Categories: ΜΟΥΣΙΚΗ

To “13” Έγινε 20. Ως το Καλύτερο ή το Πιο Μπερδεμένο Άλμπουμ των Blur;

«Το 13 την βγάζει καθαρή, και κατά στιγμές εντυπωσιάζει, παρά την πειραματική διάθεση του γκρουπ, όχι εξαιτίας της», συμπεραίνει ο Γιώργος Λεβέντης*

“Ι’ve got to get over/I’ ve got to get better” τραγουδάει ο Damon Albarn στο “Caramel” και η αμφισημία του “get better” (καλύτερα; καλύτερος;) συμπυκνώνει το συναισθηματικό και καλλιτεχνικό ένστικτο του 13. Η Popol Vuh/jazzy εξέλιξη του “Caramel”, μαγική κι ατελής, ενστικτώδης και σκεπτόμενη, το κάνει τόσο το καλύτερο όσο και το αντιπροσωπευτικότερο τραγούδι ενός σημαντικού δίσκου που από την στιγμή που βγήκε, όσο κι αν μου άρεσε, θα ήθελα να ήταν διαφορετικός. 

Στον δίσκο με ενοχλούν τα ίδια πράγματα που με ενοχλούσαν πάντοτε, η τραβηγμένη συναισθηματική φόρτιση, οι παρατημένες ιδέες, τα γενικά θλιβερά b-sides. Οι καταστάσεις που οδήγησαν στη δημιουργία του άλμπουμ είναι αρκετά σύνθετες για να χαρακτηριστεί αυτό επιτηδευμένο, υπάρχει ωστόσο πάντοτε μια αρκετά ενσυνείδητη άσκηση (μη) ύφους στον τρόπο που οι Blur διαχειρίζονται την ελευθεριότητα που επέλεξαν ως το default mood τους. Κάθε φορά που ακούω το “Battle”, τις πόρτες που ανοιγοκλείνουν και τους τυχαίους ήχους που άφησε ο Orbit να περάσουν στην ηχογράφηση, τον μελοδραματικό τόνο στα φωνητικά του “Swamp Song”, θυμώνω με ένα σπουδαίο συγκρότημα που θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικό στο τι θεωρεί πρόοδο.

Τα ελαφρυντικά είναι σαφή. Οι Blur έφτασαν στο 13 μετά από ένα άνισο ντεμπούτο και τέσσερα σπουδαία άλμπουμ, αλλά με ένα μέρος του κοινού να τους θεωρεί πάντα ένα γκρουπ που είναι πιο εύκολο να θαυμάσεις από το να το αγαπήσεις και τις σχέσεις του Coxon με τους υπόλοιπους μπερδεμένες όσο ποτέ. Ο Coxon ζήτησε ελευθερία κινήσεων, την πήρε κι ανταπέδωσε με αδιανόητο παίξιμο, το κοινό ζητούσε από καιρό από το γκρουπ λίγη ψυχή, την (πάρα)πήρε και ανταπέδωσε με κομπλιμέντα, στα μάτια μου όμως οι Blur θυσίασαν αρκετά.

Το πρόβλημα των Blur στο 13 δεν είναι ότι το παράκαναν, αλλά ότι δεν νοιάστηκαν αρκετά για να το παρακάνουν καλύτερα.

Το ότι το 13 την βγάζει καθαρή, και κατά στιγμές εντυπωσιάζει, συμβαίνει πάρα την πειραματική διάθεση του γκρουπ, όχι εξαιτίας της. Οι Blur είναι απλά πολύ σπουδαίοι μουσικοί για να επιτρέψουν στην συναισθηματική και χημική θολούρα της περιόδου να καταστρέψει έναν δίσκο τους. Όλα όσα αναδεικνύουν το άλμπουμ – το μέσο του “1992”, το σβήσιμο του “Μellow Song”, το outro του “Bugman”, ασφαλώς το “Trimm Trabb” -, είναι στιγμές που μόνο οι ίδιοι θα μπορούσαν άκοπα να προσφέρουν. Η μειοψηφία που θεωρεί ότι οι Blur το παράκαναν στο 13 έχει το ίδιο άδικο με την πλειοψηφία που το χαρακτήρισε αριστούργημα. Το πρόβλημα δεν είναι ότι το παράκαναν, αλλά ότι δεν νοιάστηκαν αρκετά για να το παρακάνουν καλύτερα. Παρά ταύτα, στα τέλη των 90s, το 13 υπάρχει στον δικό του μοναδικό κόσμο. Όταν το μόνο που αναγνωρίζουν ως εξέλιξη οι Radiohead είναι η πορεία από την κιθάρα στο ηλεκτρονικό, όταν οι καλύτεροι και οι χειρότεροι της βρετανικής μουσικής το γύρισαν σε stadium pop, όταν στην αμερικανική σκηνή η διχοτομία βλακείας και indie cred έφτανε στο απόγειό της, το 13 στάθηκε μόνο και μπερδεμένο, όχι κλείνοντας τον κύκλο της τελευταίας σημαντικής art-school βρετανικής μπάντας, αλλά μετατρέποντάς τον σε ζιγκ-ζαγκ. Κάθε χρονιά της ζωής τους, οι μουσικοί του γκρουπ υπήρξαν καλύτεροι από όσο την προηγούμενη κι αν κάτι δεν συγχωρώ στο 13, είναι ότι δεν το αποτυπώνει.

Αν και ένας από τους καλύτερους δίσκους του 1999, θεωρώ το 13 το έκτο καλύτερο από τα οχτώ άλμπουμ του γκρουπ κι ένα από τα λιγότερο αγαπημένα μου. Ταυτόχρονα, αν μπορούσα να διαλέξω μια μόνο περίοδο για να αποτυπωθεί η λάιβ αξία τους, θα διάλεγα ένα από τα μικρά σόου του 1999, και η περίοδος αυτή ανταμείβει τον συλλέκτη με τρόπο μοναδικό (ο μακαρίτης David Cavanagh είναι ίσως ο δεύτερος άνθρωπος στον πλανήτη που αναρωτήθηκε πού ξαναάκουσε τους ήχους από το outtake του ‘Caramel’). Το δεύτερο μισό του δίσκου θα είναι πάντοτε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πλευρές της ιστορίας του μοναδικού αυτού γκρουπ.

Γενναίοι και μαζί δειλοί, οι Blur αν μη τι άλλο προσέφεραν σε έναν δίσκο που έχει να κάνει με τις ανθρώπινες σχέσεις, την ειλικρίνεια της μη απάντησης. Ξέρουμε ότι η ιστορία της μπάντας έγινε χειρότερη για να γίνει καλύτερη, αλλά η αμφισημία της περιόδου φαντάζει νοσταλγική πολυτέλεια στο συναισθηματικό περιβάλλον του σήμερα.

Αν ξέρουμε κάτι είκοσι χρόνια μετά, είναι πως we’ve all got to get better.

* Ο Γιώργος Λέβέντης γράφει στο mic.gr. (Στην Popaganda τον έχουμε χαρακτηρίσει ως «ίσως τον μεγαλύτερο έλληνα fan των Blur)


«Το 13, το “πιο Βελβετικό των Blur” είναι ο δίσκος που βγάζουν “κάτι παιδιά που γίνονται άνδρες”», γράφει ο Παναγιώτης Μένεγος*

Οι παλιοί θυμηθείτε λίγο αυτό το εξώφυλλο.

«Η Μάχη της Britpop», ΝΜΕ, Αύγουστος 1995. Η κόντρα Blur vs. Oasis στο απόγειό της με αφορμή την ταυτόχρονη κυκλοφορία των singles “Country House” και “Roll With It” (για την ιστορία, νικητές οι Blur που την πρώτη εβδομάδα πούλησαν 270.000 αντίτυπα έναντι 220.00 των Oasis).

Σκεφθείτε τώρα πόσο άκυρο φαινόταν τρία χρόνια αργότερα, όταν οι Blur έμπαιναν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το έκτο τους άλμπουμ 13. Δεν υπήρχε ούτε Μάχη αφού οι Oasis εξαντλήθηκαν γρήγορα, αλλά ούτε και Britpop – θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ληξιαρχική πράξη του θανάτου της υπεγράφη στις 16 Ιουνίου του 1997, ημέρα που οι Radiohead έβγαλαν το ΟΚ Computer και οι Spiritualized το Ladies and Gentlemen We Are Floating In Space (το τελευταίο χτύπημα, το οριστικό, ήρθε έναν χρόνο αργότερα από οικεία πυρά, ήταν το This Is Hardcore των Pulp).

Απαλλαγμένη από τις κατάρες του Noel «να πιάσουν AIDS» και την ανάγκη ενός ολόκληρου έθνους να επανεφεύρει το britishness, η τετράδα (όλοι τους στα 29-30 πλην Rowntree που είχε κλείσει τα 34) είχε να αντιμετωπίσει πιο χειροπιαστά άγχη. O Damon Albarn τον χωρισμό του με την Justine Frischmann (σε μια σχέση που είχε χάσει  προ πολλού τον έλεγχο της δημόσιας εικόνας της), ο Graham Coxon τον χωρισμό του… με τον Damon (οι κόντρες για τον δημιουργικό έλεγχο ήταν πια αξεπέραστες, ενώ σίγουρα δε βοήθησε ότι ο Albarn όταν χώρισε πήγε να ζήσει με τον κομίστα Jamie Hewlett που στο μεταξύ είχε φάει την πρώην του Coxon) και όλοι μαζί την ιδιότητα του star που δεν άργησε να φέρει και την ηρωίνη (o Albarn μόλις πριν λίγα χρόνια άνοιξε σχετικά τα χαρτιά του).

Το 13 είναι ένα άλμπουμ μετάβασης. Ο δίσκος που βγάζουν «κάτι παιδιά που γίνονται άνδρες». Κι όσο μεγαλώνουν, όπως όλοι ξέρουμε γιατί σε όλους μας συμβαίνει, μεγαλώνουν και οι ανασφάλειές τους.

«Το πιο ώριμο άλμπουμ της καριέρας τους», βιάστηκαν οι κριτικοί μέσα στην αμηχανία τους για την απουσία τόσο προφανών singles όπως στο πρόσφατο παρελθόν. «Το πιο πειραματικό άλμπουμ της καριέρας τους», κάτι που αποδόθηκε στην πρόσληψη του William Orbit (στα ντουζένια του τότε έχοντας αναλάβει και το Ray of Light της Madonna) για τη θέση του παραγωγού μετά από 5 άλμπουμ αδιάλειπτης συνεργασίας με τον Stephen Street.

Εγώ θα πάω με τον όρο «πιο Βελβετικό»: σε μια εποχή που μας είχε αφήσει χρόνους το grunge, η τάση του lo-fi είχε επίσης εξανεμιστεί, το Pitchfork έβγαζε καλύτερο δίσκο του 1999 το Emergency & I των Dismembered Plan, ο καλύτερος indie δισκος ήταν το Soft Bulletin των Flaming Lips, αλλά οι περισσότεροι δε δίναμε και τόση σημασία έχοντας υποκύψει στο Surrender των Chemical Brothers, ο Moby και το Californication ξεπουλούσαν, οι Blur απλά το άφησαν (το παραμέλησαν;) να συμβεί. Η κούραση από τη «ζωή στην εξοχή», «το χχχοοουυυχχχοουυυ του Τραγουδιού 2» και τα «κορίτσια που είναι αγόρια που θέλουν τα αγόρια να είναι κορίτσια» έγινε ζόφος και παραίτηση σε ένα απόκοσμο σύμπαν από θόρυβο, βραχνιασμένα πετάλια, ηλεκτρονικά drum loops, διάσπαρτα hidden tracks, απαισιοδοξία και πολύ κυνισμό για να αφήσει οποιαδήποτε φωτεινή αχτίδα να επικρατήσει. Η φωνή και οι στίχοι του Albarn, αλλά και τα ρέστα του Coxon, μαρτυρούν ανθρώπους «κουρασμένους και βαρείς που θα μπορούσαν να κοιμηθούν χιλιάδες χρόνια» – το “Battle” και το “Mellow Song” δεν διαδέχονται τυχαία το ένα το άλλο στα μισά του δίσκου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κι όμως μέσα από το συνονθύλευμα της θολούρας βγήκε κάτι που έβγαζε νόημα. Οι περισσότεροι, in retrospect, στέκονται δίκαια στα δευτερεύοντα κομμάτια του δίσκου, όμως εδώ υπάρχουν μερικοί από τους ακρογωνιαίους λίθους της δισκογραφίας τους.

Εντάξει, δεν υπάρχει κανείς που να μην αγαπά το “Trimm Trabb” (στο top-3 τους διαχρονικά), αλλά όσο κι αν δε σηκώνει ο ελιτισμός μας σε ποια αυτιά έχει φτάσει σήμερα το “Tender”, πώς μπορεί να μειωθεί ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα αριστούργημα; Ποιος μπορεί να ακούσει 20 χρόνια μετά το “Coffee & TV” και να μην κοντοσταθεί τραβώντας το “peacefullyyyyy”, μελαγχολώντας στο “we can start over again” (“we can’t” δυστυχώς, είτε πρόκειται για τον Damon είτε για όλους μας); Το swag υπάρχει ακόμα στο “Swamp Song”, το “Caramel” τους πάει εκεί που δεν είχαν πάει ποτέ, ευτυχώς που ο Παπακαλιάτης είναι «βασικός» και δεν ανακάλυψε το “No Distance Left To Run” αντί του “No Surprises”. Εντελώς προσωπική εύφημος μνεία και στο “Trailerpark” –  το αγαπημένο μου «άγνωστο» των Blur.

Δε θυμάμαι να με είχε αγγίξει ιδιαίτερα όταν βγήκε το 13. Δε βοήθησαν και οι ίδιοι χάνοντας με κάτω τα χέρια από dEUS και Placebo εκείνο το καλοκαίρι στο Rockwave του Άγιου Κοσμά. Όμως, ως πιο «ώριμος, πειραματικός και Βελβετικός» ακροατής, είναι το άλμπουμ τους που εκτίμησα στην πορεία. Ειδικά στο σχεδόν δεκαετές διάστημα της αδράνειάς τους. Κι ακόμα κι αν επιμένει ο Λεβέντης ότι «τους Blur τους θαυμάζεις, δεν τους αγαπάς», είναι ο δίσκος που πιστοποιεί γιατί ακόμα μπορώ να «παίρνω μαζί μου» αυτήν την μπάντα…

*Ο Παναγιώτης Μένεγος είναι συνιδρυτής κι αρχισυντάκτης της Popaganda


«“Το Rumours της britpop”, δηλαδή το break-up album της εποχής της (επίπλαστης) βρετανικότητας», χαρακτηρίζει το 13 ο Κωνσταντίνος Τσάβαλος*

«Οι άνθρωποι έχουν τρεις λόγους για να ξενυχτάνε μέχρι το πρωί: σεξ, ναρκωτικά και ροκ εν ρολ. Και σίγουρα δεν αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για να καταφέρουν πράγματα [όπως το να ηχογραφήσουν ένα άλμπουμ]».

Κάπως έτσι θυμάται το κομβικό έτος 1999 ο Alex James στην αυτοβιογραφία του με τίτλο Bit Of A Blur: συνεχή ξενύχτια, αέναο κραιπάλιασμα κι απανωτά nights out μέχρι να σωθεί και η τελευταία στερλίνα στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς.

Κι όμως, κάτω από αυτές τις –όχι και τόσο ιδανικές- συνθήκες, ηχογραφήθηκε το καλύτερο άλμπουμ των Blur: το 13, γνωστό και ως «το Rumours της britpop», δηλαδή το break-up album της εποχής της (επίπλαστης) βρετανικότητας.

Κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων, όλα γύρω τους αποσυντίθονταν, κυρίως οι μεταξύ τους σχέσεις, με την φιλία του Damon και του Graham να θυμίζει κόντρα Γιαννακόπουλου-Αγγελόπουλων και τον Albarn να γλείφει τις πληγές από τον χωρισμό του με την Justinne Frischmann συνεργαζόμενος με τον συνθέτη Michael Nyman για τις ανάγκες της ταινίας Ravenous της Antonia Bird.

«Το πρωί ο Damon ήταν σε ένα άλλο στούντιο, ηχογραφώντας το soundtrack και το απόγευμα ερχόταν και ηχογραφούσε με μας. Ίσως αυτό το στοιχείο να ήταν που εκνεύριζε τον Graham, πάντως το γεγονός ήταν πως δεν μιλούσαμε μεταξύ μας», θυμάται ο James. Και, εδώ που τα λέμε, δίκιο είχε ο Coxon αφού το κινηματογραφικό touch διατρέχει πολλάκις το άλμπουμ, σε τραγούδια όπως το “Optigan 1”, το “Mellow Song” ή το “Trailerpark” (σε αυτό το τελευταίο φυτεύτηκαν και οι πρώτοι μουσικοί σπόροι των Gorillaz).

Το μόνο σίγουρο πως ο μόνιμος παραπονούμενος από την κατάσταση αυτή ήταν ο Coxon που, ως ο μεγαλύτερος φαν του Syd Barrett στην υφήλιο μετά τον John Frusciante, έβλεπε την guitar-abstract μουσική του επιρροή στο συγκρότημα ολοένα και να φθίνει. Ο βασικότερος λόγος εξοβελισμού του Graham ήταν ο νέος παραγωγός ήχου: ο «μπλιμπλικάς» William Orbit. Η σημαντικότερη συμβολή του οποίου ήταν το ότι κατάφερε να κάνει το άλμπουμ να ακούγεται όχι τόσο… θολό [please, όχι άλλα λογοπαίγνια με το όνομα του συγκροτήματος…], όσο μεθυσμένο.

Ναρκωμένο.

Λες και όλα τα τραγούδια ηχογραφηθήκαν μετά από ένα τριήμερο ξενύχτι με booze, drugs και αϋπνία 72 σερί ωρών.

Ή μέσα στο νερό.

Ή εν υπνώσει.

Γι’ αυτό και όλα στο άλμπουμ ακούγονται διφορούμενα, διττά.

Δισυπόστατα.

Όπως ακριβώς τα βλέπεις όλα μετά από 7-8 ποτά.

Ή σε κατάσταση ύπνωσης.

Πάρτε για παράδειγμα το “Swamp Song” ή το “Bugman” που ισορροπούν με εντυπωσιακή σταθερότητα και ηχητική ευκρίνεια (sic) στην λεπτή κόκκινη γραμμή ανάμεσα στον κιθαριστικό θόρυβο και το ψηφιακό «φαζάρισμα» του Orbit.

Ή το “Battle” με τα κυκλικά, αλά-Terry Riley synths να πιάνουν το νήμα εκεί που το άφησε ο Pete Townshend για το “Won’t Get Fooled Again”.

Ή το βίαιο ηλεκτρικό stomp του “B.L.U.R.E.M.I.”,  σίγουρα η σπουδαιότερη περίπτωση τραγουδιού -μετά το “Paint A Vulgar Picture” των Smiths- όπου ένα συγκρότημα «την λέει» τόσο υπαινικτικά στην δισκογραφική του.

Ή το παχύρρευστο gospel-pop του “Tender” που εντυπωσίασε τόσο πολύ τον Brad Pitt ώστε ήταν το τραγούδι με το οποίο χόρεψε στη δεξίωση του γάμου του με την Jennifer Aniston, όπως λέει ο James.

Tο 13 είναι το άλμπουμ που δεν θα μπορούσε να είχε κυκλοφορήσει από κανένα άλλο συγκρότημα της Britpop παρά μόνο από τους Blur

Εδώ βρίσκεται και το σπουδαιότερο τραγούδι που έγραψαν ποτέ: το “Trimm Trabb” που πολλοί του έχουν αποδώσει κλισέ χαρακτηρισμούς όπως «μια ηχητική γροθιά στο στομάχι», αλλά η πραγματικότητα είναι πως από το τρίτο λεπτό και μετά είναι περισσότερο σαν «γροθιά-στο-στομάχι-μαζί-με-κλωτσιά-στα-αρχίδια-και-ταυτόχρονο-μπουκέτο-στα-μούτρα». Ένας ηλεκτρικός βιασμός διαρκείας που δεν θέλεις να τελειώσει και παράλληλα ο ιδανικότερος επιθανάτιος ρόγχος μιας ολόκληρης μουσικής εποχής.

Πιο electro-kraut κι από ξινολάχανο σε ταβέρνα του Αμβούργου και περισσότερο ηχητικά αφηρημένο ακόμη και από το Kid A (που ηχογραφούσαν ταυτόχρονα οι Radiohead), το 13 είναι το άλμπουμ που δεν θα μπορούσε να είχε κυκλοφορήσει από κανένα άλλο συγκρότημα της Britpop παρά μόνο από τους Blur.

*Ο Κωνσταντίνος Τσάβαλος είναι δημοσιογράφος στο Protagon.gr

POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA