Παρακάτω ο Λόγος (σε italics) ανήκει στην Κάτια Κουτσαφτή, που με afrobeat ξυπνάει το πρωί – με afrobeat κοιμάται το βράδυ, και ο (δήθεν) Αντίλογος (σε μακροσκελείς προτάσεις) στον υπογράφοντα, με στόχο ζωής κάποτε την μη ενασχόληση με τη soul, το afrobeat και τα πέριξ αυτών (μου τα έλεγε η Χίλντα Παπαδημητρίου πάντως, ότι θα πλησιάσω κι εγώ κατά κει).
Την ιδέα του να δοθεί ο λόγος και παραέξω (ας ετοιμάζεται ο Γιάννης ‘Wicked’ Δρίζης, της Fairweather Friends Records), μου την έδωσε άθελα του (ή μήπως όχι;) ο Μάνος Μπούρας κάπου εδώ, βάζοντας με σε σκέψεις για το αν πράγματι δικαιούμαστε να καταθέτουμε διθυράμβους (και μη) για μουσικά πράγματα που δεν κατέχουμε στην ολότητα τους και με τον κίνδυνο να μην παίρνουμε όντως χαμπάρι τα τριγύρω αριστουργήματα. Λεπτομέρειες, ας πάμε στην ουσία.
«Όταν έμαθα ότι θα εμφανιστούν στην Ελλάδα οι Budos Band, ένιωσα τυχερή που θα βρίσκομαι στη θερινή συναυλιακή Αθήνα εν έτει 2016, έστω και στα μέσα του Ιούλη. Έβαλα αμέσως τους δίσκους τους, τον έναν μετά τον άλλο, και θυμήθηκα τα λόγια της φίλης Ξένιας, που τους είδε το 2014 στη Νέα Υόρκη, χαρακτηρίζοντας το λάιβ τους “εμπειρία ζωής”, “συναυλιακό μομέντουμ” κ.τ.λ.»
Ας μην είμαστε μετριοπαθείς λοιπόν. Το live των Budos Band είναι το μόνο πραγματικό live που γίνεται φέτος το καλοκαίρι στην Αθήνα (ε ας είμαστε υπερβολικοί δηλαδή). Ως last minute είδηση είναι και το μόνο πραγματικό (και μη) live που γίνεται φέτος το καλοκαίρι τελικά και στη Θεσσαλονίκη, που ακολουθώντας την μοίρα της στον υπόγειο διάδρομο από το «Δωμάτιο με Θέα» στις «Μάσκες», επιστρέφει συναυλιακά στις εποχές των πρωινών του Λευτέρη Κογκαλίδη καθώς φαίνεται (…). Αφήνουμε πίσω μας τις ονειρικές προγκαρόκ καταιγίδες, και την νεόκοπα επιχορηγούμενη Σοφία Βέμπω της indie νεότητας μας, και επιστρέφουμε, έστω και για μία μόνη φορά, στα «κλειστά club της συμφοράς», εκεί όπου πραγματικά γεννιέται το rock ‘n’ roll (και εκεί που πάει για να πεθάνει ένδοξα τουλάχιστον, στις τεράστιες σκηνές αργοπεθαίνει εκφυλιζόμενο), για μία εκδοχή του από αυτές που δεν είναι ακριβώς ότι δεν τις είχαμε υποψιαστεί, αλλά συνήθως εμφανίζονταν με περίσσευμα σε τεχνική, και με έλλειμμα σε νεύρο και χάος, οπότε και την προσπερνούσαμε χωρίς ιδιαίτερες τύψεις.
«Oι Budos Band, από το Staten Island, αποφασίζουν να σχηματίσουν τη δική τους αυτοτελή και ανεξάρτητη μπάντα, κάπου στις αρχές των 00s και στη διάρκεια ενός τζαμαρίσματος των Antibalas, οι οποίοι για 2-3 χρόνια ήδη δρούσαν ως afrobeat κολεκτίβα με έδρα το Brooklyn στα πρότυπα που είχε χαράξει ο Fela για το είδος και τους πρεσβευτές αυτού ανά τον κόσμο. Ένας κιθαρίστας, δύο ντράμερ, ένας μπασίστας, δύο σαξοφωνίστες, δύο τρομπετίστες, ένας φλαουτίστας, ένας οργανίστας και κρουστοί σε bongos, κόνγκας και αφρικάνικα σεκερέ.»
Είναι τελικά οι Budos Band (πριν από αυτούς οι Antibalas ή ακόμη και οι Lefties Soul Collection, από την ευρωπαϊκή πλευρά της νέας «μαύρης» μουσικής τάξης πραγμάτων) μία rock ‘n’ roll μπάντα ή απλώς αυθυποβαλλόμαστε σχετικά, εξαιτίας της βεβαιωμένης έλλειψης σε rock ‘n’ roll, στη συνηθισμένη του δυτική μορφή, που μας ανέθρεψε και κάπου στην πορεία μας παράτησε μουδιασμένους να παρακολουθούμε την εσωστρέφεια του; Χρησιμοποιούν τα πνευστά για να πλησιάσουν, να υποτάξουν και τελικά να υπακούσουν στον όποιο Θεό, όπως ο δικός τους Θεός, που παραδοσιακά ακούει στο όνομα του Fela Kuti, ή μήπως ως υποκατάστατα φαλλικά σύμβολα υψώνονται οι τρομπέτες και τα υπόλοιπα όργανα που παραπάνω περιγράφονται, σε αντιστοιχία με τις ηλεκτρικές κιθάρες των 70s, καλώντας και πάλι τους πιστούς από κάτω, πρώτα να υποταχθούν και έπειτα να ιδρώσουν;
Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση ως γνωστόν, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, και μια προσεχτική ανάγνωση στις ηχογραφήσεις των Budos Band υποδεικνύει ότι ανεξάρτητα από τις καταβολές της, η δομή της μουσικής τους δεν αγνοεί την ικανότητα του rock ‘n’ roll να περικλείει στο πάθος του την προσήλωση των ακροατηρίων, σε ικανότερο βαθμό από οποιαδήποτε άλλη λαϊκή μουσική, χωρίς παράλληλα να τους υποβαθμίζει σε αντικείμενα ξέφρενου πανηγυριού και μόνο.
Αν έχεις κατά το παρελθόν «κλειδώσει» την όποια υπερβατική δύναμη της μουσικής, στα κατορθώματα των Husker Du ως τρία και μόνα άτομα, που κόβουν όσα κεφάλια βρίσκουν μπροστά τους, έχεις αρκετά ετοιμόρροπα ανέκδοτα σε σχέση με το πόσα μέλη μιας Afrobeat κολεκτίβας χρειάζονται για να αλλάξουν μία λάμπα και μια μελωδία ταυτόχρονα. Η αλήθεια είναι όμως ότι η φρενήρης απόδοση των συγκεκριμένων πολυάριθμων Αμερικάνων πάνω στη σκηνή, πείθει ότι πράγματι κανείς δεν περισσεύει, ότι αν φύγει κάποιος κάτι κακό θα συμβεί και τέλος πάντων (που είναι και το ζητούμενο) ότι κανείς δεν βρέθηκε εκεί πάνω για να κάνει το κομμάτι του. Δημιουργούν την θεμιτή εντύπωση ότι πρόκειται για μουσικούς με ικανότητες για να τους χαζεύεις, και όχι για να χαζεύεις, στο πρότυπο της ροκ, τζαζ και οποιασδήποτε άλλης αυτοϊκανοποιούμενης βιρτουοζιτέ απεχθανόμαστε στις ακροάσεις μας. Εδώ θα είμαστε, να τα πούμε μετά το live σχετικά με το αν επιβεβαιώνεται ή όχι κάτι τέτοιο.
«Σε βάζουν στην κάψουλα του χρόνου και σε ταξιδεύουν από το Μπρονξ μέχρι τις φτωχογειτονιές της Αιθιοπίας. Φέρνουν εικόνες από περασμένες δεκαετίες, αλλά δεν σε κάνουν να νιώθεις νοσταλγία για το παρελθόν, καθώς ο ήχος τους παραμένει σύγχρονος και ανεπιτήδευτος παρά τις ρετρό αποχρώσεις. Οι Budos Band, συνδυάζουν διάφορα μουσικά είδη και εκτελώντας τα με βιρτουόζικο τρόπο, προσελκύουν θιασώτες κάθε μουσικού είδους, συσπειρώνοντας ένα ετερόκλητο μεν, αλλά απαιτητικό και αληθινά μουσικόφιλο κοινό.»
Η αγωνία της μαύρης μουσικής να ορίσει και να οριστεί σε άρρηκτη σύνδεση με την πολιτική και κοινωνική συνείδηση του περιβάλλοντος και της καταγωγής της και στη συνέχεια να παρασύρει το κοινό της σε ένα σύνολο με στόχους απαραίτητα σπουδαιότερους από το άθροισμα των επιμέρους στοιχείων της, υπήρξε μάλλον αναγκαία συνθήκη της σκληρής πραγματικότητας στην οποία κατά κανόνα αυτή παράγεται και αναβιώνει.
Στην πορεία – και ειδικά με την εμφάνιση και την επικράτηση του hip hop – έχω την αίσθηση ότι το παραπάνω από στοιχείο ωριμότητας μετατράπηκε σε ίχνος υστέρησης σε σχέση με το »λευκό rock ‘n’ roll», που όσο και να προσπαθούν να σας πείσουν για το αντίθετο ξεκίνησε και εν πολλοίς προχώρησε χωρίς καμία πρόθεση βλάβης ή και αλλαγής προς την κοινωνία που το περιβάλλει. «Λευκές» – κατά βάση – μπάντες, όπως οι Budos Band, οριοθετούμενες από τις οδηγίες μεγάλων Μαύρων Δασκάλων, επανακαθορίζουν την φύση της μαύρης μουσικής, ως τέχνη που μπορεί να επιβιώσει, έστω και όταν τα πάντα γύρω της καταλήξουν αρμονικά και ειρηνικά (άσχετο το ότι δεν θα συμβεί ποτέ αυτό). Η έλλειψη στίχων και ακόμη και η συνειδητή απουσία συνθηματολογικών αναφορών (πάντοτε αόριστες, ό,τι και αν λέμε) από τους τίτλους δίσκων και τραγουδιών, δεν καθιστά τους Budos Band μία δήθεν απολιτικ ψευδο-άφρο μπάντα, που υποφέρει από την έλλειψη κακουχίας στο ιστορικό της, αλλά τους τοποθετεί στην πρωτοπορία ενός ήχου, που όσο υπηρετούν, άλλο τόσο εξυπηρετούν στην ομαλή μετάβαση του από την νοσταλγία στην επιρροή των πραγμάτων.
Ας μην ανησυχούμε πάντως, η ακρόαση της μουσικής των Budos Band εμπεριέχει ασφαλώς περισσότερο fun από ότι οι παραπάνω γραμμές.
«Η ιστορία διαμορφώνεται περίπου ως εξής: τους “τσιμπάει” η μπρουκλινέζικη δισκογραφική Daptone Records, μια εταιρεία – εγγύηση σε θέματα ήχου, αισθητικής , αλλά και αναπαραγωγής του προς τους τελικούς αποδέκτες. Κάθε κυκλοφορία της είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα σε συνεπάρει, όπως συμβαίνει με τη Sharon Jones και τους Dap Kings, τους El Michels Affair, τon Charles Bradley, τους Antibalas κ.τ.λ . Στην Daptone όλα γίνονται όπως τον παλιό καλό καιρό: οι ηχογραφήσεις σε μαγνητοταινία, τα πάντα αναλογικά και σε βινύλιο, όπως απαιτεί η ιστορικότητα, αλλά και έγκαιρα πρίν από την εξαναγκασμένη επάνοδο του βινυλίου και την ρετρομανία της σημερινής μουσικής πραγματικότητας.»
Η Daptone στις τάξεις των μυημένων της, έχει πράγματι την πιστοποίηση αγαλλίασης, που είχαν κάποτε για μία άλλη τάξη πιστών και μυημένων, οι κυκλοφορίες (και όχι μόνο) της Factory Records και ακόμη περισσότερο της 4AD, της ιδανικής εκείνης περίπτωσης όπου το δισκογραφικό ζητούμενο ταυτίζονταν απόλυτα με το πάθος του οπαδού, και τον καθοδηγούσε, δίχως να τον χειραγωγεί.
Και εδώ η ακροβασία ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν είναι αρκετές φορές στο επίκεντρο. Αν πάντως είχα ερωτηθεί από τους υπεύθυνους της Daptone, θα τους πρότεινα να υπογράφουν δέκα Budos Band για κάθε έναν Charles Bradley. Εκ του αντιστρόφου, το σημαίνον της δισκογραφικής, υπογραμμίζει το σημαινόμενο του ρόστερ, σε μία εποχή, που διάφοροι αυτοσχέδιοι επιμένουν ηλιθιωδώς ότι καθώς η βιομηχανία καταρρέει από τη μία, από την άλλη η ιδέα της ελεύθερης (και αδιάφορης) μουσικής δήθεν εξυψώνεται. Διπολική ανοησία που μας έχει φορτώσει με πλήθος DIY ανίδεους να παριστάνουν τους μουσικούς επαναστάτες.
«Το 2005 οι Budos Band κυκλοφορούν τον πρώτο τους δίσκο. Έντεκα μέλη της μπάντας και άλλοι τέσσερις σεσιονάδες γράφουν έντεκα κομμάτια με την afro soul να κυριαρχεί στον ήχο τους. Σε μια περίοδο που έτσι κι αλλιώς το afrobeat είναι στα πάνω του κάνουν την εμφάνισή τους οι Budos Band με έναν instrumental δίσκο, που περιλαμβάνει μικρότερης διάρκειας κομμάτια σε σύγκριση με τα μακράς διάρκειας κλασικά afrobeat, συνδυάζοντας soul, funk, jazz, χαοτικά πνευστά. Μια επιστροφή στη χρυσή εποχή της Stax, λοιπόν, και έναν ήχο που θα μπορούσε άνετα να συνοδεύσει μια Blaxploitation ταινία.
Εδώ βρίσκουμε τη διασκευή του Sing a Simple Song, των Sly and Τhe Family Stone.
Το αναγνωρίζεις μετά τα 20’’, αλλά, στη συνέχεια, το αποτέλεσμα σε αποζημιώνει, όπως σε κάθε διασκευή που δεν ηχογραφήθηκε χωρίς τα μέλη της μπάντας να κρυφακούνε κάθε τόσο το πρωτότυπο.
Δύο χρόνια αργότερα, κυκλοφορεί το Budos Band II: 10 κομμάτια, που ο ήχος τους έχει πλέον δέσει πλήρως. Σταθερά οργανικά και afrofunk, νοσταλγικά σε κάποιες φάσεις, ethio jazz σε άλλες πάντα πολύ δυναμικές μπασογραμμές. Αποκάλυψη του δίσκου το His Girl, διασκευή του My Girl, των Temptations. Αποκορύφωμα του δίσκου, ενδεχόμενα και των συνθετικών ικανοτήτων των Budos Band μέχρι σήμερα, είναι το Origin of a Man.
Στη συνέχεια και κάπου στο 2010 ακολουθεί το Budos Band III, που δεν αργεί να λάβει και αυτό διθυραμβικές κριτικές. Στην ίδια λογική με τα δύο πρώτα, ένας δίσκος με 11 κομμάτια που ηχογραφήθηκε σε μόλις δύο εικοσιτετράωρα. Κυριαρχούν και εδώ afrobeat, r&b, ethio jazz, αλλά και λάτιν στοιχεία. Κομμάτια όπως το Rite Of The Ancients, που μοιάζει να έχει βγει από soundtrack, afrobeat μεγατόνων στο Raja Haje και ο δίσκος κλείνει με το Reppirt Yad, που κάτι σου κάνει από το Day Τripper των Beatles, και πράγματι πρόκειται για μία funky εκδοχή του πολύ γνωστού κομματιού των Σκαθαριών. Σε κάθε δίσκο της τριλογίας πειράζουν ένα κλασικό κομμάτι εκτελώντας το τόσο διαφορετικά, που στο πρώτο άκουσμα ίσως να μην το αντιληφθείς.
Τέσσερα χρόνια μετά το Budos Band III, “στη θέση του Budos Band IV”, έρχεται τελικά το Burnt Offering και εκεί που περιμένουμε τα συνηθισμένα και πολυαγαπημένα, “σκάει” μια τελείως διαφορετική παραγωγή. Αυτήν τη φορά δεν συνυπογράφει την παραγωγή ο Bosco Man των Dap Kings (που συμμετείχε στην τριλογία). Τώρα ανήκει εξ ολοκλήρου στους Budos Band και κυρίως στον κιθαρίστα τους, Thomas Brenneck. Μ’ αυτή τους τη δουλειά κερδίζουν και τους τελευταίους που δεν είχαν πείσει. Ο ήχος τους εξελίσσεται, γίνεται πιο ροκ, πιο ψυχεδελικός, πιο σκοτεινός, πιο μέταλ ίσως ;.
Πάντα σταθεροί στα 60s, τα 70s και την afrofunk, αποκαλύπτουν παράλληλα και άλλες επιρροές τους, που δεν ξεκινούν ούτε τελειώνουν στους afrobeat και r&b ήρωες του τότε, αλλά επεκτείνονται και σε μπάντες όπως οι Black Sabbath, οι Funkadelic, οι Cairo Jazz Band και οι Orchestre Polyrythmo de Cotonou.»
Η πρώτη (και ήδη θρυλική) περίοδος της δισκογραφίας των Budos Band μέχρι σήμερα ακολουθεί πράγματι την λογική της αρίθμησης, που ιστορικά, από τους Led Zeppelin μέχρι τους Chicago είτε προδίδει την άστοχη στόχευση του συγκροτήματος στην κατάκτηση της κορυφής, είτε απλώς επιβεβαιώνει την άχαρη δουλειά του να τιτλοφορείς δίσκους, γεγονός που δικαιώνεται ακόμη περισσότερο σε τίτλους τραγουδιών όπως «Mas O Menos» και «Black Venom», όπου ο ακροατής μπορεί να ανακαλύψει είτε ενδοορχηστρικές αναφορές, είτε κάτι αόριστα μυστικιστικά κονσεπτικό, είτε ακόμη και τίποτε απολύτως, περίπτωση κατά την οποία θα πέσει περισσότερο μέσα στις προβλέψεις του.
Όχι τόσο ως ανατροπή, παρά ως βιωμένη ανάγκη για διέξοδο, το αναριθμητικά τιτλοφορημένο «Burnt Offering» βάζει σε εκ νέου υποψίες τον ακροατή για τις περαιτέρω δοκιμασίες της μπάντας, σε σχεδόν παράλληλο χρόνο με τη στιγμή που τους βρίσκει να οπλοφορούν εναντίον του «Changes» των Black Sabbath ως backing band του Charles Bradley. Ευνόητο ότι δεν συμβαίνει τίποτε από τα δύο, όσο και αν η στιγμή εκείνη που το Pitchfork αναφέρει τον χαρακτηρισμό proto metal για τη μουσική των Budos Band, στροβιλίζεται αδιάκοπα στη σκέψη όσων έκτοτε θα χρειαστεί να γράψουν κάτι ελάχιστα διαδραστικό, για μία παράδοξα rock ‘n’ roll μπάντα, που περισσότερο φαίνεται να περιφέρεται γύρω από τις ανησυχίες της, παρά να εξασθενεί πάνω στους θριάμβους της. Το αν θεωρούμε (α)βάσιμα πλέον ότι από τους Funkadelic μέχρι τους Black Widow ήταν τόσα χρόνια ένα τσιγάρο δρόμος, και άδικα δεν τον διαβαίναμε, είναι ασφαλώς άλλη ιστορία. Το δεδομένο εν προκειμένω είναι ότι το τέταρτο άλμπουμ των BB σε μια δεκαετία ηχογραφήσεων υπήρξε αυτό που πράγματι κατάφερε να μην τους εγκλωβίσει, χωρίς παράλληλα να τους ρίξει στην παγίδα ότι τα πάντα πρέπει να εξελίσσονται σώνει και καλά. Ακούστε και λίγο Ramones ή U.K. Subs παραπάνω στο περιθώριο της ενασχόλησης σας με την τέχνη, θα κάνει καλό στην αγχώδη καθημερινότητα σας.
«Ίσως, τελικά, ο πρωτεύον λόγος για τον οποίο αξίζει κάποιος να ασχοληθεί σε βάθος με τη μουσική των Budos Band είναι το ότι δεν διστάζουν να πειραματιστούν σε εκ διαμέτρου αντίθετες μουσικές κατευθύνσεις και γι’ αυτό ίσως είναι τόσο δύσκολο να τους κατατάξει κανείς σε κάποιο είδος. Εν κατακλείδι, το βράδυ της 19ης Ιουλίου, η πρώτη – και πιθανόν μοναδική ευκαιρία – να απολαύσουμε τους Budos Band στο ιστορικό Gagarin 205 εναρμονίζει τις προσδοκίες των εγχώριων οπαδών της μπάντας, με τη φήμη της για ζωντανές εμφανίσεις οι οποίες προηγούνται και κυριαρχουν των οποιονδήποτε άλλων κατορθωμάτων της».
Θα μπορούσε κανείς να εντάξει όλα ανεξαιρέτως τα μέλη των Budos Band στους Gallon Drunk της διετίας 1992- 1993 και να αναπαυθεί αιώνια σε μία rock ‘n’ roll horn section, που θα του τινάζει τα μυαλά στον αέρα καθημερινά χωρίς να χρειάζεται να αναρωτιέται για το πως εξελίσσεται η μουσική γύρω του ; Θα μπορούσε ίσως και να τους τοποθετήσει σε αντικριστές σκηνές με τους Lounge Lizards του πρώτου δίσκου απλώς και μόνο για να διδαχθούν από τον Arto Lindsay ότι κάποιες φορές ο «λιγότερος τρόπος» συμβαίνει να είναι ο καλύτερος. Για όσους από εμάς δεν φτάσαμε στους Budos Band από την οριοθετημένη γραμμή καταγωγής τους, είναι ίσως πιθανό να φαντασιωνόμαστε τον James Chance να τοποθετεί σε αντιθετικά χαμηλή θέση το σαξόφωνο του, για να αποδείξει ότι το groove μπορεί να επιβιώσει μέσα στο χάος.
Το σίγουρο είναι ότι οι Budos Band, από την Daptone Records του Brooklyn, είναι ένα από τα τελευταία live που «έκλεισε» ο Νίκος Τριανταφυλλίδης για το Gagarin 205, και όπως συνήθιζε για τον μόνο ουσιαστικό λόγο που «κλείνει» κανείς ένα live. Επειδή ήθελε να τους δει. Συνεπώς έτσι θα γίνει στις 19 Ιουλίου. Και πάνω κάτω έτσι θα γίνει και στη Θεσσαλονίκη, την αμέσως επόμενη ημέρα στο 8Ball Club (κάτι λέγαμε για metal στοιχεία;), γιατί και τα παιδιά επάνω, από την πρώτη μέρα που ανακοινώθηκε το live δείχνουν ότι όλοι θέλουν και πρέπει να δουν τους Budos Band. Μετά άπαντες ελεύθεροι για μπάνια των λαών, μέχρι να καταφθάσει ο Jello Biafra τον Αύγουστο, οπότε και θα έχουμε επιστρέψει ο κόσμος να χαλάσει (και για να χαλάσουμε τον κόσμο ασφαλώς). Για τους δε σκληρούς Daptone-ικούς Αθηναίους παίζει και το αντίστοιχο πάρτι με μουσική από τον κατάλογο, αλλά και το περιβάλλον, της εταιρείας, την Τετάρτη 13 Ιουλίου, στο Barrett της Πρωτογένους. Στη Θεσσαλονίκη, απλώς πρέπει να βρείτε που θα παίζει ο Γιάννης Δρίζης, που λέγαμε και παραπάνω.