3
Ο Βαλάντερ επέστρεψε περπατώντας στη Μαριαγκάταν. Ένιωθε συνεπαρμένος και ταυτόχρονα συλλογισμένος. Μόλις μπήκε στο αυτοκίνητο άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς. Άφησε πίσω του το Ίσταντ, ακολούθησε την ανατολική οδική αρτηρία, το Εστερλέντεν, και σκέφτηκε ξαφνικά ότι είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που έπαιρνε αυτό τον δρόμο για να επισκεφτεί τον πατέρα του. Πόσον καιρό είχε πεθαμένος ο πατέρας; Χρειάστηκε κάμποση ώρα ώσπου να θυμηθεί τη χρονιά. Ήταν πριν από πάρα πολύ καιρό. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που είχαν κάνει το τελευταίο τους ταξίδι μαζί στη Ρώμη. Θυμήθηκε που είχε ακολουθήσει κρυφά τον πατέρα του, όταν εκείνος κατάφερε να του ξεφύγει και να κάνει έναν μοναχικό περίπατο στους δρόμους της Ρώμης. Ντρεπόταν ακόμη που είχε παρακολουθήσει τον πατέρα του για να δει για πού το είχε βάλει. Το γεγονός ότι ο πατέρας του ήταν πολύ ηλικιωμένος και όχι εντελώς καλά στο μυαλό δεν αποτελούσε δικαιολογία για κάτι τέτοιο. Γιατί δεν τον είχε αφήσει στην ησυχία του, να σουλατσάρει στη Ρώμη ανάμεσα σε παλιές αναμνήσεις; Διότι δεν ήταν δυνατόν να ισχυριστεί ότι απλώς ανησυχούσε για τον πατέρα του, μήπως του συνέβαινε κάτι.
Ο Βαλάντερ ακόμη θυμόταν την αίσθηση εκείνης της φοράς. Δεν ήταν ανησυχία. Απλή περιέργεια ήταν. Ήταν σαν να συρρικνωνόταν ο χρόνος. Θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν χθες που ήρθε από εδώ να επισκεφτεί τον πατέρα του, να παίξει χαρτιά μαζί του, ίσως να πιει κι ένα σναπς – κι έπειτα ν’ αρχίσουν να τσακώνονται για κάτι που δεν είχε σημασία. Μου λείπει ο γέρος, σκέφτηκε ο Βαλάντερ.Θα είναι ο μόνος πατέρας που είχα. Μερικές φορές ήταν αρκετά δύσκολος και με τρέλαινε. Αλλά μου λείπει. Από αυτό δε θα ξεφύγω ποτέ. Ο Βαλάντερ έστριψε και μπήκε στον γνώριμο δρόμο και διέκρινε τη σκεπή του παλιού σπιτιού του πατέρα του. Προσπέρασε όμως τον παράδρομο που οδηγούσε προς τα εκεί και έστριψε προς την αντίθετη πλευρά. Έπειτα από διακόσια μέτρα σταμάτησε το αυτοκίνητο και βγήκε. Τώρα έβρεχε λιγότερο. Το σπίτι του ΚαρλΈρικσον βρισκόταν στη μέση ενός παρατημένου κήπου. Ήταν ένα παλιό αγρόκτημα του Σκόνε που κάποτε αποτελούνταν από δύο επιμήκη κτίσματα. Τώρα το ένα έλειπε^ ίσως να είχε καεί, ίσως να είχε κατεδαφιστεί. Το αγροτόσπιτο με τον κήπο ήταν μοναχικό, καταμεσής στα χωράφια. Από μακριά ο Βαλάντερ άκουσε τον ήχο ενός τρακτέρ. Η γη είχε οργωθεί, περίμενε το χειμωνιάτικο πάπλωμά της.
Η πόρτα του κήπου άνοιξε τρίζοντας και ο Βαλάντερ μπήκε στο οικόπεδο. Το χαλκόστρωτο μονοπάτι φαινόταν πως ήταν εδώ και χρόνια απεριποίητο. Ένα σμήνος από κουρούνες έκραζαν πάνω σε μια ψηλή καστανιά που βρισκόταν ακριβώς μπροστά από το σπίτι. Ίσως να χρησίμευε παλιά για καλλωπιστικό δέντρο. Ο Βαλάντερ έμεινε ακίνητος και αφουγκράστηκε. Έπρεπε να του αρέσουν οι ήχοι που περιέβαλλαν ένα σπίτι προτού αρχίσει καν να σκέφτεται την αγορά του. Αν ο ήχος του ανέμου ή της σιωπής δεν του φαινόταν σωστός, μπορούσε κάλλιστα ήδη τώρα να γυρίσει και να φύγει από εκεί. Αλλά ένιωσε μια ηρεμία από αυτά που άκουγε εδώ τώρα.Ήταν η ηρεμία του φθινοπώρου – του φθινοπώρου του Σκόνε που ανέμενε τον χειμώνα.
Ο Βαλάντερ έκανε τον γύρο του σπιτιού. Στο πίσω μέρος υπήρχαν κάνα δυο μηλιές και φραγκοσταφυλιές, και μερικά ετοιμόρροπα πέτρινα έπιπλα. Σουλατσάρισε ανάμεσα στα φθινοπωριάτικα φύλλα, σκόνταψε σε κάτι που βρισκόταν στο έδαφος –ίσως ό,τι είχε απομείνει από μια παλιά τσουγκράνα– και έπειτα επέστρεψε στο μπροστινό μέρος του σπιτιού. Μάντεψε ποιο από τα κλειδιά ήταν το σωστό, το έβαλε στην κλειδωνιά και το γύρισε. Το σπίτι μύριζε κλεισούρα και μπαγιατίλα. Μια μυρωδιά ηλικιωμένου ατόμου. Έκανε μια βόλτα στα δωμάτια. Τα έπιπλα ήταν παλιά, ενώ στους τοίχους κρέμονταν πίνακες με παροιμίες. Μια παμπάλαια τηλεόραση υπήρχε σε ένα δωμάτιο που πρέπει να ήταν η κρεβατοκάμαρα του γέρου άντρα. Ο Βαλάντερ μπήκε στην κουζίνα. Εκεί υπήρχε ένα ψυγείο που ήταν βγαλμένο από την πρίζα. Στον νεροχύτη βρίσκονταν τα απομεινάρια ενός ψόφιου ποντικού. Ανέβηκε τη σκάλα για τον επάνω όροφο, ο οποίος δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια κενή σοφίτα. Το σπίτι ήθελε πολλή δουλειά, το καταλάβαινε. Και η δουλειά αυτή θα κόστιζε, έστω κι αν ο ίδιος ίσως να έκανε πολλά πράγματα μόνος του. Κατέβηκε τη σκάλα, κάθισε προσεκτικά σε έναν παλιό καναπέ και κάλεσε από το κινητό του την αστυνομία στο Ίσταντ.
Χρειάστηκαν μερικά λεπτά ώσπου ν’ απαντήσει ο Μάρτινσον.
«Πού είσαι;» ρώτησε ο Μάρτινσον.
«Παλιά ο κόσμος ρωτούσε τι κάνεις», απάντησε ο Βαλάντερ. «Τώρα ρωτάνε πού είσαι. Ο τρόπος χαιρετισμού μεταξύ μας έχει όντως αλλάξει με επαναστατικό τρόπο».
«Τηλεφώνησες λοιπόν για να ενημερώσεις για όλα αυτά;»
«Είμαι μέσα στο σπίτι».
«Τι γνώμη έχεις;»
«Δεν ξέρω. Μου φαίνεται ξένο».
«Μα πρώτη φορά μπαίνεις εκεί μέσα. Φυσικά σου φαίνεται ξένο».
«Πολύ θα ήθελα να μάθω τι ζητάτε γι’ αυτό το σπίτι. Δε θέλω να αρχίσω να σκέφτομαι καν την αγορά του αν δεν ακούσω την τιμή. Έχεις υπόψη σου υποθέτω ότι εδώ απαιτείται πολλή δουλειά, έτσι δεν είναι;»
«Έχω περάσει από εκεί. Το ξέρω».
Ο Βαλάντερ περίμενε. Άκουγε την ανάσα του Μάρτινσον.
«Δεν είναι εύκολο να μιλάς για αγοραπωλησίες με καλούς φίλους», είπε ο Μάρτινσον τελικά. «Τώρα το καταλαβαίνω».
«Α, μπορείς να με βλέπεις τότε σαν εχθρό», απάντησε ο Βαλάντερ εύθυμα. «Ευχαρίστως σαν έναν φτωχό εχθρό».
Ο Μάρτινσον γέλασε. «Σκεφτήκαμε μια τιμή πραγματικής ευκαιρίας. Πεντακόσιες χιλιάδες. Χωρίς παζάρια κι ακατέβατα». Ο Βαλάντερ είχε αποφασίσει ήδη ότι μπορούσε να δώσει το πολύ πεντακόσιες πενήντα χιλιάδες. «Είναι πολύ ακριβό», αποκρίθηκε.
«Σκατά ακριβό είναι. Σπίτι στοΈστερλεν σε τέτοια τιμή;»
«Ερείπιο είναι».
«Αν ρίξει κανείς μερικές εκατοντάδες χιλιάδες, το σπίτι
θα βρεθεί να αξίζει πολύ πάνω από εκατομμύριο».
«Μπορώ να δώσω τετρακόσιες εβδομήντα πέντε χιλιάδες».
«Όχι».
«Χέσ’ το τότε».
Ο Βαλάντερ έκλεισε απότομα τη γραμμή.Έπειτα έμεινε με το τηλέφωνο στο χέρι και περίμενε.Μετρούσε δευτερόλεπτα. Πρόλαβαν να περάσουν είκοσι τέσσερα δευτερόλεπτα μέχρι τη στιγμή που το κινητό του χτύπησε.Ήταν ο Μάρτινσον.
«Μπορούμε να πούμε τετρακόσια ενενήντα χιλιάρικα».
«Τότε ας δώσουμε τα χέρια μέσω τηλεφώνου και να το κλείσουμε», απάντησε ο Βαλάντερ. «Ή, για να το θέσω διαφορετικά: Θα πάρω το σπίτι σε είκοσι τέσσερις ώρες.Πρέπει να μιλήσω με τη Λίντα».
«Ναι, μίλα της. Μέχρι απόψε».
«Γιατί τόση βιασύνη; Χρειάζομαι είκοσι τέσσερις ώρες».
«Εντάξει. Τις έχεις. Αλλά όχι παραπάνω».
Εκεί τελείωσε η συνομιλία τους. Ο Βαλάντερ ένιωσε ένα ρίγος χαράς.Ήταν τελικά έτοιμος να αποκτήσει το σπίτι στην εξοχή που λαχταρούσε εδώ και τόσο καιρό; Και μάλιστα κοντά στο σπίτι του πατέρα του, εκεί που είχε περάσει τόσο πολλές ώρες;
Ανέβηκε τρέχοντας τη σκάλα και επιθεώρησε για άλλη μια φορά το σπίτι. Άρχισε νοερά να ρίχνει τοίχους, να τραβάει καινούργιες γραμμές ηλεκτρικού ρεύματος, να στρώνει φρέσκιες ταπετσαρίες και να επιπλώνει. Είχε μεγάλη επιθυμία να τηλεφωνήσει στη Λίντα, αλλά κατάφερε να ηρεμήσει. Ήταν πολύ νωρίς να της το πει. Διότι ούτε και ο ίδιος ήταν ακόμη εντελώς πεπεισμένος. Επιθεώρησε και το ισόγειο του σπιτιού, σταματώντας εδώ κι εκεί να αφουγκραστεί. Έπειτα συνέχιζε στο επόμενο δωμάτιο. Στους τοίχους κρέμονταν ξεθωριασμένες φωτογραφίες ανθρώπων που έζησαν κάποτε εκεί μέσα. Ανάμεσα στα δύο παράθυρα του μεγαλύτερου δωματίου υπήρχε επίσης μια έγχρωμη αεροφωτογραφία του αγροκτήματος.
Σκέφτηκε πως οι άνθρωποι που είχαν ζήσει εκεί ανέπνεαν ακόμη στους τοίχους. Αλλά εδώ δεν υπάρχουν φαντάσματα, σκέφτηκε. Και δεν υπάρχουν επειδή δεν πιστεύω σ’ αυτά. Βγήκε στον κήπο. Η βροχή είχε σταματήσει, τα σύννεφα απομακρύνονταν. Ανεβοκατέβασε μερικές φορές τη λαβή μιας αντλίας νερού που υπήρχε στη μέση του κήπου. Ο μηχανισμός στρίγκλισε και έτριξε, αλλά το νερό που βγήκε ήταν αρχικά καφετί και μετά εντελώς διαυγές. Το δοκίμασε και σκέφτηκε πως είχε αρχίσει ήδη να φαντάζεται έναν σκύλο να πίνει νερό από ένα μπολ δίπλα του.Έκανε τον γύρο του σπιτιού για άλλη μια φορά και έπειτα επέστρεψε στο αυτοκίνητο. Ακριβώς τη στιγμή που άνοιγε την πόρτα του αυτοκινήτου σταμάτησε. Είχε κάνει μια ξαφνική σκέψη. Στην αρχή δεν αντιλήφθηκε τι ήταν αυτό που τον είχε εμποδίσει να καθίσει πίσω από το τιμόνι και να φύγει. Συνοφρυώθηκε. Κάτι είχε αρχίσει να τον ενοχλεί μέσα του. Κάτι που είχε δει. Κάτι που δεν ήταν σωστό. Στράφηκε ξανά προς το σπίτι. Υπήρχε μια λεπτομέρεια που είχε αποτυπωθεί στη μνήμη του. Έπειτα θυμήθηκε τι ήταν. Είχε σκοντάψει σε ένα εμπόδιο που βρισκόταν στο έδαφος, στην πίσω μεριά του σπιτιού. Τα απομεινάρια μιας παλιάς τσουγκράνας ή ίσως μιας ρίζας δέντρου. Αυτό ήταν που τον κρατούσε ακόμη εκεί, στο αγρόκτημα. Ήταν κάτι που είχε δει. Χωρίς να το κοιτάξει ιδιαίτερα.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση Γρηγόρη Ν. Κονδύλη.