Δεν δίσταζε ποτέ να επαναπροσδιορίζει τον εαυτό και την τέχνη του, απορρίπτοντας την αντίληψη που ήθελε τα μεγάλα ονόματα της ροκ να εξελίσσουν μεθοδικά τη δημόσια εικόνα τους. Αλλα αυτή η πρακτική του, αποδείχτηκε ιδιαίτερα αυτοκαταστροφική: Αφού πρώτα μυθοποιούσε καθεμία από τις περσόνες που τον έκαναν διάσημο στη συνέχεια τις αποδομούσε, μαζί με τον εαυτό του. Και αν σήμερα ο Ντέιβιντ Μπάουι (1947-2016) θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του εικοστού αιώνα, η πορεία προς την αναγνώριση δεν ήταν ούτε εύκολη, ούτε βέβαια αυτονόητη. Ποια είναι η πραγματική ιστορία, εκείνη η κρυφή εσωτερική διαδρομή που βρίσκεται πίσω από τον Μπάουι; Παρά τις απροσμέτρητες βιογραφίες που έχουν κυκλοφορήσει, κανένας δεν γνωρίζει με βεβαιότητα.
Έχοντας αλλάξει τόσες φορές κατεύθυνση, ρόλους, μουσικές και στιχουργικές επιλογές, φάνταζε πάντα απροσδιόριστος, φευγαλέος, σχεδόν απόκοσμος: Κάτι σαν ένα ιλιγγιώδες άθροισμα εκείνων των αλλοπρόσαλλων εικόνων και των ευφάνταστων προσωπείων που δημιούργησε, των διαφορετικών εκδοχών του εαυτού του που επινόησε, στην προσπάθειά του να ανακαλύψει τη μία και μοναδική ταυτότητα – πίσω απ’ όλα αυτά.
Ο Ντέιβιντ Τζόουνς, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1947 στο Μπρίξτον του Λονδίνου. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, η βρετανική πρωτεύουσα ήταν μια ζωντανή πολυπολιτισμική μητρόπολη, ανοιχτή σε κάθε λογής μουσικές επιρροές, πειραματισμούς, προσμίξεις ειδών και ιδεών. Από το 1963 μέχρι το 1968, θα αγωνιστεί -χωρίς αποτέλεσμα- να ενταχθεί σε αυτό το αχανές μουσικό τοπίο. Σταδιακά, πάντως, αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να βρει τη δική του φωνή, να μην ακολουθεί ασθμαίνοντας την πρωτοπορία, αλλά να τη δημιουργήσει.
Το 1969 είναι η χρονιά του: Εκτοξεύεται στο μουσικό στερέωμα με το πρώτο άλμπουμ του, το «Space Oddity» – ένα κομψοτέχνημα ευάλωτο, προσωπικό, συγκινητικό και θλιμμένο. Το ομώνυμο τραγούδι θα γνώριζε ευρύτατη αποδοχή. Οι άνθρωποι των δισκογραφικών εταιριών, πλέον, τον κυνηγούσαν πιεστικά. Οι κοσμικές στήλες ασχολούνται συχνά μαζί του, σχολιάζοντας έκπληκτες την προσωπική του ζωή: Το γεγονός, δηλαδή, ότι παντρεύτηκε και απέκτησε παιδί, ενώ ταυτόχρονα παραδεχόταν ότι ήταν αμφισεξουαλικός.
Παρόλα αυτά, ο Bowie δουλεύει ακατάπαυστα και εκείνα τα χρόνια θα ολοκληρώσει έργα που σήμερα θεωρούνται κλασικά. Το 1971 κυκλοφορεί το «The man who sold the world», ίσως το πιο βαθύ και στοχαστικό άλμπουμ του του, με ένα μεταφυσικό σχεδόν τρόμο για το μέλλον. Με το «Hunky Dory», το 1972, καθιερώνεται ως ο δημιουργός που μπορεί να συνθέσει οποιουδήποτε είδους τραγούδια, ενώ ακολουθεί το αριστουργηματικό «The Rise and Fall of Ziggy Stardust», με θέμα την άνοδο και την πτώση ενός πρωταγωνιστή της ροκ. Στο μεταξύ, συνεχίζει να είναι ασύλληπτα παραγωγικός και μέχρι το 1976 κυκλοφορούν τα «Aladdin Sane», «Pin-Ups», «Diamond Dogs», «Young Americans» και «Station to station», έργα που τον επιβάλουν σε παγκόσμια κλίμακα.
Αλλά το τίμημα είναι τεράστιο, αφού για να μπορεί να δημιουργεί ασταμάτητα καταφεύγει -επί πολλά χρόνια- στη χρήση ναρκωτικών. Για να ξεφύγει απ’ όλα αυτά, πήγε στο Βερολίνο με αποτέλεσμα την συναρπαστική ενότητα έργων του -«Low» (1977), «Heroes» (1977) και «Lodger» (1979)- που προηγήθηκαν κατά πολύ της εποχής τους: η ηλεκτρονική αβάν-γκαρντ συναντάει τη λεπτή θλίψη των καμπαρέ. Και τα υπόλοιπα, καθώς λένε, είναι Ιστορία! Μια ιστορία άξια θαυμασμού για το έργο, αλλά γεμάτη ερωτηματικά για τις προϋποθέσεις πίσω από αυτό.
«Bowie – Αστρόσκονη, ακτινοπίστολα & ονειροπόληση στην εποχή του φεγγαριού»
Μετάφραση: Γιάννης Νένες
Εκδόσεις: Οξύ
Σελίδες: 160
Το graphic novel Bowie εξιστορεί την άνοδο της καριέρας του David Bowie από την αφάνεια στη φήμη, καθώς και την άνοδο και πτώση του Ziggy Stardust, του ιστορικού alter ego του Bowie. Ο Ziggy συνοδεύει τον Bowie στη μετ’ εμποδίων πορεία του προς την κορυφή, αλλά όταν οι Spiders from Mars τελικά διαλυθούν και ο Bowie φεύγει από το Λονδίνο για μια νομαδική ζωή στο εξωτερικό, πρέπει να αφήσει πίσω του την περσόνα του Ziggy.
Αυτή η εικονογραφημένη βιογραφία αφηγείται την ιστορία ενός από τους πιο διάσημους και αγαπημένους μουσικούς όπως ποτέ δεν έχει ξαναγίνει, με graphic αφηγήσεις του μπεστ-σέλερ καλλιτέχνη των New York Times, Mike Allred, και του αναγνωρισμένου συγγραφέα Steve Horton. Και όλα αυτά, μέσα από ένα μείγμα θαυμαστών ιστοριών και αποκαλυπτικών διηγήσεων με εξαιρετικά ενδιαφέροντα περιστατικά από τη ζωή και το έργο αυτού του τόσο ξεχωριστού ανθρώπου.
Εκ των υστέρων, το σύνολο της σπουδαίας διαδρομής του -με άλμπουμ όπως τα «Let’s dance» (1983), «Outside» (1995) και το ύστατο «Blackstar» (2016)- υπαινίσσεται έναν καλλιτέχνη σίγουρο για τις επιλογές του, ο οποίος κατάφερνε πάντα να επιβάλλεται. Και, όμως, υπήρξαν εποχές που τα καλύτερα κομμάτια του τα έγραψε ενώ αιμορραγούσε – ασφυκτιούσε κάπου ανάμεσα στην ευρύτατη αποδοχή και την χαμηλή αυτοεκτίμηση, έχοντας μόνο την ανάγκη να εκφράσει τα προσωπικά του αδιέξοδα.
Φτάνοντας, ωστόσο, στο τέλος και αυτού του περίτεχνου graphic novel, αισθάνεσαι ότι ο Ντέιβιντ Μπάουι παραμένει κρυφός. Οι αποκαλυπτικές λεπτομέρειες τελούν εν αφθονία, μέσα από τα καρέ με τα εκπληκτικά σχέδια, τα χρώματα και την υπέροχη αφήγηση, αλλά δεν αποκαλύπτουν καμιά μυστική συνταγή. Όσο περισσότερο υπεισέρχεσαι στον κόσμο αυτής της ιδιοφυΐας, τόσο λιγότερο κατανοείς το πώς έκανε όσα έκανε. Εάν προκύπτει κάτι έπειτα από τόσες πληροφορίες, αυτό δεν είναι ούτε η εξοικείωση, ούτε η απομυθοποίηση. Και το μυστήριο, φυσικά, παραμένει. Ισως, πάλι, να είναι καλύτερα έτσι…
«Φανταστικά ζώα 3: Τα μυστικά του Ντάμπλντορ – Το πρωτότυπο σενάριο της ταινίας»
Μετάφραση: Τατιάνα Σταυρουλάκη
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Σελίδες: 288
Το βιβλίο περιλαμβάνει το τελικό σενάριο που έγραψαν η Τζ. Κ. Ρόουλινγκ και ο Στιβ Κλόουβς μαζί με πλούσιο υλικό από τα παρασκήνια, σχέδια ενδυμασιών, αναπαραστάσεις τοποθεσιών, γραφιστικά σχέδια, πληροφορίες από τους πρωταγωνιστές και από μέλη της δημιουργικής ομάδας και πολλά άλλα. Δραματικές μονομαχίες, γοητευτικά πλάσματα και η πανταχού παρούσα μαγεία συνθέτουν μια απόλυτη, γνήσια επική περιπέτεια. Ο καθηγητής Άλμπους Ντάμπλντορ γνωρίζει ότι ο ισχυρός Σκοτεινός Μάγος Γκέλερτ Γκρίντελβαλντ έχει κινητοποιηθεί για να αποκτήσει τον έλεγχο όλου του κόσμου των μάγων. Ανήμπορος να τον εμποδίσει μόνος του, αναθέτει στον μαγικοζωολόγο Νιουτ Σκαμάντερ να ηγηθεί μιας ατρόμητης ομάδας από μάγους, μάγισσες κι έναν γενναίο Μαγκλ αρτοποιό, σε μια επικίνδυνη αποστολή, όπου θα συναντήσουν παλιά και νέα μαγικά ζώα και θα συγκρουστούν με τη διαρκώς αυξανόμενη στρατιά των Ακολούθων του Γκρίντελβαλντ.
«Λάδι σε καμβά»
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 224
«Το φως μιας επανάστασης αχνόφεγγε, ο παλιός κόσμος βούλιαζε και εμείς, απομακρυσμένοι από το όλο και πιο απρόσωπο κέντρο της πόλης, κρυμμένοι στις παραμελημένες γειτονιές της, φέρναμε τον καινούργιο». Καλοκαίρι 1966. Ο Σπύρος, μαθητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, περνά τις διακοπές του φιλοξενούμενος από την οικογένεια ενός ζωγράφου στο νησί. Είναι ένα σημαδιακό καλοκαίρι, όχι µόνο για τον ίδιο αλλά και για την οικογένεια που τον φιλοξενεί. Λίγο αργότερα, ο Απρίλιος του ’67 αλλάζει τα πάντα στη ζωή του. Η ιστορία του Σπύρου είναι η ιστορία και πολλών άλλων της γενιάς του. Είναι η ιστορία ενός νεαρού ζωγράφου που αρνήθηκε να προδώσει την παρέα του, αλλά πρόδωσε το όνειρό του.
«Ένας τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς»
Μετάφραση: Χρήστος Γκούβης
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Σελίδες: 176
Το βιβλίο αυτό, κατά πολλούς το πιο σημαντικό που κατέλιπε ο Ντανίλο Κις, απαρτίζεται από επτά σκοτεινές ιστορίες και παρουσιάζει παραλλαγές του θέματος της πολιτικής και κοινωνικής αυτοκαταστροφής σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Οι χαρακτήρες σε τούτες τις ιστορίες, οι οποίες σμιλεύουν μια ενιαία φοβερή αφήγηση για την επανάσταση και τη βία, βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε έναν κόσμο όπου τα παιχνίδια της εξουσίας, η υποκρισία, ο φόβος, οι ανακρίσεις, τα βασανιστήρια και οι ψευδείς ομολογίες οδηγούν σε μια κοινή μοίρα, τον θάνατο. Παρότι οι συγκεκριμένες ιστορίες βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα και σχετίζονται κυρίως με ανθρώπους που χάθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1930, την περίοδο του σταλινικού Μεγάλου Τρόμου, η ακρίβεια και η ομορφιά της γλώσσας τις ανυψώνουν σε μια λογοτεχνία που υπερβαίνει το πλαίσιο της εποχής τους.
«Πριν σβήσουν τα φώτα»
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελίδες: 608
Αναζητώντας τον εαυτό του, εκπλήσσεται: «Εγώ είμαι οι άλλοι». Εκατοντάδες. Μια γενετική λοταρία στα βουνά της Κρήτης. Ταξίδι σε ένα παρελθόν πανταχού παρόν. Η Αυτοβιογραφία γίνεται ιστορία-πινακοθήκη μιας συναρπαστικής εποχής: πορτρέτα, εικόνες, σκηνές, χρώματα, δράματα κι ευτράπελα. Τα μυστικά των «πάνω» –επιφανών πολιτικής, τέχνης, επιστήμης και πλούτου– τέμνονται με τις ανέκδοτες ιστορίες των «κάτω», των απλών ανθρώπων. Από μια επαρχιακή Μαγική πόλη σε Αθήνα-Πειραιά της αντίστασης και των παράνομων οργανώσεων. Ο Μίμης Ανδρουλάκης είχε δεσμευτεί να «μιλήσει» μετά 50 χρόνια. Τώρα συμπληρώνει τις λευκές σελίδες της πρόσφατης ιστορίας, με πρώτες το «Πολυτεχνείο ’73» και την «Ύβριν» Νο 8.