Η crossover επιτυχία, αν υποθέσουμε ότι υπήρξε κάποτε αυτό το ενδεχόμενο, τους προσπέρασε νωρίς, αλλά αυτό ίσως και να υπήρξε το μυστικό της μακροβιότητας των Blonde Redhead που παραμένουν μαζί τα τελευταία 24 χρόνια, έχοντας κυκλοφορήσει δίσκους για λογαριασμό ορισμένων εταιριών-τοτέμ σε ό,τι έχει να κάνει με την indie θεώρηση των πραγμάτων, με αρκετούς από αυτούς τους δίσκους να θεωρούνται δικαίως αριστουργηματικοί. Προς τιμήν τους, οι Blonde Redhead δεν έμειναν ποτέ στάσιμοι, κάνοντας αυτό που λειτουργεί γι’ αυτούς την εκάστοτε στιγμή – ακόμη κι αν αυτό ξένισε ορισμένους από τους παλιούς fans. Λίγο πριν επισκεφθούν την Αθήνα και ανέβουν στη σκηνή του Gagarin 205 στις 19 Μαρτίου, ο ντράμερ της μπάντας, Simone Pace, μίλησε στην Popaganda, για την ιδιοσυγκρασιακή πορεία της μπάντας, ενώ παραδέχτηκε ότι θα ήθελε να είχαν γράψει το OK Computer των Radiohead. Και ποιος δεν θα το ευχόταν άλλωστε;
Μέσα στο 2016 κυκλοφορήσατε το box set Masculine Feminine με υλικό από τα πρώτα σας χρόνια. Με αυτή την κίνηση θέλατε να κλείσετε ένα κεφάλαιο ή ήταν μία ανάγκη να επισκεφθείτε ξανά τη συγκεκριμένη περίοδο; Δεν ήταν ανάγκη, ήταν απλά μία επιθυμία να φροντίσουμε αυτούς τους πρώτους δίσκους μας, οπότε τους πήραμε από τον Steve Shelley, που είναι ο ντράμερ των Sonic Youth, γιατί είχε το label και θέλαμε να τους επανακυκλοφορήσουμε γιατί ήταν πολύ δύσκολο να τους βρεις. Μιλήσαμε με την Numero και το τωρινό μας label με σκοπό να δημιουργήσουμε αυτό το «νέο-παλιό υλικό», αλλά συγχρόνως να κάνουμε έρευνα, να βρούμε σπάνια πράγματα, έτσι έμοιαζε σαν να ήταν αυτό που έπρεπε να γίνει. Δεν είναι επίσκεψη στο παρελθόν. Κάνεις ένα συγκεκριμένο αριθμό πραγμάτων στη ζωή σου και θες αυτά να είναι εκεί. Δεν μου φαίνεται καλή ιδέα τα πράγματα απλά να εξαφανίζονται.
Αλλάζετε συχνά labels (Rough Trade, Touch & Go). Είναι κάτι που επηρεάζει τη δουλειά σας ή το δημιουργικό κομμάτι δεν έχει να κάνει με αυτά; Το κάθε label ήταν καλό τη δεδομένη στιγμή που ήμασταν σε αυτό. Μεταφερθήκαμε από τη Smells Like Records στην Touch And Go και μετά στην 4AD και τώρα ουσιαστικά δεν έχουμε label. Κάναμε τον τελευταίο δίσκο μας στην Kobalt αλλά δεν είναι «κανονικό» label. Τώρα, η μουσική βιομηχανία είναι διαφορετική. Όταν ξεκινήσαμε στην Smells Like Records ήταν υπέροχα, γιατί δεν είχε βγάλει ποτέ δίσκο και ο Steve Shelley είχε ένα «όνομα» από τους Sonic Youth, οπότε, ο κόσμος μας πήρε στα σοβαρά, αν και υπήρχε μεγάλη σύγκριση με τους Sonic Youth κι αυτό δεν βοηθούσε πολύ την καριέρα μας. Όταν περιοδεύαμε γι’ αυτούς τους δύο δίσκους παίζαμε με τους Fugazi συχνά και ο Ian MacKaye μας πρότεινε την Touch And Go, η οποία ήταν σαν ένα νέο ξεκίνημα. Μετά, νιώσαμε την ανάγκη να γίνουμε πιο δημιουργικοί, να έχουμε ένα μεγαλύτερο budget για την ηχογράφηση των δίσκων. Ποτέ δεν ξεπουληθήκαμε σε κάποιο μεγάλο label και πάντα μέναμε σε ένα μέρος που μπορούσαμε να εξελιχθούμε.
Στα δύο τελευταία albums σας είναι εμφανές ότι κινείστε περισσότερο σε dream pop μελωδίες και λιγότερο στο δυνατό κιθαριστικό ήχο των πρώτων σας δίσκων. Σε όλη την πορεία μας κινούμασταν σε μέρη που νιώθαμε άνετα να δημιουργήσουμε μουσική που θα ήταν όμορφη. Στην αρχή, ήταν σαν να κρύβαμε την ομορφιά από τη μουσική μας. Είναι σαν να κάνεις ένα πορτραίτο και το πρόσωπο που ζωγραφίζεις να δείχνει λάθος. Άπαξ και δεις την ομορφιά στη μουσική και στην τέχνη, την ερωτεύεσαι. Για παράδειγμα, οι Fugazi ήταν έτσι και επηρεαζόμασταν πολύ από μπάντες που έγραφαν όμορφα κομμάτια αλλά με όλη αυτή την ένταση και ενέργεια. Στην πορεία, θέλαμε να αναδείξουμε μία πιο όμορφη πλευρά. Πάντα έχει να κάνει με το να δοκιμάζουμε και να ρισκάρουμε κάτι καινούργιο. Για παράδειγμα, είχαμε κάνει το 23 και μετά το Penny Sparkle, αυτή ήταν μία μεγάλη αλλαγή, σε πολλούς δεν άρεσε, αλλά είναι μέρος του εαυτού μας. Πρέπει να πάρεις το ρίσκο, ακόμα κι αν το αποτέλεσμα είναι αρνητικό, πάντα μαθαίνεις από αυτό. Τα πάντα είναι συνειδητά, σκεφτόμαστε γιατί κάνουμε ό,τι κάνουμε με αυτό τον τρόπο. Το Barragan είναι ένας δίσκος που θέλαμε να ακούγεται όσο το δυνατόν πιο φυσικός και μακριά από τον ηλεκτρονικό ήχο. Και τώρα κυκλοφορεί το νέο μας EP, “3 o’ clock”.
Οι Blonde Redhead αποτελούνται από μία Γιαπωνέζα και δύο Ιταλούς δίδυμους αδερφούς που ζουν και δημιουργούν στη Νέα Υόρκη. Θα έλεγες ότι εξ ορισμού η μπάντα διακρίνεται από ένα κοσμοπολίτικο στοιχείο; Είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι και αυτό πάντα φέρνει καινούργια πράγματα, αλλά νιώθω επίσης, πως ο συνδυασμός των τριών μας είναι αυτό που το κάνει ιδιαίτερο. Μπορεί να είμαστε διαφορετικοί αλλά, συγχρόνως, μπορούμε να αποφασίσουμε από κοινού και σεβόμαστε ο ένας τις ιδέες του άλλου. Πολλά πράγματα προκύπτουν και μέσα από τις εντάσεις και τις διαμάχες.
Πόσο εύκολο είναι να είσαι με τον αδερφό σου σε μπάντα; Είναι απαίσιο! Αστειεύομαι… Είναι υπέροχος και ταλαντούχος και πολύ ξεροκέφαλος. Έχουμε πολλούς καυγάδες αλλά έχουμε την ίδια ευαισθησία σε διαφορετικά σημεία, οπότε όλο αυτό λειτουργεί. Το να κάνεις μουσική ή τέχνη γενικότερα είναι πολύ δύσκολο, δίνεις την ψυχή σου και είναι δύσκολο να εγκαταλείπεις τις ιδέες σου σε κάποια πράγματα, να ακούς κριτική και να αφήνεις το «εγώ» σου στην άκρη.
Έχετε διάρκεια στο χρόνο, είστε μαζί 24 χρόνια. Υπήρξε κάποια στιγμή που σκεφτήκατε να το σταματήσετε όλο αυτό; Πάντα σκέφτεσαι ότι θες να κάνεις κι άλλα πράγματα. Σε κάθε δουλειά ή σχέση κουράζεσαι και απογοητεύεσαι. Δεν είναι εύκολο να είσαι με τους ίδιους ανθρώπους όλη την ώρα, αλλά νομίζω είναι πολύ σημαντικό για όλους μας και γι’ αυτό έχουμε καταφέρει να το κρατήσουμε. Είναι το μέσο έκφρασής μας. Δεν χάνουμε, όμως, την ευκαιρία να κάνουμε κι άλλα πράγματα. Το σημαντικό είναι πάντα να είσαι δημιουργικός με κάποιο τρόπο. Δεν έχω νιώσει ποτέ ζήλια γι’ αυτά που κάνουν οι άλλοι δύο εκτός μπάντας, περισσότερο ανασφάλεια. Πρέπει να αφήνεις τους άλλους να εκφράζονται γιατί έτσι δεν έχουν τόσο έλεγχο σε ένα μόνο πράγμα. Όταν επιστρέφεις, είναι σαν να γυρνάς σε έναν φίλο που εμπιστεύεσαι πολύ και θες πάντα να του μιλήσεις και να τον δεις, αλλά δεν πρέπει να έχεις μόνο αυτόν, μαθαίνεις και από τους άλλους φίλους σου και μετά είσαι λιγότερο εξουσιαστικός. Πρέπει να είσαι υποστηρικτικός στην ελευθερία του άλλου.
Πήρατε το όνομά σας από ένα κομμάτι μίας no wave μπάντας, των DNA. Eάν μία μπάντα ονομαζόταν από κάποιο κομμάτι σας, πως φαντάζεσαι ότι θα ακουγόταν; Δεν διαλέξαμε το όνομα για τη μουσική αλλά περισσότερο για το attitude. Δεν νομίζω πως το όνομα μία μπάντας αντικατοπτρίζει τον ήχο της. Αν για παράδειγμα, μία μπάντα διάλεγε να ονομαστεί “23”, σημαίνει ότι θα ήταν επηρεασμένοι κι από τη μουσική μας, οπότε δε θα είχε σημασία ποιο θα ήταν το όνομα στην πραγματικότητα.
Ποιο είναι το πιο αγαπημένο σου album των Blonde Redhead και ποιο το λιγότερο αγαπημένο σου και γιατί; Προτιμώ να πω ποιο είναι το πιο διασκεδαστικό να παίζουμε live. Nομίζω ότι το 23 και το Misery Is A Butterfly είναι τα πιο ενδιαφέροντα live. Το λιγότερο αγαπημένο μου είναι το Penny Sparkle γιατί έχει πολλά ηλεκτρονικά στοιχεία και είναι δύσκολο να κάνω τα ντραμς ζωντανά.
Ποιο album άλλου καλλιτέχνη θα ευχόσουν να είχες γράψει; Ίσως το OK Computer των Radiohead.
Γράψατε τη μουσική για το ντοκιμαντέρ “Dungeon With Dragons”. Ήταν διαφορετική εμπειρία το να γράφετε μουσική για μία ταινία από το να κάνετε ένα album; Έχει πολλή και διαφορετική δουλειά και είναι μία ενδιαφέρουσα διαδικασία γιατί μεγάλο μέρος είναι instrumental και συνήθως γράφουμε τραγούδια. Είναι περισσότερο ιδέες παρά τραγούδια. Είναι πολύ ικανοποιητικό να βλέπεις πως η μουσική επηρεάζει ένα φιλμ, πως μπορείς να αλλάζεις κάτι απλά προσθέτοντας μία μουσική ιδέα.
Όταν έγραφες μουσική για το soundtrack σκεφτόσουν σε εικόνες; Πάντα σκέφτεσαι σε εικόνες, αλλά η μουσική και ο κινηματογράφος είναι πολύ διαφορετικά, καμιά φορά δοκιμάζεις κάτι και νομίζεις ότι θα ταιριάξει τέλεια, αλλά τελικά δεν ισχύει αυτό και δοκιμάζεις κάτι που δεν πιστεύεις ότι θα λειτουργήσει και είναι τέλειο. Έχει να κάνει με την ευαισθησία και το ένστικτό σου. Υπάρχουν τόσα διαφορετικά στοιχεία που μπορείς να δώσεις σε ένα φιλμ και συγχρόνως, πρέπει φυσικά να λάβεις υπ’ όψη σου το σκηνοθέτη που έχει την ανάγκη να σου δώσει οδηγίες. Υπάρχει πολύς έλεγχος από αυτή την πλευρά που κατασκευάζει τα όρια της δημιουργικότητάς σου. Για παράδειγμα, ακούς τα soundtrack του Ennio Morricone και ακούγονται υπέροχα και αναρωτιέσαι. Δεν υπάρχει λογική, μπορεί να βλέπεις ανθρώπους να παλεύουν στην οθόνη και από πίσω να ακούγεται αυτή η όμορφη μουσική και λες, γιατί διάλεξε αυτό; Και για κάποιο λόγο «δουλεύει» και αυτή είναι η μαγεία του.
Που βλέπεις τους Blonde Redhead σε 10 χρόνια από τώρα; Χμμμ… 10 χρόνια μεγαλύτερους; Ποιος ξέρει! Αυτή είναι δύσκολη ερώτηση, δεν μπορώ να σου πω καν που βλέπω τη μπάντα σε δύο χρόνια από τώρα, αλλά ελπίζω να κρατήσει τόσο αλλά και πολύ περισσότερο. Θα δούμε.