Τι θα κάνατε αν αποφασίζατε να φύγετε και να πάτε να μείνετε κάπου μόνοι σας; Τι θα είχατε μαζί σας; Γιατί θα τα φέρνατε; Κάναμε τέτοια παιχνίδια, έγραψαν πολλά ημερολόγια τα παιδιά και κάπως έτσι φτιάξαμε και τους χαρακτήρες, μαζί. Έβαλαν δικά τους στοιχεία, τα οποία είτε τα έκαναν υπερβολικά, είτε τα αλλοίωσαν. Για αυτό έχουν, κατά την γνώμη μου πάντα, μια αλήθεια όλοι αυτοί οι χαρακτήρες. Γιατί είναι φτιαγμένοι από τους ίδιους και ξέρουν πολύ καλά το «πριν» τους, δηλαδή αυτά τα κομμάτια που αποφασίσαμε στην ταινία να μην τα βάλουμε, όπως το γιατί φεύγει ο καθένας, το τι έκανε πριν. Αυτά δεν υπάρχουν στην ταινία εσκεμμένα. Κάπως έτσι ξεκίνησε η ταινία. Ταυτόχρονα, άκουσα και τον δίσκο του Mazoha, το «Μπάσταρδο», και ήταν κι αυτό μια έξτρα πηγή έμπνευσης. Τα τραγούδια είναι σαν να συνομιλούν με την ταινία. Η εικόνα συνομιλεί αρκετά με τη μουσική, οπότε σε σημεία είναι λίγο σαν musical. 

Στην ταινία δημιούργησες ένα δικό σου σύμπαν. Έβαλες μέσα σε ένα σπίτι δέκα άτομα και ό,τι άλλο πίστευες ότι είναι χρήσιμο για την εξέλιξή της. Αν σου δινόταν η ευκαιρία να φτιάξεις έναν κόσμο στην πραγματικότητα, τι υλικά θα χρησιμοποιούσες;

Θα προσπαθούσα να ακολουθήσω τον ίδιο τρόπο κάπως, να υπάρχουν ίσα δικαιώματα, να υπάρχει σύμπνοια μεγάλη, συντροφικότητα, σεβασμός, να μην είναι κτητικοί οι άνθρωποι, αλλά σίγουρα θέλει και κάτι παραπάνω και δεν νομίζω ότι έχω τις ικανότητες αυτές. Θέλω να πω ότι δεν αρκούν αυτά για να φτιαχτεί η κοινωνία, χρειάζεται να μπει και το πολιτικό κομμάτι. Αλλά θεωρώ ότι αυτές είναι κάποιες βάσεις και κάποιες σταθερές που νομίζω ότι λείπουν από την κοινωνία, η οποία μοιάζει να έχει φτιάξει, αλλά προφανώς δεν έχει φτιάξει. Είναι λίγο επίπλαστο το ότι υπάρχει ελευθερία. Δεν έχουμε φτάσει εκεί ακόμη.

Μιλώντας για ελευθερία, σίγουρα στα Μπάσταρδα βλέπουμε να ξεχειλίζει η σεξουαλική ανοιχτότητα, απενοχοποίηση και ελευθεριότητα, με πολλές ομόφυλες ερωτικές σκηνές. Πιστεύεις ότι ακόμη το σεξ ποινικοποιείται;

Φουλ! Εννοείται! Τι εννοείς; Και σε περιμένουν στη γωνία. Μάλιστα, έχει γίνει πολλή συζήτηση και για την ποσόστωση μεταξύ γυναικείου γυμνού και αντρικού. Γιατί είναι πιο πολλά τα πλάνα με γυμνά γυναικεία κορμιά. Κανείς δεν μου έχει πει για την αυτοδιάθεση της ταινίας, που είναι πολύ έντονη. Δηλαδή, οι γυναίκες παίρνουν την πρωτοβουλία, κάνουν έκτρωση – που είναι πια πολύ σημαντικό το θέμα. Προσπάθησα να το μεταχειριστώ έτσι ώστε να μιλάει για αυτοδιάθεση η ταινία. Μπορεί να το αντιμετωπίζουν ανώριμα οι ήρωες στην ταινία, αλλά εγώ δεν νομίζω ότι το αντιμετωπίζω ανώριμα, σαν σκηνοθέτης.

Προσπαθείς να κάνεις ένα σχόλιο και για τη γυναικεία ενδυνάμωση;

Ναι, αλλά όχι συστημικά. Δεν το κάνω για να συμπληρώσω ένα κουτάκι, αλλά γιατί πραγματικά το νιώθω, το νιώθουν τα παιδιά, βγήκε με φυσικό τρόπο. Δηλαδή, το ανδρικό γυμνό δεν βγήκε, τα παιδιά ντρέπονταν, δεν τους έβγαινε φυσικά. Δεν μπορούσαμε να το κάνουμε με το ζόρι. Πραγματικά, κάναμε ό,τι αισθανόμασταν άνετα να κάνουμε και για εμένα ήταν πολύ σημαντικό να νιώθουν ασφάλεια. Γιατί ακόμα και να μην υπάρχουν δύσκολες σκηνές, όταν γίνεται ο αυτοσχεδιασμός, τα παιδιά έχουν πολύ μεγάλη έκθεση. Οπότε, αν δεν γινόταν με ασφάλεια, δεν μπορούσαμε να λειτουργήσουμε. Είναι σημαντικό να υπάρχει το πλαίσιο της ασφάλειας και να εκφράζονται ελεύθερα, χωρίς καταπίεση. Αυτή η ταινία είναι φτιαγμένη έτσι. Δεν είναι φτιαγμένη από έναν σκηνοθέτη ο οποίος επέβαλε πράγματα. Είναι κι ένα πολύ έντονο σύμπτωμα της εποχής, το ότι οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να αρπαχτούν.

Σε όλη την ταινία δεν γίνεται καμία αναφορά στο κομμάτι της εργασίας, ούτε στην έλλειψή της. Αυτό θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είναι ένα απολιτίκ κινηματογραφικό σχόλιο για δέκα άτομα που δεν τους νοιάζει η δουλειά ή ακριβώς το αντίθετο, ότι θέλουν έναν κόσμο που να μην εξαρτάται η ζωή τους από τα χρήματα, κάνοντας ευθεία αναφορά στις ταξικές ανισότητες και τη βία της φτώχειας που προκύπτει αναπόφευκτα; 

Αυτό ξεκινά από το γεγονός ότι αποφασίσαμε να μην μιλήσουμε ποτέ για το πριν και να μην διαλευκάνουμε τα πιο πρακτικά ζητήματα, δηλαδή ποτέ δεν βλέπουμε πού βρίσκουν αυτοί οι άνθρωποι φαγητό, δεν βλέπουμε με τι εφόδια ζουν, δεν ξέρουμε πόσο καιρό είναι εκεί. Αποφασίσαμε να μην τα δείξουμε αυτά τα θέματα, όχι για να μην υπάρχει ταξικότητα, αλλά για τελείως πρακτικούς λόγους. Θα έπρεπε η ταινία να ανοίξει πολλούς άλλους διαλόγους που δεν θα προλάβαιναν να κλείσουν. Θα έπρεπε να τους δείχνουμε να κάνουν διαδρομές για να κλέβουν, για παράδειγμα. Δεν είναι καθόλου το ότι δεν τους νοιάζει η εργασία και τα οικονομικά προβλήματα. Εγώ προέρχομαι από μια πολύ μικροαστική οικογένεια από το Πέραμα, οι γονείς μου δεν έχουν καθόλου οικονομική άνεση. Έχω περάσει πολύ δύσκολα για να μην έχω ταξική συνείδηση.

Άρα, θα μπορούσε να ισχύει το άλλο σενάριο, δηλαδή ότι στον κόσμο που έφτιαξες δεν ήθελες να υπάρχει η εργασία με τη σημερινή μορφή και τις συνθήκες που δημιουργεί; Η δουλειά να μην είναι δουλεία;

Προφανώς και μακάρι. Έχω φτάσει 40 χρονών για να κάνω την πρώτη μου ταινία, γιατί έπρεπε να δουλεύω σαν τρελός για να ζήσω. Δεν είχα αυτό το προνόμιο του να είμαι καλλιτέχνης. Για να ζήσω κάνω 8 πράγματα τη μέρα, γιατί έχω αποφασίσει να ζω από αυτή την τέχνη και αν θες να ζεις από την τέχνη, θα κάνεις πολύ λάντζα. Κάνω αφίσες και μοντάζ και άπειρη λάντζα για να μπορέσω να ζήσω και αυτό με αφήνει πολύ πίσω από το να κάνω ταινία. Γιατί όταν κάνεις ταινία, όχι μόνο δεν βγάζεις χρήματα, αλλά βάζεις και βάζεις και βάζεις και χάνεις χρήματα και γενικά σε πάει πολύ πίσω οικονομικά.

Πόσο δύσκολο είναι να ασχολείσαι με τον κινηματογράφο σε αυτήν την εποχή;

Όλοι σου λένε να μην το κάνεις, γιατί δεν θα έχεις λεφτά να ζήσεις, θα γίνει η ζωή σου δύσκολη. Οι νόμοι, η κοινωνία, όλα σου λένε «Είσαι χαζός; Θα κάτσεις τρία χρόνια και θα ασχολείσαι με ένα πράγμα που δεν σου δίνει εισόδημα;». Για την ταινία τώρα υπάρχει μια παρερμηνεία, επειδή βλέπουν το Κέντρο Κινηματογράφου και το Ίδρυμα Ωνάση. Το Κέντρο μας έδωσε 25.000 ευρώ, τα οποία δεν φτάνουν ούτε για το φινάλε της ταινίας. Στην πραγματικότητα, σε κινηματογραφικά χρήματα, είναι η πιο φθηνή ταινία που έχει βγει τα τελευταία χρόνια. Όλες οι ταινίες ξεκινούν από ένα μίνιμουμ 250 χιλιάδων και αυτή στοίχισε μετά βίας, μαζί με το post-production, περίπου 40-50 χιλιάδες. Δεν έχει αμειφθεί κανένας μας από αυτήν την ταινία. Αν πρόσεξες στους τίτλους, όλοι οι βασικοί συντελεστές, μαζί με τα παιδιά, έχουν μπει στην παραγωγή, ώστε ό,τι έσοδο υπάρχει να μοιράζεται διά του 17. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα βγάλει ποτέ κανείς λεφτά, αλλά ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί η ταινία να παίζεται όλο το καλοκαίρι και να αρχίσουν οι άνθρωποι να παίρνουν κάποιο ποσό που να είναι αξιόλογο. Αλλά δεν το κάναμε για τα χρήματα σαν αφετηρία.

Φεύγοντας από τα πρακτικά ζητήματα της παραγωγής, θες να μου πεις με ποιο σκεπτικό επέλεξες αυτήν την αισθητική και δημιούργησες μια ατμόσφαιρα ονειρική, σχεδόν παραμυθένια, με τον μαγικό ρεαλισμό να κυριαρχεί;

Αυτό μου αρέσει, το ονειρικό, το φαντασιακό. Μ’ αρέσει αισθητικά, μ’ αρέσει και σαν ουσία. Δηλαδή, τα πράγματα, αν τα παρατηρήσεις, έχουν και μια ονειρική υφή. Δεν είναι μόνο αυτό που βλέπεις. Σε κάποια Q&As που έγιναν, μου είπε μια κοπέλα ότι η ταινία τής θύμισε Disney, που έχει πολλή πλάκα, γιατί αυτό το σκεφτόμουν πολύ. Για παράδειγμα, στη σκηνή που είναι η Ναταλία στο δάσος, θα ήθελα να υπάρχει η αίσθηση της ηρωίδας που ιδανικά θα ήταν περικυκλωμένη με ζωάκια. Μ’ αρέσει πολύ το να ξεφεύγεις από τον ρεαλισμό.

Από τη μία, έχεις διαλόγους και σχέσεις που έχουν έναν ρεαλισμό, πολύ έντιμο, ειδικά στον τρόπο που μιλάμε. Κι από την άλλη, το σπίτι είναι γεμάτο φώτα, τα οποία είναι μη ρεαλιστικά. Πήρα κάποια αποφάσεις στο γύρισμα με τον φωτογράφο, τον Πέτρο Νούσια, για παράδειγμα, όταν κοιτούν τ’ αστέρια, ξαφνικά αντί να βλέπουν τον γαλαξία, ο γαλαξίας να κοιτάει πάνω τους, δηλαδή να αλλάζουν τα φώτα. Είναι μια πιο πολύ ψυχική και συναισθηματική κατάσταση, που εκφράζεται μέσω της εικόνας, παρά ένας τρόπος ρεαλισμού. Ήθελα όλα να έχουν συναισθηματικό αντίκτυπο και αυτό το ονειρικό στοιχείο νομίζω ότι σου λέει πράγματα για τους χαρακτήρες. Δηλαδή σε μια σκληρή σκηνή, με έναν τρόπο μπορείς να βλέπεις και μέσα τους, με το φως να δίνει αυτή την ονειρική υφή, να εκφράζει άλλα συναισθήματα. 

Η ταινία ξεχειλίζει επίσης από ερωτισμό. Τι σημαίνει για σένα αυτή η ερωτική διάθεση και τι ρόλο παίζει αυτή η ένταση;

Ο ερωτισμός είναι από τα πιο όμορφα πράγματα στην ζωή του ανθρώπου, από τα πιο αυθόρμητα κι από τα πρώτα που βγαίνουν σαν εξωτερίκευση του συναισθήματος από το μηδέν. Κάπως, η κοινωνία και οι συμβάσεις αυτό το καταπιέζουν όσο μεγαλώνεις. Ήθελα να δείξω ότι δεν υπάρχει αυτή η καταπίεση. Για μένα το ιδανικό είναι αυτό, να ανθίζει, προφανώς με σεβασμό και με συναίνεση. Δεν πρέπει να καταπιέζεται, είναι πολύ σπουδαίο πράγμα ο ερωτισμός και νομίζω ότι καταπιέζεται πολύ στις τέχνες, ακόμη και σήμερα. 

Είμαστε στο 2023, και ακόμα μιλάμε για την απελευθέρωση στο σεξ! Είναι πολλές οι σκηνές σεξ στα Μπάσταρδα. Πόσο δύσκολο ήταν να γυριστούν αυτές τις σκηνές με τα παιδιά, χωρίς κάποιον intimacy coordinator όπως γίνεται σε αντίστοιχες παραγωγές στο εξωτερικό, ώστε να εξασφαλίζεται η ασφάλεια και η άνεση των ηθοποιών; 

Αρχικά, οι intimacy coordinators κάνουν σπουδαία δουλειά, και εδώ δεν υπάρχει καθόλου. Όντως, αν δεν υπάρχει σωστό κλίμα και προσπάθεια σε αυτό το κομμάτι, μπορεί να πληγωθούν άνθρωποι. Δεν είναι εύκολο, και γενικά δεν ξέρουμε καλά-καλά στην Ελλάδα πώς να σκηνοθετήσουμε τους ηθοποιούς σε αυτόν τον τομέα. Είχαμε την ευτυχία, τα παιδιά να έχουν τρομερή άνεση μεταξύ τους, γιατί ήταν 4 χρόνια μαζί στη σχολή, όλοι στο ίδιο έτος, και ήταν φίλοι. Είχαν δει τους εαυτούς τους σε όλες τις φάσεις, ήταν ήδη δουλεμένη η άνεση μεταξύ τους. Επίσης, ήμασταν ένα πολύ μικρό συνεργείο, ζούσαμε όλοι μαζί,  κοιμόμασταν 17 άτομα στο ίδιο σπίτι. Αυτό που κάναμε ήταν να εξασφαλίσουμε ότι νιώθουν άνετα, καλύπταμε με αυτοσχέδια patches τα επίμαχα σημεία και νομίζω ότι ο σεβασμός που είχαμε ο ένας στον άλλον και οι πίσω από την κάμερα, που είναι πολύ σημαντικό να έχουν τον ίδιο σεβασμό απέναντι στους άλλους, τους έκανε να νιώθουν ασφάλεια. Επειδή για εμένα είναι σοβαρό θέμα, ήμουν ο πρώτος που έλεγα όλη την ώρα ότι με το που κάποιος νιώσει άβολα, σταματάμε και τα παιδιά ήταν «καμία σχέση, γουστάρουμε». Όντως έγινε με ένα κλίμα πολύ παρεΐστικο και  με χιούμορ, οπότε υπήρχε η άνεση, δεν βάρυνε ποτέ. 

Πώς ένιωσες όταν προβλήθηκαν τα Μπάσταρδα ως η πρώτη σου μεγάλου μήκους ταινία; 

Γαμάτα ήταν! Πολύ έντονα. Αλλά και τρομακτικά κάπως. Δηλαδή, ξαφνικά την βλέπουν τόσοι άνθρωποι, είναι πολύ μεγάλη έκθεση. Έχοντας κάνει μικρού μήκους, πίστευα ότι δεν θα είναι τόσο έντονο, αλλά δεν έχει σχέση. Οι μικρού μήκους είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο, για συγκεκριμένο κοινό, ο άλλος δεν περιμένει κάτι από εσένα. Με μια ταινία μεγάλου μήκους, ο κόσμος έχει τρομερές απαιτήσεις, γιατί σου λέει «δίνω δύο ώρες από τον χρόνο μου, πληρώνω εισιτήριο, διαλέγω εσένα. Αντί να πάω να δω Χίτσκοκ, θα δω τα Μπάσταρδα». Ξαφνικά, είναι πολύ μεγαλύτερο το διακύβευμα. Και νόμιζα ότι αφού παίξει στη Θεσσαλονίκη, μετά θα είναι πιο εύκολο, αλλά τελικά στη Θεσσαλονίκη είναι πολύ προστατευμένο. Είναι μέσα σε ένα φεστιβάλ, ο άλλος ξέρει ότι θα φάει φόλες στις 8 ταινίες που θα δει, ενώ στο σινεμά επιλέγει συνειδητά να πάει να δει τη συγκεκριμένη ταινία. Και λες «μεγάλη ευθύνη». Νομίζω ότι δεν θα ξανασυμβεί βέβαια να κάνω κάτι στο οποίο δεν θα έχω να δώσω λόγο σε κανέναν. 

Τα παιδιά τι λένε τώρα που έχει βγει η ταινία; 

Καραγουστάρουν! Έρχονται στα Q&As, κάνουν τον γύρο του σινεμά, είναι πολύ ενθουσιασμένοι, καθώς έχουν περάσει και δύο χρόνια από τα γυρίσματα. Κάπως, έχουμε ξαναμαζευτεί. 

Είστε σαν οικογένεια, από αυτές που τις διαλέγουμε… 

Μα αυτό είναι το πιο ωραίο νομίζω και είναι μια λύση. Το να φτιάχνεις καινούριες οικογένειες, και στο εργασιακό περιβάλλον. Εγώ την επόμενη ταινία που θα κάνω, θα την κάνω με τους ίδιους ανθρώπους πάνω-κάτω. Αυτό θέλω. Κάθε φορά να φτιάχνω μια κοινότητα, γιατί είναι υπέροχο να έχεις ανθρώπους που καταλαβαίνουν αυτό που καταλαβαίνεις και εσύ, που έχουν την ίδια αισθητική, την ίδια γραμμή στα πράγματα, να δουλεύουν με τον ίδιο τρόπο. Είναι σαν μια οικογένεια της δουλειάς. 

Επόμενα σχέδια; 

Γενικά θέλω να δουλεύω παράλληλα σε διάφορα project, αλλά στα δικά μου πράγματα δεν είμαι τόσο multitasker. Κλείδωσα το κεφάλι μου όλα αυτά τα χρόνια, οπότε δεν μπορώ να αρχίσω να δουλεύω άμεσα πάνω σε κάτι άλλο. Μόλις συνήλθα από τη Θεσσαλονίκη, πέρασαν 5 μήνες και ήρθαν οι προβολές εδώ. Οπότε θέλω λίγο χρόνο. 

Είσαι αυτοδίδακτος μοντέρ, γραφίστας, σκηνοθέτης. Πώς κατάφερες να φτάσεις μέχρι εδώ;

Μεγάλωσα σε μια οικογένεια στο Πέραμα. Οι γονείς μου δεν είχαν καμία σχέση με όλα αυτά, η μάνα μου δεν δούλευε, ο πατέρας μου ήταν οικοδόμος και δεν είχα καθόλου καθοδήγηση. Δεν είχαν στο μυαλό τους το να σπουδάσω. Σταμάτησα το σχολείο, τελείωσα νυχτερινό γυμνάσιο, δεν είχα μόρφωση… διάβαζα από δέκα χρονών μόνος μου και έβλεπα ταινίες. Άρχισα κάπως να φτιάχνω λίγο τη μόρφωσή μου μόνος μου. Από πολύ μικρός ήξερα ότι αυτό θέλω να κάνω, αλλά δεν είχα τα εφόδια. Δεν μπορούσα να σπουδάσω, οπότε  δούλευα σε ό,τι να ‘ναι δουλειές και έκανα μόνος μου πράγματα: ζωγράφιζα, μόνταρα σκηνές που κατέβαζα από το ίντερνετ για να εξασκηθώ. Ξεκίνησα πολύ αργά τα πάντα, γύρω στα 25 μου αγόρασα μια κάμερα με δόσεις, δουλεύοντας στο video club, και αποφάσισα να κάνω μια ταινία μικρού μήκους μόνος μου, να δω πως είναι. Αυτή ήταν η αρχή του να δουλεύω στον χώρο, να δουλεύω και σαν μοντέρ, να γνωρίζω κόσμο στα φεστιβάλ. Νομίζω ότι ήταν η ανάγκη μου να κάνω αυτή τη συγκεκριμένη δουλειά που με οδήγησε στο να τα μάθω όλα μόνος μου. Όταν ήμουν 12-13 χρονών, που άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά πόσο αγαπώ το σινεμά, σκεφτόμουν ότι ίσως θα μπορούσα να γράφω για ταινίες, δεν ήμουν σίγουρος για το τι μπορώ να κάνω. Γιατί έχει και μία δόση θράσους, το να πεις ότι μπορώ να κάνω ταινία. Μέχρι να το κάνω, δεν ήξερα ότι μπορώ, γιατί δεν μου είχε δείξει κανείς πώς γίνεται. 

Χρειάζεται ισχυρή θέληση για να καταφέρεις να κάνεις δική σου ταινία. 

Ναι και αρκετή υπομονή, Όπως έλεγε και ένας από τους ήρωές μου, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, του οποίου τις ταινίες είχα τη χαρά να μοντάρω και να τον γνωρίσω: «Αυτή η δουλειά είναι αγώνας αντοχής και όχι ταχύτητας». Έχει πολλή αλήθεια αυτή η φράση, δεν έχει σημασία να φτάσεις πρώτος, σημασία έχει να αντέξεις.

Τα Μπάσταρδα κυκλοφορούν στις αίθουσες από το Cinobo.
Αναστασία Βαϊτσοπούλου

Share
Published by
Αναστασία Βαϊτσοπούλου