Οι Ατίθασες (Mustang) *****
Τουρκία, Γαλλία, Κατάρ, Γερμανία, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Deniz Gamze Ergüven
Πρωταγωνιστούν: Günes Sensoy, Doga Zeynep Doguslu, Elit Iscan
Διάρκεια: 97’
Πέντε κορίτσια σε ένα μικρό χωριό της Τουρκίας αναγκάζονται σε κατ’ οίκον περιορισμό αφού οι θετοί κηδεμόνες τους θεωρούν πως φέρονται έκφυλα για τα δεδομένα της συντηρητικής κοινωνίας. Όλες τους έχουν επιθυμίες και αντιμετωπίζουν μια πραγματικότητα που τις βλέπει αποκλειστικά ως υποψήφιες νύφες. Αυτή που ξεχωρίζει, ωστόσο, είναι η μικρότερη από τις πέντε, η Lale, η οποία αρνείται να παραδοθεί και σχεδιάζει σταδιακά την απόδραση. Μια από τις ελάχιστες ταινίες που θίγουν το κρίσιμο θέμα της εγκατάλειψης των παλαιών αρχών όχι με τρόπο εκβιαστικό, αλλά αντιθέτως βιωματικό και τρυφερό, με ανάσες αισιοδοξίας, υπέροχη φωτογραφία και απλό, στρωτό σενάριο που υπονοεί περισσότερα απ’ όσα λέει.
Είναι δύσκολο, τελικά, να μιλήσεις για τον περιορισμό της ελευθερίας σε μια εποχή που οι καλλιτεχνικές καταγγελίες δείχνουν συχνά να παίρνουν μια τροπή περισσότερο γκρινιάρικη, χωρίς αρκετή ουσία στο «κατηγορώ». Όταν δε στη συνολική εικόνα περάσει και το ζήτημα της πολιτιστικής καταβολής, είτε θα δούμε μια ταινία η οποία πνίγεται από –κακώς εννοούμενη- πολιτική ορθότητα και καμία τόλμη να θίξει, είτε μια υπέρμετρη ξενομανία που ισοπεδώνει τα όποια πιστεύω, εν όψει της λατρείας ενός φιλελευθερισμού που, τελικά, σκλαβώνει περισσότερο απ’ όσο απελευθερώνει. Οπότε είναι χρήσιμο που σε μια εποχή σαν κι αυτή που διανύουμε κινηματογραφικά εξακολουθούν και κυκλοφορούν ταινίες όπως Οι Ατίθασες (Mustang) που δε δείχνουν να πνίγονται μέσα στις ίδιες τους τις σκέψεις.
Στο ντεμπούτο της η Deniz Gamze Ergüven δείχνει να υπερασπίζεται πάση θυσία την ελευθερία του ατόμου να πράξει όπως αυτό θέλει. Ισοπεδώνει, όμως, ολοκληρωτικά την παράδοση του τόπου ο οποίος τρώει τα παιδιά του με τους θεωρούμενους ως οπισθοδρομικούς τρόπους του; Όχι, κάθε άλλο. Μπορεί οι χαρακτήρες που προέρχονται από αυτόν τον τόπο να έχουν μέχρι και τυραννικές συμπεριφορές, αλλά δεν μπορείς να τους πεις κακούς. Έχουν μεγαλώσει με αυστηρές αρχές, αλλά δεν παύουν να νοιάζονται για τα παιδιά που μεγαλώνουν. Μέχρι και να προβούν σε ακραίες λύσεις προκειμένου να προστατεύσουν πέντε κοπέλες από την ανδροκρατούμενη κοινωνία που τις κατατρώει και τις καλουπώνει όπως αυτή θέλει. Είναι, παρόλα αυτά, μια ταινία μίσανδρη; Δε θα το λέγαμε, πλην της άκρως συντηρητικής κεφαλής αυτής της οικογένειας, υπάρχει και αυτός που θα ερωτευτεί, αυτός που θα θελήσει να βοηθήσει τις μικρές να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους, ο γιατρός που θα σεβαστεί το ιατρικό απόρρητο παρά την πάγια επιβολή της παράδοσης σε κάθε πτυχή της στενής κοινωνίας.
Η μαγεία της ταινίας έγκειται στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζονται οι πρωταγωνίστριες. Είναι μεν διαφορετικές μεταξύ τους αλλά η σκηνοθέτις τρέφει αγάπη για κάθε μια από αυτές ξεχωριστά. Ίσως θυμάται τα ίδια της τα παιδικά χρόνια με τρόπο ανάγλυφο, οπότε καταφερνει να αποδώσει ολοζώντανα συζητήσεις και παιχνιδίσματα, σκιρτήματα και ξεσπάσματα. Οι διάλογοι των κοριτσιών είναι εξαιρετικοί, μέσα σε απλά γραμμένες φράσεις καταφέρνουν να αποδώσουν συναισθήματα και σκέψεις, να δείξουν το πέρασμα στην ενηλικίωση και την αντίσταση σε όσους επιμένουν να τις αντιμετωπίζουν ως άτομα γεννημένα για να «εντοιχίζονται» και να σέβονται, χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν τα συναισθήματά τους. Και το βασικότερο όλων, το γράψιμό της έχει μια αθωότητα και μια θηλυκότητα που το κάνουν να φαίνεται από τη μια ρεαλιστικό αλλά και ευφυές, χωρίς να προσπαθεί να φανεί πιο έξυπνο απ’ ότι είναι. Η ταπεινότητά του πραγματικά το απογειώνει.
Μεγάλο ρόλο επίσης παίζει και η σκηνοθεσία με το ρεαλισμό να μην εμποδίζει την παραγωγή όμορφων πλάνων. Καίριας σημασίας είναι ο φωτισμός, ο οποίος χρησιμοποιείται με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργήσει στο θεατή συναισθήματα ζωντάνιας, αγωνίας, νοσταλγίας, θλίψης, ζωής. Ένα εφηβικό παιχνίδι στη θάλασσα απεικονίζεται με χρώματα ονειρεμένα φωτεινά, δίνοντας την αίσθηση του ιδανικού και μελαγχολικά ζωντανού. Η νύχτα που προηγείται ενός γάμου ντύνεται στα σκοτεινά, με το φως των κεριών να ανακαλεί τόσο το θρησκευτικό χαρακτήρα του μυστηρίου όσο και τη συναισθηματική αβεβαιότητα της μέλλουσας νύφης. Ο ήλιος λάμπει στη νεανική σάρκα, το σκοτάδι καταπίνει τις πρωταγωνίστριες.
Ως ταινία, θυμίζει ένα συνδυασμό του Οφσάιντ του Jafar Panahi με μια διασκευή του Κατ’ Οίκον Περιορισμού (The Wolfpack) που είδαμε φέτος στις Νύχτες Πρεμιέρας, συνοδευόμενα από μια πιο ρεαλιστική απεικόνιση (χωρίς υποψία παραλογισμού) της υπερπροστασίας του Κυνόδοντα. Αθώα και φιλάνθρωπη, κερδίζει την καρδιά του κοινού με ευκολία. Αρκεί να μην ψειρίζουν το παραμικρό και να επιθυμούν και κάτι λιτό (αν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοιο) που μπορεί να τους θυμίσει αυτά που χάνονται μέσα στη φλυαρία.
Το Μαργαριταρένιο Κουμπί (El botón de nácar)
Χιλή, Γαλλία, Ισπανία, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Patricio Guzmán
Διάρκεια: 82’
Νερό: η αιτία ύπαρξης ζωής. Το σύνορο της Χιλής και ο ακριβέστερος αφηγητής της ιστορίας της από την αρχή του χρόνου. Δύο κουμπιά βρίσκονται στο βυθό της θάλασσας που περιβάλλει αυτή τη χώρα. Δύο κουμπιά που μας μεταφέρουν πίσω στην ιστορία της και σε μια αφήγηση που φτάνει από το χθες στο σήμερα ανέπαφη. Δεν μπορώ να περιγράψω τίποτα παραπάνω σε σχέση με τη μυσταγωγία που έπλασε ο Patricio Guzmán για να αφηγηθεί την οπτική του πάνω στα γεγονότα που διαμόρφωσαν τη χώρα ανά τους αιώνες. Αν έχω να πω δύο πράγματα, αυτά είναι τα εξής: πρώτον, δεν απευθύνεται σε αυτούς που επιζητούν το παραδοσιακό ντοκιμαντέρ και δεύτερον, αποτελεί μια εμπειρία που μόνο μέσω της θέασης μπορεί κανείς να τη βιώσει. Ίσως μερικοί έχουν αντίθετη γνώμη σχετικά με τη σκοπιά που παρουσιάζει τα γεγονότα (προσωπικά δε δηλώνω γνώστης ώστε να διαφωνήσω με τα όσα είδα), αλλά ακόμα κι αυτοί αν δείξουν θέληση και βυθιστούν στη μεσμερική παρουσίαση θα εκπλαγούν. Περιγραφή τέλος, αδύνατο να μεταφερθεί το οτιδήποτε άλλο από την αιθέρια εμπειρία του και τη διάχυτη ποιητικότητά του. Μαζί με το Αλάτι Της Γης (Salt Of The Earth), τα δύο ντοκιμαντέρ που θα θυμόμαστε για φέτος. Μην το χάσετε.
Ανατριχίλες (Goosebumps) **1/2***
ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Rob Letterman
Πρωταγωνιστούν: Jack Black, Dylan Minnette, Odeya Rush
Διάρκεια: 103’
Ο Zach μετακομίζει μαζί με την οικογένειά του σε μια μικρή πόλη όπου και καλείται να ξεχάσει τις προηγούμενές του συνήθειες . σύντομα θα γνωρίσει και θα νιώσει έλξη για τη γειτόνισσά του, την όμορφη Hannah, η οποία τυχαίνει να είναι ανιψιά του διάσημου συγγραφέα τρόμου R. L. Stine. Ο θείος της, ωστόσο, αποδεικνύεται πως δεν είναι ένας απλός συγγραφέας, αλλά ένας φύλακας τεράτων, που τα κρατά μακριά από τους ανθρώπους κλειδώνοντάς τα μέσα στα βιβλία του. Τα τέρατα κάποια στιγμή θα αποδράσουν και οι δύο νεαροί, μαζί με τον συγγραφέα, θα προσπαθήσουν να βρουν τον τρόπο για να τα περιορίσουν ξανά. Δύο είναι οι τύποι θεατών που θα την προτιμήσουν και μάλιστα θα βγουν και ευχαριστημένοι. Το νεανικό κοινό που φλερτάρει με το φανταστικό και τα παιδιά που μεγάλωσαν με τα βιβλία του Stine και, μετά την ομώνυμη σειρά, βλέπουν τις μορφές που στοίχειωσαν τα παιδικάτα τους (Στοιχειωμένη Μάσκα-προσωπική αδυναμία) όλες μαζί στην οθόνη. Νοσταλγικό αλλά καθόλου απρόσεκτο, δεν ξέρω αν απευθύνεται και σε περισσότερο κόσμο, αλλά σίγουρα δε λέγεται τσαπατσούλικο. Και ο Jack Black δένει γάντι με τον ρόλο του.
Το Πρόγραμμα (The Program) *****
Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Stephen Frears
Πρωταγωνιστούν: Ben Foster, Chris O’Dowd, Dustin Hoffman
Διάρκεια: 103’
Ο Lance Armstrong επιστρέφει στα ποδηλατικά δρώμενα μετά τη μάχη του με τον καρκίνο, με στόχο να κατακτήσει τον Γύρο της Γαλλίας. Παρά τις επιτυχίες του, ο David Walsh υποψιάζεται πως ο συνεχόμενος θρίαμβος του ποδηλάτη δεν πρέπει να είναι και τόσο «αθώος», οπότε αποφασίζει να διερευνήσει το ζήτημα περαιτέρω. Το κυνήγι των αποδεικτικών στοιχείων που θα εκθέσουν τα πραγματικά καμώματα του Armstrong ξεκινά. Μετά τη συγκλονιστική Philomena, ο Stephen Frears απογοητεύει με μια ιστορία που ναι μεν είναι καλογυρισμένη, αλλά δεν έχει τον ίδιο συναισθηματικό αντίκτυπο στους θεατές μέσα από τον άπλετο συναισθηματισμό που μας έδειξε προηγουμένως. Μάλιστα, φαίνεται και «κάπως», μετά από τον ανθρωπισμό που επέδειξε, να προσπαθεί να ωραιοποιήσει μια τόσο αμφιλεγόμενη φιγούρα.
Η κόρη του Ρέμπραντ *1/2****
Ελλάδα, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Νίκος Παναγιωτόπουλος
Πρωταγωνιστούν: Λάκης Λαζόπουλος, Χρήστος Λούλης, Γιάννης Μπέζος
Διάρκεια: 85’
Σε μια υπερπολυτελή έπαυλη λαμβάνει χώρα μια δεξίωση, στην οποία παρευρίσκεται η αβανγκάρντ της Αθήνας. Ανάμεσα στα ενδιαφέροντα των παρευρισκόμενων, συγκαταλέγεται η ύπαρξη ενός υποτιθέμενου πίνακα του Ρέμπραντ και η αναζήτησή του. Πέραν αυτού, οι καλεσμένοι συζητούν για ποικίλα θέματα που απασχολούν την κοινωνία και η βραδιά δεν αργεί να πάρει μια μυστηριώδη τροπή. Αξιοπρόσεκτη είναι η χλιδή με την οποία έχει ντυθεί η τελευταία ταινία του Παναγιωτόπουλου. Από την άλλη, λίγη ουσία βρίσκω πίσω από τα λεγόμενα των πρωταγωνιστών και τη γενικότερη πλοκή της ταινίας. Το ότι είναι μια ταινία διαλογική δε σημαίνει πως τα όσα «φιλοσοφικά» ακούγονται έχουν βάρος, ενώ η απεικόνιση της πολυτέλειας καταλήγει αυτοσκοπός μετά από λίγο. Σε καμία περίπτωση κοντινή στους Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας, όπως ισχυρίζεται ο σκηνοθέτης, λείπει αυτός ο ιδιαίτερος χαρακτήρας που την κάνει ακόμα να συζητιέται στους σινεφίλ κύκλους.
Δίπλα στη Θάλασσα (By The Sea) *1/2****
ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Angelina Jolie
Πρωταγωνιστούν: Angelina Jolie, Brad Pitt, Mélanie Laurent
Διάρκεια: 122’
Η Vanessa και ο Roland είναι ένα παντρεμένο ζεύγος που ταξιδεύει στη Γαλλία της δεκαετίας του ’70. Εκείνη υπήρξε χορεύτρια στο παρελθόν, εκείνος ακόμα συγγράφει. Η σχέση τους περνά σημαντική κρίση, αλλά μια ήσυχη, παραλιακή πόλη με τους ιδιαίτερους ρυθμούς της δείχνει να μπορεί να αναζωπυρώσει τη φλόγα που τρεμοπαίζει μέσα τους. Όχι ότι ο Αλύγιστος (Unbroken) ήταν κάτι το ιδιαίτερο, εν τέλει, αλλά εδώ η Jolie παίρνει τη σκηνοθετική της κατιούσα. Μελόδραμα που δήθεν τιμά τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο των μέσων του προηγούμενου αιώνα, με αφελή νοήματα και μια συμπαθητική φωτογραφία να προσπαθεί να υπερκαλύψει όλα τα υπάρχοντα κενά. Όχι, δεν είναι αρκετή η απόσπαση της προσοχής του ζευγαριού από τα στοιχειώδη προβλήματα για να έρθουν πιο κοντά, ενώ η μίμηση και η επιθυμία του «θανάτου της κατσίκας του γείτονα» δείχνουν να είναι μέρος της λύσης. Καλό είναι να υπάρχει η ένταση, που πουθενά εδώ δε δίνει το παρόν.