Ο Μπάμπης Μακρίδης δεν έζησε κάποια μαγική στιγμή επιφοίτησης στην εφηβεία που να του υπέδειξε ότι θα έπρεπε να περάσει τη ζωή του πίσω από μια κάμερα. Η επαφή του με το σινεμά ήρθε μάλλον από ανάγκη κι… ατυχία, αφού στα 16 του καθηλώθηκε για ένα μήνα στο κρεβάτι με υπερκόπωση από την εντατική ενασχόλησή του με τον αθλητισμό (στίβο, μπάσκετ, χάντμπολ) και ο ξάδερφός του, ιδιοκτήτης βίντεο κλαμπ στην Καστοριά, του έφερε ένα φορητό βίντεο για να βλέπει ταινίες ώστε να μην βαριέται. Μια προβολή του Stranger Than Paradise του Τζάρμους στην κινηματογραφική λέσχη της πόλης κι ένας ενθαρρυντικός καθηγητής Λυκείου οδήγησαν τον 18χρονο τότε Μακρίδη στην Αθήνα και τη Σχολή Σταυράκου. «Είπα στον πατέρα μου ότι πάω να κάνω σκηνοθεσία, με ρώτησε τι εννοώ, του εξήγησα κι απάντησε “α, θα σε ζω, δηλαδή”», όπως περιγράφει ο ίδιος. Τελικά, ο πατέρας του δε χρειαζόταν να ανησυχεί: ο Μακρίδης κέρδισε βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Μικρού Μήκους της Δράμας κι έκανε εντυπωσιακό πέρασμα στη μεγάλου μήκους μυθοπλασία, με το ντεμπούτο του L το 2012 και τον φετινό Οίκτο να συμμετέχουν στο World Cinema Dramatic Competition του κινηματογραφικού φεστιβάλ Sundance.
Στον Οίκτο, ο Μακρίδης συνεργάζεται για δεύτερη φορά στο σενάριο με τον, υποψήφιο για Όσκαρ, Ευθύμη Φιλίππου για να αφηγηθεί την ιστορία ενός άντρα που είναι only happy when it rains: ο ήρωας της ταινίας αντλεί ικανοποίηση μόνο όταν νιώθει ότι οι γύρω του τον λυπούνται. Ο stand up κωμικός Γιάννης Δρακόπουλος, απολαυστικά παγερός και με ένα μόνιμο poker face θλίψης, υποδύεται τον ανώνυμο δικηγόρο που συνειδητοποιεί ότι όταν η γυναίκα του, που προηγουμένως βρισκόταν σε κώμα, βρίσκει τις αισθήσεις της, εκείνος χάνει τη συμπόνοια και την προσοχή τvn συνανθρώπων του, γεγονός που τον οδηγεί σε ολοένα και πιο ακραίες αντιδράσεις προκειμένου να ξαναβρεθεί στο επίκεντρο της λύπησής τους.
Παρακάτω, ο Μπάμπης Μακρίδης εξηγεί στην Popaganda πότε τολμά να αισθανθεί Καουρισμάκι και πότε Σπίλμπεργκ, τους λόγους που η καλλιτεχνική φιλοδοξία του τον κρατάει παραδόξως εντός συνόρων και το τι είδους μιούζικαλ θα ήθελε να γυρίσει με τον Ευθύμη Φιλίππου….
Έχουν ενδιαφέρον οι διαφορετικές αντιδράσεις του κοινού σχετικά με τον Οίκτο, κάποιοι το θεωρούν κωμωδία και κάποιοι άλλοι αρνούνται αυτόν τον χαρακτηρισμό θεωρώντάς τον ακριβώς το αντίθετο. Ποια ήταν η αρχική πρόθεσή σας; Είναι κάτι σαν τεστ προσωπικότητας για τον κάθε θεατή, το πώς θα το εκλάβει; Ακριβώς. Όταν κάνεις κινηματογράφο, το υποκειμενικό είναι πολύ ουσιαστικό. Ανάλογα με το τι χαρακτήρας είσαι, έτσι θα το αντιληφθείς. Εμείς το αφήσαμε ανοιχτό, αλλά κατά βάση όταν ξεκινήσαμε τόσο τη συγγραφή όσο και το γύρισμα, μιλούσαμε στους ηθοποιούς και το συνεργείο για μια μαύρη κωμωδία. Στη διαδικασία του μοντάζ η κωμωδία μπορεί να «παγώσει» και να φέρει άλλα πράγματα στην επιφάνεια. Από εκεί και πέρα, εξαρτάται από την κρίση του θεατή. Στις προβολές υπήρχαν άνθρωποι οργισμένοι που μας έλεγαν «αυτό που κάνατε δεν είναι κωμωδία, είναι δράμα, τραγωδία». Το δέχομαι. Απλώς ξεκινάς με την υπόθεση ότι κάνεις μια μαύρη κωμωδία για να μην γίνει βαρύ κι ασήκωτο το τελικό αποτέλεσμα. Το κωμικό στοιχείο εκτονώνει κάποιες δράσεις έτσι ώστε το δραματικό που ακολουθεί να κορυφωθεί ακόμα περισσότερο.
Γιατί επέλεξες για κεντρικό πρωταγωνιστή έναν ηθοποιό συνυφασμένο με την κωμωδία που βρίσκεται σε ένα τόσο αυστηρά οριοθετημένο μη κωμικό πλαίσιο; Το θεώρησα πολύ ενδιαφέρον ως πείραμα αυτό και δεν συμβαίνει για πρώτη φορά, πολλοί κωμικοί ηθοποιοί έχουν παίξει δραματικούς ρόλους. Αν δεις την ιστορία των μεγάλων κωμικών, ήταν βαθιά καταθλιπτικοί και αυτοκαταστροφικοί. Σαν να είναι όλο τους το χιούμορ μια άμυνα για την κατάθλιψή τους. Πιστεύω ότι ο Γιάννης [Δρακόπουλος] είναι natural born comedian. Είναι ενδιαφέρον αυτό με τον Γιάννη γιατί πιστεύω ότι είναι βαθιά καταθλιπτικός και ο ίδιος. [γέλια] Και ήθελα να δω πώς μπορείς να μετριάσεις αυτόν τον άνθρωπο που κρατιέται από το αστείο και να τον φέρεις εκεί που θέλεις, σχεδόν ανέκφραστο. Και πώς θα καταφέρεις να έχεις το δράμα μέσα από αυτό το πρόσωπο που μπορεί μεν να σκάσει ένα μικρό χαμόγελο, αλλά δεν θα πολυπιστεύεις κι αυτά που κάνει. Είναι έξυπνος, το κατάλαβε αμέσως, δεν κάναμε πρόβες, μαζευτήκαμε με τους ηθοποιούς, τους έβαλα μια μουσική για να καταλάβουν τι θέλω (Residents, το πρώτο τους άλμπουμ Meet The Residents που είναι κωμικοτραγικό) και μετά τα βρήκαμε όλα στο γύρισμα. Ψάχναμε δύο χρόνια τον κατάλληλο ηθοποιό, είδα όλους τους ηθοποιούς αυτής της ηλικίας και κατά τη διάρκεια όλων αυτών των οντισιόν ήταν που κατάλαβα κι εγώ την κατεύθυνση που ήθελα να έχει ο χαρακτήρας.
Η αποστασιοποιημένη κάμερα, η έλλειψη συναισθήματος μού θύμισε Καουρισμάκι… Καουρισμάκι είχα δώσει στον Γιάννη να δει πριν ξεκινήσουμε τα γυρίσματα για να καταλάβει τι ζητούσα ερμηνευτικά. Είναι και λίγο Μπάστερ Κίτον, και λίγο Ζακ Τατί… Τον Καουρισμάκι τον λατρεύω. Νομίζω ότι είναι ο πιο ουμανιστής σκηνοθέτης, έτσι όπως αγαπάει τους χαρακτήρες όσο διαταραγμένοι κι αν είναι. «Καουρισμακικός» είμαι, το ξέρω. Όχι τόσο «μπύρα και rock ‘n’ roll» όπως είναι αυτός, εγώ είμαι λίγο πιο «κονιάκ και Βουλιαγμένη» αισθητικά. Ο Καουρισμάκι αγαπάει τα κλαμπ, τα κόκκινα, τα μπλε, τις παρέες γύρω από το τραπέζι, τα τσιγάρα. Εγώ, υποκριτικά είμαι πιο κοντά στο στυλ του «τα λέω και φεύγω», αλλά δεν με ενδιαφέρουν αισθητικά τα ρούχα του και τα φώτα του, με ενδιαφέρουν οι ιστορίες.
Μιας κι ανέφερες την Βουλιαγμένη, πώς και καταλήξατε στην «αθηναϊκή Ριβιέρα» για τόπο κατοικίας του ήρωα; Δεν περιμένεις να δεις φοίνικες και θάλασσα ενώ ακούς λυγμούς… Το πού θα μένει ήταν κάτι που μας απασχόλησε από την αρχή της συγγραφής του σεναρίου. Επειδή είναι μίζερος, είχε ενδιαφέρον να ζει σε ένα κόντρα περιβάλλον. Είναι ευκατάστατος, έχει το καλύτερο σπίτι, φωτεινό με θέα στη θάλασσα, κι όλο αυτό βρίσκεται σε αντίθεση με τα συναισθήματά του. Θέλαμε να είναι λίγο φλώρος, με ένα σπίτι με 90s στοιχεία… θα ήταν πολύ εύκολο να κάνω μια ασπρόμαυρη ταινία με σταγόνες βροχής να κυλάνε στο τζάμι καθώς κοιτά έξω, πλάκα θα είχε κι αυτό αλλά θα ήταν προφανές. Η ζωή είναι ωραία, αλλά εκείνος θέλει να καταστρέψει την ομορφιά.
Γιατί; Δεν ξέρουμε γιατί είναι έτσι. Μπορεί να είχε κάποιο σημαντικό τραύμα στο παρελθόν του και να το κουβαλάει ακόμα. Υπάρχουν άτομα που το διατηρούν ασυνείδητα. Υπάρχουν κι άλλοι που το κάνουν συνειδητά.
Θα το παραδεχόσουν ποτέ ότι μπορεί να είσαι κι εσύ ο ίδιος έτσι; Φυσικά, το παραδέχομαι ότι είμαι έτσι. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός κι άκουγα μελαγχολική μουσική, και το έπαιζα μελαγχολικός. Το έπαιζα, γιατί είναι γλυκιά η μελαγχολία που έχεις ως πιτσιρικάς, βυθίζεσαι σε ένα ρομαντισμό.
Στο σινεμά είναι συχνά αναμενόμενο ότι θα συγκινηθείς από πρόθεση της ταινίας ή δική σου, αλλά εδώ αποδομείται η θλίψη με ένα σχεδόν μεταμοντέρνο τρόπο, δηλαδή γίνεται μέχρι κι αναφορά στο The Champ του Φράνκο Τζεφιρέλι που θεωρείται ίσως η πιο λυπητερή ταινία που έχει γίνει ποτέ. Αυτή η σκηνή είναι η πιο σημαντική σε όλη την ταινία. Εδώ η ταινία ειρωνεύεται τον εαυτό της. Είχαμε σκεφτεί να τη βάλουμε στην αρχή. Εγώ γελάω πολύ σε αυτό το σημείο, είναι από τα αγαπημένα μου.
Υπάρχουν διαφορετικά είδη οίκτου, ελέους, λύπησης, κι ο αγγλικός τίτλος της ταινίας (Pity) έχει αρκετές ερμηνείες. Πώς καθορίσες τη δική σου; Υπάρχουν όντως πολλά είδη οίκτου. Μπορεί π.χ. να περπατάω στο δρόμο, να δω έναν ζητιάνο, να του δώσω 10 ευρώ και να νιώσω εγώ καλά. Υπάρχει αυτός ο οίκτος που καταλήγει να σε κάνει να νιώθεις καλά, αλλά κι ο οίκτος που μπορεί να σε μπλέξει άσχημα. Το μόνο βιβλίο που διάβασα προετοιμάζοντας την ταινία ήταν το Beware Of Pity του Στέφαν Τσβάιχ, στο οποίο ο χαρακτήρας γνωρίζει μια κοπέλα που είναι σε αναπηρικό καροτσάκι και την λυπάται τόσο που προσποιείται ότι την ερωτεύεται καταλήγοντας σε απίστευτες καταστάσεις. Εμείς θεωρήσαμε πιο ενδιαφέρον το πώς η θλίψη συνυπάρχει με τη χαρά. Ο ήρωας για να πάρει τον αληθινό οίκτο των άλλων πρέπει να είναι πραγματικά θλιμμένος. Στο πρώτο μέρος είναι ευτυχισμένος γιατί είναι γνήσια θλιμμένος. Στο δεύτερο μέρος που έρχεται η χαρά, του γυρίζει το μυαλό. Προσπαθεί να ανακτήσει τη θλίψη που έχασε. Είναι σαν εξίσωση που οδηγεί τελικά στο συγκεκριμένο φινάλε.
Συνάδελφοί σας απαντούν συχνά, κάπως αμυντικά, για το φιλμ τους «δεν είναι ελληνική ταινία, είναι απλά ταινία». Γιατί γίνεται αυτός ο διαχωρισμός; Πρέπει να γίνεται; Ταινία είναι, η γλώσσα μόνο την κάνει ελληνική. Καλό θα ήταν να προσέχουμε την κινηματογραφική γλώσσα και να το αντιμετωπίζουμε ως σινεμά.
Ποιες ήταν οι αντιδράσεις του ξένου κοινού, π.χ. στο φεστιβάλ του Sundance; Δεν θέλω να βλέπω πολλές φορές τις ταινίες μου οπότε δεν ξέρω, αλλά στην Αμερική γελούσαν σαν τρελοί. Όταν έπεσε ο μεσότιτλος στην πρώτη σκηνή που περιέγραφε τη δράση και μετά την έδειξε και οι θεατές το αντιλήφθηκαν, γελούσαν συνειρμικά κι ασταμάτητα. Στην Ολλανδία [στο φεστιβάλ του Ρότερνταμ] δεν γελούσαν καθόλου.
Έχετε πάει και με τις δύο μεγάλου μήκους σας στο Sundance. Τι σημαίνει τελικά η συμμετοχή σε ένα τέτοιο φεστιβάλ; Αυτό που κερδίζεις από αυτά τα φεστιβάλ είναι ο σεβασμός, με έναν τρόπο που δεν υπάρχει αλλού. Σε αποκαλούν “filmmaker”, είναι ωραίο. Ξέρουν τι έχεις τραβήξει για να ολοκληρώσεις μια ταινία και είτε έχεις πάει καλά είτε όχι, φεύγεις από εκεί με ανανεωμένη όρεξη να γυρίσεις την επόμενη ταινία σου μήπως και ξαναέχεις την ευκαιρία να επιστρέψεις σε αυτούς τους ανθρώπους. Είναι πολύ ευγενικό φεστιβάλ και προσπαθούν να διατηρήσουν την αρχική φιλοσοφία του filmmaker στο επίκεντρο.
Στο εξωτερικό υπάρχει πραγματικό ενδιαφέρον για αυτήν την πρόσφατη άνθιση του ελληνικού σινεμά, πλέον πολλοί σκηνοθέτες από την Ελλάδα συμμετέχουν σε ξένα φεστιβάλ, βραβεύονται, ο Τύπος το χαρακτήρισε όλο αυτό “Greek weird wave” – τέλος πάντων, υπάρχει προσοχή. Από το ελληνικό κοινό, ωστόσο, δεν υπάρχει ακόμα η επιθυμητή ανταπόκριση. Σε προβληματίζει αυτό; Σίγουρα μας ενδιαφέρει όλους. Δεν κάνεις ταινίες για να τις βλέπεις μόνο εσύ, θέλεις να τις βλέπει και το κοινό στη χώρα σου. Είναι κάτι που με έχει απασχολήσει πολύ. Μπορεί να φταίει το ότι δεν θέλουν να δουν τον εαυτό τους, για να απαντήσω με ένα κλισέ που όμως εμπεριέχει μια αλήθεια. Από την άλλη, μπορεί να φταίμε κι εμείς. Μπορεί ο δικός μας αυτισμός και η εσωστρέφεια να απομακρύνει το θεατή. Σε αυτή την ταινία προσπαθήσαμε λίγο παραπάνω. Το L ήταν πολύ αυτιστικό, κλειστό, αφαιρετικό. Το αγαπάω με τρέλα ακόμα και αν μπορούσα θα έκανα άλλο ένα παρόμοιο. Ο Οίκτος αποφασίσαμε να είναι πιο βατός έτσι ώστε να το δει λίγος κόσμος παραπάνω, χωρίς όμως να ρίξουμε νερό στο κρασί μας. Υπάρχει πιο καθαρή αφηγηματική γραμμή.
Γιατί δεν γίνονται και πιο «ρεαλιστικές» ταινίες που να αφορούν την πραγματικότητα με έναν πιο άμεσο ή προσβάσιμο τρόπο που ίσως να ενδιέφερε το ευρύτερο κοινό; Αυτό που θα ήθελα να δω εγώ θα ήταν να βγούμε από τον κλειστό κόσμο που έχουμε στο κεφάλι μας -εγώ κι άλλοι 10, ας πούμε- και να πάρω το αγαπημένο μου ελληνικό best seller και να γυρίσω μια ταινία με όλη τη σημασία της λέξης. Ωραία ντεκόρ, travelling, ηθοποιούς που παίζουν κανονικά, πλούσιους χώρους, κι έτσι να φέρω τον κόσμο στο σινεμά να το δει ευχάριστα, χωρίς όμως να κάνω καλλιτεχνική έκπτωση. Να προσελκύει το κοινό η εντυπωσιακή του γραφή. Επίσης, θα ήθελα να γυρίσω παιδική ταινία, που όμως δεν θα υποτιμά τη νοημοσύνη των παιδιών και θα απευθύνεται και στους γονείς τους, τύπου Σπίλμπεργκ.
Έτσι όπως το περιγράφεις, μας παραπέμπεις σε άλλο επίπεδο κινηματογραφίας. Θα γινόταν κάτι τέτοιο εδώ; Σου αρέσει να γυρίζεις ταινίες στην Ελλάδα; Ναι, δεν ονειρεύομαι το εξωτερικό. Είμαστε μια χαρά εδώ, κάνουμε ταινίες με τους φίλους μας και προχωράμε μια χαρά. Γιατί να πάθω έλκος στο στομάχι; Ξέρω τι συμβαίνει έξω και μπορεί να μην το αντέχω κι εγώ ο ίδιος, είναι άλλος μηχανισμός και μπορεί να μην είμαι αρκετά ικανός ή σκληρός. Οι δυσκολίες εδώ αντιμετωπίζονται με ένα τηλέφωνο. Καλό είναι να υπάρχει επαγγελματισμός, και υπάρχει, αλλά καλό είναι να υπάρχει κι αγάπη. Το συνεργείο είναι οι φίλοι μου, πίνουμε μπύρες όλο το χρόνο και κάνουμε και μια ταινία ανά δύο χρόνια. Στο εξωτερικό, βέβαια, μπορεί να έχεις πολλά λεφτά και να κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά το low budget είναι κι αισθητικό ρεύμα. Έχει άλλη γραφή, γιατί κάνεις αφαίρεση, προσπαθείς να βρεις λύσεις που δεν θα σου κοστίσουν και που γίνονται αισθητική ταμπέλα, κατά κάποιο τρόπο. Ενδιαφέρον πολύ να μην έχεις λεφτά…
Όπως στο L έτσι και στον Οίκτο συνεργάζεστε στο σενάριο με τον Ευθύμη Φιλίππου, που τον μοιράζεστε με τον Γιώργο Λάνθιμο. Έχετε σκεφτεί ποτέ να τον κλωνοποιήσετε; Νομίζω είναι κλωνοποιημένος ήδη [γέλια] Δεν νομίζω ότι είναι σεναριογράφος, είναι συγγραφέας και σπουδαία πένα στη σημερινή Ελλάδα. Είναι της πένας κυριολεκτικά, είναι άνθρωπος του Parker.
Και τα τραγούδια του είναι τρομερά, ειδικά το μοιρολόι σε αυτή την ταινία. Θα κάνατε μαζί μιούζικαλ; Με τρέλα. Χέβι μέταλ μιούζικαλ με τον Φιλίππου. [κι άλλα γέλια, τα τελευταία]