«Το χέρι», το πρώτο κεφάλαιο του «Κόσμου του Κουρτ Βαλάντερ» του Χένινγκ Μάνκελ

1

Το Σάββατο 26 Οκτωβρίου του 2002, ο Κουρτ Βαλάντερ ήταν εξαντλημένος.Ήταν μια κουραστική εβδομάδα, μια που ένα ενοχλητικό κρυολόγημα κυκλοφορούσε στο αστυνομικό τμήμα του Ίσταντ. Ο Βαλάντερ, που το ’χε κάνει συνήθειο να αρπάζει πρώτος κάτι τέτοια κρυολογήματα, αυτή τη φορά, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ήταν ένας από τους λίγους που δεν είχαν αρρωστήσει. Κι επειδή κατά τη διάρκεια της εβδομάδας είχε γίνει τόσο ένας σοβαρός βιασμός στο Σβάρτε όσο και ένας βίαιος ξυλοδαρμός στο Ίσταντ, ο Βαλάντερ είχε αναγκαστεί να δουλέψει σκληρά και για πολλές ώρες. Είχε καθίσει μέχρι αργά τη νύχτα στο γραφείο του. Το κεφάλι του ήταν υπερβολικά βαρύ για να μπορέσει να δουλέψει όπως έπρεπε, αλλά ταυτόχρονα δεν είχε καμία απολύτως επιθυμία να πάει στο σπίτι του στη Μαριαγκάταν.Φυσούσε άστατα, ένας άνεμος που άλλαζε κατεύθυνση και ένταση, έξω από το κτίριο της αστυνομίας. Περιστασιακά όλο και κάποιος περνούσε έξω από το γραφείο, στον διάδρομο. Ο Βαλάντερ ευχόταν να μην έρθει κανείς να του χτυπήσει την πόρτα. Ήθελε την ησυχία του, ήθελε να μείνει ανενόχλητος. Ανενόχλητος από τι όμως; Αυτή ήταν η σκέψη που πέρασε από το μυαλό του. Ίσως θέλω να μείνω ανενόχλητος από τον εαυτό μου. Από εκείνο το αυξανόμενο αίσθημα ανησυχίας που κουβαλάω μονίμως μέσα μου. Τα φθινοπωρινά φύλλα στροβιλίζονταν έξω από το παράθυρο του γραφείου του. Στιγμιαία συλλογίστηκε να πάρει όση άδεια του είχε απομείνει και να προσπαθήσει να βρει κάνα φτηνό εισιτήριο για τηΜαγιόρκα ή για κάποιον άλλον προορισμό. Αλλά στο τέλος εγκατέλειψε την ιδέα. Ακόμα κι αν ήλιος έλαμπε σε κάποιο ισπανικό νησί, αυτός δεν επρόκειτο να βρει ηρεμία. Κοίταξε το ημερολόγιο στο γραφείο του.Έτος 2002. Μήνας Οκτώβριος.

Ήταν αστυνομικός για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Από τότε που περιπολούσε στους δρόμους του Μάλμε είχε καταλήξει να γίνει ένας έμπειρος και σεβαστός από όλους αστυνομικός, ο οποίος είχε την τύχη να έχει λύσει πολλές δύσκολες υποθέσεις σοβαρών εγκλημάτων.Παρόλο που δεν ήταν ευχαριστημένος από την προσωπική του ζωή, μπορούσε τουλάχιστον να είναι ικανοποιημένος ως αστυνομικός. Είχε κάνει, όλον αυτό τον καιρό, σωστά τη δουλειά του και είχε, ίσως, συντελέσει στο να αισθάνονται οι πολίτες λίγο περισσότερο ασφαλείς.Ένα αυτοκίνητο πέρασε έξω στον δρόμο με φουλ γκάζια. Ακούστηκαν τα λάστιχα να στριγκλίζουν. Κάνας πιτσιρικάς θα οδηγεί, σκέφτηκε ο Βαλάντερ. Σίγουρα το κάνει επίτηδες επειδή τώρα περνάει έξω από το κτίριο της αστυνομίας. Και θέλει, βεβαίως, να μας εκνευρίσει. Αλλά δε θα τα καταφέρει μ’ εμένα. Δεν μπορεί πια. Ο Βαλάντερ βγήκε στον διάδρομο.Ήταν άδειος. Στ’ αυτιά του έφτασε αδύναμο το γέλιο κάποιου. Πήγε και πήρε ένα φλιτζάνι τσάι και επέστρεψε στο γραφείο του. Το τσάι είχε παράξενη γεύση. Κοίταξε το φακελάκι και είδε ότι είχε πάρει ένα κάπως γλυκό τσάι γιασεμιού. Δεν του άρεσε. Πέταξε το φακελάκι στον κάλαθο αχρήστων και έχυσε το τσάι σε μια γλάστρα με λουλούδια που του είχε δωρίσει η κόρη του, η Λίντα. Αναλογίστηκε πώς είχαν αλλάξει τα πάντα στα χρόνια που ήταν αστυνομικός.Όταν άρχισε τις περιπολίες υπήρχε μεγάλη διαφορά στο τι συνέβαινε σε μια πόλη σαν το Μάλμε και σε μια κωμόπολη σαν το Ίσταντ. Αυτή τη διαφορά δύσκολα την έβλεπες πια. Και κυρίως όταν επρόκειτο για εγκλήματα που είχαν σχέση με ναρκωτικά. Όταν ο Βαλάντερ είχε μετακομίσει στο Ίσταντ, πολλοί τοξικομανείς πήγαιναν μέχρι την Κοπεγχάγη για να βρουν κάποιον συγκεκριμένο τύπο ναρκωτικών. Σήμερα τα έβρισκαν όλα στο Ίσταντ. Γνώριζε επίσης ότι είχε σημειωθεί μια εκρηκτική αύξηση δοσοληψιών με ναρκωτικά μέσω διαδικτύου.

Ο Βαλάντερ συζητούσε συχνά με τους συναδέλφους του για το πόσο δύσκολη είχε γίνει η δουλειά του αστυνομικού τα τελευταία χρόνια. Αλλά τώρα, εκεί που καθόταν στο γραφείο του και τα φθινοπωρινά φύλλα κολλούσαν πάνω στο τζάμι, αναρωτήθηκε ξαφνικά κατά πόσον ίσχυε αυτό.Ή μήπως ήταν κι αυτό ένας τρόπος υπεκφυγής; Για να μην μπει στον κόπο να μάθει πώς άλλαζε η κοινωνία και κατά συνέπεια και η εγκληματικότητα; Κανένας δε με έχει κατηγορήσει για τεμπέλη, σκέφτηκε ο Βαλάντερ. Αλλά ίσως να είμαι, τελικά. Ή να γίνομαι σιγά σιγά. Σηκώθηκε, πήρε το σακάκι του, που το είχε πεταμένο στην καρέκλα επισκέπτη, έσβησε το φως και βγήκε από το γραφείο του. Οι σκέψεις του απέμειναν στο δωμάτιο, οι ερωτήσεις του παρέμειναν αναπάντητες. Διέσχισε τη σκοτεινή πόλη πηγαίνοντας για το σπίτι. Το νερό της βροχής έκανε την άσφαλτο να γυαλίζει. Ένιωσε ξαφνικά το μυαλό του άδειο.

Την επόμενη μέρα είχε ρεπό. Μέσα στον ύπνο του άκουσε από μακριά να χτυπάει το τηλέφωνο στην κουζίνα. Η κόρη του, η Λίντα –η οποία είχε αρχίσει από το προηγούμενο φθινόπωρο να εργάζεται ως αστυνομικός στο Ίσταντ, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της στην Αστυνομική Ακαδημία της Στοκχόλμης–, έμενε ακόμη στο διαμέρισμά του. Κανονικά έπρεπε να είχε μετακομίσει, αλλά δεν είχε πάρει ακόμη το συμβόλαιο ενοικίασης του διαμερίσματος που της είχαν υποσχεθεί. Την άκουσε να απαντά και σκέφτηκε ότι δε χρειαζόταν να σηκωθεί κι αυτός. Ο Μάρτινσον είχε αναρρώσει από την προηγούμενη μέρα και είχε υποσχεθεί να μην ενοχλήσει τον Βαλάντερ. Δεν του τηλεφωνούσε κανένας άλλος, ειδικά πρωινιάτικα την Κυριακή. Βέβαια, η Λίντα περνούσε πολλές ώρες την ημέρα μιλώντας στο κινητό της. Αυτό τον είχε απασχολήσει. Ο ίδιος ήταν άνθρωπος που είχε μια περίπλοκη σχέση με τα τηλέφωνα. Κάθε φορά που χτυπούσε το τηλέφωνο πεταγόταν, σε αντίθεση με τη Λίντα που φαινόταν πως μπορούσε να διευθετεί μεγάλο μέρος της ζωής της μέσα από το τηλέφωνο.Υπέθετε πως αυτό ήταν απλώς ένα σημάδι της πραγματικότητας ότι ανήκαν σε διαφορετικές γενιές.

Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας άνοιξε διάπλατα. Πετάχτηκε θυμωμένος. «Δε χτυπάς ποτέ σου εσύ;»

«Τι να χτυπήσω; Εγώ είμαι».

«Και πώς θα σου φαινόταν, δηλαδή, αν άνοιγα εγώ διάπλατα την πόρτα του δωματίου σου δίχως να χτυπήσω;»

«Εγώ κλειδώνω. Σε θέλουν στο τηλέφωνο».

«Εμένα δε με παίρνει ποτέ κανένας τηλέφωνο».

«Εν πάση περιπτώσει, κάποιος σου τηλεφώνησε μόλις».

«Ποιος είναι;»

«Ο Μάρτινσον».

Ο Βαλάντερ ανακάθισε στο κρεβάτι. Εκείνη κοίταξε με αποδοκιμασία τη γυμνή κοιλιά του. Αλλά δεν είπε τίποτα. Κυριακή ήταν. Είχαν συμφωνήσει ότι όσο ηΛίντα έμενε στο διαμέρισμά του η Κυριακή θα ήταν μια ελεύθερη ζώνη της εβδομάδας κατά την οποία κανείς τους δε θα είχε το δικαίωμα να επικρίνει τον άλλον. Οι Κυριακές είχαν ανακηρυχτεί σε μέρες φιλικότητας.

«Τι θέλει;»

«Δεν είπε».

«Έχω ρεπό σήμερα».

«Δεν ξέρω τι θέλει».

«Δεν μπορείς να πεις ότι έχω βγει;»

«Χριστέ μου!»

Τον άφησε και εξαφανίστηκε στο δικό της δωμάτιο.Ο Βαλάντερ σύρθηκε μέχρι την κουζίνα και πήρε το ακουστικό. Είδε από το παράθυρο ότι έβρεχε. Αλλά τα σύννεφα ήταν αραιά κάπου κάπου διέκρινε νησίδες γαλάζιου ουρανού.

«Νόμιζα ότι θα ήμουν ελεύθερος σήμερα!»

«Είσαι ελεύθερος σήμερα», απάντησε ο Μάρτινσον.

«Τι συνέβη τότε;»

«Τίποτα».

Ο Βαλάντερ συνειδητοποίησε ότι είχε αρχίσει να εξοργίζεται.Μα τηλεφωνούσε τώρα ο Μάρτινσον χωρίς να υπάρχει λόγος; Δεν το συνήθιζε αυτό.

«Και γιατί με παίρνεις τηλέφωνο τότε; Κοιμάμαι».

«Γιατί ακούγεσαι τόσο τσατισμένος;»

«Επειδή είμαι τσατισμένος».

«Νομίζω ότι σου βρήκα ένα σπίτι. Στην εξοχή. Δεν είναι πολύ μακριά από το Λέντερουπ».

Ο Βαλάντερ σκεφτόταν, εδώ και πολλά χρόνια, ότι ήθελε πια να φύγει από το διαμέρισμα της Μαριαγκάταν στο κέντρο του Ίσταντ.Ήθελε να μετακομίσει στην εξοχή, να αποκτήσει και έναν σκύλο.Μετά τον θάνατο του πατέρα του, πριν από μερικά χρόνια, και τη μετακόμιση της Λίντα στο σπίτι του, είχε νιώσει την αδήριτη ανάγκη να αλλάξει και τη δική του ζωή. Είχε πάει αρκετές φορές να κοιτάξει διάφορες μονοκατοικίες προς πώληση σε μεσιτικά γραφεία. Αλλά δε βρήκε ποτέ του αυτό που ήθελε. Μερικές φορές ένιωσε πως είχε σχεδόν βρει το σωστό μέρος, αλλά όλες αυτές τις φορές η τιμή ήταν απαγορευτική. Ο μισθός του και οι οικονομίες του δεν έφταναν. Το να είσαι αστυνομικός σήμαινε ότι δεν μπορούσες να βάλεις στην άκρη πολλά λεφτά.

«Είσαι ακόμη εκεί;»

«Εδώ είμαι. Για πες κάτι περισσότερο».

«Δεν μπορώ τούτη τη στιγμή. Είχαμε μια διάρρηξη στο πο-

λυκατάστημα Ολένς τη νύχτα καταπώς φαίνεται. Αλλά αν περάσεις από εδώ, θα σου πω. Έχω μάλιστα και τα κλειδιά».

Ο Μάρτινσον έκλεισε το τηλέφωνο. Η Λίντα μπήκε στην κουζίνα και έβαλε ένα φλιτζάνι καφέ. Τον κοίταξε ερωτηματικά και ύστερα έβαλε και σ’ αυτόν καφέ. Κάθισαν με τα φλιτζάνια τους στο τραπέζι της κουζίνας.

«Πρέπει να πας στη δουλειά;»

«Όχι».

«Και τι σε ήθελε τότε;»

«Ήθελε να μου δείξει ένα σπίτι».

«Δε μένει σε αυτές τις μονοκατοικίες με μεσοτοιχία ο Μάρτινσον; Εσύ όμως θέλεις σπίτι στην εξοχή, μοναχικό, έτσι δεν είναι;»

«Δεν ακούς τι λέω. Θέλει να μου δείξει ένα σπίτι. Όχι το σπίτι του».

«Τι σπίτι;»

«Δεν ξέρω. Θέλεις να έρθεις μαζί μου;»

Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Έχω άλλα σχέδια».

ΟΒαλάντερ δε ρώτησε τι σόι σχέδια ήταν αυτά. Διότι ήξερε ότι η Λίντα ήταν ίδια σαν κι αυτόν. Δεν εξηγούσε περισσότερα από όσα ήταν απαραίτητα. Μια ερώτηση που δεν έκανες δεν απαιτούσε απάντηση.

Η συνέχεια στην επόμενη σελίδα

Page: 1 2 3

POPAGANDA