Ο Μπάμπης Αργυρίου προτιμά να ρίχνει μπουκάλια με μηνύματα και να αφήνει την τύχη να τα μεταφέρει

Έχω συναντήσει τον Μπάμπη Αργυρίου σίγουρα μία φορά στη ζωή μου, ως πελάτης του στο δισκάδικό Rollin Under, στα τέλη των 90s, όταν σε μια κάθετη της Ναβαρίνου άρχιζε η τρίτη και τελευταία περίοδος ενός από τα πιο σημαντικά δισκάδικα που άνοιξαν (μεγαλώνοντας γερά βινυλιομανή παιδιά) και έκλεισαν (νομοτελειακά) ποτέ στην Ελλάδα. Ίσως να τον συνάντησα και μια δεύτερη φορά, λίγα χρόνια νωρίτερα, αν το δισκάδικο σε εκείνο το διαμέρισμα μέσα στο οποίο θυμάμαι να περνάω αρκετές από τις ώρες της ημερήσιας σχολικής εκδρομής από το Βόλο στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν σε ένα στενό παράλληλο στη Ναβαρίνου αλλά σε ένα κάθετο στην Εγνατία, εκεί όπου βρισκόταν το Rollin Under σε μία παλιότερη εκδοχή του. Σε κάθε περίπτωση, δεν έχουμε μιλήσει ποτέ διά ζώσης και μέχρι σήμερα μόνο ελάχιστες φορές ηλεκτρονικά. Φαντάζομαι πως αν ιδωθούμε κάποτε σε ένα τυχαίο δρόμο της Θεσσαλονίκης, φυσικά δεν θα με αναγνωρίσει και το πιθανότερο είναι να μην καταλάβω ούτε εγώ ποιος είναι.

Κι όμως, αν υποθέσουμε πως ισχύει ότι στο τέλος της ημέρας αυτό που επηρεάζει πιο ρεαλιστικά την καθημερινότητα (όχι με την έννοια της ρουτίνας αλλά με αυτή της… ζωής) είναι το τι σου αρέσει και όχι το τι σόι άνθρωπος είσαι, «γνωρίζω» τον Μπάμπη Αργυρίου ίσως καλύτερα και απ’ όσο θα ήθελε ο ίδιος, για περισσότερο από τη μισή ζωή μου, και όχι «απλώς» ως εμβληματικό δισκοπώλη, ως διορατικό εταιριάρχη (το roster της Lazy Dog Records μιλάει από μόνο του), ως πάλαι ποτέ αντιηρωικό εκδότη του Rollin Under (ενός από τα τρία-τέσσερα πιο σημαντικά έντυπα στην ιστορία του εγχώριου «φανζινικού» Τύπου) και εδώ και περίπου δέκα χρόνια του Mic.gr (του «ελληνικού Pitchfork» όπως θυμάμαι ότι το έλεγαν κάποιοι, κάποτε, κυρίως λόγω των μακροσκελών κειμένων του), ως τέλος πάντων έναν από τους πιο επί της ουσίας και όχι εξαιτίας μιας αόριστης, αυτοτροφοδοτούμενης μυθολογίας πιο καθοριστικούς «παράγοντες» αυτού που χάριν δημιουργικής ασάφειας αποκαλούμε «σκηνή», όταν δεν το λέμε απλά με το όνομά του, δηλαδή underground.

Αν κάτι έχω καταλάβει, λοιπόν, από αυτή τη «γνωριμία» μας, πέραν της σχετικής συμφωνίας χαρακτήρων ως προς τα γούστα ημών (αν κι εγώ δεν θα πω ποτέ ότι οι Mushrooms υπήρξαν σημαντικότεροι από τις Τρύπες), είναι ότι πρόκειται για κάποιον που απαξιεί με σχεδόν εκνευριστικό τρόπο να αντλήσει κάθε επόμενη μέρα αυταξία, από την πηγή όσων έχει κάνει την προηγούμενη και ίσως τελικά ακριβώς αυτή η αδιαφορία ή ακόμη και αδυναμία να προβάλλει τον εαυτό του, να είναι και ο λόγος που τον οδήγησε στη συγγραφή πρόπερσι του «Έχω όλους τους δίσκους τους» και φέτος του «Προτιμώ τα παλιά τους». Δεν μπορώ, λοιπόν, παρά να εκτιμήσω τη γλυκιά ειρωνία ότι για τον συγκεκριμένο τύπο δημοσιεύεται μάλλον η μεγαλύτερη συνέντευξη στην μέχρι τώρα ιστορία της Popaganda. Και όλοι ξέρουμε πόσο μεγάλες συνεντεύξεις μας αρέσει να δημοσιεύουμε γενικά σε αυτό το μαγαζί…

Οι περιπέτειες του Σίμου Μπάνση συνεχίζονται στο δεύτερο βιβλίο του Αργυρίου.

Πέρυσι έγραψες στην Παράλλαξη ότι ολοκλήρωσες το πρώτο σου χειρόγραφο όταν ακόμη πήγαινες σχολείο, αλλά μετά σε έφαγε ο μουσικόφιλος μέσα σου. Ποια ήταν λοιπόν η κομβική στιγμή που άρχισε αυτό το «φάγωμα»; Στη δύσκολη εφηβεία μου έγραφα σκοτεινές ιστορίες και δακρύβρεχτα ποιήματα, αλλά δεν είχα εμπειρίες και γνώσεις ώστε να δημιουργήσω κάτι μεγάλο και αξιόλογο. Η προοπτική να ασχοληθώ πιο σοβαρά με το γράψιμο υπήρχε σε μια άκρη του μυαλού μου. Αγόραζα δίσκους για προσωπική χρήση και δεν σκεφτόμουν ραδιοφωνικές μεταδόσεις. Η κομβική στιγμή ήρθε όταν γνώρισα έναν πειρατή των FM, τον Μάκη Τερζόπουλο. Ο πομπός που μου έφτιαξε έγινε η σκάλα που με ανέβασε στη σκηνή. Άρχισα να χτίζω το ακροατήριό μου και να μοιράζομαι ό,τι μου άρεσε, να το σχολιάζω όπως μου επέτρεπαν η γλώσσα και οι γνώσεις μου, να εξελίσσομαι και να βελτιώνομαι σε δημόσια θέα, κάτι που συνεχίζω μέχρι σήμερα. 

Οι γονείς σου πως αντέδρασαν όταν «έσπασες την οικογενειακή παράδοση και δεν έγινες γεωργός;» Μακάρι να ήταν αυτό το πρόβλημα με τους γονείς. Ήμουν 11 χρονών όταν ο μπαμπάς μου έγινε Μάρτυρας του Ιεχωβά και αργότερα ακολούθησε και η μάνα μου. Ήταν ο πρώτος σε ένα χωριό 2000 κατοίκων, σε μια εποχή που η συγκεκριμένη θρησκεία ήταν υπό διωγμό και οι πιστοί της συναθροίζονταν κρυφά. Εισπράξαμε πολύ μίσος και περιφρόνηση από τους συγχωριανούς, έζησα τραυματικές εμπειρίες, οι οποίες υποθέτω ότι συνέβαλλαν και στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου. Όταν κόπασε ο εξωτερικός πόλεμος ξεκίνησε ο εμφύλιος με τον μπαμπά ο οποίος, όπως συμβαίνει με τους απανταχού φανατισμένους, δεν έβλεπε άλλη επιλογή για μένα, ήθελε να αφιερωθώ στη θρησκεία που είχε επιλέξει. Δεν άντεχε τη σκέψη ότι είμαι τόσο βλάκας και θα χάσω την αιώνια ζωή όταν εγκαθιδρυθεί η βασιλεία τη Θεού στη γη. Για να μην μακρηγορώ υπήρχαν εντάσεις, πιέσεις, περιορισμοί που με ώθησαν να φύγω στα 15 μου και να ζήσω μακριά τους. «Δεν βαρέθηκες ακόμα», μου έλεγε συχνά τα επόμενα χρόνια, «όλα είναι ένα όνειρο, τι ασχολείσαι με όσα ασχολείσαι, έλα κοντά στο Θεό…» Με αγαπούν, ενδιαφέρονται για την υγεία μου και με επισκέπτονται, αλλά αδιαφορούν για τις δραστηριότητές μου, τις θεωρούν χάσιμο χρόνου και σπατάλη χρημάτων. Δεν ξέρουν ότι έβγαλα βιβλία και δεν θα ιδρώσει το αφτί τους αν το μάθουν. Ματαιότης ματαιοτήτων είναι τα εγκόσμια γι’ αυτούς. 

Η δημιουργικότητα είναι τελικά ένα ζωτικό ψέμα; Κι αν ναι, στην περίπτωσή σου αλλάζει με τα χρόνια; Δεν θα το έλεγα ψέμα αλλά φούσκα. Μεγεθύνεις την επιρροή που ασκούν στο κοινό σου αυτά που κάνεις, αυταπατάσαι ότι τα αγαπούν, τα έχουν ανάγκη, ότι είσαι πηγή έμπνευσης και θετικό παράδειγμα για κάποιους. Σε τρέφει η ελπίδα ότι το νέο σου πόνημα θα αγγίξει περισσότερους και για σένα θα είναι ένα μεγάλο βήμα μπροστά. Άπειρες φορές έχω αναρωτηθεί αν η ανταπόκριση που βρίσκει ένα πρότζεκτ αξίζει την προσπάθεια και το χρόνο που αφιερώνω. Αλλά πιο πολύ με έχουν απασχολήσει τα ερωτήματα που προηγούνται χρονικά, όπως το γιατί δημιουργεί κάποιος και γιατί επιλέγει έναν συγκεκριμένο χώρο δράσης, αν όλα είναι έμφυτα ή γεννιούνται στην πορεία, αν η ενασχόληση με δημιουργικά πράγματα γίνεται για την ικανοποίηση που θα προσφέρει το καλό αποτέλεσμα ή από κόμπλεξ κατωτερότητας και ανάγκη προσέλκυσης της προσοχής. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Η δυστυχία έρχεται πάντα πρώτη». Συμφωνείς με την απάντηση του Morrissey στο πιο «βαθύ» υπαρξιακό ερώτημα που ταλανίζει τους απανταχού μουσικόφιλους; Αφού το είπε ο εξπέρ της μετατροπής της δυστυχίας σε μεγάλη τέχνη, ποιος είμαι εγώ που θα διαφωνήσω; Κρίνοντας από τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου ανθρώπου σκέφτομαι ότι ο προϊστορικός νέος θα ένοιωθε κακόμοιρος όταν δεν έπιανε ψάρια και πεινούσε ή όταν ο πατέρας του έλεγε ότι είναι ντιπ άχρηστος. Αλλά το έκανε acapella τραγούδι ή instrumental (άραγε ποιο προηγήθηκε;) βαρώντας αυτοσχέδιο ξυλόφωνο; Επίσης, οι συνθέτες της κλασικής μουσικής δεν μιζέριαζαν; Γιατί δεν θυμάμαι κλασικό κομμάτι με τίτλο «I want the one I can’t have In A Minor»; Και τι εννοούμε ακριβώς μιζέρια, το «Sometimes I feel like a motherless child» π.χ. αναφέρεται σε μιζέρια ή στην αληθινή δυστυχία που σε κάνει να σέρνεσαι στα πατώματα;

Έγραψα αυτά που θα ήθελα να διαβάσω αλλά δεν υπήρχαν στα βιβλιοπωλεία. Για να προσθέσω στην ελληνική βιβλιογραφία ιστορίες που αφορούν τους Husker Du, τους Gun Club, τους Wipers και τους υπόλοιπους που γέμισαν μερόνυχτα της ζωής μου.

Αν ο Αργυρίου του 2015 συναντούσε τον Αργυρίου του 1985, θα προέκυπτε συμπάθεια ανάμεσά τους; Μάλλον θα ερχόμουν σε δύσκολη θέση γιατί θα ζήλευα τη ζωντάνια του τέως, την αισιοδοξία, τον ενθουσιασμό του, το θράσος και τη σιγουριά του. Σήμερα μου λείπει η σιγουριά, έχω πολλά θέματα σε εκκρεμότητα απόφασης. Μάλλον θα τον συμβούλευα να μην είναι τόσο απόλυτος και ξερόλας και θα του έκρυβα πράγματα που θα τον στεναχωρούσαν. Π.χ. ότι οι Mushrooms δεν έγιναν διάσημοι, οι Εκτός Ελέγχου δεν έβγαλαν δεύτερο δίσκο και το ελληνικό ροκ δεν έβγαλε τις δισκάρες που περίμενε. Καλύτερα να μου κανονίσεις συνάντηση με τον Αργυρίου του 2035. 

Πήρε το μάτι μου μια μελέτη που υποτίθεται ότι αποδεικνύει πως οι μουσικόφιλοι παύουν να νοιάζονται για «νέα μουσική» γύρω στα 33. Discuss… Γι’ αυτό λες ότι το dubstep δεν με κράτησε για πολύ και το black metal καθόλου; Σκέφτομαι ζωντανά παραδείγματα, άτομα που επικοινωνώ ή συναναστρέφομαι, και διαπιστώνω ότι οι περισσότεροι, αφού το έψαξαν, κατέληξαν να ακολουθούν μόνο συγκροτήματα συγκεκριμένων μουσικών ειδών. Κι εγώ το ίδιο κάνω, απλώς ο αριθμός των ειδών είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των δαχτύλων του ενός χεριού. Δεν μπορώ να προσδιορίσω αν η αρχή της αδιαφορίας προς τα νέα μουσικά στυλ τοποθετείται στα 36, 38 ή 40. Και πόσα νέα στυλ εμφανίστηκαν άλλωστε τα τελευταία 15 χρόνια ώστε να βάλουν σε πειρασμό κάποιον που άκουσε όλα τα προηγούμενα; Εκτός από την ίδια τη μουσική κούρασαν και οι αλλαγές στον τρόπο ακρόασής της. Εμείς εκτός από ραδιόφωνο είχαμε στο σπίτι μας και μπομπινόφωνο, μετά απέκτησα κασετόφωνο, πικάπ, cd player και mp3 player και τώρα η τάση είναι να ακούμε μουσική από streaming. Το οποίο μας ωθεί να ανταλλάξουμε τη δισκοθήκη μας με bookmarks και την ερωτική σχέση με τους δίσκους με one night stand ακροάσεις από δω κι από κει. Σταματάω γιατί βγήκα εκτός θέματος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πόσους δίσκους έχεις; Πόσους θα ήθελες να έχεις; Και πόσοι από αυτούς που έχεις πιστεύεις ότι δεν θα έκανε καμία διαφορά στη ζωή σου αν δεν βρίσκονταν στα ράφια της δισκοθήκης σου; Δεν είμαι πλούσιος, ούτε προνόησα να ανοίξω μπαρ ή κλαμπ ώστε να μπορώ στα δύσκολα να πουλήσω ένα μερίδιο της επιχείρησης και να ορθοποδήσω. Εξαιτίας των δίσκων ζούσα κι εγώ πάνω από τις δυνατότητές μου (ξέμενα από λεφτά και ζητούσα μπροστάντζα μεσοβδόμαδα ή έτρωγα με πίστωση στο σουβλατζίδικο της γειτονιάς μέχρι να πληρωθώ) αλλά οι δίσκοι αποδείχτηκαν η καλύτερη επένδυσή μου. Έχω αγοράσει χιλιάδες αλλά έχω πουλήσει και πάρα πολλούς. Η πρώτη καραβιά έφυγε στα τέλη των 80s. Εκτός από την ανάγκη χρημάτων υπήρχε και η δικαιολογία ότι τους έσκισα στο παίξιμο για τις εκπομπές και θα ξαναγοράσω μόνο τους πολύ καλούς. Και μετά από λίγο έτρεχα να ξαναβρώ τα σπάνια κομμάτια. Αυτό επαναλήφθηκε κι άλλες φορές αργότερα. Σήμερα που μπορείς να βρεις οτιδήποτε online θα ήθελα να τους ρίξω στους 500, να έχω μόνο τον αφρό, να βάζω με κλειστά μάτια έναν και να είμαι σίγουρος ότι θα μου αρέσει ακόμα. Π.χ. τους δύο πρώτους των Portishead έχω να τους ακούσω από τα 90ς. Τι τους κρατάω, αφού δεν τους ακούω πια; (Ωπ! Αυτό θα μπορούσε να γίνει τίτλος βιβλίου μου). Βέβαια το ίδιο ισχύει και για τα δύο πρώτα των Violent Femmes, τα οποία επίσης δεν βάζω να ακούσω αλλά δυσκολεύομαι να αποχωριστώ επειδή με τραυμάτισαν βαθύτερα από των μπριστολέζων. Τελικά δεν έχει σημασία πόσους δίσκους έχεις ακούσει ή πόσους κατέχεις, αλλά πόσοι σου έγιναν απαραίτητοι για κάποια περίοδο της ζωής σου. Ίσως μια μέρα αποφασίσω αυτό το κούρεμα και κρατήσω τα δύο πρώτα των Bunnymen, τρία του Cave, δύο των Sonic Youth, το πρώτο και το τέταρτο των Cure, πέντε των Ramones, το πρώτο από Big Black, Smiths και Television

Ποιο ήταν το πρώτο τραγούδι που έπαιξες στο πειρατικό Ράδιο Free που έστησες το 80; Αδύνατο να θυμηθώ. Θυμάμαι όμως τρία instrumental που ανοιγόκλειναν τις εκπομπές για μεγάλα διαστήματα. Πρώτα μια surf διασκευή του “Swan Lake” που βρήκα σε  κασέτα ενός φίλου, χωρίς τίτλους. Ποτέ δεν έμαθα το όνομα του συγκροτήματος. Το επόμενο ήταν πάλι surf από τους Stonefish, ένα εφήμερο σχήμα μελών των αυστραλών Stems. Λεγόταν “Guitar Radiation”. Τρίτο και καλύτερο το “Martial Time/ Martial Law” των Warriors απ’ τον κατάλογο της Object.

Πως ήταν η όλη φάση με το ραδιόφωνο (νόμιμο και πειρατικό) τότε στη Θεσσαλονίκη; Σας είχαν κάνει ποτέ τσακωτούς; Παρανομία ίσον διαρκής φόβος. Αραιά και πού έβγαιναν τα ραδιογωνιόμετρα για να εντοπίσουν πειρατές,αλλά με τον πρώτο που έπιαναν έπεφτε σύρμα και σταματούσαμε τις εκπομπές μέχρι να περάσει η μπόρα. Εκτός από τη δίωξη μπορούσαν να κατάσχουν τον πομπό, όπως επίσης στερεοφωνικά και δισκοθήκη. Μπορεί και την κιθάρα σου, αν το όργανο ήταν μερακλής. Πιο πιθανό ήταν να σε καρφώσει αγανακτισμένος γείτονας επειδή του έκανες παρεμβολή στην τηλεόραση. Οι δικοί μου γείτονες προτιμούσαν να ξηλώνουν την κεραία ή να έρχονται και να με βρίζουν. Μοιάζει απίστευτο σήμερα αλλά τότε κανείς δεν μιλούσε για πολιτικά στο μικρόφωνο, ήταν άγραφος νόμος, φοβόμασταν ότι κάτι τέτοιο θα ενοχλούσε πολύ και θα προκαλούσε έξαρση των συλλήψεων. Απίστευτο επίσης ότι, σε μερικές περιοχές, έπρεπε να περιμένεις ως και εφτά χρόνια για να σου βάλει ο ΟΤΕ τηλέφωνο. Ο λαός παρακαλούσε για ανάπτυξη και το κρατικό μονοπώλιο σφύριζε αδιάφορα. Ούτε ο πιο ευφάνταστος συγγραφέας δεν θα μπορούσε να προβλέψει ότι θα ερχόταν μέρα που θα σου τηλεφωνούσαν καθημερινά για να σου πουλήσουν σύνδεση. Αναγκάστηκα να αγοράσω τηλέφωνο από ιδιώτη (με 25.000δρχ), ο οποίος έκανε αίτηση μεταφοράς στη διεύθυνσή μου και όταν ήρθαν οι τεχνικοί για να το συνδέσουν με αντιμετώπισαν με το ύφος ανθρώπων που κατέχουν εξουσία. Πριν αποκτήσω δικό μου, έδινα στην εκπομπή το τηλέφωνο του φίλου Μάκη Τερζόπουλου. Αυτός έκανε ένα πομπό χαμηλής ισχύος που εξέπεμπε στους 109 μεγάκυκλους, εγώ πείραξα το ραδιόφωνό μου για να τον πιάνω και μου έλεγε τις παραγγελιές των ακροατών ή μου τους έβγαζε ζωντανά για να τους ακούσω. Θυμάμαι επίσης ότι ξεζούμιζα τις λυχνίες για να έχω περισσότερη ισχύ και τις αντικαθιστούσα πολύ συχνά. Κατά τα άλλα η συχνότητα ήταν ζούγκλα και ακούγονταν μόνο οι πιο ισχυροί. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πως γνωρίστηκες με τις μπάντες εκείνης της εποχής; Δώσε μου μια «από μέσα» εικόνα των αρχών της πολυθρύλητης σαλονικιώτικης σκηνής των 80s. Οι εκπομπές με βοήθησαν σ’ αυτό, είχα επικοινωνία με ακροατές που ήταν και μέλη συγκροτημάτων όπως Εκτός Ελέγχου, Moot Point κλπ. Ο πιτσιρικάς Πλούτο (σ.σ. κατά κόσμο Γιώργος Αντωνιάδης) έπαιρνε συχνά τηλέφωνο και ζητούσε γκρουπ του Λίβερπουλ ή αμερικάνικα, τον θυμάμαι μάλιστα λίγα χρόνια αργότερα στα Games της Χρυσοστόμου Σμύρνης να μου λέει ότι έφτιαξε το γκρουπ Mushrooms που θα έπαιζε σε στυλ Paisley Underground. Κατέβαινα τότε κάθε βράδυ στην Προξένου Κορομηλά που ήταν η πιάτσα και εκεί γνώρισα πολλούς μουσικούς. Η Θεσσαλονίκη είναι αρκετά μεγάλη και μικρή ταυτόχρονα, και αν πήγαινες στα δισκάδικα του κέντρου και στα στέκια, κάποιο αφισάκι συναυλίας θα έβλεπες, αν δεν το είχες μάθει ήδη από φίλους. Όταν αγόρασα το τετρακάναλό μου, γκρουπ όπως οι New Rose και τα Μωρά στη Φωτιά βρήκαν το τηλέφωνό μου και με φώναξαν να ηχογραφήσουμε demo. Ο καημός όλων ήταν βέβαια να παίξουν live και να βγάλουν δίσκο. Το χειμώνα έπαιζαν σε μπαράκια-τρύπες και το καλοκαίρι τα ίδια τα γκρουπ διοργάνωναν ημερήσια φεστιβαλάκια σε ανοιχτούς χώρους. Μετά άνοιξε ο Μύλος και θυμάμαι τους σκληροπυρηνικούς να κατακρίνουν τους Ziggy Was επειδή έπαιξαν εκεί, λες και είχαν παίξει στο Μέγαρο Μουσικής. Η απορία μου είναι γιατί αυτές οι ομάδες, όπως η δυναμική της Νεάπολης που οργάνωσε δυο τριήμερα φεστιβάλ και πολλά μονοήμερα, δεν προχώρησε στην ίδρυση μιας εταιρείας δίσκων.

Το εξώφυλλο του 16ου τεύχους του Rollin Under.

Πότε βγήκε το πρώτο τεύχος του Rollin Under; Γενικά, υπήρχε κοινό τότε στη Θεσσαλονίκη για τέτοιες ανεξάρτητες εκδόσεις; Το πρώτο βγήκε το 1985 και το τελευταίο το 1991. Παρέμεινε cult έντυπο μέχρι τέλους, δεν το έβλεπες στα περίπτερα και τους πάγκους, μόνο σε επιλεγμένα δισκάδικα και βιβλιοπωλεία. Τα ελληνικά γκρουπ χαίρονταν γιατί τους έδινε την ευκαιρία της πρώτης, πολλές φορές, παρουσίασής τους, μέρος του underground κόσμου ταυτίστηκε γιατί βρήκε ένα έντυπο που μιλούσε τη γλώσσα του. Εικοσιπέντε χρόνια μετά την παύση της κυκλοφορίας του, φανατικοί αναγνώστες με βρίσκουν και μιλούν με ενθουσιασμό γι’ αυτό. Αν έστελναν το feedback τους τότε, ίσως να μην τα παρατούσα τόσο νωρίς. 

Άνθρωποι της δικής μου γενιάς που στα τέλη των 90s έβγαλαν fanzines, είχαν σαν «μπούσουλα» στο μυαλό τους εκδόσεις σαν το RollinUnder, το The Thing και το Fractal, μεταξύ άλλων. Εσύ; Αγόραζα διάφορα ξένα, όπως το αμερικάνικο Maximum Rocknroll (είχα πάρει και γράμμα απ’ τον εκδότη του, τον μακαρίτη Tim Yohannan που έγραφε ότι για ένα διάστημα έζησε στη Θεσσαλονίκη, στη λεωφόρο Νίκης) και το αυστραλέζικο B-Side, αλλά αγαπημένο μου ήταν το Forced Exposure απ’ τη Μασαχουσέτη. Μια φορά το έδειξα στον ιδιοκτήτη του δισκάδικου Billboard και του είπα ότι θα βγάλω κι εγώ ένα τέτοιο. Νόμισε ότι θα το εκδώσω στην Ελλάδα και ρώτησε αν έχω πάρει τα δικαιώματα. Το έβγαζε ο Jimmy Johnson και ο δικός του Γιάννης Πλόχωρας λεγόταν Byron Coley. Είχα μεταφράσει απ’ αυτό μια συνέντευξη των Butthole Surfers για το Rollin Under και θυμάμαι τον Παύλο Παυλίδη να μου λέει πόσο τον ενθουσίασαν τα λεγόμενά τους. Οι κριτικοί του Forced Exposure είχαν χιούμορ και ήταν ανελέητοι. Παρουσίαζαν κάθε απίθανο underground δίσκο, ακόμα και από την Ελλάδα. Μια φορά έβαλαν στα περιεχόμενα ένα άρθρο που υποτίθεται ότι βρίσκονταν στη σελίδα 150 ενώ το τεύχος είχε 120. Ένας γνωστός μου που ήταν συνδρομητής το έχαψε και έστειλε γράμμα παραπονούμενος για το ελαττωματικό τεύχος του! Έδιναν και σινγκλάκια αλλά μόνο σε όσους γράφονταν συνδρομητές. Ο Jimmy Johnson έκανε εταιρεία δίσκων και mailorder αλλά δεν έκανε web portal, ούτε έγραψε βιβλία (δάσκαλε, σε ξεπέρασα!). Εκτός από τα έντυπα, πολύτιμες πηγές πληροφόρησης ήταν και οι κατάλογοι mailorder. 

Ο Χίτλερ άκουγε και Τσαϊκόφσκι, κι εγώ είχα έναν τύπο στα 90ς που άκουγε Astronauts και ενώ μου έκανε το φίλο, ανακάλυψα ότι για καιρό μου έκλεβε cd. Η μουσική λέει λίγα για τον χαρακτήρα κάποιου και η πίστη στο αντίθετο είναι ένα ακόμα «ζωτικό ψέμα» που χρειαζόμαστε για να νιώθουμε ότι ανήκουμε σε ένα κλαμπ με σωσίες μας.

Ποιο τεύχος του RollinUnder πούλησε περισσότερο; Δεν θυμάμαι το πιο ευπώλητο, θυμάμαι μόνο ότι είχαμε τυπώσει δυο φορές το τεύχος και το επτάιντσο των Όρα Μηδέν που δίναμε μαζί, και φυσικά δεν βγάλαμε κέρδος αφού ξαναπληρώσαμε τα πάγια έξοδα που χρεώνει ο τυπογράφος και ο βιβλιοδέτης για να σε βάλουν στις μηχανές τους. Είχε φτάσει πάντως να πουλάει 1500 αντίτυπα στο τέλος. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Υπήρξαν κάποιες στιγμές που πίστεψες ότι αυτή η υπόθεση θα μπορούσε να ξεφύγει από τα στενά φανζινικά όρια; Ο Hilly Kristal του CBGB είχε πει ένα ωραίο. Δεν καταλάβαινε πόσο σημαντικό αποδεικνυόταν το μαγαζί του, αφού αυτός ήταν απασχολημένος να καθαρίζει τα πατώματα. Κι εγώ δεν σκεφτόμουν τέτοια, παιδευόμουν να συγκεντρώσω την ύλη και να ετοιμάσω το νέο τεύχος που είχε πάλι καθυστερήσει. Στα τέλη των 80s είχα ρωτήσει έναν τύπο που δούλευε σε εταιρεία δίσκων και διοργάνωνε κάπου-κάπου συναυλίες στην πόλη μας, γιατί δεν φέρνει τους Triffids για live. Παρασυρμένος απ’ την αγάπη μου γι’ αυτούς, είχα τη βεβαιότητα ότι το live θα πήγαινε καλά αλλά αυτός διαφωνούσε και μου είπε «ξέρω πόσους δίσκους πουλάνε στην Ελλάδα». Γράφαμε περισσότερο για underground group που ακούγαμε από δίσκους εισαγωγής ή κυκλοφορίες που πουλούσαν μερικές εκατοντάδες αντίτυπα στη χώρα μας. Ένας Cave που ίσως πουλούσε 2-3 χιλιάδες αντίτυπα τότε, οι Jesus & Mary Chain και μερικοί ακόμα αυτού του εκτοπίσματος, δεν θα έσωζαν την κατάσταση. Κάναμε μία-δύο κρούσεις στα παραρτήματα των πολυεθνικών, αλλά η απάντηση ήταν «δεν έχω budget για διαφήμιση». Ένα επαγγελματικό μουσικό περιοδικό χρειάζεται στήριξη από τη μουσική βιομηχανία για να αντέξει. Ο κόσμος που διαβάζει το Uncut π.χ. δεν προσέχει ότι έχει μέσα τουλάχιστον 80 διαφημίσεις για δίσκους, συναυλίες, στερεοφωνικά, πολλές εξ αυτών ολοσέλιδες, συν το παγκόσμιο δίκτυο διανομής του. Επαγγελματικό περιοδικό με ύλη Rollin Under δεν υπήρχε περίπτωση να επιβιώσει. Αν αποφασίζαμε να το κάνουμε Ποπ+Ροκ, θα έπρεπε να κάνουμε τόσους συμβιβασμούς ώστε δεν θα ήταν πια το ίδιο. Θυμάμαι μια φορά που ο Λώρης παζάρευε το οπισθόφυλλο του Rollin Under και ζητούσε να βάλουμε για εξώφυλλο την αφίσα της επερχόμενης συναυλίας του Brian Ritchie. «A solo flight of a violent femme» κι έτσι. Άντε να αρνηθείς όταν έχεις να… θρέψεις επαγγελματίες γραφιάδες.

Θυμάσαι κάποιο χαρακτηριστικό περιστατικό, που ένα κείμενο του Rollin, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις; Θρυλικό είναι το φτυάρι που έστειλαν ταχυδρομικώς η Wipe-Out με την Fifth Dimensionκαι έγραφε πάνω «Για ακόμα καλύτερα θαψίματα». Θυμάμαι και ένα υβριστικό αλλά με χιούμορ γράμμα ενός αναγνώστη που τώρα είναι βουλευτής, επειδή γράψαμε κάτι αρνητικό για τους αγαπημένους του No Man’s Land. Τα γράμματα βέβαια με τα… «like» ήταν πολύ περισσότερα.

Κομβικός ο ρόλος των Gun Club τόσο στο εξώφυλλο του βιβλίου «Προτιμώ τα παλιά τους»

Ο Παναγιώτης Μπάρλας του Fractal μου είχε πει το εξής: «Η ασθένεια των fanzines τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκοσμίως, προέκυψε όταν άρχισε να αραιώνει η περιεκτικότητα σε πολιτική πραγμάτωση, τότε άρχισε να ξενερώνει και το πράγμα, να πηγαίνει προς αυτό που ο κόσμος αποκαλεί lifestyle». Κατά τη γνώμη σου, πότε άρχισε το όλο πράγμα να παίρνει την κατιούσα; (Aν υποθέσουμε δηλαδή ότι επρόκειτο για κατιούσα, και όχι απλώς για φυσιολογική ροή των πραγμάτων) Προσωπικά έβγαλα το φανζίν για να επικοινωνήσω με τους ομοίους μου, όχι επειδή, ξέρω ‘γω, διαψεύστηκαν οι ελπίδες ή εξανεμίστηκαν οι προσδοκίες που δημιούργησε η μεταπολίτευση. Τα πράγματα αλλάζουν συνέχεια και γρήγορα, εμφανίστηκαν οι ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί και πολλοί άφησαν το γράψιμο για το μικρόφωνο, τα μη-θορυβώδη underground ονόματα του 80 έγιναν mainstream το 90, βγήκαν πολλά περιοδικά που έπρεπε να γεμίσουν σελίδες και έγραφαν για κάποιους απ’ αυτούς, άνθισε η κουλτούρα των συναυλιών με το Ρόδον και το Μύλο, οι διοργανωτές έβαζαν την ατζέντα, τα ραδιόφωνα διαφήμιζαν και χάριζαν προσκλήσεις. Έπαιρνες το free press του Μύλου και διάβαζες άρθρα για τα ονόματα που θα έπαιζαν τον επόμενο μήνα, τα οποία μπορεί να ήταν οι Fall, οι dEUS και ο Hugo Race. Τα φανζίν δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν την επικαιρότητα των συναυλιών γιατί έβγαιναν σε άτακτα διαστήματα. Μην ξεχνάμε ότι υπήρχαν και 3-4 μουσικά περιοδικά και ο κόσμος μπούκωσε από πληροφορία. Μπορεί πάλι να μην ισχύει τίποτα από τα παραπάνω· απλώς να σταμάτησε το εργοστάσιο να βγάζει πυροβολημένους τύπους όπως ο Αργυρίου, ο Μπάρλας, ο Κατσουλάκος και ο Κολοβός.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στο δισκάδικο Rollin Under, πως κυλούσε η καθημερινότητα, τις παλιές καλές μέρες; Τα πρωινά ήταν άχαρα, εκνευριστικά, ήταν κανονική δουλειά. Έπρεπε να βγάλουμε τις ελλείψεις ανά προμηθευτή ελέγχοντας το στοκ στα ράφια, αφού δεν είχαμε κάποιο πρόγραμμα να τις βγάζει αυτόματα, να δώσουμε τηλεφωνικά ή με fax τις παραγγελίες, να ετοιμάσουμε τις αντικαταβολές και να στείλουμε τα δέματα στους πελάτες της Αθήνας και της επαρχίας. Τα απογεύματα όμως και τα σαββατιάτικα πρωινά ήταν απολαυστικά. Χαλαρώναμε συζητώντας με τους φίλους και τους τακτικούς πελάτες, ακούγαμε νέους δίσκους και ξεχνούσαμε ότι δουλεύουμε. Σκέφτομαι πως αν είχα δισκάδικο στη δεκαετία του 80, δε θα ήξερα τι να πρωτοσυστήσω. Αλλά και στα 90ς καλά ήταν.

Η Lazy Dog Records ήταν μία κλασική «προαιώνια» επιθυμία εξαιτίας της πετριάς με το underground ή απλά προέκυψε; Κοιτάζοντας πίσω, βλέπω ότι με διακατείχε η επιθυμία να ανακαλύψω και να μοιραστώ καλή μουσική, να μοιραστώ όμως παράλληλα και τα συναισθήματα της ακρόασης και ό,τι άλλο μου ενέπνεε αυτή. Αυτό έκανα στο Ράδιο Free επιλέγοντας και σχολιάζοντας τα τραγούδια που μετέδιδα, αυτό έκανα γράφοντας στο Rollin Under. Με τη Lazy Dog ήθελα να πάω παρακάτω, να μην ασχολούμαι μόνο με ηχογραφημένους δίσκους αλλά να βοηθήσω να ηχογραφηθούν, κασέτες στην αρχή, δίσκοι αργότερα. Η επιλογή υλικού για κυκλοφορία είναι δήλωση από μόνη της. Η επόμενη ανάγκη ήταν να κοινοποιήσω ένα δικό μου δημιούργημα, έτσι στρώθηκα και έγραψα τα δύο βιβλία μου. Κάθε ενασχόλησή μου συμβάδιζε με τις ανάγκες και τις ευκαιρίες κάθε εποχής. Αν το 1980 υπήρχε ελεύθερη ραδιοφωνία, δεν θα μπορούσα να εκπέμψω γιατί η μπάντα θα ήταν γεμάτη από ισχυρούς σταθμούς, αν τότε τα γκρουπ έβγαζαν εύκολα δίσκο όπως σήμερα, δεν θα δέχονταν να συμμετάσχουν στις ταπεινές κασετοσυλλογές μου κλπ.

Πως γινόταν η επιλογή της όποιας μπάντας; Αν κάτι άρεσε και σε μένα και στον Κώστα Πραντσίδη, ή άρεσε πολύ στον έναν και λίγο στον άλλον, το κυκλοφορούσαμε. Αν δεν άρεσε καθόλου στον έναν, το απορρίπταμε. Ονόματα όπως οι Πράκτορες του Χάους, Δημήτρης Λαδάς, Ροδάμα, Χρήστος Γαλανόπουλος και όλα τα ξένα δεν έκαναν συναυλίες για να προωθήσουν την κυκλοφορία, αλλά δεν μας ένοιαζε. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Φτάνοντας λοιπόν γύρω στα μέσα των 90s, πως ήταν για κάποιον που αποτελούσε κομβική φυσιογνωμία για το δημιουργική underground της πόλης του και της χώρας εν γένει, να βλέπει αυτό το άνευ προηγουμένου «μπαμ» καταρχήν της «σαλονικιώτικης σχολής» (Τρύπες, Σπαθιά, κλπ) και κατ’ επέκταση του ελληνόφωνου ροκ με όλες αυτές τις αλήστου μνήμης μπάντες σαν τους Ψόφιους Κοριούς και τα ρέστα; Eμείς στη Lazy Dog κυκλοφορούσαμε στα μέσα των 90ς ελληνόφωνους (Γκούλαγκ, Εκτός Ελέγχου, Γκρόβερ) και αγγλόφωνους δίσκους (Ziggy Was, Bokomolech, Raining Pleasure). Το μέγεθος της επιτυχίας των συγκροτημάτων που αναφέρεις ήταν έκπληξη τότε, αλλά εκ των υστέρων δικαιολογείται. Ήταν καλοί μουσικοί, έπαιζαν μουσική που μπορούσε να αγγίξει πολλούς και υπήρχε κοινό το οποίο μετά τον Σιδηρόπουλο, τον Άσιμο και τους άλλους διψούσε για τραγούδια που μπορούσε να τραγουδήσει στο live ή στο δρόμο. Και σήμερα είναι έντονη αυτή η ανάγκη, γι’ αυτό και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου έχει τόση απήχηση στους ροκάδες. Φυσικά οι καλοί σε κάθε τομέα δεν μπορεί να είναι πολλοί, και για την κάλυψη της ζήτησης επιστρατεύθηκαν δευτεράντζες με μέτριους έως και απαράδεκτους στίχους αλλά και μουσική. Από την άλλη μπορεί κάποιοι να είναι καλοί, αλλά για άλλους λόγους να μένουν εκτός του μπαμ. Π.χ. οι εξαιρετικοί Ωχρά Σπειροχαίτη λόγω ιδεολογίας έμειναν έξω από το δισκογραφικό και συναυλιακό κατεστημένο, ο δικός μας Δημήτρης Λαδάς ήταν πολύ καλός σαν στιχουργός αλλά η μουσική του, μόνο με πιάνο και μπάσο, δεν μπορούσε να πουλήσει χιλιάδες cd κλπ. Με το πέρασμα του χρόνου έγινα ένθερμος υποστηρικτής του ελληνικού στίχου. Ένα πολύ καλό αγγλόφωνο τραγούδι είναι σαν νίκη με ένα ή δύο μηδέν, ένα αντίστοιχο ελληνόφωνο είναι θρίαμβος με πέντε ή δέκα μηδέν, που δύσκολα θα ξεχάσουμε όσο θα ζούμε. 

Πολύ πριν τη μεγάλη «άνοιξη του web», τουλάχιστον στην Ελλάδα, το Mic.gr ήταν ήδη στον αέρα. Έχεις στο μυαλό σου έναν τυπικό αναγνώστη σας (και δεν εννοώ τα στοιχεία του analytics) και κατά πόσο πιστεύεις μοιάζει ή διαφέρει από τον πάλαι ποτέ αναγνώστη του Rollin Under; Θυμάμαι τότε που με δελτία τύπου και αναφορές σε διάφορα forum μαζέψαμε τους πρώτους 300 αναγνώστες και περιμέναμε να συνδεθούν όλοι στο ίντερνετ για να ανεβεί η επισκεψιμότητα. Πράγμα που συνέβη βέβαια αλλά μαζί ήρθε και ο ανταγωνισμός από το εξωτερικό, κάτι που δεν είχε το Rollin Under, τουλάχιστον όχι σ’ αυτό το βαθμό. Το σκέλος της ενημέρωσης είναι υποβαθμισμένο στο Mic αλλά επιμένουμε στα άλλα δύο απαραίτητα στοιχεία, την άποψη και το καλό γράψιμο. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη συμπεριφορά των επισκεπτών, άλλοι ανοίγουν τα άρθρα που αφορούν γνωστά και αγαπημένα τους ονόματα, άλλοι θέλουν να ανακαλύψουν μέσω των κριτικών καινούρια, άλλοι ψάχνουν να διαβάσουν και να ποστάρουν στο προφίλ τους ένα θάψιμο κλπ.

Το πρώτο βιβλίο του Μπάμπη Αργυρίου.

To εκδοτικό diy των βιβλίων σου, ήρθε γιατί δεν μπόρεσες/θέλησες να μπεις στη διαδικασία αναζήτησης εκδότη ή γιατί στο μυαλό σου δεν υπήρξε εξαρχής κανένα άλλο σενάριο; Με πήρε ο Πατάκης και μου είπε «διάβασα τις περιπέτειες του Σίμου Μπάνση και ενθουσιάστηκα, υπόσχομαι να τις κάνω best seller. Μαντά και Δημουλίδου ο Ψυχογιός; Αργυρίου και Αποχρώσεις του γκρι εγώ!» Λόγω του περιεχομένου τους και επειδή ήταν τα πρώτα βιβλία μου, δεν ένοιωθα καλά να συνεταιριστώ με κάποιον άγνωστο για την έκδοσή τους. Σε όλη τη ζωή μου έψαχνα συνεργάτες στη βάση της επικοινωνίας και της αλληλοεκτίμησης, δυσκολεύομαι να συνεργαστώ με έναν απρόσωπο οργανισμό. Όποτε είχα κάτι να πω, έβρισκα τρόπο να το κοινοποιήσω, μόνος ή με φίλους και γνωστούς που είχαν την ίδια ανάγκη. Γνωρίζω ότι το target group μου είναι περιορισμένο και ότι δεν θα υπήρχε ενδιαφέρον από μεγάλο εκδοτικό οίκο σε μια χώρα όπου τα βιβλία περί μουσικής σπανίζουν. Πιθανόν να ενδιαφερόταν ένας μικρός εκδότης, αλλά δεν θα έκανε τίποτα παραπάνω από αυτό που έκανα εγώ, να το δώσει απευθείας σε 3-4 μεγάλα βιβλιοπωλεία σε Αθήνα-Θεσσαλονίκη και σε δύο χονδρέμπορους, απ’ όπου θα το προμηθευτούν τα υπόλοιπα. Ίσως το δοκιμάσω αν γράψω κάτι άλλο, όταν ετοιμάσω το…Candy Apple Grey μου. Στη χειρότερη περίπτωση θα εμπλουτίσω το αρχείο μου με μερικές απορριπτικές επιστολές.

Τελικά έγραψες αυτά τα δύο βιβλία για σένα, για τους «ομοιοπαθείς» ή για να δείξεις στους «άλλους» πως είναι μία ζωή «χαμένη στη μουσική», για να δανειστώ τον τίτλο του λατρεμένου Giles Smith; Για όλα αυτά. Για να δοκιμάσω κάτι καινούριο μιλώντας όμως για πράγματα που ανέκαθεν με απασχολούσαν. Έγραψα αυτά που θα ήθελα να διαβάσω αλλά δεν υπήρχαν στα βιβλιοπωλεία. Για να προσθέσω στην ελληνική βιβλιογραφία ιστορίες που αφορούν τους Husker Du, τους Gun Club, τους Wipers και τους υπόλοιπους που γέμισαν μερόνυχτα της ζωής μου.

Έχεις καταλήξει αν ένα τραγούδι είναι καλύτερα να σε πιάνει με την πρώτη ή με τη δέκατη ακρόαση; Πώς να καταλήξω όταν ένα τραγούδι που με έπιασε με την πρώτη πριν 30 χρόνια, το αγαπώ ακόμα με πάθος, ενώ ένα άλλο της ίδιας κατηγορίας έχει ξεθωριάσει; Το ίδιο συμβαίνει συνέχεια και με τα βραδυφλεγή. Θα καταφύγω πάλι σε ποδοσφαιρικό παράδειγμα: Ποιο γκολ είναι πιο ωραίο, αυτό που μπήκε με δυνατό, μακρινό σουτ ή αυτό που ο επιθετικός ντρίπλαρε όλη την άμυνα, μαζί και τον τερματοφύλακα; Ευτυχώς στη ζωή υπάρχουν πολύ περισσότερες επιλογές από το άσπρο και το μαύρο. 

Τι λέει για τον χαρακτήρα κάποιου η αγαπημένη του μουσική; Μετά από τόσα χρόνια συναναστροφής με μουσικόφιλους, έχεις βγάλει ασφαλές συμπέρασμα; Ο Χίτλερ άκουγε και Τσαϊκόφσκι, κι εγώ είχα έναν τύπο στα 90ς που άκουγε Astronauts και ενώ μου έκανε το φίλο, ανακάλυψα ότι για καιρό μου έκλεβε cd. Η μουσική λέει λίγα, πολύ λίγα και η πίστη στο αντίθετο είναι μάλλον ένα ακόμα «ζωτικό ψέμα» που χρειαζόμαστε για να νιώθουμε ότι ανήκουμε σε ένα κλαμπ με σωσίες μας.

Τελικά ποιος από τους δύο αδερφούς ήρωες των βιβλίων σου είναι περισσότερο βασισμένος σε πραγματικά γεγονότα ή ακόμη και σε σένα τον ίδιο: ο Σίμος ή ο Στέφανος; Θα έλεγα ο Στέφανος στα μουσικά και ο Σίμος στα υπόλοιπα θέματα, αλλά δεν θα ήταν τόσο ακριβές. Έχω βάλει σκέψεις, εμπειρίες και λόγια στα στόματα όλων των ηρώων της ιστορίας, πράγματα που επινόησα και νομίζω ότι αν τα διαβάσω σε μερικά χρόνια, εξαιτίας της εξασθένισης της μνήμης, δεν θα ξεχωρίζω το μύθο απ’ την πραγματικότητα.

Γράφεις στο site σου: «Δυστυχώς, βρίσκω πολύ βαρετή και ψυχοφθόρα την προώθηση και τη διαφήμιση αυτών που κάνω. Προτιμώ να ρίχνω μπουκάλια με μηνύματα και ν’ αφήνω την τύχη να τα μεταφέρει». Υπάρχει κάποιο μήνυμα που έχεις ρίξει και ακόμη περιμένεις να φτάσει κάπου; Κάθε εκπομπή, κάθε τεύχος, κάθε κυκλοφορία δίσκου, κάθε ανάρτηση στο ίντερνετ ήταν μήνυμα προς άγνωστους παραλήπτες. Τα βιβλία είναι τα τελευταία αυτής της σειράς. Έχω διαπιστώσει όμως ότι μου τελειώνουν τα μπουκάλια και προβληματίζομαι πώς να εκμεταλλευτώ τα τελευταία μου. Στο παρελθόν σπατάλησα πολλά γεμίζοντάς τα με αδύναμο περιεχόμενο.


Περισσότερα για τον Μπάμπη Αργυρίου και τα βιβλία του: babisargyriou.gr. Μείνετε συντονισμένοι στο mic.gr
Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).