Υπάρχουν άνθρωποι που παίζουν μουσική μακριά από τα φώτα. Υπάρχουν άλλοι που ακούνε μουσική, την οποία τα φώτα ποτέ δεν πλησίασαν. Υπάρχουν κάποιοι που τα κάνουν και τα δύο, γιατί τους το επιβάλλει κάτι ανεξήγητο μέσα τους από το οποίο ούτε μπορούν αλλά ούτε θέλουν να ξεφύγουν. Ένας απ’ αυτούς είναι ο -μεταξύ άλλων βραβευμένος με Grammy- μουσικός παραγωγός Christopher King. Παρά το σπουδαίο βιογραφικό του (εδώ μπορείτε να μάθετε και να δείτε περισσότερα γι’ αυτόν τον τύπο που είναι μανιώδης συλλέκτης, μουσικογραφιάς, μηχανικός ήχου), ίσως να μην ακούγαμε ποτέ γι’ αυτόν.

Ο Christopher King στην Ήπειρο, με τον δεξιοτέχνη του κλαρίνου Γιάννη Χαλδούπη

Κι όμως πριν λίγο καιρό, το ένα μετά το άλλο όλα τα έγκυρα μουσικά sites του εξωτερικού, άρχισαν να δημοσιεύουν ιστορίες για μια «εξωτική» συλλογή με τίτλο Why The Mountains Are Black. Την οποία επιμελείται ο King για λογαριασμό της Third Man Records, της δισκογραφικής εταιρείας που έστησε ο Jack White το 2001 για να κυκλοφορεί τους δίσκους του με τους White Stripes, Raconteurs, Dead Weather, αλλά και δουλειές άλλων καλλιτεχνών με τελευταίον τον μαέστρο Ennio Morricone και το score που έγραψε για το Hateful Eight του Tarantino
Διαβάζοντας, λοιπόν, περισσότερα, καταλάβαμε έκπληκτοι ότι η συλλογή αφορά πρώιμες ηχογραφήσεις ελληνικής παραδοσιακής μουσικής: τα γνωστά σε όλους μας «Δημοτικά» που περιγράφονται στο εξώφυλλο του δίσκου ως “Primeval Greek Village Music”. Αναζητήσαμε λοιπόν τον Christopher King για να μάθουμε πώς ανακάλυψε, αγάπησε και τελικά μπήκε στον κόπο να βάλει στη σειρά τσάμικα, καλαματιανά, φυσικά ηπειρώτικα και συρτούς απ’ όλη την Ελλάδα. Τελικά, μάθαμε πολλά περισσότερα…

Καλησπέρα κύριε King. Πού σας πετυχαίνω και είστε αποκλεισμένος από τον καιρό; Εγώ πρέπει να σου πω καλημέρα, ξέχασες τη διαφορά της ώρας. Μόνο να με λες Chris, το άλλο με κάνει να αισθάνομαι μεγαλύτερος απ’ όσο είμαι στην πραγματικότητα. Είμαι στο σπίτι μου στη Βιρτζίνια, το οποίο βρίσκεται περίπου μια ώρα μακριά από την πρωτεύουσά της, το Ρίτσμοντ. Ας πούμε πως ζω στην εξοχή της πολιτείας. Η φύση μοιάζει αρκετά με τα δικά σας μερη στην Ήπειρο. Έχεις πάει ποτέ;

Κρίνοντας από το Why The Mountains Are Black, αλλά και συλλέγοντας πληροφορίες στην ιστοσελίδα σας, απέκτησα την εντύπωση πώς η Ήπειρος είναι κάτι σαν τη δεύτερη, πνευματική, πατρίδα σας. Ισχύει; Ναι οπωσδήποτε, ξεκάθαρα. Είναι το δεύτερο σπίτι μου και οι περισσότεροι φίλοι μου θα υποστήριζαν πως πλέον είναι το πρώτο.

Φαίνεται πως υπάρχει ένας ιδιαίτερος δεσμός με το χωριό Βίτσα…Έχεις δίκιο. Πέρυσι, ο πολιτιστικός σύλλογος της Βίτσας ψήφισε και με ονόμασε επίτιμο κάτοικο του χωριού. Ένας από τους μεγαλύτερους προσωπικούς μου στόχους είναι να μετακομίσω εκεί, να γίνει πραγματικά το σπίτι μου. Βέβαια, πρέπει πρώτα να βγάλω κάποια παραπάνω χρήματα.

Γιατί στη Βίτσα όμως; Τι σας τραβάει τόσο πολύ εκεί; Κοίτα, είναι ένα πολύ μικρό χωριό, ένα από τα παλαιότερα και τα ομορφότερα απ’ όλα τα χωριά στο Ζαγόρι. Νομίζω η ιστορία του ξεκινάει από τον 13ο αιώνα και σε κάποια σημεία, θα έλεγα πως μοιάζει κιόλας τόσο παλιό. Το σημαντικότερο όμως είναι πως από την στιγμή που φτάνω στο χωριό κάθε φορά αισθάνομαι εντελώς διαφορετικά. Ξαφνικά δε με απασχολεί τίποτα, δεν ανησυχώ για την υγεία μου ή την ηλικία μου, γίνομαι ξανά 22 χρονών. Μετά από τόσα ταξίδια έχω πλέον και φίλους εκεί οπότε καταλαβαίνεις… παίζουμε μουσικές, πίνουμε τσίπουρο, χορεύουμε και όλα τα σχετικά.

Πώς ξεκίνησε όλο αυτό το πήγαινε-έλα; Βασικά, κάποια στιγμή παθιάστηκα με τη μουσική της Ηπείρου. Πρώτη φορά ήρθα σε επαφή μαζί της κατά τη διάρκεια της έρευνας μου για την πρώτη μου συλλογή ιστορικών ηχογραφήσεων, το Five Days Married & Other Laments (σ.σ. μια συλλογή με βορειοελλαδίτικη παραδοσιακή μουσική της περιόδου 1928-1968). Ανακάλυψα λοιπόν έναν Άγγλο συγγραφέα, τον Jim Potts, που έχει γράψει το The Ionian Islands and Epirus, ο οποίος είναι παντρεμένος με Ελληνίδα, τη Μαρία Στρέμη, από την Κέρκυρα. Το βιβλίο του Jim το διάβασα τρεις φορές με το που το έπιασα στα χέρια μου, για να καταλάβεις. Μαζί με τη Μαρία έχουν ένα σπίτι στη Βίτσα και έτσι έγινε και η πρώτη μου επαφή με το χωριό.Έκτοτε πηγαίνω τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, είναι ένα μέρος που πραγματικά μιλάει στην καρδιά μου. Δε μπορώ να βρω τίποτα αρνητικό, ό,τι και να αγγίξω έχει κάτι να μου πει. Εκτός από τα πανηγύρια έτσι όπως έχουν γίνει τώρα, αυτά είναι απαίσια. 

Η πρώτη σας επαφή με την ηπειρώτικη μουσική πως έγινε; Απροσδόκητα. Αρκετά χρόνια πριν είχαμε πάει στην Κωνσταντινούπολη με τη γυναίκα μου για να παρακολουθήσουμε μια συναυλία του Leonard Cohen, που της αρέσει πολύ. Μετά από τρεις μέρες στην Πόλη, πέρασα στην ασιατική της πλευρά όπου βρήκα σε μια ξεχασμένη από τον χρόνο αγορά διάφορους δίσκους με πρώιμες ηχογραφήσεις τραγουδιών από την Ήπειρο και τη Νότια Αλβανία. Μεταξύ αυτών βρήκα κι έναν 78άρη δίσκο του Κίτσου Χαρισιάδη, ο οποίος θεωρείται ο πατέρας του ηπειρώτικου κλαρίνου. Από την στιγμή που έβαλα να τα ακούσω, πραγματικά παθιάστηκα με αυτές τις μουσικές. Όμως για να τις καταλάβεις πρέπει πρώτα να έρθεις σε επαφή και να κατανοήσεις το ελληνικό δημοτικό τραγούδι.

Όταν είμαι λοιπόν στην Αθήνα κι ακούω την ελληνική pop, ουσιαστικά υποβάλλω τα αυτιά μου σε ένα βάναυσο μαρτύριο, σαν να τους βάζω μέσα ένα ηλεκτρικό τρυπάνι. Πηγαίνω όμως μετά στην Ήπειρο όπου το κλαρίνο και το βιολί συνδυάζονται αρμονικά με τη μοναδική της φύση και τα ξεχνάω όλα ξανά.

Για να αγοράζετε όμως έτσι απλά δίσκους γραμμένους σε μια άλλη εποχή, ηχογραφημένους από ανθρώπους που δε γνωρίζετε που περιλαμβάνουν τραγούδια σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνετε, πάει να πει πως σας ενδιαφέρει αυτό το κόνσεπτ των «πρώιμων ηχογραφήσεων»… Ναι βέβαια, από μικρό παιδί είχα πάθος με την «πρώιμη μουσική». Έπαιρνα τους δίσκους των γονιών και των παππούδων μου και τους έπαιζα συνεχώς. Το κόλλημα μου ας πούμε με την ηπειρωτική μουσική είναι σχετικά καινούργιο, πάνε πέντε χρόνια μόνο από τότε που ήρθα σε επαφή μαζί της. Αλλά, σήμερα έχω τη μεγαλύτερη συλλογή ηπειρώτικης μουσικής στον κόσμο. Όχι ότι πάει πίσω η συλλογή μου με τα δημοτικά τραγούδια.

Αλήθεια, που τα βρίσκετε; Οι περισσότεροι δίσκοι προέρχονται από άλλους συλλέκτες, οι περισσότεροι εκ των οποίων ζούνε στην Αθήνα. Συνήθως είτε ανταλλάζω άλλους δίσκους με αυτούς που με ενδιαφέρουν είτε απλώς τους αγοράζω. Μερικές φορές βρίσκω και στην Αμερική, όπως δίσκους του Αλέξη Ζούμπα ο οποίος ήταν μετανάστης εδώ. Το μεγαλύτερο όμως κομμάτι της συλλογής μου προέρχεται κυρίως από την Ελλάδα και μετά από την Τουρκία.

Πρέπει να έχετε πραγματικά ιδρώσει για να χτίσεις μια τέτοια συλλογή… Δε φαντάζεσαι πόσο (γέλια). Είναι συναισθηματικά εξουθενωτικό, αλλά και πολύ κοστοβόρο ταυτόχρονα. Σκέψου, αγοράζεις ουσιαστικά αντίτυπα δίσκων που ηχογραφήθηκαν πριν από εκατό χρόνια και διατηρούνται σε καλή κατάσταση. Θα είναι ακριβοί, ό,τι και να κάνεις. Όμως για μένα αυτοί οι δίσκοι είναι ανεκτίμητοι, η αξία τους δεν μπορεί να μετρηθεί σε δολάρια. Επίσης θεωρώ πως έχουν ανυπολόγιστη αξία και για τον κόσμο. Άλλωστε, αν κάποιος δε μαζέψει όλες αυτές τις μουσικές από τα 78άρια για να τις βάλει σε ένα CD τότε δε θα επιζήσουν.

Για να είμαι ειλικρινής δεν είχα ακούσει ποτέ τόσο παλιές ηχογραφήσεις δημοτικών και το Why The Mountains Are Black ήταν η ιδανικότερη αφορμή. Κατέληξα πως πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο από ένα compilation «αρχαίων» τραγουδιών. Είναι σαν αυτή η μουσική να αποτελούσε μια ιεροτελεστία, σαν να υπήρχε ένα διαφορετικό πνευματικό υπόβαθρο από πίσω… Μα έτσι ήταν σχεδιασμένα εξαρχής. Να αποτελούν κομμάτι μιας κατά κάποιον τρόπο ιεροτελεστίας. Η ηπειρώτικη μουσική περιλαμβάνει πραγματικά πολύ σημαντικά και βαθιά νοήματα, ειδικά τα τραγούδια που γράφτηκαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Μέσω αυτής της μουσικής οι Έλληνες έβρισκαν έναν τρόπο να εκφράζονται και να ξεφεύγουν από την τότε άθλια καθημερινότητα τους. Επίσης, αυτή η μουσική είναι και κατά κάποιον τρόπο θρησκευτική. Θέλω να πω πως, πριν την επικράτηση της ορθοδοξίας, αυτά τα τραγούδια ήταν το κοινό σημείο αναφοράς για τους Έλληνες, κάτι που τους ένωνε σε μια κοινή μοίρα. Ήταν λοιπόν ένα από τα σημαντικότερα πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά, το οποίο μπορούσαν να διαφυλάξουν ακόμα και σε εκείνους τους πολύ δύσκολους καιρούς. Είναι μεγάλο κρίμα που αυτή η μουσική κινδυνεύει να ξεχαστεί.

Φαντάζομαι, έχετε πλέον σχηματίσει μια καλή ιδέα για τα μουσικά γούστα του μέσου Έλληνα, καθώς και για τις τάσεις που ακολουθεί η μουσική βιομηχανία εδώ… Ναι, κυριαρχεί ας πούμε το αμερικανικό pop μοντέλο. Όλοι θέλουν να αντιγράψουν τις μουσικές τάσεις που κάνουν επιτυχία στην Αμερική. Αυτή όμως είναι μουσική μαζικής παραγωγής, άψυχη και ανούσια. Όταν είμαι λοιπόν στην Αθήνα κι ακούω την ελληνική pop, ουσιαστικά υποβάλλω τα αυτιά μου σε ένα βάναυσο μαρτύριο, σαν να τους βάζω μέσα ένα ηλεκτρικό τρυπάνι. Πηγαίνω όμως μετά στην Ήπειρο όπου το κλαρίνο και το βιολί συνδυάζονται αρμονικά με τη μοναδική της φύση και τα ξεχνάω όλα ξανά.

Ο Jack τη λάτρεψε την ηπειρώτικη μουσική. Όταν του έδωσα να ακούσει, μαζί με τους συνεργάτες του, έτοιμο το Why The Mountains Are Black, τους πήρε λιγότερο από δύο λεπτά να αποφασίσουν πως ήθελαν να το κυκλοφορήσουν εκείνοι.Έχουμε ήδη συμφωνήσει να βγάλουμε άλλες τέσσερις συλλογές με πρώιμη ελληνική μουσική.

Τα ρεμπέτικα σας αρέσουν; Ναι, μου αρέσουν πολύ, κυρίως όμως εκείνα τα προπολεμικά «της παρέας» που έγιναν ευρύτερα γνωστά μέσω του Μάρκου Βαμβακάρη. Αυτή η μουσική στα δικά μου αυτιά είναι σκληρή, άμεση και πάρα πολύ συναισθηματική. Δεν έχω μεγάλη συλλογή από ρεμπέτικα – είναι όμως πολύ ακριβή γιατί αυτούς τους δίσκους τους κυνηγάνε περισσότεροι.

Αν ρωτούσατε εμένα, θα σας έλεγα πως τα ρεμπέτικα είναι τα δικά μας early blues… Ακριβώς αυτό είναι, πολύ σωστή περιγραφή. The Greek Blues Records, έτσι θα τους χαρακτήριζα αυτούς τους δίσκους.

Έχετε ιδέα πώς, και κυρίως αν, προωθούνται οι συλλογές σας στην Ελλάδα; Πολύ καλή ερώτηση. Δεν έχω ιδέα. Στη Βίτσα όλοι έχουν τους δίσκους με τις συλλογές μου και στην Ήπειρο με ξέρουν αρκετά. Η Αθήνα όμως είναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία. Στο website μου όμως, μπορεί ο καθένας να βρει τη λίστα και τα projects μου.

Έχετε πάει σε όλα αυτά τα μέρη που βρίσκει κανείς μέσα στα τραγούδια των συλλογών σου; Έχω ταξιδέψει αρκετά, αλλά μου λείπουν ακόμα σημαντικά μέρη όπως η Κρήτη. Θέλω πολύ να πάω, άλλωστε έχω ακούσει πως οι γυναίκες εκεί είναι πολύ όμορφες. Στην Ήπειρο πάντως λένε πως θα βρεις τις ομορφότερες γυναίκες και τους ασχημότερους άντρες για κάποιο λόγο… (γέλια μέχρι δακρύων)

Με πνευματικά δικαιώματα είχατε ποτέ κάποιο πρόβλημα;  Όχι. Κοίτα αυτή η μουσική είναι πραγματικά πάρα πολύ παλιά, δεν είναι καν προστατευμένη. Αλλά και σε περιπτώσεις τραγουδιών που είχαν κυκλοφορήσει από εταιρίες, ε αυτές πλέον δεν υπάρχουν καν. Τέλος, μουσικοί και οι συνθέτες έχουν όλοι πεθάνει, οπότε δε μένει κανείς για να του ζητήσεις άδεια να χρησιμοποιήσεις αυτές τις ηχογραφήσεις.

Η κυκλοφορία της συλλογής γίνεται μέσω της εταιρείας του Jack White, Third Man Records. Ως πιστός φαν του Jack λοιπόν δε μπορώ να μη ρωτήσω τι γνώμη έχει γύρω από το όλο εγχείρημα… Ο Jack τη λάτρεψε την Ηπειρώτικη μουσική. Πραγματικά του άρεσε πάρα πολύ το υλικό που του παρουσίασα. Όταν πήγα στα γραφεία της Third Man Records και του έδωσα να ακούσει, μαζί με τους συνεργάτες του, έτοιμο το Why The Mountains Are Black, τους πήρε λιγότερο από δύο λεπτά να αποφασίσουν πως ήθελαν να το κυκλοφορήσουν εκείνοι. Κοίτα, αυτό το πράγμα το κάνω εδώ και δεκαεννιά χρόνια κι όπως καταλαβαίνεις το να βγάζεις τέτοιες συλλογές δεν είναι κάτι κερδοφόρο. Δε μπορείς να ζήσεις από αυτό, όπως και δε μπορείς να φέρεις σπουδαία έσοδα στις εταιρείες. Οι περισσότερες θα το απέρριπταν αμέσως. Όχι όμως η Third Man Records του Jack White. Εκεί έρχεται πρώτα η μουσική και η αισθητική, όλα τα υπόλοιπα ακολουθούν. Χρόνια έψαχνα να βρω ένα σπίτι για τις συλλογές που φτιάχνω και ο Jack μου προσέφερε το ιδανικό. Έχουμε ήδη συμφωνήσει να βγάλουμε άλλες τέσσερις συλλογές με πρώιμη ελληνική μουσική, για να καταλάβεις πόσο ενθουσιασμένοι είναι. Επίσης, θα κυκλοφορήσει κι ένα βιβλίο που γράφω πάνω στην ηπειρώτικη μουσική. Θα αργήσει λίγο βέβαια, τώρα φαντάσου είμαι στη μέση.
Είναι όμως μια ελπίδα να σωθεί αυτό το ανεκτίμητο έργο. Έτσι κλείνω συνήθως τις ερωτήσεις μου προς τους ντόπιους Ηπειρώτες. Τους ρωτάω αν υπάρχει ελπίδα για να επιζήσει αυτή η μουσική. Εκεί που απελπίζεσαι σχετικά ενώ παράλληλα σε αποτελειώνει το αισχρό επίπεδο του τοπικού πανηγυριού που μπορεί να βρίσκεσαι εκείνη τη στιγμή γνωρίζεις ξαφνικά ανθρώπους σαν τον Jack και λες «ναι, υπάρχει ελπίδα». Φαντάσου λοιπόν τώρα ένα δεκατετράχρονο παιδί να μάθει πως κυκλοφόρησε αυτός ο δίσκος, να τον βάλει να τον ακούσει και να ενθουσιαστεί. Αν είναι Έλληνας ειδικά μπορεί να γυρίσει να πει στον πατέρα του πως θέλει να μάθει κάποιο παραδοσιακό ηπειρώτικο όργανο. Σε αυτό το σενάριο θα έχει συμβεί κάτι μαγικό. Ο πιτσιρικάς θα παίζει στο δωμάτιο του τραγούδια που γράφτηκαν εκατό χρόνια και βάλε πριν γεννηθεί. Αυτό θα σημαίνει πως ναι, η μουσική αυτή σώθηκε.

Ελληνικά μιλάτε; ΝΑΙ! Μπορώ πλέον να συνεννοηθώ για τα βασικά μετά από τόσα ταξίδια στην Ελλάδα. Άλλωστε εξασκώ τη γλώσσα, έχω έναν καθηγητή που μου παραδίδει μαθήματα, ενώ ακούω τις ειδήσεις της Ελλάδας στα ελληνικά μέσω ίντερνετ. Καταλαβαίνω πολλά περισσότερα απ’ όσα μπορώ να πω βέβαια, είναι πολύ δύσκολη γλώσσα. Ας πούμε πως έχω το λεξιλόγιο ενός πεντάχρονου παιδιού.

Οπότε “it’s not all Greek to you”… ΟΧΙ! (γέλια)

Ελληνικά μουσικά όργανα παίζετε; Ναι, παίζω λαούτο, βιολί ηπειρωτικού τύπου, αλλά ξέρω και πολλά απ’ αυτά τα τραγούδια στην κιθάρα.

Έχετε κερδίσει ένα Grammy, ενώ είχατε άλλες πέντε υποψηφιότητες στην κατηγορία του ιστορικού δίσκου. Πόσο σημαντικό πιστεύετε πως είναι να κοιτάμε προς τα πίσω στη μουσική και πως πιστεύετε ότι διαφέρει ο τρόπος που βλέπει ο κόσμος πλέον τη μουσική σε σχέση με παλαιότερα; Νομίζω πως το να κοιτάμε πίσω και να ακούμε ξανά τις μουσικές που προηγήθηκαν της εποχής μας είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε. Αυτό γιατί πρόκειται για τον μεγαλύτερο πνευματικό μας θησαυρό. Ο κόσμος συχνά ασχολείται περισσότερο με τα παλαιότερα ρεύματα στη ζωγραφική, στη γλυπτική και στην αρχιτεκτονική, θεωρώντας τα σημαντικότερα. Φυσικά κι έχουν τεράστια σημασία. Αλλά για μένα η μεγαλύτερη πολιτισμική κληρονομιά είναι πάντα άυλη, όπως είναι η μουσική.
Να απαντήσω οπωσδήποτε και στη δεύτερη ερώτηση. Θεωρώ πως η μουσική δύο και τρεις γενιές πίσω ήταν απαραίτητη για την επιβίωσή μας. Σήμερα πλέον είναι εμπόρευμα, είναι γεμάτη θερμίδες ενώ της λείπει εκωφαντικά η ουσία. Πριν από ογδόντα και εκατό χρόνια όμως αποτελούσα πραγματικά πηγή ζωής. Ήταν τόσο απαραίτητη όσο το νερό, η φωτιά, ακόμα και ο αέρας. Μπορείς να ταξιδέψεις σε όλο τον πλανήτη και να δεις πως δεν υπήρξε ποτέ ούτε μια κουλτούρα, ούτε ένας λαός, χωρίς μουσική. Η μουσική ξεπερνάει τη γλώσσα, είναι κάτι ανώτερο απ’ οτιδήποτε.

Θα τα πούμε στην Αθήνα λοιπόν. Ή στη Βίτσα… Εννοείται!

 

Άγης Παπαγεωργίου

Ο Άγης Παπαγεωργίου γράφει για πολιτική, μπάλα και ροκ εν ρολ.