Μπάμπης Αργυρίου: «Όλοι οι μεγάλοι δίσκοι της μουσικής που μου αρέσει, βγήκαν ενώ βρισκόμουν εν ζωή. Το μόνο κακό είναι ότι θα συνεχίσουν να βγαίνουν και όταν δεν θα είμαι»

«Δεν είμαι πλούσιος, ούτε προνόησα να ανοίξω μπαρ ή κλαμπ ώστε να μπορώ στα δύσκολα να πουλήσω ένα μερίδιο της επιχείρησης και να ορθοποδήσω. Εξαιτίας των δίσκων ζούσα κι εγώ πάνω από τις δυνατότητές μου (ξέμενα από λεφτά και ζητούσα μπροστάντζα μεσοβδόμαδα ή έτρωγα με πίστωση στο σουβλατζίδικο της γειτονιάς μέχρι να πληρωθώ) αλλά οι δίσκοι αποδείχτηκαν η καλύτερη επένδυσή μου.

Έχω αγοράσει χιλιάδες αλλά έχω πουλήσει και πάρα πολλούς. Η πρώτη καραβιά έφυγε στα τέλη των 80s. Εκτός από την ανάγκη χρημάτων υπήρχε και η δικαιολογία ότι τους έσκισα στο παίξιμο για τις εκπομπές και θα ξαναγοράσω μόνο τους πολύ καλούς. Και μετά από λίγο έτρεχα να ξαναβρώ τα σπάνια κομμάτια. Αυτό επαναλήφθηκε κι άλλες φορές αργότερα. Σήμερα που μπορείς να βρεις οτιδήποτε online θα ήθελα να τους ρίξω στους 500, να έχω μόνο τον αφρό, να βάζω με κλειστά μάτια έναν και να είμαι σίγουρος ότι θα μου αρέσει ακόμα.»

Τάδε έφη Μπάμπης Αργυρίου στην Popaganda πίσω στο 2015 με αφορμή την έκδοση του δεύτερου, μέχρι τότε, μυθιστορήματός του («Προτιμώ τα παλιά τους», εκδ. Mic Books), δύο χρόνια μετά το λογοτεχνικό ντεμπούτο του («Έχω όλους τους δίσκους τους», εκδ. Mic Books, 2013).

Έχοντας αυτές τις μεγάλες κουβέντες του κατά νου τώρα που κυκλοφορεί το τρίτο του βιβλίο με τίτλο «Άλμπουμ Διασκευών» -μια συλλογή 40 διηγημάτων εμπνευσμένων από τη ζωή και το έργο των Tom Waits, Nick Cave, Iggy Pop, Lou Reed, PJ Harvey, Joy Division, Radiohead, Massive Attack και Nirvana, μεταξύ πολλών ακόμη μουσικών και συγκροτημάτων- ζήτησα από τον συγγραφέα (και, για να μην ξεχνιόμαστε, πάλαι ποτέ ραδιοφωνικό παραγωγό, εκδότη του θρυλικού φανζίν Rollin’ Under, εγκέφαλο του ομώνυμου δισκάδικου και της δισκογραφικής Lazy Dog, και ιδρυτή του mic.gr) να ανατρέξει στις μνήμες, τις σημειώσεις και τη δισκοθήκη του και να ξεχωρίσει τα άλμπουμ που σημάδεψαν τα -ηλικιακά και κατ’ επέκταση υπαρξιακά- σημεία καμπής της ζωής του.

«Το ροκ και η δημιουργική ενασχόλησή μου μαζί του, κάλυπταν μερικώς/με βοηθούσαν να ξεχνάω τα μεγάλα κενά και τις ελλείψεις της ζωής μου. Πέρασα την ηλικία στην οποία πολλοί μουσικόφιλοι το γυρίζουν στη τζαζ, άρα μάλλον… τη γλίτωσα», λέει ο ίδιος. «Τώρα που το σκέφτομαι όλοι οι μεγάλοι δίσκοι της μουσικής που μου αρέσει, βγήκαν ενώ βρισκόμουν εν ζωή· το μόνο κακό είναι ότι θα συνεχίσουν να βγαίνουν και όταν δεν θα είμαι. Λες να συνεχίζεται και μετά η λειτουργία της αίσθησης που μας ενδιαφέρει; Το αύριο είναι πολύς χρόνος –το ’πε κι ένας διορατικός Μινεσότος– για να το περάσουμε θαμμένοι στη σιωπή.»

5 ετών

Στα πέντε μου ήμουν ένα ντροπαλό χωριατόπαιδο· τη μέρα έπαιζα με τα κοριτσάκια των διπλανών σπιτιών και πολλά βράδια μού άρεσε να φτιάχνω στο σαλόνι ένα πρόχειρο τσαντίρι με καρέκλες και κουβέρτες και να κάθομαι μέσα σιωπηλό. Δεν είχα ανακαλύψει ακόμα τη μπάλα που έγινε το πάθος μου, μέχρι που ένα πρόβλημα υγείας, γύρω στα δώδεκα, με υποχρέωσε να τη σταματήσω. Στο σπίτι μας δεν είχαμε ακόμα πικάπ και τηλεόραση, ούτε με θυμάμαι ν’ ανοίγω το ράδιο. Θυμάμαι όμως έντονα τις ορχήστρες που έφερναν οι ταβερνιάρηδες στο πανηγύρι του δεκαπενταύγουστου. Ήταν φίρμες της τοπικής σκηνής που –με εξαίρεση τη Νίτσα Τσίτρα– δεν είχαν βγάλει δίσκο. Αν οι γονείς μου επέλεγαν να μείνουν στο σπίτι, εγώ έβγαινα με το θείο μου και την παρέα του. Έτρωγα μέχρι σκασμού –χωρίς ν’ αγχώνομαι για το λογαριασμό ή τις θερμίδες–, ακούγοντας ταυτόχρονα μουσική από τους καθισμένους μουσικούς και παρακολουθώντας όσους χόρευαν. Έχω την αίσθηση πως στο ρεπερτόριο πλειοψηφούσαν τα θρακιώτικα, ίσως επειδή οι κάτοικοι του χωριού ήταν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη.

10 ετών

Στα δέκα μου παρέμενα ένα ντροπαλό χωριατόπαιδο· ήμουν καλός μαθητής χωρίς να πολυδιαβάζω, δεν έλεγα όχι όταν οι μεγάλοι με έστελναν για τσιγάρα, μου άρεσε το παιχνίδι και τα ανέκδοτα, είχα ανακαλύψει πως έχω καλή μνήμη και έφεση στη στιχουργική. Θυμόμουν απέξω στίχους και συχνά μάντευα στην πρώτη ακρόαση πώς θα έκλεινε η ομοιοκαταληξία. Θυμάμαι το μπαμπά μου να φέρνει από τις Σέρρες καινούργια επτάιντσα για το τζουκμποξ του σφαιριστηρίου μας και να προβληματίζεται ποια ν’ αφαιρέσει για να τα βάλει στη θέση τους. Η συνεχής έκθεση στα λαϊκά τραγούδια, ήταν αναπόφευκτη στο χωριό. Τα έπαιζε το κασετόφωνο του πλανόδιου μανάβη, το τρανζιστοράκι που είχε για παρέα η ψιλικατζού, τα άκουγες περνώντας έξω από καφενεία, τα τραγουδούσαν οι κάτοικοι, τα έπαιζε φυσικά και το ράδιο. Οι στίχοι τους δεν με αφορούσαν καθόλου· δεν είχα ακόμα ερωτευτεί, προδοθεί, χωρίσει, ποτιστεί με φαρμάκι από τη ζωή – ίσως το μουρουνέλαιο που έπινα να μου φαινόταν σαν τέτοιο, αλλά κανείς δεν είχε γράψει τραγούδι γι’ αυτό. Άλμπουμ δεν είχα δει ως τότε, ούτε είχα ακούσει τα ονόματα των ροκ μουσικών και συγκροτημάτων που έβγαζαν δισκάρες στην Αγγλία και την Αμερική – θα τους ανακάλυπτα αργότερα. Επειδή κάτι πρέπει να βάλω κι εδώ, διαλέγω ένα ενδεικτικό τραγούδι της εποχής (που θα ζήλευαν κι οι Dengue Fever) επειδή μου αρέσει το όργανο που κυριαρχεί.

13 ετών

Μεταβατική περίοδος. Ο Πασχάλης και ο Κοινούσης μου φαινόταν πλέον πιο ενδιαφέροντες από τον Γαβαλά και τον Μενιδιάτη, αλλά η γνωριμία δεν οδήγησε σε κανένα μεγάλο έρωτα. Τότε άρχισα να ανακαλύπτω και να γοητεύομαι από τα «ξένα» τραγούδια – ποτέ δεν κατάλαβα γιατί. Το σφαιριστήριό μας είχε κλείσει και πήγαινα σ’ ένα καινούργιο, με νέο και μοντέρνο ιδιοκτήτη. Ανακάλυψα ότι τα μισά δισκάκια του τζούκμποξ του είχαν ξένα τραγούδια και σύντομα οι τσέπες μου απέκτησαν τρύπες. Είχε πολλά soul και funk από Joe Tex και Jimmy Castor ως Isaac Hayes και Barry White αλλά και slow rock σαν τα “Let Me Roll It” και “Nights in White Satin” που ονειρευόμουν να χορέψω μια νύχτα αγκαλιά με κορίτσι (όνειρο που δεν πραγματοποιήθηκε). Είχα μπει σ’ ένα νέο κόσμο με άλλη γλώσσα, ρυθμούς, εικόνες, θεματολογία, άρχισα να μαθαίνω αγγλικά, είχα βρει και δυο φίλους που έψαχναν κι αυτοί και συζητούσαμε για τις ανακαλύψεις μας. Ακούγοντας τραγούδια σαν τα “Ballroom Blitz” των Sweet κατάλαβα πως μου ταίριαζαν οι δυνατές κιθάρες και τα ντραμς, η ταχύτητα, η φασαρία, δηλαδή το ροκ. Σε λίγο απέκτησα εμμονή με το είδος αλλά ο γιατρός μου είπε να μην ανησυχώ – μόνο να δουλεύω περισσότερο για να μπορώ να προμηθεύομαι τα… φάρμακά μου.

16 ετών

Παράλληλα με τη μουσική βουλιμία εκδήλωσα και τη μανία ανάγνωσης περιοδικών. Αγόραζα, δανειζόμουν, μάζευα απ’ τα σκουπίδια, ξεφύλλιζα ό,τι έπεφτε στα χέρια μου και φυσικά διάβαζα όλα τα μουσικά άρθρα και τις ειδήσεις τους. Όλο το ροκ μέινστριμ πέρασε μπροστά από τα μάτια μου και αρκετό βρήκε το δρόμο και προς τ’ αφτιά μου. Εννοείται πως σπούδασα Zeppelin, Purple, Sabbath και συναφή. Στη Θεσσαλονίκη όπου μετακόμισα ανακάλυψα τον ξένο μουσικό Tύπο, αγγλικό και γερμανικό. Δεν ήξερα γερμανικά αλλά το Bravo και το Pop Rocky ήταν γεμάτα φωτογραφίες και αφίσες συγκροτημάτων. Τα σταμάτησα όταν βαρέθηκα να βλέπω τους ABBA, τους Smokie και τους Bay City Rollers και δεν είχα άλλο χώρο στους τοίχους μου για τις αφίσες τους. Αργότερα αγόραζα το Smash Hits για τους στίχους, το Flexipop για τα flexidisc του και άλλα πιο σοβαρά έντυπα. Άκουγα εκπομπές, έγραφα κασέτες σε δισκάδικα, γνώρισα άτομα με δισκοθήκες, πήγαινα σε μπαρ και μάθαινα από κάποιον του μαγαζιού ή της παρέας ότι αυτό που μόλις έπαιξε ήταν Eric Burdon ή Cockney Rebel, έτρεχα να δω μουσικές ταινίες σε πρώτη ή δεύτερη προβολή. Άρχισα ν’ αγοράζω βινύλια, ήμουν αφελής και πίστευα τους κριτικούς που με προέτρεπαν να επενδύσω στο “I’m in you” του Frampton, το “Cat Scratch Fever” του Nugent, το “Toys In the Attic” των Aerosmith. Από άλμπουμ της εποχής ξεχωρίζω το Johnny the Fox των Thin Lizzy τους οποίους ακολούθησα μέχρι το Live and Dangerous και τους ακούω ευχάριστα ως σήμερα – αν και τώρα μου φαίνονται αρκετά αργοί. Είχαν καλά τραγούδια, τραγουδιστή με φωνή που με άγγιζε, αξιομνημόνευτα ριφ και δεν ήταν φιγουρατζήδες σαν πολλούς άλλους, του ελαφρού και του βαρέως μετάλλου.

18 ετών

Από τα περιοδικά έμαθα ότι κάτι ξιπασμένοι στο Λονδίνο όχι μόνο λάνσαραν μια νέα μόδα με παραμάνες, αλυσίδες και σχισμένα ρούχα, αλλά είχαν και τα δικά τους συγκροτήματα. Άκουσα τους πρώτους δίσκους των Sex Pistols, Clash, Stranglers, Damned αλλά οι Ramones είχαν κάτι που έλειπε από εκείνους, κάτι που χρειαζόμουν κι ας μην το γνώριζα ως τότε: Fun. Με το Rocket to Russia που άκουσα πρώτο ήταν σαν να μου έλεγαν, καλό το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» αλλά χρειάζεται και το «Ένας Προφήτης μα τι Προφήτης», οι άνθρωποι τα παίρνουν όλα πολύ στα σοβαρά, χαλάνε τις καρδιές τους για ασημαντότητες, μην είσαι τέτοιος, σπάσε πλάκα στο λίγο χρόνο που σου δόθηκε, μην ξεχνάς να διασκεδάζεις ποικιλοτρόπως. Οι αρχαίοι έφτιαχναν ακροπόλεις και μνημεία χωρίς τη βοήθεια ηλεκτρικών εργαλείων, οι Ramones έβγαλαν απ’ τη μύγα ξύγκι και με τις περιορισμένες δυνατότητές τους σαν οργανοπαίκτες, έβγαλαν τραγούδια που θα ακούγονται για πολύ καιρό ακόμα. Τραγούδια με στυλ, με μελωδικό ρυθμό (όπως έγραψε κάποτε ο Γιάννης Πλόχωρας), τη φωνάρα του Joey, το fun που λέγαμε πριν και μικρή διάρκεια που σε κάνει να ζητάς και δεύτερη μερίδα απ’ το ίδιο. Αν είχα γεννηθεί πέντε χρόνια αργότερα θα τους είχα ανακαλύψει σε πιο τρυφερή ηλικία και θα είχα αποφύγει την αγορά πολλών δίσκων που κατέλαβαν χώρο στη δισκοθήκη μου, αλλά όχι και στη μνήμη μου.

21 ετών

Το 1981 είναι δύσκολη χρονιά για να διαλέξεις ένα δίσκο αφού είναι η χρονιά που οι Tuxedomoon έβγαλαν το Desire, οι Cure το Faith, οι Birthday Party το Prayers on Fire, οι Sound το From the Lions Mouth, οι PIL το Flowers of Romance, οι Gun Club το Fire of Love, οι Wipers το Youth of America, οι Eno/Byrne το My Life in the Bush of Ghosts, οι Banshees το Juju, οι Au Pairs το Playing with a Different Sex… Πολλά από τα καλά άλμπουμ των νεοεμφανιζόμενων συγκροτημάτων τα γνώρισα μέσα από τις κριτικές των συντακτών του Ήχου που εμπιστευόμουν τότε. Επιλέγω το Heaven Up Here των Echo & the Bunnymen γιατί αυτό και το προηγηθέν Crocodiles τους είναι δίσκοι που άκουσα άπειρες φορές και ακόμα ακούω ολόκληρους μια στις τόσες. Ήμουν περίπου συνομήλικός τους, τους αγόρασα σε LP μόλις κυκλοφόρησαν (ακολούθησαν κι άλλες αγορές σε απλό και remastered cd), με συντρόφευσαν σε όλη την ενήλικη ζωή μου… τι άλλο να ζητήσω – υπογεγραμμένο αντίτυπο; Ποτέ δεν μ’ ενδιέφεραν αυτά, ούτε οι φωτογραφίσεις με διάσημους μουσικούς, γι’ αυτό και δεν έχω καμία. Αυτή είναι η ψυχεδέλειά μου, η χορευτική μουσική μου, η μουσική που θα ήθελα να γράφω, η φωνή που θα ήθελα να έχω (καλά και μια φάτσα σαν του Mac δεν θα με χαλούσε).

25 ετών

“And I’m still here rolling after everybody’s gone / I’m still here rolling and I’m left on my own τραγουδούσε” ο Cave στο “Black Crow King”. Σήμερα σκέφτομαι πως οι περισσότεροι συνομήλικοί του έχουν ξεχαστεί ή βγαίνουν για περιοδεία με ρεπερτόριο της δεκαετίας του ’80 (βλέπε Peter Murphy, Robert Smith). Τότε κορόιδευα τους θεατές των συναυλιών που πήγαιναν ν’ ακούσουν τραγούδια της εφηβείας τους από γερασμένους δημιουργούς, σήμερα δεν το κάνω – αν αυτοί χαίρονται εκμεταλλευόμενοι τη μοναδική ευκαιρία που έχουν να τους χαρούν ζωντανά, εμένα δεν μου πέφτει λόγος. Δεν μπορείς να μην θαυμάσεις τον Cave γιατί εκτός από την επιτυχία, έχει και διάρκεια, παραμένει πολύ δημιουργικός και αυτά που κυκλοφορεί σήμερα, ακόμα ενδιαφέρουν πολλούς. Αυτή είναι και η δική μου φιλοσοφία στη ζωή, δε θέλω να επαναπαύομαι και να θυμίζω στους άλλους επιτεύγματα του (μακρινού) παρελθόντος, θέλω να δοκιμάζω νέα πράγματα, να βελτιώνομαι και να εξελίσσομαι. Το The First Born Is Dead δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές άλμπουμ του αλλά έχει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου και κάπου-κάπου ακούω τα τραγούδια του να παίζουν μέσα στο κεφάλι μου.

28 ετών

Οι Hüsker Dü είχαν τελειώσει, τα ’80ς πλησίαζαν κι αυτά στο τέλος τους, είχαμε πειστεί ότι το πανκ δεν είχε μεγάλες συγκινήσεις να μας προσφέρει, ακούγαμε πολλούς ευαίσθητους και μαλακούς (Smiths, REM), υπνωτικούς (Spacemen 3), αργοκίνητους σαν τους Swans –που τότε έγραφαν μικρά τραγούδια των 6-7 λεπτών– όταν εμφανίστηκε το Suffer των Bad Religion, μας τράβηξε το αφτί και μας είπε «γεράσατε πριν την ώρα σας, μωρέ; Τι είναι αυτά που ακούτε;» Όλα πάνω και μέσα του μας φαινόταν τέλεια· τα χρώματα του εξωφύλλου, ο τίτλος του, οι μελωδίες του τραγουδιστή και οι λέξεις που χρησιμοποιούσε, οι ραμονικές διάρκειες, η σωστή εναλλαγή γρήγορων και πιο γρήγορων τραγουδιών… Το παρήγγειλε πρώτος ο φίλος μου ο Νίκος, από τον Δημήτρη του Music Machine που έκανε εισαγωγές δίσκων από την Αμερική, και μια μέρα μετά την παραλαβή του με επισκέφτηκε στην Εξαδακτύλου με το δίσκο παραμάσχαλα και ενθουσιασμό που τον έκανε να παραληρεί. Έβαλα να τον ακούσουμε μαζί και σε λίγο είχα μπει κι εγώ στο κλαμπ των θαυμαστών. Ο Νίκος πριν μερικά χρόνια πήδηξε στο φωταγωγό, ο Δημήτρης έμαθα ότι πέθανε καθώς έπαιζε live, εγώ έζησα για να πω την ιστορία.

32 ετών

To grunge που περισσότερο μεταλόφερνε παρά πανκόφερνε ήταν στο peak του, οι Chili Peppers και οι Rage Against σάρωναν με τις φανκομεταλιές τους, το trip-hop είχε ξεκινήσει, οι My Bloody Valentine είχαν κυκλοφορήσει το δίσκο που πήρε δυόμισι χρόνια να ηχογραφηθεί, οι Primal Scream μας καλούσαν στην πίστα, Smashing Pumpkins και Pavement έκαναν εντυπωσιακή είσοδο στο alternative/indie στερέωμα αλλά εγώ ήμουν περισσότερο χαρούμενος για την PJ Harvey που μπήκε στη ζωή μου και, ευτυχώς, έμεινε για χρόνια. Το ντεμπούτο του τρίο της είχε τραγούδια που άλλοι ταξινομούν στο blues κι άλλοι στο grunge ράφι (άσε που διαφωνούν και για τα highlights του δίσκου), ήχο που χαρακτηρίζεται ωμός, στιβαρός, τρανταχτός (και δώσ’ του παρομοιώσεις με τυφώνες και ηφαίστεια), η ίδια παθιασμένη, οργισμένη, εκρηκτική, σέξι, ειλικρινής. Πόσο τυχεροί είναι μερικοί άνθρωποι που γεννιούνται με ένα μουσικό ταλέντο και κάποια στιγμή ηχογραφούν δέκα-δώδεκα τραγούδια που αποσπούν την προσοχή και το χειροκρότημα του κόσμου, ο οποίος μετά περιμένει ανυπόμονα κάθε επόμενη φουρνιά τους. Λιγότερο μεν, αλλά τυχεροί κι εμείς, που ανακαλύπτουμε την τέχνη τους, την αγαπάμε σαν δική μας και μετά αναρωτιόμαστε πως ζούσαμε τόσα χρόνια χωρίς αυτήν.

35 ετών

Χάρη στην επαγγελματική μου ενασχόληση με τους δίσκους, μπορούσα πλέον ν’ ακούω καινούργια συγκροτήματα, πριν διαβάσω κάτι γι’ αυτά στον τύπο. Τέτοια περίπτωση ήταν και οι 16 Horsepower με τον δανεισμένο από τη βίβλο τίτλο δίσκου «Λινάτσα και στάχτες» (τα χρησιμοποιούσαν οι Εβραίοι όταν θρηνούσαν). Οι ιστορίες του David Eugene Edwards μοιάζουν να είναι τοποθετημένες στην Άγρια Δύση, είναι γεμάτες θάνατο και αίμα, θηλιές και λεπίδες, αγγέλους και διαβόλους, ανθρώπους κακούς και ψεύτες, αλλά και καθαρούς σαν δόντι κυνηγόσκυλου (δική του παρομοίωση) ανθρώπους, που αισθάνονται ενοχές για τα λάθη τους, κλαίνε και προσεύχονται. Οι ερωτικές ιστορίες έχουν κάπως ιδιόρρυθμους πρωταγωνιστές. «Θα σου σκάψω ένα ρηχό τάφο και με τις κίτρινες μαργαρίτες που θα φυτρώσουν στα σάπια κόκαλά σου, θα στολίσω τα μαλλιά της καλής μου». «Έλα απ’ το σπίτι μου και θα μαζέψουμε κόκαλα, έλα στην αυλή μου, έχω ουίσκι και καρέκλες, θα κάτσουμε στη βεράντα…» Δεν είναι τυχαίο που τους τοποθετούν στην γκόθικ κάντρι κατηγορία. Όπως όλα τα μεγάλα συγκροτήματα, έχουν κι αυτοί έναν σπουδαίο τραγουδιστή, αντάξιο των μεγάλων τραγουδιών τους (που γράφτηκαν πάνω σε δικούς του στίχους). Για να τους απολαύσεις δεν χρειάζεται να είσαι φαν της κάντρι, ούτε κινδυνεύεις να γίνεις. Μόνος και πολύ μεγάλος είναι ο κίνδυνος να γίνεις θαυμαστής τους.

41 ετών

Notwist, Arab Strap, Sodastream… ποιους να διαλέξω; Μάλλον τους Ισλανδούς Sigur Rós, αλλά όχι, αυτούς τους βαρέθηκα νωρίς, ενώ τους Hood απ’ το Leeds που άρχισα ν’ ακούω απ’ τα μέσα των ‘90ς τους ακολούθησα μέχρι τη διάλυσή τους στα μέσα των zeros. Σύμφωνα με τους φίλους τους Piano Magic παίζουν avant-pop-glitch-tronica, τρέχα-γύρευε δηλαδή, αν και είναι καλό να μη χωράει ο ήχος ενός γκρουπ σε μια κατηγορία. Με απλά λόγια παίζουν τραγούδια με ανδρική φωνή, υπόκρουση από ηλεκτρονικά και λίγα παραδοσιακά όργανα, είναι συναισθηματικοί, λίγο πειραματικοί και στο Cold House δημιουργούν μια εύθραυστη χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα. Η μουσική τους δεν είναι εγκεφαλική ή χορευτική· στοχεύει κάπου ενδιάμεσα.

48 ετών

Είναι κάτι νύχτες χωρίς φεγγάρι που με πιάνω να βολτάρω πάλι σε γκόθικ μονοπάτια του Νότου (μάλλον η ζημιά έγινε τότε που οι Bauhaus έπιασαν στο στόμα τους τον Lugosi). Γοτθικό DNA έχουν και οι Murder By Death, και ήρωες των τραγουδιών τους είναι πικρόχολοι και τσακισμένοι επαρχιώτες που περνάνε τις μέρες στα χωράφια, τις νύχτες μεθάνε σε μπαρ με κορίτσια και το πρωί ξαναβγαίνουν στη λάσπη και τη σκόνη. Οι ροκ μουσικοί καλούν συνήθως τους τσελίστες να προσθέσουν λίγο χρώμα σε τραγούδια που το έχουν ανάγκη, αλλά ο Adam Turla των Murder by Death έκανε την υπέρβαση, δέχτηκε τη Sarah Balliet για μόνιμο μέλος του γκρουπ, ώστε με το τσέλο της να καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του ήχους του. Δε θέλω να πιστέψω πως υπήρχε υστεροβουλία στην αποδοχή, δεδομένου ότι ακολούθησε και πρόταση γάμου – δεν είναι τέτοιο παιδί ο Adam. Αγαπημένος μου τίτλος πάντως παραμένει ένας από τον πρώτο δίσκο τους: «Φοβάμαι αυτούς που φοβούνται τη Βιρτζίνια Γουλφ». (Έχουν ένα κόλλημα με τους λύκους, ακόμα και την πιτσαρία που άνοιξαν την ονόμασαν Lupo).

52 ετών

Όταν είσαι μικρός και έχεις χώρο στη μνήμη δεν ξέρεις τι να πρωτοκρατήσεις, όταν μεγαλώσεις γίνεται το αντίθετο, δεν ξέρεις τι να πρωτοπετάξεις, αλλά αν ψάχνεις πάντα βρίσκεις δίσκους να σε συγκινήσουν πολύ. Το Adventures In Your Own Backyard του Patrick Watson απ’ το Μόντρεαλ είναι ένας τέτοιος. Καλλίφωνος καναδός, της σχολής Jeff Buckley, πλούσιες ενορχηστρώσεις με στρινγκς και χορνς και σημεία που σου σηκώνεται η τρίχα, διαβάζω στις παλιές σημειώσεις μου και λέω να σταματήσω εδώ.

Το βιβλίο «Άλμπουμ Διασκευών» του Μπάμπη Αργυρίου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Mic Books. Περισσότερες πληροφορίες: babisargyriou.gr
Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος