«Το αλκοόλ είναι η απάντηση, αλλά έχω ξεχάσει την ερώτηση» είπε κάποτε με το ξεχωριστό του στιλ ο Τσαρλς Μπουκόβσκι, δίνοντας παράλληλα ένα ικανότατο δείγμα του ύφους και της οπτικής του: η πίστη σε κάτι που τίποτα δεν αξίζει, ο αυτοσαρκασμός που κινείται στα όρια της εξάλειψης, αλλά και η ελευθερία του να μην περιμένεις απολύτως τίποτα – όλα συνιστώσες ενός κλειστοφοβικού και απελπισμένου κόσμου στον οποίο «η μέρα είναι μεγάλη και σου καίει τα μάτια, ενώ η νύχτα είναι πολύ μικρή για να σε προστατεύσει».
Σε αυτήν, ωστόσο, θα προσέτρεχε ο ευφυής συγγραφέας και λάτρης του οινοπνεύματος, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στην επίγνωση της μοναξιάς και τη συναίσθηση της ματαιότητας, διατηρώντας -όμως- πάντοτε μία χιουμοριστική διάθεση απέναντι σε καταστάσεις που οδηγούν άλλους στην αυτοκτονία.
Έτσι, μέσα από αυτές τις περιδιαβάσεις του στην αμερικάνικη νύχτα και υπό την επήρεια ατελείωτων ποσοτήτων αλκοόλης θα συναναστραφεί ανθρώπους που κινούνται στο περιθώριο και που περιφέρονται από ποτάδικο σε ποτάδικο, πεπεισμένοι ότι ο εαυτός τους είναι μία ανίατη ασθένεια. Όπως εξηγεί χαρακτηριστικά «όταν πίνεις, ο κόσμος είναι πάντα εκεί έξω και σε περιμένει, αλλά -για λίγο τουλάχιστον- δεν σε αρπάζει απ’ το λαιμό».
Απ’ την άλλη, η μέθη δεν χαρίζει μία νέα ψυχή, απλώς αναδύει αυτήν που έχει ο μεθυσμένος. Με άλλα λόγια, μέσα από τη μέθη ο δημιουργός ανακαλύπτει ό,τι ήδη διαθέτει: Ο Πόε θα βρει τον Πόε και ο Λόουρυ τον Λόουρυ. Και, βέβαια, η λίστα μοιάζει ατελείωτη: Ντύλαν Τόμας, Μπωντλέρ, Τζακ Λόντον, Χέμινγκγουεϊ, Φιτζέραλντ, Κέρουακ, Τσάντλερ είναι μόνο μερικοί από τους ποιητές και συγγραφείς που μοιράζονταν το πάθος για το αλκοόλ, άλλοτε με φυγόκοσμη διάθεση και άλλοτε, πάλι, με αυτοκαταστροφική μανία: «Είμαι καθολικός και δεν μπορώ να αυτοκτονήσω, αλλά σκοπεύω να πιω μέχρι θανάτου» είχε εκμυστηρευτεί κάποτε ο Κέρουακ και έτσι έκανε, ενώ ο οινο-πνευματώδης Ρέυμοντ Τσάντλερ θα έλεγε: «Το αλκοόλ είναι σαν τον έρωτα. Το πρώτο φιλί είναι μαγικό, το δεύτερο οικείο, το τρίτο ρουτίνα. Μετά από αυτό, βγάζεις τα ρούχα της κοπέλας».
Σε κάθε περίπτωση, η ποιητική έξαρση που δημιουργεί η αλκοόλη ελάχιστα εξαργυρώνεται και αυτό το γνώριζε καλά ο Μπουκόβσκι, ο οποίος έπινε χωρίς να ψάχνει για κάποιο άλλοθι. Του αρκούσε, απλώς, να εκθέτει την απόλυτη έλλειψη νοήματος της ζωής ανάμεσα στο απρόσωπο πλήθος διανθίζοντας τα έργα του με σαρκαστικά σχόλια για το αμερικάνικο όνειρο και τις κοινωνικές συμβάσεις.
Ο Μπουκόβσκι υιοθετώντας έναν άνευ όρων αναρχικό ατομικισμό έμελλε να δημιουργήσει σχολή: Ήταν από τους πρώτους που αντιλήφθηκαν ότι μία βουτιά σε ακραίες εμπειρίες και βιώματα δεν έχει μόνο ένα τεράστιο προσωπικό κόστος, αλλά και την αξία μιας παρατεταμένης υπαρξιακής αναζήτησης – ένα ταξίδι προς την αυτογνωσία το οποίο, ωστόσο, δεν έχει επιστροφή.
Μία απέραντη θάλασσα από μπύρες και κρασί, θα αποτελεί το μόνιμο σκηνικό της καθημερινότητάς του με συμπότες του έναν πολυπρόσωπο θίασο από περιπλανώμενους αλήτες – όλοι τους λαθρόβιοι, ανέστιοι και αυτοκαταστροφικοί. Ο Αμερικανός συγγραφέας και ποιητής ακολουθεί αυτήν την ακραία πορεία, αυτήν -θα έλεγε κανείς- την ευλαβική φρενίτιδα που μέσα από τις πάσης φύσεως υπερβολές ευνοεί, πάντως, την αναζήτηση της ταυτότητας.
Η βαθύτερη πρόθεση αυτής της οργιαστικής στάσης ζωής είναι να ανακαλύψει η ανθρώπινη φύση κάποιες από τις χαμένες της διαστάσεις και -τελικά-να διεκδικήσει μία απεριόριστη ελευθερία, με οποιοδήποτε τίμημα. Άλλωστε, η μέθη -ως κατεξοχήν κατάσταση υπερβολής και φθοράς- μάλλον δεν θα μπορούσε να λείπει από έναν κόσμο παθών, εντάσεων και συγκρούσεων. Και αυτός φαίνεται ότι είναι ο φυσικός χώρος του Μπουκόβσκι, ο οποίος πίνει και γράφει, μπλέκει σε καβγάδες, παραστρατεί σε ερωτικές περιπέτειες και ξυπνάει κάνοντας εμετό.
«Σημειώσεις ενός πορνόγερου»
Μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 352
Οι «Σημειώσεις ενός πορνόγερου» άρχισαν να δημοσιεύονται τον Μάιο του 1967 στην εναλλακτική εφημερίδα του Λος Άντζελες «Open City» και πολύ γρήγορα έκαναν τον συγγραφέα τους διάσημο σε όλον τον κόσμο. Είναι η αυτοβιογραφία σε συνέχειες ενός ανθρώπου που ζει επικίνδυνα – κάθε πρόταση που χαράζει πάνω στο χαρτί, μπορεί να είναι η τελευταία του.
Ο συγγραφέας υπήρξε για χρόνια ο λυρικός αφηγητής της λογοτεχνίας του περιθωρίου. Ασυνήθιστα πνευματώδης και συχνά με έναν ωμό ρεαλισμό, επιθετικός και βωμολόχος, ο συγγραφέας περιγράφει την άλλη πλευρά του «Αμερικάνικου τρόπου ζωής», αυτήν που οδηγεί από το Αμερικάνικο Όνειρο στον Αμερικάνικο Εφιάλτη. Όλα υπαινίσσονται ότι η Κόλαση δεν πρέπει να βρίσκεται μακριά. Και ο κατάλληλος χρονικογράφος της είναι εκεί…
«Μπέμπης»
Εκδόσεις: Άγρα
Σελίδες: 192
O Δημήτρης Στεργίου, γνωστός ως Μπέμπης (Πειραιάς 16.4.1927-24.12.1972), υπήρξε μια ιδιότυπη πρωταγωνιστική φυσιογνωμία της ελληνικής λαϊκής μουσικής που, λόγω της ιδιοφυΐας, της μόρφωσης, της απαράμιλλης δεξιοτεχνίας του στο μπουζούκι και στην κιθάρα, της καθηλωτικής γοητείας του και της αυτοκαταστροφικής αγωνίας του, απέκτησε, τόσο εν ζωή όσο και μετά θάνατον, διαστάσεις θρύλου.
Ο Θωμάς Κοροβίνης, έχοντας μελετήσει τα υπάρχοντα στοιχεία της εργοβιογραφίας και της καλλιτεχνικής διαδρομής του και «συνομιλώντας» για χρόνια με την προσωπικότητά του, παρουσιάζει ένα εκτενές λογοτεχνικό πορτραίτο του, μια αυτοαναφορική εξομολόγησή του με αποδέκτη έναν φανταστικό επιστήθιο φίλο του . Μέσα από την αφήγηση αναδεικνύονται σημαίνοντα πρόσωπα της ελληνικής λαϊκής μουσικής, εμβληματικά τραγούδια, ανάλυση χαρακτήρων συνθετών, στιχουργών, ερμηνευτών και θαυμαστών του τραγουδιού, καθώς και η ανθρωπογεωγραφική σύνθεση του Πειραιά της εποχής του καλλιτέχνη.
«Σοπενάουερ παρόντος»
Εκδόσεις: Εστία
Σελίδες: 97
Το έργο του Μισέλ Ουελμπέκ σημαδεύεται από τη σκέψη του Σοπενάουερ. Ο Ουελμπέκ δεν παύει να επικαλείται τον φιλόσοφο για να αναγγείλει την παρακμή της ανθρωπότητας και τον τελικό αφανισμό της.
Ο μυθιστοριογράφος βρίσκει επίσης στη σκέψη αυτή μια επιβεβαίωση της θεώρησής του για την αγάπη ως ανέφικτη, ως απάτη. Συνολικά, ο κόσμος κατά Σοπενάουερ αποτελεί για τον Ουελμπέκ την πιο ενδεδειγμένη σύλληψη για να καταλάβουμε τι ζούμε, και ακόμα περισσότερο τι μας περιμένει. Σε αυτό το σημαντικό δοκίμιο βλέπουμε τη σχέση που διατηρεί ο Ουελμπέκ με τη φιλοσοφία και πώς τροφοδοτεί αυτή το έργο του.
«Η τέχνη του να μην κάνεις τίποτα»
Μετάφραση: Μυρτώ Καλοφωλιά
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελίδες: 416
Ο Δαρβίνος εργαζόταν μόλις τέσσερις ώρες την ημέρα. Ο άνθρωπος περπατάει πάνω στη γη εδώ και 300.000 χρόνια, ενώ κάθεται πίσω από ένα γραφείο μόλις 200. Μήπως το γραφείο σας είναι όλο και πιο ίδιο με το σπίτι σας; Η εργασιομανία δεν είναι καλυμμένη αλαζονεία, είναι κραυγή απελπισίας… Εργαζόμαστε πυρετωδώς για να ζούμε καλύτερα, προσπαθούμε να ασκούμε το σώμα και το μυαλό με κάθε τρόπο, ώστε να γινόμαστε όσο το δυνατόν πιο «αποτελεσματικοί». Το αποτέλεσμα, όμως, μοιάζει, πολύ συχνά, να μην είναι αντίστοιχο της προσπάθειας: δουλεύουμε περισσότερο αντί για λιγότερο, ζούμε πιο δύσκολα, γινόμαστε πιο αγχώδεις και, πολλές φορές, πιο μοναχικοί. Μήπως να κάναμε απλά μια παύση; Στο βιβλίο αυτό, η Αμερικανίδα βραβευμένη δημοσιογράφος Celeste Headlee προτείνει έναν άλλο δρόμο που προϋποθέτει μια συνολική αλλαγή στον τρόπο σκέψης μας.
«Πάρτι για δολοφόνους»
Μετάφραση: Ρόζα Τραϊκόγλου
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Σελίδες: 272
Σ’ ένα πάρτι για το Χάλοουιν ένα δεκατριάχρονο κορίτσι, η Τζόις, περηφανεύεται ότι υπήρξε μάρτυρας φόνου. Και ενώ κανείς δεν την πιστεύει, εκείνη το σκάει. Ύστερα από ώρες, εντοπίζεται: είναι ακόμη στο σπίτι, πνιγμένη… μέσα σ’ έναν κουβά με μήλα. Το ίδιο βράδυ ο Ηρακλής Πουαρό καλείται να διαλευκάνει την υπόθεση, ωστόσο η αποστολή του δεν είναι απλή, αφού κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τον λόγο για τον οποίο δολοφονήθηκε η μικρή παραμυθού. Κι αν η Τζόις είχε δίκιο; Κι αν πράγματι είχε δει με τα ίδια της τα μάτια έναν φόνο; Κι αν ο δολοφόνος είναι… δολοφόνος εις διπλούν; Η μεγάλη κυρία του αστυνομικού μυθιστορήματος δεν χρειάζεται συστάσεις, ούτε ο Βέλγος ντετέκτιβ Ηρακλής Πουαρό.