ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΕΣ

«Το διαιρεμένο βασίλειο» του Τζόναθαν Κόου αποτυπώνει απαράμιλλα την σημερινή σύγχυση αξιών και προτύπων της βρετανικής κοινωνίας – και όχι μόνο αυτής

Η περίπτωσή του αποδεικνύει περίτρανα ότι η λογοτεχνία είναι ο καθρέπτης της εποχής της – την αποτυπώνει, την απηχεί, την αντανακλά, μέσα από τις λεπτομέρειες και τις ελλείψεις της, το κλίμα και τις ιδιαιτερότητές της. Οι εποχές παρέρχονται. Αλλά τα (καλά) μυθιστορήματα μένουν για να συντηρούν ίχνη και πεπραγμένα αλλοτινών καταστάσεων, οι οποίες ενδέχεται κάτι να έχουν να πουν στους επόμενους ή στους μεθεπόμενους – η ζωή, ούτως ή άλλως, συνεχίζεται.

Σε όλα σχεδόν τα μυθιστορήματά του, ο Τζόναθαν Κόου ανιχνεύει τον τρόπο με τον οποία τα ευρύτερα πολιτικά γεγονότα επηρεάζουν τις ζωές των πρωταγωνιστών του. Και, έτσι, καταλήγει να παρουσιάζει το πολιτικό δια μέσου του προσωπικού. Στην πραγματικότητα, όμως, η πολιτική διάσταση του χαρισματικού συγγραφέα έχει βαθύτερα αίτια: Το ενδιαφέρον του στρέφεται σταθερά γύρω από ανθρώπους που μπλέκονται σε καταστάσεις τις οποίες αδυνατούν να ελέγξουν.

Με άλλα λόγια, οι ήρωές του είναι αδύναμοι και ανεπαρκείς, συχνά κατώτεροι των περιστάσεων, αλλά και γεμάτοι πάθη, έρωτες, εμμονές, προσδοκίες και απογοητεύσεις, οι οποίοι ωστόσο προσπαθούν να κατανοήσουν τα προβλήματά τους, να συμφιλιωθούν με τις αδυναμίες τους και να προχωρήσουν. Δεν είναι τυχαίο ότι στο κλασικό, πια, μυθιστόρημά του «Τι ωραίο πλιάτσικο!» έκανε αυτό ακριβώς, φιλοτεχνώντας ένα ολοζώντανο πορτρέτο της δεκαετίας του 1980.

Πρόκειται για μια αλληλουχία από βρετανικές εικόνες και στερεότυπα –που τα παρουσιάζει παραμορφώνοντάς τα και εξωθώντας τα στο γελοίο: από τις μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες που σπαράσσονται αναίμακτα (ή αιματηρά), τις εκκεντρικές γριές, τα στοιχειωμένα αρχοντικά, ολόκληρο το φρικιαστικό και αγωνιώδες έργο της αστικής τάξης εκτυλίσσεται σε ένα βασίλειο που –από τότε- είναι κάθε άλλο παρά ενωμένο, όπου επικρατεί απολύτως η αδυσώπητη οικονομική εξουσία.

Τζόναθαν Κόου
«Το διαιρεμένο βασίλειο –
Bournville»
Μετάφραση: Άλκηστις Τριμπέρη
Εκδόσεις: Πόλις
Σελίδες: 496

Αυτός ο διχασμός της βρετανικής κοινωνίας, θα αποτελούσε -συχνά- σημείο αναφοράς των έργων του. Αλλά εάν η ιλαροτραγωδία είναι, ενδεχομένως, η μοναδική μορφή που μπορεί να πάρει ένα μυθιστόρημα για το Brexit, ο Τζόναθαν Κόου υπήρξε ο ιδανικός Βρετανός συγγραφέας για να θίξει -μέσα από την γεμάτη συμπόνοια και σαρκασμό- στάση του, το εύφλεκτο ζήτημα του ακραίου πολιτικού διχασμού που δεν έπαψε να αποπνέει μία νοσηρή θλίψη. Στη «Μέση Αγγλία» βρίσκουμε ξανά τους ήρωες δύο εξαιρετικών μυθιστορημάτων του, της «Λέσχης των τιποτένιων» και του «Κλειστού κύκλου», αρκετά χρόνια μετά, παρακολουθώντας την εξέλιξή τους και την αλληλεπίδρασή τους με καινούργια πρόσωπα.

Η υπόθεση ξεκινάει το 2010 στο Μπέρμιγχαμ –όπου το οικονομικό και κοινωνικό τοπίο αλλάζει ραγδαία, καθώς τα άλλοτε ακμάζοντα εργοστάσια αυτοκινήτων έχουν παραχωρήσει τη θέση τους σε μαζικά εμπορικά κέντρα– περνάει από το Λονδίνο, όπου οι πολιτικές ταραχές παραδίδουν τη σκυτάλη στον πυρετό των Ολυμπιακών Αγώνων, και φτάνει στο σήμερα. Οι ήρωες βρίσκονται αντιμέτωποι με όνειρα που διαψεύστηκαν και ρομαντικές εμμονές που ξεθώριασαν, συμβιβασμένοι πλέον με πιο κοινότοπες επιλογές. Γάμοι διαλύονται, γονείς πεθαίνουν, παιδιά επαναστατούν, ενώ την ίδια στιγμή ένας ολόκληρος κόσμος παραπαίει.

Και, βέβαια, το «Διαιρεμένο βασίλειο – Bournville», έρχεται ως μια φυσική συνέχεια αυτού του μυθιστορήματος (αλλά και τον προηγούμενων) για να φτάσει στη σημερινή εποχή: Στο Μπόρνβιλ, ένα ήρεμο προάστιο (και πάλι) του Μπέρμιγχαμ, λειτουργεί το διασημότερο εργοστάσιο σοκολάτας στην Αγγλία. Για την εντεκάχρονη Μαίρη και την οικογένειά της (βρισκόμαστε στο 1945), το Μπόρνβιλ είναι το κέντρο του κόσμου – είναι ο λόγος που οι δρόμοι τους μοσχοβολούν σοκολάτα και το μέρος όπου εργάζονται οι περισσότεροι φίλοι και γείτονές τους για δεκαετίες.

Η Μαίρη θα ζήσει εβδομήντα πέντε χρόνια που σημαδεύονται από μείζονες κοινωνικές αλλαγές. Παρακολουθούμε την πορεία της, από την τελετή στέψης της Βασίλισσας Ελισάβετ και τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ως τους βασιλικούς γάμους, τις βασιλικές κηδείες, το Brexit και τον κορωνοϊό. Θα αποκτήσει παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα, ενώ –παράλληλα- κάποια από τα κτίρια του εργοστασίου σοκολάτας θα μετατραπούν σε θεματικό πάρκο, καθώς η σύγχρονη ζωή και οι νέες ανθρώπινες κοινότητες εισβάλλουν στο αλλοτινό τους καταφύγιο. Άραγε, από αυτούς τους ρευστούς καιρούς θα βγουν πιο ενωμένες η οικογένειά της και η χώρα, ή θα καταλήξουν πιο αποκομμένες και διαιρεμένες από ποτέ;

Όπως και η «Μέση Αγγλία» που προηγήθηκε, είναι ένα μυθιστόρημα όπου η δημόσια και η ιδιωτική ζωή διασταυρώνονται εμφατικά, με τη δημόσια ζωή να αντιπροσωπεύεται συχνά από τη βασιλική οικογένεια. Ο Κόου δεν μπορούσε να γνωρίζει πόσο στενά η έκδοση του μυθιστορήματός του θα ακολουθούσε τον θάνατο της βασίλισσας (και τον αναπόφευκτο συμβολισμό του), αλλά αυτό προσδίδει επιπλέον ενδιαφέρον στον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένο το βιβλίο.

Κατά τα άλλα, οι Βρετανοί μυθιστοριογράφοι δεν έπαψαν ποτέ να λατρεύουν να αναλύουν την κατάσταση της χώρας – συνήθως, με ένα ιδιαίτερα σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό ύφος. Λίγοι, όμως, το κάνουν καλύτερα από τον Τζόναθαν Κόου. Το «Διαιρεμένο βασίλειο», το 14ο μυθιστόρημά του, δεν έχει την καυστική ειρωνεία και τη ζωντάνια του «Τι ωραίο πλιάτσικο!» (1994) ή τη γοητεία της παρακμής της «Λέσχης των τιποτένιων» (2001). Αλλά είναι ένα υψηλών προδιαγραφών έργο κοινωνικής ιστορίας σε μυθιστορηματική μορφή, που παρακολουθεί τέσσερις γενιές μιας οικογένειας, τα όνειρα, τις επιτυχίες, τις περιπέτειες και τις διχόνοιες που αντανακλώνται μέσα από τα μεταβαλλόμενα μοτίβα της μεταπολεμικής Βρετανίας.

Κάπως έτσι, για ακόμη μία φορά, παρακολουθούμε την ιστορία της σύγχρονης Αγγλίας, μια ιστορία νοσταλγίας και αυταπάτης, σύγχυσης και οργής, σε ένα ευρηματικό μυθιστόρημα για αυτήν τη νέα, παράδοξη και ασυνήθιστα δύσκολη εποχή.

Και όλα αυτά, με τον Τζόναθαν Κόου να καταφέρνει να σκιαγραφήσει απαράμιλλά την σημερινή σύγχυση αξιών και προτύπων καθώς και το διάχυτο ιδεολογικό κενό, παραδίδοντάς μας μία ρεαλιστική απεικόνιση της βρετανικής κοινωνίας στη σύγχρονη εκδοχή της – όπως το είχε κάνει σε ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματά του, στον «Κλειστό κύκλο». Μόνο που η αυτή η φαινομενικά ειδική περίπτωση, αυτός ο αρχικά κλειστός κύκλος με τα προβλήματά του και τις ιδιαιτερότητές του, δεν είναι και τόσο κλειστός: έχει ανοίξει -μάλλον επικίνδυνα- και τείνει να μας περιλάβει όλους…

ΒΙΒΛΙΑ ΣΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ

Τζέιμς Ελρόυ «Πανικός»
Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος
Εκδόσεις: Κλειδάριθμος
Σελίδες: 428

Ο Φρέντι Ότας ήταν ο άνθρωπος που γνώριζε το Λος Άντζελες τη δεκαετία του ʼ50. Ήταν ο άνθρωπος που έπρεπε να γνωρίζεις: ένας βρόμικος μπάτσος, ένας ποταπός ιδιωτικός ντετέκτιβ, εκβιαστής, νταβατζής και, κυρίως, ο αρχιτραμπούκος του περιοδικού Confidential.

Το Confidential πλασάριζε βρόμα, πληροφορίες, αχρεία αρθρογραφία, δυσφήμιση, συκοφαντία. Κατασπάραζε μισάνθρωπους σταρ του σινεμά, κοσμικούς βρομισμένους απ’ το σεξ, βλάκες πολιτικούς. Ήταν ο Τύραννος του Κουτσομπολιού, που κρατούσε όμηρό του το Χόλυγουντ. Ο Φρέντι Ότας γράφει, λοιπόν, την εξομολόγησή του – και εσείς είστε εδώ για να τη διαβάσετε και να γίνετε έρμαιό της. Από τον σύγχρονο μετρ του νουάρ, ένα μυθιστόρημα για έναν μοχθηρό μονάρχη του χολυγουντιανού υπόκοσμου τη δεκαετία του 1950 – μια ιστορία διάχυτης παράνοιας γεμάτη κομμουνιστικές συνωμοσίες, χαφιέδες του FBI, πορνοταινίες με διασημότητες, και παράξενα ταίρια.

Φίλιπ Κερ
«Το ένα από το άλλο»
Μετάφραση: Γιώργος Μαραγκός
Εκδόσεις: Κέδρος
Σελίδες: 472

Μόναχο, 1949. Στην πόλη επικρατεί χάος. Εγκληματίες πολέμου το σκάνε, βρώμικες συμφωνίες κλείνονται και μαχαιριές πέφτουν πισώπλατα. Η πόλη έχει πολύ ψωμί για έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ: να καθαρίζει το ναζιστικό παρελθόν ευκατάστατων πολιτών, να διευκολύνει τη φυγή κάποιων στο εξωτερικό, να διευθετεί αξιώσεις για κλοπιμαία. Είναι δουλειές που αηδιάζουν τον Μπέρνι Γκούντερ, αλλά γεμίζουν το άδειο πορτοφόλι του. Κάποια στιγμή μια γυναίκα ζητάει τη βοήθειά του. Ο άντρας της έχει εξαφανιστεί. Πρόκειται για τον σαδιστή πρώην διοικητή ενός από τα πιο φρικτά στρατόπεδα εργασίας στην Πολωνία. Δεν θέλει να τον βρει, θέλει απλώς να βεβαιωθεί ότι είναι νεκρός. Φαίνεται αρκετά απλή υπόθεση και ο Γκούντερ την αναλαμβάνει. Στην πορεία συνειδητοποιεί ότι έχει μπλέξει πολύ άσχημα και αντιμετωπίζει εχθρούς από κάθε πλευρά. Στην ηττημένη και διχασμένη Γερμανία, είναι πολύ δύσκολο να ξέρεις ποιον μπορείς να εμπιστευτείς.

Ανδρέας Μήτσου
«Τα ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου»
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Σελίδες: 216

Ένας δεκαεξάχρονος μαθητής λυκείου επιχειρεί να εμπλέξει σε ερωτική σχέση τη μητέρα του με τον κατά πολύ νεότερό της αγαπημένο του καθηγητή. Οι δολοπλοκίες του φέρνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Προκύπτει ένα περίεργο τρίγωνο μάνας – καθηγητή – μαθητή. Ο έφηβος, όμως, δε θα μπορέσει να χειραγωγήσει την παράταιρη σχέση και να ελέγξει το πάθος της. Ούτε θα κατορθώσει να εγκλωβίσει σ’ αυτήν το νεαρό καθηγητή και να σώσει τη μάνα του. Το μόνο που του απομένει είναι η εκδίκηση. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα αναγκάζεται να επιστρέψει στην Ελλάδα, για να αναπλάσει με κάθε λεπτομέρεια την ιστορία του και να αναβιώσει το ένοχο παρελθόν, ελπίζοντας να αθωωθεί από τη γυναίκα που αγαπά. Είναι ένα από τα πλέον σηματικά έργα του Ανδρέα Μήτσου, το οποίο κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1996.

  

Τζων Στιούαρτ Μιλλ
«Αυτοβιογραφία – Τα πρώτα χρόνια»
Μία μετάφραση
Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις
Σελίδες: 192

Καταγεγραμμένος ως ένας από τους κεντρικότερους εκφραστές του Κλασικού Φιλελευθερισμού, με κυρίαρχη παρουσία στον 19ο αιώνα και καθοριστικό λόγο στην ανάπτυξη της ωφελιμιστικής προσέγγισης, ο Τζων Στιούαρτ Μιλλ (1806-1873) είναι γνωστός ως πολύπλευρη προσωπικότητα μέσα από πολύπτυχα σημαντικά έργα του. Πρόκειται για τα τρία πρώτα του κεφάλαια της αυτοβιογραφίας του, εκείνα που καλύπτουν την παιδική του ηλικία και την αρχή της εκπαίδευσής του (1806-1819) όπως την είδε απολογιστικά στην ωριμότητά του. παράλληλα την ωρίμανση του χαρακτήρα του και τις επιρροές που δέχθηκε (1813-1821) . και, τέλος, εκείνη την φάση που ο ίδιος περιέγραψε ως αυτομόρφωση (1821-1823). Δηλαδή τα κατά κυριολεξία formative years του…

Γιώργος Βαϊλάκης

Share
Published by
Γιώργος Βαϊλάκης