«Η “Χώρα του Χωσέ” δεν έχει θαύματα, αλλά είναι μια χώρα με τους δικούς της κανόνες, με τους δικούς της ήρωες και αντιήρωες, με τα τραγικά και τα τραγελαφικά πράγματα που ζεις μέσα στον στρατό», λέει ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος, ένα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας που η θερμοκρασία χτυπούσε κόκκινο και θύμιζε ίσως μία από τις μέρες της θητείας του, μακριά από τα σωτήρια κλιματιστικά. Δεν θα έπιανα εύκολα να διαβάσω ένα βιβλίο για τον στρατό, αν δεν πίστευα ότι οι σελίδες θα έκρυβαν κάτι πολύ μεγαλύτερο.
Όντως, μέσα από την εξομολογητική, ατόφια γραφή του και με όπλο το χιούμορ, ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος ζωγραφίζει με λέξεις ένα ολόκληρο σύμπαν, στο βιβλίο «Στη Χώρα του Χωσέ», όπου συνυπάρχει η συγκινητική στιγμή με τον πατέρα του, λίγο πριν ξεκινήσει τη θητεία του, μαζί με τις βωμολοχίες, τη βρωμιά του στρατού, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τη βυσματοκρατία και τις εγκληματικές πρακτικές που λαμβάνουν χώρα στις θάλασσές μας όσον αφορά στους ανθρώπους που έρχονται να ζητήσουν άσυλο στη χώρα μας.
Ξετυλίγοντας το νήμα από την αρχή, πώς θα περιέγραφες το σύμπαν όπου ο στρατός γίνεται μέρος της καθημερινότητάς σου; Ποιες πρακτικές σε ξένισαν;
Όσον αφορά τον στρατό ως σύμπαν, εγώ είδα δύο πράγματα. Πρώτον, τα κλασικά κακώς κείμενα που ταλαιπωρούν τους φαντάρους, όπως η βυσματοκρατία. Κάποιοι κατέληγαν αμέσως στο Πεντάγωνο γιατί είχαν μπάρμπα στην Κορώνη, κάποιοι κατέληγαν στην άκρη του κόσμου. Αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό, είναι κακό όταν κριτήριο είναι το αν είσαι καλά πλασσαρισμένος στην ελληνική κοινωνία, ενώ κατά τ’ άλλα μπορεί να είσαι ένας φελλός. Άρα υπάρχει και μια ανισότητα. Ένα άλλο πρόβλημα ήταν οι διακρίσεις σε βάρος φαντάρων, είτε λόγω σεξουαλικότητας, είτε λόγω θρησκείας. Δηλαδή υπήρχαν περιπτώσεις bullying κατά gay και κατά μουσουλμάνων.
Ένα περιστατικό που αναφέρω στο βιβλίο, όταν παίρναμε τις μεταθέσεις στη «Θλίβα» (σ.σ.: Θήβα) όπως την αποκαλούμε γιατί προκαλεί θλίψη το στρατόπεδο εκεί στους φαντάρους, ήταν τότε που ένας ανθυπολοχαγός λέει σε έναν φαντάρο ότι θα πάρει μετάθεση σε μια μονάδα στα αλβανικά σύνορα. Εκείνος εκπλήσσεται, γιατί οι περισσότεροι παίρναμε μεταθέσεις για ανατολικό Αιγαίο ή Έβρο, και ο ανθυπολοχαγός του λέει: «Σε στέλνουμε εκεί επειδή είσαι μουσουλμάνος και δεν ξέρουμε αν την κρίσιμη ώρα θα πας με εμάς ή με τους απέναντι». Αυτό έγινε μπροστά σε 150 άτομα, σε όλη την αναφορά, που δείχνει μια ευθεία διάκριση. Επίσης, σε ένα άλλο περιστατικό, φαντάροι έκαναν bullying σε ένα παιδί επειδή ήταν gay και ευτυχώς πήρε Ι5, γιατί είτε είσαι στον στρατό, είτε είσαι έξω, δεν πρέπει να είσαι κάπου που δεν σε σέβονται. Ιερός κανόνας.
Ήθελα να αποτυπώσω τις διακρίσεις, τη βυσματοκρατία, την κακή εκπαίδευση. Γιατί λέω κακή εκπαίδευση; Διότι όταν είσαι σε ένα μέρος και αισθάνεσαι ότι κάνεις κάτι σημαντικό, αυτό είναι καλό γιατί μπορεί να κουράζεσαι αλλά έχεις μια αξιοπρέπεια, νιώθεις ότι είσαι κομμάτι μιας ομάδας. Όταν, όμως, σε παρατάνε κάπου και το μόνο που κάνεις είναι σκοπιές και λάντζα -που δεν είναι κακό να κάνεις λάντζα, αλλά αισθάνεσαι ως υπηρετικό προσωπικό κι ότι ο μόνος λόγος ύπαρξής σου είναι να για να υπάρχουν άλλοι που πληρώνονται-, αυτό σε κουράζει περισσότερο γιατί δεν έχεις κάποιον ρόλο σε αυτό το πλαίσιο.
Ένα δεύτερο θέμα ήταν ότι ο στρατός φαινόταν να μην ενδιαφέρεται για τον τόπο που επικαλείται ότι υπηρετεί. Για παράδειγμα, δεν υπήρχε σοβαρή ανακύκλωση, βρωμίζαμε παντού. Πολλά πράγματα δεν λειτουργούσαν σωστά, έτσι ώστε αν ποτέ γινόταν κάτι, δεν θα μπορούσαμε να αμυνθούμε ή να βοηθήσουμε την κοινωνία. Για παράδειγμα, στην περίπτωση σεισμού. Αυτό δείχνει, πέρα από αυτό που ξέρουμε όλοι, ότι ο στρατός δεν ενδιαφέρεται για τους φαντάρους, αλλά δείχνει να μην ενδιαφέρεται πολλές φορές και για τον τόπο τον οποίο υποτίθεται ότι έχει πάρει όρκο να υπηρετεί.
Είναι απαραίτητος ο στρατός στις μέρες μας, τόσο σε επίπεδο γεωπολιτικών συσχετισμών στην εποχή των πυρηνικών, όσο και σε επίπεδο ιδεολογικό πια και ως ιδεατό;
Όπως λέω και στο βιβλίο, δεν είμαι αντιρρησίας συνείδησης. Πιστεύω ότι όλες οι κοινωνίες, προφανώς δεν πρέπει να ξεκινάνε ποτέ πόλεμο, αλλά έχουν δικαίωμα στην άμυνα. Για παράδειγμα, όταν οι Ναζί έκαναν εισβολή σε τόσες χώρες, όλοι οι λαοί έπρεπε να αμυνθούν. Στην Ελλάδα το είδαμε αυτό και με τους φαντάρους που πολέμησαν στο Ελληνοαλβανικό Μέτωπο, αλλά και μετά, με την αντίσταση, με τον ΕΛΑΣ και τους αντάρτες. Δηλαδή, είναι πολύ λογικό. Πέρα από αυτό όμως, ο στρατός θα έπρεπε να έχει και άλλες λειτουργίες που να βοηθούν το κοινωνικό σύνολο. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, ο στρατός να έχει περισσότερα περίπολα πυρασφάλειας. Δηλαδή, στη Χίο, στα νησιά, στη Μακεδονία, να βγαίνουν έξω και να κάνουν περιπολίες, έτσι ώστε αν υπάρξει φωτιά, να τη δούνε γρήγορα, να ενημερώσουν και να γίνει πιο γρήγορα η επέμβαση της πυροσβεστικής. Μπορεί δηλαδή, σε περιόδους ειρήνης, να έχει λειτουργίες πάρα πολύ ωφέλιμες για το κοινωνικό σύνολο. Ωστόσο, βλέπουμε ότι συχνά κυριαρχεί μια δημοσιοϋπαλληλική αντίληψη και άρα αυτοαναιρείται ο στρατός και ο ρόλος που θα μπορούσε να έχει στην κοινωνία.
Στο βιβλίο σου φωτίζεις και την αμάθεια που επικρατεί στους κόλπους του στρατού. Ουσιαστικά, ο στρατός όχι μόνο δεν έχει κάποιον άλλο ρόλο υπέρ του κοινωνικού συνόλου, αλλά ακόμη και σε όσα εμπίπτουν στις αρμοδιότητές του αποδεικνύεται επιεικώς λίγος…
Είναι ενδιαφέρον, γιατί έχεις πιάσει κομμάτια του βιβλίου που μιλούν πολύ μέσα μου. Είχα ειδικότητα στον όλμο, ο οποίος πετάει μια οβίδα και κάπου χτυπάει. Εκεί, λοιπόν, που κάναμε την εκπαίδευση – και αυτό το έχουν βιώσει πολλοί φαντάροι – δεν μάθαμε ουσιαστικά τίποτα. Δεν τους ενδιέφερε ούτε να μας μάθουν αυτό που υποτίθεται ότι οι ίδιοι υπερασπίζονται, το οποίο μου φαίνεται αρκετά αστείο κι ενδιαφέρον, γιατί υπάρχει ένας γενικευμένος ωχαδερφισμός. Έδειχναν, τα στελέχη, να μην ξέρουν ούτε καν πώς χρησιμοποιείται το βλήμα, μέχρι πού μπορεί να πηγαίνει -δηλαδή το βεληνεκές του- και όλα αυτά. Ήμασταν εκεί, πηγαίναμε, αράζαμε, κάναμε ότι δουλεύουμε, κάναμε ότι μαθαίνουμε και αυτοί έκαναν ότι μας διδάσκουν. Ήταν τελείως επιφανειακό.
Αναφέρθηκες πριν στο κομμάτι των διακρίσεων και του εκφοβισμού. Θεωρείς ότι η διάκριση και ο ρατσισμός, όντας διάχυτος και κυρίαρχος πολλές φορές, είναι δομικό στοιχείο του στρατού και των λειτουργιών του;
Τρομερή ερώτηση. Ο καλύτερος προβληματισμός για τον στρατό. Ο στρατός ως μια δύναμη καταστολής, δυνάμει και άσκησης βίας, ενέχει και σκληρή ιεραρχία, ενέχει μέσα το στοιχείο της υποταγής. Πάντα υποτάσσεσαι σε κάποιον άλλον. Νομίζω όμως ότι τα προβλήματα που έχει ο στρατός σε αυτό το επίπεδο, σχετικά με τα δικαιώματα, είναι προβλήματα που στον μεγαλύτερο βαθμό λύνονται. Θα ήταν ανακουφιστικό για τον στρατό να πει ότι οφείλονται στη φύση του, άρα δεν γίνεται να τα διορθώσουμε. Υπάρχουν όμως πράγματα που μπορούν να αλλάξουν, είναι θέμα νοοτροπίας και υπάρχει ένα αισιόδοξο σενάριο εδώ. Κάποια πράγματα μπορούν να διορθωθούν.
Για παράδειγμα, είπαμε για τις διακρίσεις σε βάρος των μουσουλμάνων, σε βάρος γκέι ανθρώπων, υπήρχε όμως και αρκετός σεξισμός. Οι γυναίκες είναι για τα γραφεία και για τις σφραγίδες. Όσο πήγαινες προς την πρώτη γραμμή, οι γυναίκες δεν υπήρχαν. Γιατί υπήρχε η εντύπωση ότι μόνο οι άντρες μπορούν να υπερασπιστούν αυτόν τον τόπο, το οποίο είναι αστείο, γιατί πολλά όπλα δεν λειτουργούσαν εξαιτίας των ανδρών. Πολλά πράγματα ήταν αναποτελεσματικά εξαιτίας των αντρών. Θέλω να πω, δηλαδή, ότι η κακή εκπαίδευση προερχόταν από τους αξιωματικούς που ήταν όλοι οι άντρες. Δεν υπήρχε γυναίκα.
Οι διακρίσεις, λοιπόν, ο σεξισμός και η ομοφοβία μπορούν να βελτιωθούν. Το κυρίως πρόβλημα είναι ότι ο στρατός ακόμα δεν έχει καμία αυτοκριτική στο πώς θα αξιοποιήσει το δυναμικό του, πώς θα είναι με όλα τα παιδιά του -φαντάρους και στελέχη- ίσος, κι αυτό είναι και ζήτημα κοινωνικής επιταγής. Πρέπει να τους αντιμετωπίζει όλους ίσα, γιατί ο καθένας έχει την ίδια ανθρώπινη αξία. Εξάλλου, ακόμα και αν δεν έχει κοινωνικές ευαισθησίες, είναι πιο πατριωτικό να αγκαλιάζει όλα του τα παιδιά. Είναι όλα παιδιά αυτής της χώρας, αυτού του τόπου, είτε γεννήθηκαν στην Αλβανία, είτε γεννήθηκαν στο Πακιστάν, είτε αλλού.
Επίσης, είναι και ζήτημα αποτελεσματικότητας. Γιατί όταν δίνεις σε όλους τους ανθρώπους τις ίδιες ευκαιρίες να αναπτυχθούν επαγγελματικά, είτε στον ιδιωτικό τομέα, είτε στον δημόσιο, είτε στον στρατό, ο άλλος θα δώσει το 100% του. Συναισθηματικά θα είναι εκεί κι αυτό θα είναι καλύτερο και για τον στρατό. Δηλαδή, είτε το δεις από κοινωνική, είτε από μια πιο πρακτική οπτική, είναι καλύτερο να αγκαλιάζεις όλα σου τα παιδιά. Και εγώ το είδα αυτό στον στρατό, γιατί είδα πραγματικά ότι η επαφή με γυναίκες αξιωματικούς, οι οποίες ήταν ευγενικές, σε έκανε να βιώνεις την εμπειρία σου καλύτερα, αλλά σου έδιναν και ένα boost στην καθημερινότητα. Κάνεις τα πράγματα καλύτερα όταν είσαι με ανθρώπους που είναι καλοί. Είναι πολύ σημαντικό, όπως και να το δεις, όχι μόνο από μια αριστερόστροφη, κοινωνικά ευαίσθητη προσέγγιση. Και από μια σκληρή δεξιά στρατιωτική πλευρά να το δει κάποιος, πρέπει να δίνεις σε όλους τις ίδιες ευκαιρίες. Είναι καλύτερο για το σύστημα. Και μπορώ να πω ότι σε πολλά πράγματα οι γυναίκες ήταν καλύτερες στον στρατό από ότι οι άντρες.
Οι άντρες συχνά έχουν την τάση, μέσα στο στρατό, να είναι πιο “καψοναριστικοί”, πιο βαρύμαγκες. Οι γυναίκες, που πολλές φορές είχαν αυτή την ευγένεια, αυτή την ηρεμία και όχι το «θα σε στάξω», «θα σε καψονάρω», ή «αντιμιλάς; πάρε δύο μέρες», είχαν περισσότερη εξουσία στους στρατιώτες. Ο στρατιώτης ήταν έτοιμος να κάνει πιο πολλά πράγματα όταν είχε απέναντι μια γυναίκα που του μιλούσε με σεβασμό. Αν δεν τους σέβεσαι, οι φαντάροι απειθαρχούν. Περισσότερη εξουσία έχεις όταν είσαι άνθρωπος, πάντως.
Κάποια πράγματα, δηλαδή, που προέρχονται από το στρατιωτικό κατεστημένο μπορούν και οφείλουν να βελτιωθούν. Υπάρχει λαϊκή απαίτηση. Αυτό το βλέπεις και από το γεγονός ότι στις διαφορετικές μονάδες, ανάλογα με τον άνθρωπο, τον διοικητή, είναι διαφορετικά τα πράγματα. Το πλαίσιο, για παράδειγμα, ήταν πιο ομοφοβικό στη Θήβα. Στη Χίο, όμως, που ήταν η πιο μικρή μονάδα, ο διοικητής μας ήταν καλύτερος. Δεν υπήρχε ομοφοβία εκεί. Οι μουσουλμάνοι είχαν άλλη αντιμετώπιση, πολύ καλύτερη. Κι όταν ο άλλος νιώθει ότι τον ακούς, έχει περισσότερο φιλότιμο.
Το βιβλίο σου είναι σαν ένας καμβάς όπου απλώνεις πάνω του διάφορα ζητήματα που αφορούν ολόκληρη την κοινωνία. Στις σελίδες του διαβάζουμε πολλά σχόλια και για τη ματσίλα, για τον σεξισμό κλπ. Ποια πρότυπα αρρενωπότητας είδες να κυριαρχούν εν έτει 2023 μέσα στον στρατό και πόσο σε επηρέασαν εσένα;
Το πρότυπο είναι ο ελληνοορθόδοξος, λευκός, πολλά βαρύς, στρέιτ προφανώς, άντρας, που όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει, δεν κολώνει πουθενά, δεν κλαίει, δεν σπάει. Αυτό υπάρχει ως πρότυπο και όσο απέχεις από αυτό, τόσο υποφέρεις. Αν πέσεις σε κάποιον κακό διοικητή θα υποφέρεις πάρα πολύ. Αυτό που βίωσα, για παράδειγμα, με τη δική μου ιδιοσυγκρασία, είναι ότι ο στρατός δεν θέλει να βλέπει συναισθήματα. Υπάρχει συναισθηματοφοβία. Δεν μπορείς να κλάψεις. Εμένα το γράψιμο με βοηθούσε στην έκφραση των συναισθημάτων μου. Όταν έπιασα μια γάτα στη Χίο κι άρχισα να τη χαϊδεύω, κράτησα ένα πλάσμα, μετά από πάρα πολύ καιρό. Γιατί στον στρατό δεν ακουμπάς κανέναν. Εκεί κατάλαβα ότι ήθελα να κλάψω, γιατί έπιανα ένα άλλο πλάσμα. Εκεί κατάλαβα την απόσταση που σου δημιουργεί συναισθηματικά και στο επίπεδο της διαπροσωπικής σχέσης και στο επίπεδο της επαφής. Προφανώς όλα αυτά τα πράγματα και απαγορεύονται.
Ο στρατός είναι σκληρός και αυτό συνθλίβει τους άντρες. Αυτή η φάση δεν είναι καλή για τους άντρες. Δεν ξέρω πώς το βιώνει ένας αξιωματικός, αλλά τους φαντάρους αυτή η ματσίλα τους συνθλίβει στην πραγματικότητα, εκτός αν είναι οι ίδιοι φορείς, γιατί υπάρχουν και στρατόκαυλοι. Εξού και ο λόγος που συχνά ο έρωτας, η αγάπη, ανάγεται σε αυτοσκοπό και παίρνει τεράστιες διαστάσεις. Δηλαδή ο έρωτάς σου, η αίσθηση του άλλου εκεί έξω, είτε είναι ένα αγόρι, είτε ένα κορίτσι, λόγω της επαφής που λείπει, της συναισθηματικής ένδειας, εκτοξεύεται.
Το γράψιμο ήταν αρωγός στη θητεία σου, ώστε να την βγάλεις καθαρή, λοιπόν;
Νομίζω ότι αυτή είναι η πιο σημαντική ερώτηση για την εμπειρία όπως την έζησα εγώ. Όταν μπήκα μέσα, δεν είχα τη φιλοδοξία να γράψω ένα βιβλίο. Είχα όμως την πρεμούρα να γράφω, γιατί ήταν το μόνο πράγμα που κάνω έξω, ως γραφιάς, ως δημοσιογράφος, άρα ήταν ένα πράγμα από τη ζωή μου έξω που μπορούσα να το κάνω και μέσα στον στρατό. Γιατί εκεί όλα παγώνουν, οι σχέσεις σου παγώνουν, είσαι μακριά από τους φίλους, από τη ζωή σου. Το γράψιμο, μέσα από τον εξομολογητικό και καθαρτικό του χαρακτήρα, με βοηθούσε να διυλίζω καλύτερα μέσα μου συναισθηματικά αυτά που ζούσα. Επίσης με βοηθούσε στη μοναξιά μου, είχα παρέα το γράψιμο. Μετά τη Θήβα και τη Χίο, συνέχισα την θητεία μου στις Σχοινούσες κι εκεί ουσιαστικά κάναμε παρατηρητήριο και είχα μια υπηρεσία 6 ώρες, μαζί με ένα άλλο στέλεχος που έκανε τα δικά του, άραζε με το κινητό του, κοιμόταν ή ό,τι έκανε ο καθένας. Εγώ, αν δεν κοιμόμουν, όπως συνήθιζα, έγραφα λέξεις που μου κρατούσαν παρέα.
Ήταν πολύ συγκινητική η σκηνή με τον μπαμπά σου, πριν μπεις…
Ο πατέρας μου είναι ένας σκληρός άνθρωπος, γιατί μεγάλωσε σκληρά, σε ένα πλαίσιο φτωχό, και ο ίδιος έμαθε να μην εκφράζει τα συναισθήματα του. Γιατί και ο κοινωνικός του περίγυρος αυτό του ζητούσε, να είναι οικοδόμος, εργάτης που πάει για δουλειά και δεν σπάει ποτέ. Ο στρατός, όμως, όπως γράφω και μέσα στο βιβλίο, ως εμπειρία, σου δίνει κάποια δώρα, τα αποκαλώ “παρεμπίπτοντα δώρα” γιατί δεν έχουν σχέση με τον στρατό καθεαυτό, την οργάνωσή του, αλλά τα ζεις παράλληλα με τη θητεία σου.
Ένα από αυτά ήταν όταν είπα στον πατέρα μου ότι πάω να παρουσιαστώ και μου λέει, θα σε πάω εγώ. Το είδε πολύ συναισθηματικά. Ο πατέρας μου συγκινήθηκε στην πύλη όταν με άφηνε κι εγώ τον πατέρα μου δεν τον έχω δει ποτέ συγκινημένο. Αυτό μου το έδωσε ο στρατός. Μου έδωσε μια επαφή με τον πατέρα μου, που τίποτα άλλο μέχρι τα 30 δεν μου είχε δώσει. Ούτε στο πανεπιστήμιο δηλαδή. Κι αυτό είναι το δεύτερο που θέλω να πω. Η θητεία είναι λαϊκή εμπειρία. Δηλαδή, τα παιδιά του λαού πάνε φαντάροι, ο λαός. Το ζουν οι γονείς, τα αδέρφια, οι κοπέλες, τα αγόρια όσων πάνε στρατό. Είναι μια εμπειρία λαϊκή και εκεί βρίσκεται και η γοητεία της, γιατί δεν είναι ιστορίες μισθοφόρων, είναι ιστορίες λαϊκών ανθρώπων. Και αυτό το πράγμα το βίωσα κι εγώ με τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου δεν συγκινήθηκε γιατί θα γίνει ο γιος του ένας αιμοσταγής Τουρκοφάγος, αλλά γιατί θυμήθηκε τον εαυτό του φαντάρο, τις δικές του ταλαιπωρίες, τα δικά του θετικά κι αρνητικά που έζησε.
Ίσως το πιο κρίσιμο σημείο του βιβλίου και το πιο ανατριχιαστικό είναι οι επαναπροωθήσεις. Ειδικά η ιστορία με τον φίλο σου και το σχόλιο που έκανε για τη θάλασσα και τον «υγρό τάφο».
Οι καταγγελίες για τις επαναπροωθήσεις ήταν από τα πιο μελανά σημεία της θητείας. Ήταν μια ξεκάθαρη περίπτωση, όπου ο στρατός εφάρμοζε πρακτικές καταστολής ή συμμετείχε σε πρακτικές κατά των προσφυγών. Έχω βάλει μέσα μόνο τις εμπειρίες που εγώ είδα ή μου ήρθαν κατά τη διάρκεια της θητείας. Μια μέρα, λοιπόν, το πρωί στην αναφορά, λένε σε εμένα κι έναν φίλο ότι πρέπει να πάμε σε ένα φυλάκιο της Χίου. Όταν φτάνουμε, ένας καραβάνας, όπως λέμε, ένας υπαξιωματικός χαμηλότερης βαθμίδας, για να μας δείξει εκεί πέρα ποιος κάνει κουμάντο, έρχεται λίγο μαγκιόρικα και μας λέει πως ο ίδιος είχε ασκήσει βία μπροστά στην παραλία του νησιού, κατά ανθρώπων που είχαν έρθει με βάρκες για να ζητήσουν άσυλο, με σκοπό την επαναπροώθησή τους. Κι αυτό έγινε με συμμετοχή και άλλων αρχών, όπως του Λιμενικού.
Ένας στρατιώτης, φίλος μου, μου είπε πως ενώ υπηρετούσε σε ένα φυλάκιο της Λέσβου, πολύ κοντά στα απέναντι παράλια, η διοίκηση τους είχε πει ότι θα πρέπει να ενημερώνουν γρήγορα αν βλέπουν βάρκες. «Όσο πιο νωρίς τις δείτε, τόσο το καλύτερο, έτσι ώστε να μην φτάσουν στην ακτή, αλλά να ειδοποιήσουμε το λιμενικό και να τους επαναπροωθήσουν. Όποιος το κάνει καλά, θα πάρει τιμητική άδεια» έλεγαν. Είναι τραγικό να σου δίνουν τιμητική άδεια και μέρες ελεύθερες για έξοδο, επειδή έχεις βοηθήσει να γίνει μια επαναπροώθηση. Διαφορετικά, θα έσφιγγαν τα πράγματα στο φυλάκιο, θα είχανε περισσότερες υπηρεσίες, χειρότερες συνθήκες και θα ήταν όλα πιο ζόρικα.
Μια τρίτη περίπτωση ήταν ένας στρατιώτης που συμμετείχε με φουσκωτό του στρατού σε επιχειρήσεις ανοιχτά της νήσου Παναγίας, μια ανάσα από τα απέναντι παράλια, και σκοπός ήταν να επαναπροωθούν πρόσφυγες, να μην τους αφήνουν να φτάσουν στις ακτές. Μάλιστα, σε μια περίπτωση περνούσε ένα ΝΑΤΟϊκό πλοίο και επειδή φοβήθηκαν ότι θα τους δουν, τους πήραν στη Χίο. Ο στρατιώτης αυτός μου είχε πει ότι του άρεσε πάρα πολύ η θάλασσα, και με το πήξιμο στο στρατό, με όλη αυτήν την κλεισούρα, πήγαινε και έκανε μπάνιο στη θάλασσα να του φύγει η κακή ενέργεια. Μετά από αυτή την εμπειρία, δεν ήθελε πια να μπει στη θάλασσα – την περιέγραψε ως έναν υγρό τάφο. Αυτά το 2021. Και τώρα είδαμε ότι η έννοια «υγρός τάφος» επανήλθε στην επικαιρότητα με το ναυάγιο της Πύλου.
Βλέπουμε να παραβιάζεται το κράτος δικαίου, το διεθνές δίκαιο, να παραβιάζεται το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο κι εγώ δεν βρίσκω τίποτα το πατριωτικό στο να βυθίζεις ανθρώπους, να τους επαναπροωθήσεις, να ασκείς βία σε παιδιά, να ασκείς βία σε γυναίκες, άντρες, ενώ θέλουν να γλιτώσουν από τον πόλεμο και από τα ανελεύθερα καθεστώτα. Το θεωρώ ακριβώς αντιπατριωτικό. Γιατί όλοι όσοι ήταν στον ΕΛΑΣ και πολέμησαν για τη χώρα δεν ήταν ακροδεξιοί, απλώς αγαπούσαν τον τόπο και αγαπούσαν και τα δικαιώματα και τη δημοκρατία – δεν ήθελαν να μας την πέσουν οι Ναζί. Πιστεύω ότι πρέπει να ξανακερδίσουμε τον όρο «πατριωτισμός», να προστατεύουμε το διεθνές δίκαιο και να αγκαλιάζουμε αυτούς τους ανθρώπους που είναι κατατρεγμένοι. Κι αυτό αφορά και την Ελλάδα και την ΕΕ.
Πόσο σημαντική είναι η συμβολή των πολιτών και των φαντάρων στην προκειμένη, δίνοντας πληροφορίες και μαρτυρίες στους δημοσιογράφους ως πηγές, ώστε να υπάρχει αυτή η καταγραφή των γεγονότων και να γίνεται σωστά η έρευνα;
Στον στρατό είδα ανθρώπους οι οποίοι δεν γούσταραν όλα αυτά που γίνονται και ήθελαν να μιλήσουν ως πηγές. Είναι πολύ σημαντικό, όντως υπήρχε μεγάλη τροφοδότηση, πέρα από την προσωπική εμπειρία. Για παράδειγμα, υπήρχε ένας στρατιωτικός ο οποίος μου είπε: γράψε για το πόσο ο στρατός δεν προστατεύει το περιβάλλον, το πώς δεν γίνεται σωστή αποκατάσταση από το μολύβι που πέφτει, για τον υδροφόρο ορίζοντα που μπορεί να μολύνει. Ο φαντάρος έχει τρομερή δύναμη, με τη φωνή του. Ένας φαντάρος, επειδή σκάμπαζε από υπολογιστές και τον χρειάζονταν, τον πήραν στα γραφεία. Μία από τις δουλειές που τον έβαλαν να κάνει ήταν να μπαίνει καθημερινά σε φανταρικά blogs, όπως το Σπάρτακος, και να τσεκάρει για καταγγελίες μην τυχόν και φτάσει κάτι στο ΓΕΕΘΑ, στο Πεντάγωνο, στην Αθήνα ή στον Υπουργό και μπλέξουν. Τους φοβούνται τους φαντάρους. Οι φαντάροι δεν πρέπει να φοβούνται να μιλήσουν, θα πρέπει να έχουν συλλογικά τη δύναμη της φωνής τους και να ξέρουν ότι ως συλλογικό υποκείμενο είναι βασικός πυρήνας του στρατού. Άρα οι μαρτυρίες τους παίζουν κομβικό ρόλο.