Για να πάει καλά η χρονιά, ξαναρχίσαμε να βλέπουμε Community. Ναι, μετά την απογοητευτική τέταρτη σεζόν που έκανε το χαμόγελό μας να παγώσει, αποφασίσαμε (χάρη στην επιστροφή του Dan Harmon) να δώσουμε (στην καλύτερη κωμική σειρά της εποχής μας;) μια ακόμα ευκαιρία. Το πρώτο επεισόδιο αυτής της πέμπτης σεζόν λέγεται Repilot. Ειλικρινές όσο δεν πάει γιατί αυτό ακριβώς είναι που χρειάζεται το Community: μια εντελώς καινούρια αρχή, μια νέα προοπτική, μια διαφορετική ματιά από όπου οι ήρωες δεν θα φαίνονται βουτηγμένοι στον βάλτο αμφιλεγόμενων αστείων και καταστάσεων. Θα χρειαστεί πάντως λίγος χρόνος μέχρι να βρεθεί η σωστή ισορροπία αλλά ήδη το δεύτερο επεισόδιο είχε κάτι από την γαργαλιστική σκανταλιά που είχαμε συνηθίσει.
Ετσι κι αλλιώς, λόγω καιρού και λοιπών συνθηκών, κλειστήκαμε για λίγο σπίτι, κλείσαμε φώτα, φτιάξαμε βότανο μέντα και ζεστό κονιάκ και βάλαμε να ακούσουμε ελληνικό post. Support your locals λοιπόν και ξεκινήσαμε το ταξίδι προς την επίγνωση και την ενδοσκόπηση με τους Since (Time). Ακούγοντας ξανά, ύστερα από καιρό, το δεύτερο δίσκο τους, Voyage to Deconstruction, συνειδητοποιήσαμε ότι το ελληνικό instrumental, math rock αρχίζει να ωριμάζει και να μας προσφέρει μικρές μεγάλες στιγμές. Από τη «κανονικότητα» (Normality) ως τις «τύψεις» (Erinyes), τη «συλλογικότητα» (The Collective) και την «αποδόμηση» (Deconstruction), είναι ένας δίσκος πέρα για πέρα επίκαιρος, μυσταγωγικός και κριτικός χωρίς, όμως, να γίνεται απαισιόδοξος, εσωστρεφής ή υπεροπτικός.
Όταν τελικά ξεμυτίσαμε, πήγαμε μέχρι το σινεμά και είδαμε το August: Osage Country, ελληνιστί Αύγουστος, του John Wells. Μέσα από την ιστορία ξεδιπλώνεται η κατάληξη μιας οικογένειας γεμάτης μυστικά και τραγικές στιγμές· η τραγικότερη όλων, η αυτοκτονία δηλαδή του πατέρα, αναγκάζει την μητέρα και τις τρεις κόρες, να αλληλεπιδράσουν με διάφορους τρόπους, άλλοτε τρυφερούς, άλλοτε κυνικούς, αλλά στην πλειονότητα τους πολύ σκληρούς. Παρά την γενική δραματικότητα του στόρι, υπάρχουν ψήγματα χιούμορ τα οποία εκτιμήσαμε, αλλά δεν θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο και για την συνολική πλοκή της ιστορίας η οποία μας φάνηκε κάπως μέτρια. Στα δυνατά σημεία της ταινίας πάντως η εξαιρετική της φωτογραφία και οι ερμηνείες: η μεταμορφωμένη Μέριλ Στρίπ κλέβει την παράσταση.
Εν τω μεταξύ, στο ημίφως μιας στάσης του τραμ, διαβάσαμε τις τελευταίες σελίδες του Νορβηγικού Δάσους. Τελικά, όταν τελειώνεις ένα σπουδαίο βιβλίο για την απώλεια και τις ερωτικές σχέσεις συμβαίνει το προφανές: το κενό μέσα σου μεγαλώνει και τα ερωτήματα γύρω από τις ερωτικές σχέσεις γίνονται ακόμα πιο επίμονα. Τουλάχιστον, ανακαλύψαμε ότι μια από τις πιο δημοφιλείς ατάκες του παγκόσμιου κινηματογράφου, αυτή του Forrest Gump για τη ζωή και τα σοκολατάκια, ανήκει -έστω κατά το ήμισυ- στον Χαρούκι Μουρακάμι: «Η ζωή είναι σαν ένα κουτί σοκολατάκια. Στην αρχή τρως αυτά που σου αρέσουν και στο τέλος σου μένουν τα άλλα που δε σου αρέσουν καθόλου. Τα τρως όμως για να ξεμπερδεύεις». Το Νορβηγικό Δάσος, πάντως, δεν είναι από τα σοκολατάκια που τα τρως για να ξεμπερδεύεις.
Η εβδομάδα τελείωσε με ένα όνειρο: Ήμασταν λέει όπως ήμασταν παλιά –μακριά μαλλιά, σκουλαρίκια (και ναρκωτικά). Καθόμασταν σε ένα στρογγυλό τραπέζι και μπροστά μας χαρτιά, τόμοι ογκώδεις, μολύβια, ζάρια οκτώπλευρα, δεκάπλευρα, δωδεκάπλευρα, και πάει λέγοντας. Μέσα στο μισοσκόταδο από τα κεριά με Dead can Dance στα ηχεία, τασάκια, γαριδάκια, κουτάκια μπύρας και μια καθόλου έξαλλη χαρά. Θα παίζαμε rpg, role playing games με άλλα λόγια -αυτό που για όσους δεν ξέρετε αποτελεί την απογείωση της έννοιας του επιτραπέζιου δηλαδή. Όπου με ελάχιστα υλικά και κύριο όπλο τη φαντασία χτίζεις ανώγεια και κατώγια, θαλερά πανδοχεία, πύργους δαιμονικούς, δάση σκοτεινά, μάχες με τέρατα κάθε λογής, νίκες και ήττες, πίκρες και γλύκες και τελικά στιγμές αγνής ανόθευτης ξενοιασιάς. Και πάνω από όλα: storytelling – το μαγικό αυτό ξόρκι της αφήγησης που μπορεί, σα σπαθί, να νικήσει την κάθε θλίψη.
Για περισσότερες περιπέτειες των Βέλγων επισκεφτείτε την πιο Σουρεαλιστική Επιθεώρηση Πολιτισμού όλου του ίντερνετ.