ΣΙΝΕΜΑ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Χρήστος Μασσαλάς δεν κάνει ταινίες μόνο για τους σινεφίλ

«Το μπαρόκ του Αλμοδόβαρ συναντά το σασπένς του Χίτσκοκ» έγραψε το γαλλικό Télérama για το Broadway, την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Χρήστου Μασσαλά. Στο πιο φιλόδοξο βήμα του μέχρι τώρα, ο νεαρός σκηνοθέτης επιλέγει να στρέψει την κάμερά του σε μια Αθήνα που παρακμάζει και στους ανθρώπους της που ζουν από επιλογή ή και όχι στο περιθώριο, ένα περιθώριο που είναι πάντα εκεί, ακόμα και όταν οι κοινωνίες είναι σε ακμή.

Στο Broadway, ένα από τα πολλά εγκαταλελειμμένα σινεμά του αθηναϊκού κέντρου, έχει βρει καταφύγιο μια συμμορία πορτοφολάδων, στην οποία χωράνε όλοι. Άνδρες, γυναίκες, στρέιτ και γκέι, ξένοι και Έλληνες. Οι πορτοφολάδες του ερειπωμένου κινηματογράφου στήνουν θεάματα για να μπορούν να κλέψουν όσους επιλέξουν να τα δουν. Μια νέα άφιξη, όμως, αλλάζει τις ισορροπίες και εκεί είναι που το στρας ξεθωριάζει και τα κουστούμια χάνουν την λάμψη τους.

Ταλαντούχοι ηθοποιοί, εντυπωσιακές drag queens, ο Χρήστος Πολίτης, η Ελένη Φουρέιρα και ο Λάκης Γαβαλάς είναι μερικοί μόνο από τους ανθρώπους που συνθέτουν το σύμπαν του Broadway, ενώ η μουσική του βραβευμένου με Όσκαρ Gabriel Yared, ντύνει μοναδικά τα όσα βλέπουμε στην οθόνη. 

Ο ταλαντούχος δημιουργός βρέθηκε ένα μεσημέρι στα γραφεία της Popaganda και μας μίλησε το μέλλον  του ελληνικού σινεμά, τους ανθρώπους του περιθωρίου, αλλά και το τηλεφώνημα που του έκανε τελικά ο Χρήστος Πολίτης. 

Αυτή είναι η πρώτη σου μεγάλου μήκους ταινία. Τι διαφορά έχει τελικά σε σχέση με μια μικρού μήκους;

Μια μικρού μήκους, είναι λίγο σαν μια πιο αυτόματη γραφή, με την έννοια ότι μπορείς να έχεις μια ιδέα για ένα σενάριο, το οποίο μπορείς να υλοποιήσεις με λίγα χρήματα, άμεσα, με λίγους συνεργάτες. Έχεις αυτή τη δυνατότητα. Οπότε είναι κάπως πιο μικρή η απόσταση από τη στιγμή που το συλλαμβάνεις μέχρι τη στιγμή που το βλέπεις ολοκληρωμένο. Αυτό καθορίζει και το πως εσύ βρίσκεσαι μέσα σε αυτή τη διαδικασία. Μια μεγάλου μήκους ταινία, ειδικά μια τέτοια μεγάλου μήκους ταινία, όπως το Broadway, μια πάρα πολύ απαιτητική παραγωγή, με φτερά, πούπουλα, χορευτές, αστυνόμους, κλέφτες κλπ, χρειάστηκε πολλά χρόνια για να γίνει. Πρώτον για να δομηθεί το σενάριο και να ξαναγραφτεί και να ξαναδουλευτεί και μετά για να βρεθούν οι πόροι και να μπορέσει να υποστηριχθεί ένα τέτοιο εγχείρημα. Όλο αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει με έναν πιο άμεσο τρόπο. 

Ήταν εύκολο να βρεθούν οι πόροι για μια τόσο μεγάλη παραγωγή; 

Είχα κάνει αρκετές μικρού μήκους ταινίες πριν. Η τελευταία που λέγεται Copa Loca, είχε μια επιτυχημένη πορεία. Είχε ξεκινήσει από τις Κάννες και μετά είχε ταξιδέψει πολύ. Αυτό άνοιξε κάποιες πόρτες. Και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Διάφοροι άνθρωποι έμαθαν τη δουλειά μου και τους ενδιέφερε να στηρίξουν κάποιο επόμενο βήμα μου. Ήξερα εξ αρχής ότι αυτή η ταινία θα είναι μια συμπαραγωγή, γιατί στην Ελλάδα οι ταινίες χρηματοδοτούνται με λίγα χρήματα και δεν φτάνουν για να γίνει μια τέτοια ταινία, οπότε σίγουρα πρέπει να βρεις συμμάχους από το εξωτερικό. Έτσι βρήκαμε συμπαραγωγούς από τη Γαλλία και τη Ρουμανία. Είναι τριμερής συμπαραγωγή. Η εύρεση ανθρώπων δεν ήταν τόσο δύσκολη, ακριβώς επειδή ήξεραν κάπως τη δουλειά μου, οπότε ήρθαν εκείνοι σ’ εμάς. Μετά από εκεί ξεκινά μια ολόκληρη διαδικασία και μπλέκεσαι με την γραφειοκρατία, όχι μόνο την ελληνική, αλλά και την γαλλική, την ρουμάνικη κλπ. 

Το πρώτο και κύριο είναι ότι ο Χρήστος Πολίτης είναι ένας καταπληκτικός ηθοποιός

Η ταινία έχει ήδη κάνει ένα κύκλο στα φεστιβάλ του εξωτερικού και οι κριτικές ήταν πολύ θετικές. Το Télérama για την ακρίβεια έγραψε πως, «το μπαρόκ του Αλμοδοβάρ συναντά το σασπένς του Χίτσκοκ». Εσύ πως αντιλαμβάνεσαι τις κριτικές; Είχες άγχος για το τι θα γραφτεί, δεδομένου ότι είναι και η πρώτη σου μεγάλου μήκους ταινία. 

Το ενδιαφέρον είναι πως οι κριτικές στο εξωτερικό είναι πολύ πιο θετικές από τις κριτικές στην Ελλάδα. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό, αλλά είναι μια πραγματικότητα. Προφανώς έχεις άγχος. Η κριτική βασικά είναι κάτι που προτρέπει ή αποτρέπει ένα θεατή να δει μια ταινία ενδεχομένως. Υπάρχουν θεατές που δεν τους ενδιαφέρουν οι κριτικές, υπάρχουν και κάποιοι που θα μπουν μέσα σε ένα σάιτ και αυτό θα καθορίσει ποια ταινία θα δουν, οπότε σε αυτό το επίπεδο με απασχολούν εμένα οι κριτικές. Η αλήθεια είναι ότι δεν περιμένω από την οποιαδήποτε κριτική να μάθω τι ταινία έχω ειδικά όταν είναι μια ταινία που την έχω δουλέψει τόσο πολύ… δεν είναι μια ταινία δηλαδή που την έκανα εν βρασμώ και δεν ξέρω τι έγινε, είναι μια ταινία που την έχω μελετήσει και αναλύσει με χίλιους δυο τρόπους. Οπότε αυτό που με ενδιαφέρει με τις κριτικές είναι να είναι προτρεπτικές για τους θεατές, γιατί τελικά τις ταινίες τις κάνεις για τους θεατές. Τις ταινίες τις κάνω και για τους ανθρώπους που δεν είναι απαραιτήτως σινεφίλ ή που δεν είναι απαραιτήτως queer. Με ενδιαφέρει το κοινό το οποίο δεν είναι υποψιασμένο με έναν τρόπο. Ίσα-ίσα θεωρώ ότι ένας άνθρωπος, ο οποίος ειδικά στην Ελλάδα δεν έχει έρθει σε επαφή με το queer στοιχείο και που ενδεχομένως έχει κάποια ταμπού, θεωρώ ότι είναι πιο κρίσιμο αυτός ο άνθρωπος να έρθει αντιμέτωπος με την ταινία. Ένας άνθρωπος που το ξέρει και το ζει, προφανώς θα το χαρεί και θα το καταλάβει αλλιώς. Αλλά με απασχολούν και όλοι αυτοί οι θεατές που, σχεδόν συνειδητά, αποφεύγουν τις ελληνικές ταινίες. Με ενδιαφέρει να προσεγγίσω αυτούς τους ανθρώπους μέσα από την ταινία, ώστε να δουν ότι το ελληνικό σινεμά έχει διάφορες αποχρώσεις.

Ήταν όμως επιρροές σου, ο Αλμοδόβαρ και ο Χίτσκοκ; 

Ο Χίτσκοκ σίγουρα. Είναι ένας σκηνοθέτης που από πολύ μικρή ηλικία με έχει επηρεάσει. Δεν ξέρω κατά πόσο θα είχα γίνει σκηνοθέτης χωρίς τις ταινίες του Χίτσκοκ. Ο Αλμοδόβαρ από την άλλη είναι ένας φοβερός σκηνοθέτης, που έχει επίσης καθορίσει την πορεία του σινεμά και τον οποίο θαυμάζω. Να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω κατά πόσο υπάρχει όντως αυτή η σύνδεση σε τέτοιο βαθμό. Θεωρώ πως όταν βγαίνει μια ταινία με queer θέμα και queer χαρακτήρες, αυτομάτως ο Αλμοδόβαρ γίνεται το μέτρο σύγκρισης, ανεξάρτητα από το εάν ο δρόμος που ακολουθείς είναι εφάμιλλος στ’ αλήθεια.

Γιατί επέλεξες να κάνεις μια ταινία με φόντο μια ξεθωριασμένη Αθήνα και με χαρακτήρες που ζουν ως επί το πλείστον στο περιθώριο; 

Η ιστορία της ταινίας εξελίσσεται σε ένα ξεκομμένο κομμάτι της Αθήνας, το οποίο υπήρχε και προ κρίσης και θα υπάρχει και μετά την κρίση. Προφανώς όταν μιλάς για συγκεκριμένα θέματα και επειδή είμαστε στον απόηχο μιας κρίσης, σίγουρα θα δημιουργηθεί μια σύνδεση και σίγουρα το σενάριο το έγραψα στην περίοδο της οικονομικής κρίσης, αλλά αυτή η ομάδα θα μπορούσε να υπάρχει και 15-20 χρόνια πριν. Είναι μια ομάδα που ζει σε έναν εγκαταλελειμμένο χώρο, άνθρωποι απόκληροι που προσπαθούν να ξεφύγουν. Την ταινία κάποιοι την χαρακτηρίζουν ως νεονουάρ και συνειδητοποίησα αφού έγραψα το σενάριο πως τα νουάρ, είχαν προκύψει στον απόηχο μιας άλλη οικονομικής κρίσης, αυτής της δεκαετίας του 1930 και παρουσίαζαν μια κοινωνία σε μετάβαση και ανθρώπους οι οποίοι ήταν έτοιμοι να πουλήσουν την ψυχή τους στον διάβολο για μια βαλίτσα με χρήματα. Με έναν τρόπο έχει ενδιαφέρον ότι το σενάριο που έγραφα είχε μια τέτοια ατμόσφαιρα και κατεύθυνση μετά την οικονομική κρίση. Οπότε με έναν τρόπο σχετίζεται. Αλλά ακριβώς επειδή δεν είναι μια ιστορία που εξελίσσεται στην κεντρική σκηνή της κοινωνίας αλλά είναι στις παρυφές της, ενδεχομένως να μπορούσε να είναι πιο άχρονη.

Τις τελευταίες μέρες και με αφορμή την τελευταία ταινία του Romain Gavras, γίνεται πολύς λόγος για το σινεμά και το κατά πόσο θα πρέπει να είναι πολιτικό ή όχι. Εσύ θεωρείς ότι το Broadway είναι μια ταινία με πολιτική δήλωση;

Ναι, έχει. Θεωρώ ότι το σινεμά είναι πάντα μια πολιτική δήλωση, οπότε ο δημιουργός οφείλει να έχει επίγνωση αυτού του πράγματος. Ακόμα και ένα romcom να κάνεις, είναι μια πολιτική δήλωση κι εγώ έχω πλήρη συνείδηση αυτού του πράγματος. Δεν θεωρώ ότι το Broadway είναι πολιτικό σινεμά, θεωρώ ότι είναι ένα σινεμά με μια σαφή πολιτική δήλωση που έχει να κάνει με τους χαρακτήρες που επιλέγει να δείξει, με την ρευστότητα της ηθικής υπόστασης των ηρώων του και με το πως στη ζωή και στην κοινωνία το καλό και το κακό δεν είναι κάτι το οποίο πηγάζει από τους ανθρώπους, αλλά είναι κάτι στο οποίο οι άνθρωποι οδηγούνται από τις καταστάσεις και τις συνθήκες. Το καλό και το κακό είναι η πράξη και όχι η φύση του ανθρώπου. Όλα αυτά τα πράγματα και η ανάγκη μου να δώσω ορατότητα σε κάποιους ανθρώπους που δεν βλέπουμε συχνά στο ελληνικό σινεμά και να είμαι όσο το δυνατόν πιο δίκαιος απέναντί τους, χωρίς να τους εξιδανικεύω, είναι για μένα μια πολιτική διάσταση της ταινίας. 

Το πρωταρχικό ζητούμενο ενός δημιουργού που φτιάχνει ιστορίες, είναι οι ιστορίες αυτές να βρίσκουν αποδέκτες

Υπήρχε κάποια στιγμή που φοβήθηκες ότι οι χαρακτήρες στους οποίους επιλέγεις να δώσεις ορατότητα, ίσως ξενίσουν το πιο ευρύ κοινό; 

Μπορεί να ξενίσουν, δεν το ξέρω. Αλλά θεωρώ ότι στις ιστορίες έχεις ένα βασικό ατού, που είναι ότι, εφόσον αφηγηθείς κάτι μέσα από μια πλοκή, η οποία έχει ενδιαφέρον, αγωνία κλπ., μπορείς να βάλεις τον θεατή σε ένα όχημα και να τον οδηγήσεις σε κάποιους χαρακτήρες και θεματικές που ενδεχομένως να μην ήταν διατεθειμένος να ακολουθήσει αν δεν τον κέρδιζες μέσα από την πλοκή.

Κεφάλαιο Χρήστος Πολίτης.

Εγώ είχα ακούσει ότι δεν παίζει πια και η αλήθεια είναι πως μετά την Λάμψη δεν έπαιξε καθόλου και μου φαινόταν σχεδόν μάταιο να τον προσεγγίσω. Παρόλα αυτά όμως ζήτησα από τους ανθρώπους που έκαναν το κάστινγκ να τον καλέσουν και μετά από δύο ώρες με παίρνουν και μου λένε πως θέλει να τον πάρω τηλέφωνο και να μιλήσουμε. Και τον πήρα και άκουσα αυτή τη φωνή που τόσο πολύ έχει καθορίσει τη γενιά μου. Μιλήσαμε για πολλή ώρα. Δεν ξέρω γιατί επέλεξα τον κύριο Πολίτη, αλλά αισθάνθηκα ότι αυτός ο χαρακτήρας, που πρέπει να έχει τέτοια βαρύτητα και να σηματοδοτεί κάτι τόσο μεγάλο μέσα στη ταινία άμα τη εμφανίσει, δεν θα μπορούσε να παιχτεί από κάποιον άλλο. Μπορεί να υπάρχει ο απόηχος του Γιάγκου Δράκου, αλλά για μένα είχε πολύ ενδιαφέρον ότι τόσα χρόνια δεν τον έχουμε συνδέσει και ταυτίσει με κάτι άλλο. Δηλαδή, κατευθείαν από Γιάγκος έγινε ο κλειδοκράτορας του Broadway και αυτό με έναν άλλο τρόπο ισχύει και με τους νεαρούς ηθοποιούς της ταινίας που επίσης δεν είναι ταυτισμένοι με κάτι άλλο σήμερα. 

Το πρώτο και κύριο είναι ότι ο Χρήστος Πολίτης είναι ένας καταπληκτικός ηθοποιός. Στην πορεία βέβαια συνειδητοποίησα ότι είναι και ένας καταπληκτικός και φοβερά ευαίσθητος, ουσιαστικός άνθρωπος και φοβερά γενναιόδωρος, γιατί για κάποιον λόγο που μόνο αυτός ξέρει, αποφάσισε να μου κάνει αυτό το δώρο και να έρθει στην ταινία και να είναι και αυτός ένα μέρος της ομάδας. Σαν ένας γνήσιος ηθοποιός, δεν ήρθε σε όλο αυτό με ειδικές απαιτήσεις λόγω της φήμης. Ήρθε για να υπηρετήσει ένα σενάριο. 

Θεωρείς ότι βρισκόμαστε σε μια κομβική στιγμή για το ελληνικό σινεμά;

Πιστεύω ότι ίσως είναι με έναν τρόπο κομβική. Θεωρώ ότι τώρα υπάρχει μια γενιά, μετά τη γενιά του Γιώργου Λάνθιμου που άφησε ένα στίγμα τεράστιο, που τώρα κάνουν τις πρώτες τους μεγάλου μήκους ταινίες και πιστεύω πως υπάρχει φοβερή ποικιλία. Δεν θα υπάρχει ένας μόνο τόνος ή ένας συγκεκριμένος προσανατολισμός. Πιστεύω ότι θα δούμε και διαφορετικά είδη και ελπίζω πως αυτό θα κεντρίσει το ενδιαφέρον των θεατών για να ξαναπάνε να δουν ελληνικό κινηματογράφο στις αίθουσες. Θα έχουν πια επιλογές. 

Οι άποψη σου για τις πλατφόρμες ποια είναι; Φαντάζομαι πως, ως σκηνοθέτης, θες οι ταινίες σου να παίζονται στη μεγάλη οθόνη, αλλά από την άλλη υπάρχουν και οι διάφορες πλατφόρμες, οι οποίες δίνουν βήμα. 

Εγώ δεν είμαι απόλυτος. Το πρωταρχικό ζητούμενο ενός δημιουργού που φτιάχνει ιστορίες, είναι οι ιστορίες αυτές να βρίσκουν αποδέκτες. Προφανώς το καλύτερο μέρος για να παρακολουθήσεις μια ταινία είναι μέσα σε μια αίθουσα με άλλους ανθρώπους, να έχετε μια κοινή εμπειρία, αλλά δεν μπορώ να ακυρώσω τις πλατφόρμες επειδή είμαι ρομαντικός, πρέπει να είμαι παράλληλα και ρεαλιστής. Υπάρχει όλο αυτό και ενδεχομένως θα μπορούσα να κάνω και κάτι για τη μικρή οθόνη, ποιος ξέρει.

Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι

Γεννήθηκε στην Αλβανία, λίγο πριν την πτώση του κομμουνισμού. Ζει στην Αθήνα από το 1997, παράτησε με μεγάλη επιτυχία το τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών της Παντείου και από το 2017 ασχολείται με την δημοσιογραφία.

Share
Published by
Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι