«Είναι δύσκολο να κρατάς ζωντανή μια rock μπάντα για κάμποσα χρόνια στην Ελλάδα» έγραφε ο Ασκληπιός Ζαμπέτας το 2013 στην Popaganda με αφορμή τα τριακοστά γενέθλια των Last Drive που όλως παραξόξως -έστω και με ένα μεγάλο διάλειμμα για ανασύνταξη δυνάμεων- τα κατάφεραν (ευτυχώς). Είναι κάτι που τονίζει εμφατικά και σήμερα.
Το ξέρει από πρώτο χέρι. Παίζει σε «rock μπάντες» από τις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Μία από αυτές ήταν τόσο σημαντική ώστε, πέρα από προσωπικές ορέξεις και γούστα, πρέπει κανείς να ταλαιπωρείται από περίεργα συμπλέγματα για να μην αναγνωρίζει ότι η ιστορία του rock στην Ελλάδα χωρίζεται σε π.Τ. και μ.Τ., και όχι μόνο γιατί οι Τρύπες «άνοιξαν το δρόμο» με μια τίμια ορμή που κανείς, ούτε η ίδια η μπάντα φυσικά, δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα μπορούσε να ανοίξει.
Μία άλλη κάποτε υπήρξε «η σπουδαιότερη rock ’n’ roll μπάντα που γέννησε αυτός ο τόπος» σύμφωνα με τον Χρήστο Δασκαλόπουλο.
«Δεν είναι γκαράζ οι Mushrooms. Γκαράζ είναι η εκκλησία που δε θέλει να ξεστρατίσει απ’τα πατροπαράδοτα…τρία ακκόρντα, οι δεξιοί που νοιάζονται μόνο για την πάρτυ τους και γράφουν την πρόοδο στα παλιά τους τα παπούτσια. Γκαράζ είναι οι Ξανθόπουλοι όχι οι Χορν, οι Steven Seagal κι όχι οι Jackie Chan, οι του ροκ δημοτικού με τις περιορισμένες δυνατότητες. Οι Mushrooms ήταν πλήρεις μουσικών γνώσεων, αισθητικά επαρκείς, λεπτεπίλεπτοι μέσα στην ορμητικότητά τους και υπέροχα μελωδικοί» έγραφε πριν χρόνια ο, μεταξύ άλλων, συγγραφέας, Μπάμπης Αργυρίου (Lazy Dog Records, mic.gr), που τους έδωσε πρώτος «βήμα» σε μια κασέτα του ιστορικού φανζίν Rollin Under. Από εκεί τους ανακάλυψε η Αθήνα και τελικά ηχογράφησαν στο στούντιο Αγροτικόν του Νίκου Παπάζογλου για λογαριασμό της Pegasus Records του Πέτρου Κουτσούμπα.
Το ότι επιτέλους, με την ούγια της Labyrinth of Thoughts Records, επανακυκλοφορούν οι δύο δίσκοι των Mushrooms (το Taste Of του 1986 και το Scarecrow Princes του 1989) ενώ για πρώτη φορά βλέπουν το βινυλιακό φως (Sinner EP) και μερικά τραγούδια που έγραψε αλλά δεν πρόλαβε να κυκλοφορήσει πριν φτάσει στο τέλος του δρόμου αυτό το ζόρικο γκρουπ -που όπως σημείωσε ο Αργυρίου, γεννήθηκε, δημιούργησε και πέθανε στη μοναδική πόλη του κόσμου που η Προξένου Κορομηλά συναντιέται με τη Χρυσοστόμου Σμύρνης- στάθηκε η αφορμή για τη μεγάλη συνέντευξη που ακολουθεί με τον Ασκληπιό Ζαμπέτα. Αυτόν τον σπουδαίο κιθαρίστα που ανέκαθεν προσέγγιζε -και συνεχίζει να το κάνει με τους Seahorse– τη μουσική από το περιθώριο. Μην κοιτάτε που η ζωή μερικές φορές του τα ‘φερε αλλιώς…
Ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Πότε ξεκίνησε το μπλέξιμό σου με τη μουσική;
Πρώτες εμφανίσεις ήταν στο σχολείο, μια παρέα που ως teenagers αρχίσαμε να αυτοπροσδιοριζόμαστε από τη μουσική που ακούγαμε. Πήγαινα Γ’ Γυμνασίου όταν πήρα την πρώτη ηλεκτρική κιθάρα, το ’77. Έπαιζα και με τον αδερφό μου, ψιλομπλουζ, και μάλιστα είχαμε συμμετάσχει σε μια συναυλία στα πανεπιστήμια με τον Άσιμο. Η πρώτη κανονική μπάντα μου ήταν οι International Comedy. Ήταν η μετα-πανκ εποχή, ’82-’83, κάναμε συναυλίες, παίζαμε σε διάφορα μπαράκια εδώ στη Θεσσαλονίκη, συμμετείχαμε με τρία κομμάτια και σε μια συλλογή που είχε κυκλοφορήσει, “Sounds and Noises from SKG”, γράψαμε και δυο τραγούδια για μια συλλογή της Creep Records που όμως δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Μάλιστα, είχαμε κατεβεί να γράψουμε στην Αθήνα, μας είχε φωνάξει ο Μπάμπης Δαλίδης. Σε αυτή τη μπάντα αρχικά παίζω με τον Atma (Γιώργος Ατματζίδης), τον ντράμερ απ’ τους Mushrooms, όμως δεν ήταν πολύ του στυλ του, ήταν πιο dark ο ήχος, οπότε χονδρικά το ’83 διαλύθηκαν οι International Comedy και αμέσως φτιάξαμε τους Mushrooms. Απ’ ό,τι θυμάμαι, η τελευταία συναυλία των Comedy ήταν και η πρώτη συναυλία των Mushrooms στις Σέρρες.
Σε ό,τι έχει να κάνει με τη μουσική που ακούγατε τότε, από τις πρώτες κασέτες που ανταλλάζατε μέχρι πιο μετά που παίζατε οι ίδιοι, παρακολουθούσατε ό,τι συνέβαινε έξω σε πραγματικό χρόνο;
Όχι, ειδικά στην αρχή, μέχρι το ’81, ακούγαμε πιο παλιά πράγματα, Zeppelin ,Floyd, Thin Lizzy, πιο παλιό ροκ. Αλλά για ένα περίεργο λόγο η χρονοκαθυστέρηση μειώθηκε αρκετά γρήγορα. Δηλαδή την εποχή των International Comedy ακούγαμε και Bauhaus και Birthday Party. Και φυσικά όλο το πανκ. Ακούγαμε πολύ Clash, Pistols, Damned. Αν σκεφτείς ότι το punk έσκασε το ’77-’78 στην Αγγλία, εντάξει δεν άργησε και πολύ να φτάσει στη Θεσσαλονίκη.
Πώς ήταν η Θεσσαλονίκη στα late 70s-early 80s;
Όλη η ιστορία γινόταν στο κέντρο, εκεί κατέβαινε ο κόσμος. Δυο-τρία στέκια όλα κι όλα. Το Αιγαίο, ένα καφενείο στην παραλία, ήταν το στέκι των φρικιών, το Αχίλλειο ήταν για τους λίγο πιο εναλλακτικούς, μετά ο Θερμαϊκός ήταν το στέκι των πάνκηδων. Φυσικά υπήρχε και το Berlin. Ήμασταν λίγος κόσμος αλλά κάναμε πολλή φασαρία. Θα έπαιζαν ξέρω ‘γω οι Mushrooms σε ένα μπαράκι και σίγουρα θα μάζευαν 100-150 άτομα. Τα ίδια άτομα θα έβλεπες σε κάθε live, αλλά τουλάχιστον μαζεύονταν. Στηρίζαμε ο ένας τον άλλο.
Ποιες άλλες μπάντες ξεχωρίζεις από εκείνη την εποχή;
Παίζαμε, συνήθως σε κάτι ανοιχτά φεστιβάλ που έκανε ο δήμος, μαζί με τους Noise Promotion Company, Stained Veil, Fear Condition, Τρύπες, Εκτός Ελέγχου. Αυτές ήταν κατά κάποιο τρόπο οι μπάντες του δικού μας κύκλου. Υπήρχαν κι άλλες πιο «ροκάδικες», που όμως δεν είχαμε επαφή. Όλα αυτά σε μια περίοδο αρκετά ξεχειλωμένη, από το ’80 μέχρι τα 90s.
Με όσους της δικής σου γενιάς έχει τύχει να μιλήσω, τονίζουν ότι η Θεσσαλονίκη ειδικά τότε ήταν μια κατά βάση συντηρητική πόλη και είναι ακριβώς σε πείσμα αυτής της συντήρησης που επικρατούσε τέτοιος βρασμός κάτω από το ραντάρ, που λένε.
Φυσικά ήταν συντηρητική πόλη. Θα μου πεις και στην Αθήνα καλύτερα ήταν τα πράγματα; Όμως όταν αρχίσαμε να κατεβαίνουμε με τους Mushrooms, βλέπαμε ότι κάτω τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά. Ήταν φυσικά underground, δεν ήταν δηλαδή σε καμία περίπτωση massive, αλλά υπήρχε κόσμος με περισσότερες εμπειρίες. Η Θεσσαλονίκη ήταν ακόμη επαρχία. Η φάση συνέβαινε εντελώς στο περιθώριο, απασχολούσε λίγο κόσμο.
Στην Αθήνα έχουμε βαρεθεί να ακούμε για το ξύλο που έπαιζαν οι ροκάδες με τους καρεκλάδες, για να μην πιάσω και πιο ειδικές ομάδες. Στη Θεσσαλονίκη συνέβαινε κάτι αντίστοιχο;
Βέβαια, φρικιά και τσινάρια γιαουρτώνονταν συνέχεια στο Ναυαρίνο. Ή στην Τσιμισκή, ειδικά τις Απόκριες για το ξεκάρφωμα, γίνονταν μάχες. Εγώ όμως δε συμμετείχα πολύ σε αυτές τις φάσεις, ίσως γιατί είχα και πολιτικές ανησυχίες, όχι όμως οργανωμένα πράγματα, τότε μαζεύονταν παρέες και έφτιαχναν αριστερές, αυτόνομες, πολιτικοποιημένες ομάδες κι επικοινωνούσαν μεταξύ τους.
Από συναυλίες εκείνο τον καιρό, αρχές δεκαετίας ’80, τι βλέπατε στη Θεσσαλονίκη;
Απολύτως τίποτα. Γίνονταν δηλαδή συναυλίες μόνο από μπάντες της πόλης. Μαθαίναμε όμως για όσα γίνονταν στην Αθήνα…
Που τότε σε εσάς φάνταζε μακρινός τόπος;
Η Θεσσαλονίκη άρχισε σιγά σιγά να ακούγεται στην Αθήνα, τουλάχιστον σε αυτό το κομμάτι του underground, από την εποχή των Mushrooms. Δεν πολυθυμάμαι άλλες μπάντες πριν από τους Mushrooms που να κατέβαιναν και να δημιουργούσαν αίσθηση . Όχι ότι κι εμείς κάναμε κάτι σπουδαίο δηλαδή. Ουσιαστικά το μεγάλο μπαμ έγινε με τις Τρύπες. Και μετά έσκασαν τα Σπαθιά κι άλλες μπάντες από τη Θεσσαλονίκη. Η κάθοδος των Βορείων…
«Όταν είσαι με την ψυχή σου σε μία μπάντα, είναι σαν παντρεύεσαι τους υπόλοιπους. Με τη γκρίνια, με τον έρωτα… Όταν αγαπάς πραγματικά κάτι, δεν πάει ποτέ το μυαλό σου ότι θα τελειώσει. Εγώ τουλάχιστον ποτέ δεν το σκέφτηκα έτσι.»
Κατ’ αντιστοιχία με ό,τι συνέβαινε στην Αθήνα των 80s, έτσι κι εκεί πάνω ο μέσος Σαλονικιός σας κοιτούσε με μισό μάτι όλους εσάς, τα όχι και τόσο «κανονικά παιδιά»;
Φορούσες σκουλαρίκι και στην έπεφταν στο δρόμο, στο ξήλωναν από το αυτί. Σου μιλάω για χοντρές φασαρίες. Όχι από macho, λαϊκούς τύπους, αλλά από αυτό που λέμε «νοικοκυραίοι». Ένα επικίνδυνο πράγμα που δυστυχώς έχω αρχίσει να εντοπίζω πάλι στην πόλη και τρελαίνομαι. Τότε πάντως δεν υπήρχε περίπτωση να κυκλοφορήσεις στην πόλη σαν φρικιό, με σκουλαρίκια και τέτοια, και να μη γίνει τσαμπουκάς.
Ας ανοίξουμε για τα καλά το κεφάλαιο Mushrooms.
Δε θυμάμαι ρε Θεοδόση πολλά πράγματα. Βασικά όλοι μαζευόμασταν στα ίδια μέρη. Ήταν κάτι games δίπλα στο Berlin όπου την έβγαζες τσάμπα, δε χρειαζόταν καν να πάρεις μπύρα. Ή πηγαίναμε στο Αχίλλειο. Με τον Άτμα, όπως σου είπα, παίξαμε ένα φεγγάρι στους International Comedy. Ο Atmas με τον Pluto (σ.σ. Γιώργος Αντωνιάδης) ήταν συμμαθητές στον Ευκλείδη, ένα τεχνικό λύκειο στην ανατολική Θεσσαλονίκη, στην παρέα τους ήταν και ο Τρυψάνης (σ.σ. Κώστας Τρυψάνης aka Tripmaker, μπάσο), κι εγώ ήμουν συμμαθητής στην Τούμπα με τον άλλο κιθαρίστα, τον Γιώργο Κυριάκο (aka Grandfather). Βρεθήκαμε όλοι μαζί γιατί ακόμη τότε η μουσική σε καθόριζε. Αν σου έλεγε κάποιος «άκουσα τους Echo and the Bunnymen, πολύ ωραία μπάντα», έλεγες δικός μου είσαι εσύ, έλα να πιούμε μια μπύρα. Επειδή γουστάραμε τις ίδιες μουσικές σκεφτήκαμε να κάνουμε μια μπάντα. Νοικιάσαμε κι ένα σπιτάκι, μια παλιά μονοκατοικία, μαζευόμασταν κι ακούγαμε δίσκους, είχαμε τις κιθάρες κι εκεί γράψαμε το πρώτο μας κομμάτι, το “Yard of my head”.
Όταν ξεκινήσατε, ποιες μπάντες είχατε σαν μπούσουλα;
Velvet, Echo and the Bunnymen, φυσικά το punk -Clash, Pistols, Buzzcocks, Damned, Jam, Gang of Four-, Julian Cope… Αυτές ήταν οι επιρροές. Του στυλ «ρε σεις να το κάνουμε να ακούγεται λίγο σαν Velvet το κομμάτι» ή να θυμίζει λίγο Bunnymen ο στίχος.
Και πώς έγινε και να παίξετε για πρώτη φορά live στις Σέρρες;
Τρελή φάση, εκδρομή όλος ο κόσμος που μαζευόταν στο Berlin και την Προξένου Κορομηλά. Απλά το αποφασίσαμε όλοι, νοικιάσαμε πούλμαν και πήγαμε. Πίσω στη Θεσσαλονίκη ξεκινήσαμε να παίζουμε σε διάφορα μπαράκια, όπως το Uptempo που ήταν λίγο πιο πέρα από το Berlin, που επίσης έκανε μερικές φορές live. Δεν θυμάμαι αν παίξαμε εμείς στο Berlin, πάντως σίγουρα θυμάμαι τη συναυλία των Yell-O-Yell. Παίζαμε και σε live που έκαναν διάφοροι δήμοι σε πάρκα ή σε κάποια που μπορεί να διοργάνωναν μερικοί πειρατικοί σταθμοί, σαν το Ράδιο Ακρόπολις. Τέτοια πράγματα…
Υπήρξε κάποια συγκεκριμένη κομβική στιγμή που να καταλάβατε ότι ήσασταν «κανονική» μπάντα, ότι δεν κάνατε δηλαδή χαβαλέ;
Για εμάς ήταν μπάντα και όχι χαβαλές με την έννοια ότι ήταν η χαρά μας να βρισκόμαστε και να γράφουμε μουσική. Εξαρχής δεν βρεθήκαμε για να παίζουμε διασκευές, αλλά τα δικά μας τραγούδια. Και τώρα με τους Seahorse έτσι ακριβώς το βλέπουμε. Εξ ορισμού είναι κάτι σοβαρό όταν δύο, τρία, τέσσερα άτομα βρίσκονται και αποφασίζουν να ρίξουν στο τραπέζι τις ιδέες τους, να βρουν έναν κοινό τόπο. Βέβαια δεν είχαμε κανένα σχέδιο με τους Mushrooms. Βρισκόμασταν, παίζαμε τα τραγούδια μας στα προβάδικα, ούτε καν τα ηχογραφούσαμε, τα ακούγαμε εκείνη τη στιγμή πίνοντας μπύρες και λέγαμε «αχ, τι ωραία!»
Να φανταστώ ότι ξημεροβραδιαζόσασταν μαζί; Υπήρχε τρόπον τινά ένα gang mentality;
Εννοείται! Ξεκάθαρα! Μετά τις πρόβες βγαίναμε στην πόλη με άλλον αέρα. Μαζί μας κι άλλος κόσμος που ερχόταν στο στούντιο, φίλοι, γκόμενες… Δεν υπήρχε άλλη προοπτική γι’ αυτό το πράγμα πέρα από το να κλείνεσαι κάπου, να παίζεις και να σ’ ακούνε οι φίλοι σου.
Πώς προέκυψε μέσα από αυτό το πλαίσιο μηδενικής προοπτικής το πέρασμα στη δισκογραφία;
Κανείς δεν το περίμενε. Ακούγαμε φανατικά τις εκπομπές που έκανε τότε ο Μπάμπης Αργυρίου στο Radio Free, τον πειρατικό του σταθμό. Έπαιζε καταπληκτική μουσική. Που αλλού ν’ ακούσεις Hüsker Dü εκείνη την εποχή; Ήταν λίγο πριν ξεκινήσει το Rollin Under και ο Μπάμπης κυκλοφόρησε την κασέτα “Give Bees A Chance”, μια συλλογή με διάφορες μπάντες, ανάμεσά τους και οι Mushrooms με δύο τραγούδια. Κάπως την άκουσε ο Χρήστος Δασκαλόπουλος κι έπεισε τον «φοβερό» επιχειρηματία Πέτρο Κουτσούμπα με την Pegasus Records και τον Πήγασο το μπαρ. Εμείς δεν φανταζόμασταν καν ότι θα δισκογραφήσουμε, δεν υπήρχε αυτή η πιθανότητα στο μυαλό μας. Και πολύ ήταν αυτό που είχαμε κάνει με την κασέτα, γκρινιάζαμε κάποιοι από εμάς και μόνο στη σκέψη της ηχογράφησης. Ήρθαμε τελικά σε επαφή με τον Κουτσούμπα, είπαμε OK, ας το κάνουμε. Από κει και πέρα το πράγμα άρχισε να ανεβαίνει. Κάναμε συναυλίες, όχι πάρα πολλές, το πολύ δεκαπέντε το χρόνο, κατεβαίναμε και στην Αθήνα… Η μπάντα πάτησε γκάζι κι άνοιξαν οι ορίζοντές μας, ήρθαμε κιόλας σε επαφή με μπάντες από την Αθήνα, όπως οι Last Drive, έγινε μια ζύμωση. Αισθανόμασταν μέρος μιας μεγαλύτερης ροκ κοινότητας – περιθωριακής βέβαια ακόμη. Εκείνη την εποχή κανείς στο δικό μας κύκλο, πες το underground, πες το garage, πες το punk, δεν σκεφτόταν ότι θα μπορούσε να ξεφύγει ποτέ από το περιθώριο, ότι θα μπορούσε ίσως να ζήσει από αυτό. Παίζαμε μουσική απλά επειδή γουστάραμε, ήταν μια δημιουργική διέξοδος κι επειδή κανείς μας δεν ήταν σε φάση καριέρας και δουλειάς, αποκτούσαμε αξία μέσα από αυτό. Σκεφτόσουν ότι είσαι κάποιος που κάνει μουσική.
Τι θυμάσαι περισσότερο από τις ηχογραφήσεις του πρώτου σας δίσκου, Taste of;
Πολύ ψαρωμένοι, κανονικό στούντιο, Νίκος Παπάζογλου, πανικός του στυλ δεν έχουμε κιθάρες, τύμπανα, τίποτα… Τρέξιμο να μαζέψουμε πιατίνια από τον έναν, τύμπανα από τον άλλο, ενισχυτή από τον τάδε, πεταλάκια από τον δείνα… Για να γίνει η ηχογράφηση πρέπει να μαζεύτηκαν μηχανήματα από πέντε-έξι μπάντες. Η ηχογράφηση έγινε αρκετά γρήγορα, σε δυο εβδομάδες, κι άλλη μία το mix.
Παπάζογλου, αυτός ο άνθρωπος-κλειδί…
Ναι, βοήθησε πολύ. Όλοι τον αισθάνονταν δικό τους. Δηλαδή μπορεί να ήσουν πάνκης και ο Νίκος να τραγουδούσε λαϊκά, αλλά δεν ήταν λαϊκός. Με τίποτα. Ήξερε τη φάση. Σου έδινε την δύναμη να σκεφτείς ότι δεν είσαι το κωλόπαιδο της γειτονιάς, ότι αυτό που κάνεις έχει σημασία και μπορεί να έχει κάποια απήχηση. Είχε μεγάλη σημασία ο καλός λόγος που ακούσαμε από τον Νίκο. Όχι ότι δεν μετρούσε η γνώμη του Χρήστου (Δασκαλόπουλου) ή του Μπάμπη (Αργυρίου), αλλά ξέρεις, ήταν της φάσης μας τα παιδιά, την ίδια μουσική ακούγαμε. Ενώ όταν μας είπε ο Παπάζογλου ότι του άρεσε αυτό που κάναμε, μας έκανε μεγάλη εντύπωση. Κοίτα που μπορεί να αρέσει αυτό που κάνουμε και σε κάποιον που δεν ακούει όλη μέρα Birthday Party, σκεφτόμασταν. Ξέρεις τι θυμήθηκα τώρα; Επειδή δούλεψα μετά για ένα διάστημα στο στούντιο του Παπάζογλου, τον έχω ακούσει σε ηχογράφηση να τραγουδάει το “Hey Joe” του Hendrix. Ήταν πολύ ανοιχτός. Ήταν, όπως όλοι ξέρουμε, ερωτευμένος με αυτόν τον ελληνικό τρόπο τραγουδιού με τα γυρίσματα. Θυμάμαι όμως να μου λέει ότι ο τρόπος του να τα προσεγγίσει όλα αυτά ήταν ο Dylan, γιατί πίστευε ότι κι ο Dylan τραγουδούσε έτσι λόγω συγγένειας της εβραϊκής με την ελληνική παράδοση. Για ένα διάστημα, αφού γράψαμε το δεύτερο άλμπουμ, οπότε ο Νίκος μας ήξερε πια καλά, έπαιξα κιόλας μαζί του. Ποιες οι πιθανότητες εγώ, που είμαι φουλ στους μικροφωνισμούς και το feedback, να παίξω με τον Παπάζογλου, που εκείνη την εποχή παίζει με την αφρόκρεμα των καλών μουσικών, τώρα όλοι τους είναι καθηγητές ωδείων. Για μένα ήταν τρελό όλο αυτό γιατί ξαφνικά βγήκα λίγο από το περιθώριο και βρέθηκα σε μια παρέα «λαϊκών». Από την πρώτη μέρα όμως αισθάνθηκα σαν να ήταν η οικογένειά μου. Πιο πολύ και από τους Mushrooms και τις Τρύπες.
Βγάλατε λοιπόν το πρώτο άλμπουμ και αλλάξατε πίστα και ως live μπάντα;
Κοίτα, στην αρχή παίζαμε χάλια και σιγά-σιγά άρχισε να δένει το πράγμα και να παίζουμε καλά. Αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε τι ήχο θέλαμε να έχουμε. Όλα εξελίσσονταν και με βάση τις μουσικές που ακούγαμε, που άλλαζαν όσο περνούσε ο καιρός. Από τον πρώτο δίσκο, το Taste Of, και μετά, αρχίσαμε για παράδειγμα να ακούμε περισσότερο Dream Syndicate, και αυτό βγήκε στον ήχο μας, έγινε πιο fuzzy. Ο πρώτος δίσκος είναι πιο pop, πιο shiny, πιο εξωστρεφής. Κάτι που άλλαξε στο δεύτερο. Γιατί άλλαξαν γενικώς οι καταστάσεις. Έγιναν πιο σκοτεινές…
Εννοείς την όλη ιστορία του Pluto που έμπλεξε με τα σκληρά ναρκωτικά;
Ναι, φυσικά τα drugs έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Στο στάδιο του Taste Of, είναι τσιγαράκια, πιο ψυχεδελική φάση, κάτι που προσεγγίζουμε όλοι μαζί σαν παρέα. Ο δίσκος βγήκε το ’86. Τη διετία ’85-’86 είχαμε κάνει αποικία τα καλοκαίρια στην Ίο, η μπάντα, φίλοι, κορίτσια. Εκεί γράψαμε το “Swinging”, super high στην παραλία: “there’s a world between two seawaves”. Αυτός ο τεράστιος χρόνος που μας φαινόταν ότι περνούσε από το ένα κύμα στο άλλο… Ξαφνικά όμως το πράγμα γύρισε. Μέσα σε ένα καλοκαίρι η πόλη πλημμύρισε πρέζα. Ο Pluto ήταν ενας ευαίσθητος ποιητής που ψαχνόταν. Θα σου πω κάτι που το έχω πει και στα παιδιά μου για να καταλάβουν την κατάσταση: είχα ένα φίλο αναρχικό, πολύ συνειδητοποιημένο άτομο, που τον πιάσανε να γράφει σε τοίχο το σύνθημα «οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη» και μέχρι να γίνει το δικαστήριο, είχε γίνει πρεζάκι. Εννοείται ότι ως τότε, δεν έπινε. Το εννοούσε αυτό που έγραφε. Έγινε τόσο απότομα η αλλαγή στην πόλη. Τότε αρχίζει να σπάει το παρεΐστικο κλίμα στη μπάντα. Έχουμε τη μουσική που μας ενώνει, υπάρχει ένας υποτυπώδης δρόμος με την έννοια ότι έχουμε ήδη ένα δίσκο και σχεδιάζουμε τον επόμενο, έχουμε και συναυλίες, αλλά η φάση αρχίζει να χαλάει, ακυρώνονται, ας πούμε, πρόβες, γιατί κάποιος μπαίνει σε έναν άλλο κόσμο, απομονώνεται.
Αρχίζει και χάνεται λοιπόν το gang mentality της μπάντας.
Ακριβώς. Όμως κάπως κρατήθηκε μέχρι να γράψουμε το Scarecrow Princes. Το δεύτερο άλμπουμ περιγράφει αυτή τη φάση. Θα κάνω μία παρένθεση: όλη αυτή η κουβέντα για τότε, με αφορμή τις επανακυκλοφορίες των δίσκων, δεν είναι καθόλου ευχάριστη για μένα. Ήταν σκοτεινή εποχή. Το Scarecrow Princes βέβαια είναι πολύ δυνατός δίσκος. Αν ήταν να κάνω ένα μόνο δίσκο στη ζωή μου αυτός θα ήθελα να ήταν. Όλοι οι στίχοι περιγράφουν αυτή τη φάση, απλά ο Pluto το έκανε με τον δικό του μοναδικό τρόπο.
Ένιωθες μέρα με τη μέρα ότι έχανες ολοένα και περισσότερο τον φίλο σου;
Έτσι ήταν… Από ένα σημείο και μετά, ακόμη κι αν κάναμε μερικά πράγματα μαζί ως μπάντα, δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος, είχε αλλού το μυαλό του. Πολλά χρόνια μετά συνειδητοποίησα και το εξής: εκείνη την εποχή ρωτούσε ο κόσμος «τι κάνει ο Pluto, είναι καλά;» εννοώντας αν πίνει ή όχι. Οι συζητήσεις για τη μπάντα περιστρέφονταν γύρω από αυτό. Νομίζω ότι ήταν άδικο τόσο για τη μπάντα όσο και για τον Pluto, γιατί άλλωστε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της σκηνής τότε έπινε και δεν ήταν καλά. Στην τελική δεν μπορείς να λες θεό τον Keith Richards όταν πίνει, και να θεωρείς τον Pluto μπατζίρη. Η προσωπική του φάση και η πάλη του με όλη αυτή τη κατάσταση ήταν κάτι που αφορούσε τον ίδιο. Πιστεύω οτι δεν αξίζει να κρίνουμε τη ζωή του και το έργο παρά μόνο απ’ αυτό που μας έχει αφήσει για να τον θυμόμαστε: τους υπέροχους στίχους του και τις καταπληκτικές ερμηνείες του.
Ο Pluto έφτασε στο τέλος του επεισοδιακού του δρόμου πολλά χρόνια μετά το τέλος των Mushrooms. Θυμάσαι πώς ένιωσες όταν έφτασε στ’ αυτιά σου η είδηση του θανάτου του;
O Pluto έφυγε το 2004. Από το ’95 απομακρυνθήκαμε, όλοι μας είχαμε αποσυντονιστεί, ο Atmas είχε φύγει στην Αθήνα… Τότε ήταν το τελευταίο μας live. Κάποια στιγμή αργότερα είχαμε βρεθεί με τον Pluto και τον Παππού και δοκιμάσαμε να κάνουμε κομμάτια με ελληνικό στίχο. Η είδηση οτι έφυγε ήταν σοκ. Ήταν για μένα το οριστικό τέλος μιας υπέροχης περιπέτειας.
Ήταν τελικά το μπλέξιμο του Pluto με την ηρωίνη ο βασικός λόγος της διάλυσης των Mushrooms;
Να σου πω την αλήθεια, όχι. Αν κυκλοφορούσε ένας ακόμη δίσκος, κανείς δεν ξέρει πού θα πήγαινε το πράγμα. Ήδη από το Scarecrow Princes είχαμε περάσει σε ένα άλλο επίπεδο. Δεν ήμασταν πια τα «κολλητάρια». Είχαμε μεγαλώσει λίγο, ο καθένας έφτιαχνε και τη δική του ζωή, εγώ παντρεύτηκα το ’89, έκανα οικογένεια, το ’92 γεννήθηκε η πρώτη μου κόρη. Ακόμη όμως βρισκόμασταν, μουσικά λειτουργούσε η φάση. Κάτι που φάνηκε και στο memorial για τον Pluto το 2004. Βρεθήκαμε μετά από δέκα χρόνια, κάναμε πέντε πρόβες και παίξαμε πολύ ωραία. Γι’ αυτό ήθελα πολύ να κυκλοφορήσει έστω τώρα το Sinner EP, με κάποια από τα κομμάτια που δουλεύαμε τότε και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κανονικό άλμπουμ. Αν το Scarecrow Princes ήταν σκληρό κι εσωστρεφές άλμπουμ, το επόμενο θα ήταν πάλι σκληρό αλλά εξωστρεφές. Οπότε δε θεωρώ ότι σώνει και καλά τα προβλήματα του Pluto οδήγησαν στη διάλυση. Στην τελική ο καθένας είχε τους προσωπικούς δαίμονες που τον βασάνιζαν, αλλά νομίζω ότι η μπάντα μετρούσε αρκετά για τον καθένα ώστε να προσπαθήσει να τους ξεπεράσει.
Γιατί όμως τελικά δεν έγινε αυτό;
Μην παραβλέπεις τα προβλήματα της καθημερινότητας. Στην Ελλάδα δεν είναι εύκολο να ζήσει κάποιος παίζοντας σε μια ροκ μπάντα. Έπρεπε να βρούμε κάποια άκρη για να ζήσουμε. Είναι ούτως ή άλλως δύσκολο να δουλεύεις και να έχεις μία μπάντα. Αν υπάρχουν κι άλλα προβλήματα στη μέση, γαμιέται η φάση. Ροκ μπάντα στην Ελλάδα…τι προοπτικές μπορούν να υπάρξουν;
Μετά τους Mushrooms όμως εσύ ειδικά με τις Τρύπες έζησες μία κατάσταση σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα.
Μπήκα στις Τρύπες το ’91. Τότε είχε καθίσει πολύ η φάση με τους Mushrooms, δεν βρισκόμασταν για πρόβες, είχαμε καινούριο υλικό και δεν το τελειώναμε. Ήθελα όμως να παίζω και με τις Τρύπες είχαμε επαφή πολλά χρόνια. Σε μια φάση, μάλιστα, παλιά, ήταν να αντικαταστήσω τον Γιώργο τον Καρρά στο μπάσο όταν πήγε φαντάρος, και μετά τον Μπάμπη (Παπαδόπουλος) στην κιθάρα όταν πήγε εκείνος φαντάρος. Τελικά μου είπαν τα παιδιά να πάω για δεύτερη κιθάρα. Τότε που μπήκα στις Τρύπες δεν υπήρχε περίπτωση να ζήσεις από αυτό το πράγμα. Για να καταλάβεις, από τότε μέχρι και τώρα δουλεύω σε πρωινή δουλειά. Έπαιξα μαζί τους γιατί τους γούσταρα, όχι γιατί πίστεψα ότι θα βγάζαμε λεφτά. Αυτό που έγινε τελικά με τις Τρύπες, κανείς δεν το φανταζόταν ρε φίλε… Ήταν σοκ για όλους.
Εσύ, έχοντας παίξει τόσα χρόνια με μια μπάντα που ναι μεν προκάλεσε αίσθηση αλλά παρέμεινε underground, μπαίνοντας στις Τρύπες πότε συνειδητοποίησες ότι γίνεται το crossover;
Η συναυλία που ουσιαστικά σηματοδότησε την αρχή του μπαμ ήταν η πρώτη μας στο θέατρο του Λυκαβητου. Στην επαρχία όμως η φάση ήταν έτσι κι έτσι. Βέβαια η Θεσσαλονίκη πάντα έχει ένα πρόβλημα να δεχθεί τους δικούς της ανθρώπους. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή κατάλαβα ότι με τις Τρύπες η φάση δεν ήταν πια underground. Αλλά να σου πω κάτι; Οι Τρύπες ποτέ δεν ήταν σε αυτό το περιθωριακό underground που ήταν οι Mushrooms. Είχαν την εξής διαφορά: αν τους φώναζαν σε ένα μπαράκι στην Καστοριά ή την Ξάνθη, θα πήγαιναν να παίξουν. Αν φώναζαν τους Mushrooms, λέγαμε «έχουν ακούσει δηλαδή αυτοί Dream Syndicate; Δεν θα καταλάβουν αυτό που κάνουμε» και δεν πηγαίναμε. Οι Mushrooms ήμασταν πολύ συνειδητά underground και δεν θέλαμε να φύγουμε από αυτό το πράγμα. Ενώ οι Τρύπες είχαν άλλη προσέγγιση, και δεν μιλάω για τον ελληνικό στίχο. Ίσως οι Τρύπες να ήταν λίγο πιο εξωστρεφείς…
Ή λίγο πιο pro, με την έννοια του πάμε να στήσουμε μια σοβαρή μπάντα μήπως και καταφέρουμε να βιοποριστούμε με τους δικούς μας όρους.
Όχι, δεν ήταν αυτό. Όταν πήγα στις Τρύπες είχαν ήδη βγάλει τρεις δίσκους, ήταν στη Virgin, αλλά κανείς δεν είχε στο μυαλό του αυτή την πιθανότητα. Κάναμε 15 συναυλίες το χρόνο, βγάζαμε ίσα ίσα τα έξοδα και τα λεφτά της ημέρας. Δεν μπορούσες να ζήσεις από αυτό. Απλά ήταν καλή φάση γιατί μπορούσες να ταξιδεύεις και να κάνεις συναυλίες. Ακόμη και όταν ήταν στα πολύ πάνω της η μπάντα, εγώ κι ο Καρράς που είχαμε οικογένειες, δεν αφήσαμε τις δουλειές μας. Αν κι έφτασε ένα σημείο που εγώ προσωπικά έβγαζα περισσότερα λεφτά από τις Τρύπες, παρά από την πρωινή μου δουλειά. Αλλά δεν θέλαμε να εξαρτώμαστε οικονομικά από τη μπάντα. Στις Τρύπες ήταν συνείδηση αυτό το πράγμα. Έλεγε ξέρω ‘γω ο Γιάννης: «παιδιά να σταματήσουμε έξι μήνες, να μην κάνουμε live». Θέλαμε να έχουμε ελευθερία κινήσεων και νομίζω ότι αυτό ήταν που κατά κάποιο τρόπο έσωσε τις Τρύπες και κράτησαν τόσα χρόνια.
Στις Τρύπες υπήρχε, έστω σε κάποια παραλλαγή, το gang mentality που λέγαμε για τους Mushrooms;
Όχι… Υπήρχε η κοινή άποψη για τα κοινωνικοπολιτικά, για τον κόσμο, μια κοινή θεώρηση που διαμορφωνόταν μέσα από τις συζητήσεις μας και τις εμπειρίες του καθενός, εντελώς αυθόρμητα. Η διαφορά είναι ότι οι Τρύπες δεν αισθάνθηκαν ποτέ ότι θα ανήκαν για πάντα στο περιθώριο, σε αντίθεση με τους Mushrooms.
Έχοντας την εμπειρία του τέλους των Mushrooms, είχες στο μυαλό σου ότι αργά ή γρήγορα θα ερχόταν και η στιγμή του τέλους για τις Τρύπες;
Όταν είσαι με την ψυχή σου σε μία μπάντα, είναι σαν παντρεύεσαι τους υπόλοιπους. Με τη γκρίνια, με τον έρωτα… Όταν αγαπάς πραγματικά κάτι, δεν πάει ποτέ το μυαλό σου ότι θα τελειώσει. Εγώ τουλάχιστον ποτέ δεν το σκέφτηκα έτσι.
Ποιο τέλος ήταν πιο ζόρικο, οδυνηρό κι απρόσμενο;
Ε, εντάξει, των Τρυπών. Σίγουρα. Γιατί με τους Mushrooms είχε γίνει δυσάρεστη η κατάσταση. Γουστάραμε μεν τη μουσική που κάναμε, αλλά δεν περνούσαμε ιδιαίτερα καλά. Οι Τρύπες νομίζω ότι τελείωσαν στην καλύτερή τους στιγμή.
Θα συμφωνήσω, δεδομένου ότι κάθε επόμενος δίσκος αυτής της μπάντας ήταν καλύτερος από τον προηγούμενο.
Για μένα ο τελευταίος ήταν ο καλύτερος δίσκος γιατί ήταν αυτός που έγινε πιο συμμετοχικά. Ο καθένας είχε βρει τη θέση του και συμμετείχε έτσι ακριβώς όπως έπρεπε να συμμετάσχει. Κυλούσε σαν ρυάκι η φάση. Ενώ παλιότερα πριν μπούμε στο στούντιο έπρεπε να ξέρουμε νότα-νότα, τι ακριβώς παίζουμε, στο τελευταίο μπήκαμε και γράφαμε με τον Μπάμπη σε τρία takes τζαμάροντας. Ήταν η καλύτερη στιγμή μας. Γι’ αυτό ήταν οδυνηρό το τέλος.
Ήταν και ξαφνικό; Ή υπήρχαν σημάδια στον αέρα;
Υπήρχαν κουβέντες, αλλά να σου πω την αλήθεια δεν πίστευα ότι θα έφτανε εκεί το πράγμα. Θεωρούσα ότι οι Τρύπες ήταν κάτι too big για να βάλει κάποιος προσωπικά προβλήματα πάνω σε αυτή την υπόθεση. Η οποία ήταν σημαντική για τη ζωή του καθενός από εμάς, αλλά νομίζω ότι ήταν πολύ σημαντική και για την ιστορία του ροκ στην Ελλάδα. Ο δρόμος που άνοιξαν, ο τρόπος που επηρέασαν… Εγώ πάντα προσέγγιζα τη μουσική από το περιθώριο, πάντα με ενδιέφερε η underground πλευρά της και μπορώ να σου πω ότι πολλά άλλα συγκροτήματα της πόλης αντιμετώπιζαν με καχυποψία τις Τρύπες, γιατί ξέρω ‘γω ήταν ελληνόφωνη μπάντα ή γιατί έπαιζαν σε μπαράκια που «δεν έπρεπε». Μετά το Κεφάλι Γεμάτο Χρυσάφι όμως, έρχονταν παλιοί φίλοι από την εποχή των Mushrooms κι έλεγαν «ο καινούριος δίσκος γαμάει». Κέρδισαν δηλαδή και τον καχύποπτο κόσμο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι με είχε πετύχει ο μπασίστας των Γκουλαγκ και μου είπε «είναι πολύ ωραία η φάση με τις Τρύπες, ανοίγετε το δρόμο και γι’ άλλες μπάντες». Για μένα ήταν σημαντικό αυτό.
Ξέρεις ότι δεν γίνεται να μην σε ρωτήσω αν έχουν υπάρξει ποτέ σκέψεις, έστω ανομολόγητες, για να ξαναρχίσει κάποτε αυτή η ιστορία…
Δεν νομίζω, όχι. Αν και περάσαμε μια περίοδο που βρισκόμασταν, εγώ δηλαδή έπαιζα με τον Τόλιο ή βοήθησα τον Καρρά σε μερικά κομμάτια, αλλά και με τον Μπάμπη βρισκόμασταν και βρισκόμαστε ακόμη καμιά φορά. Όχι, δεν έχει πέσει στο τραπέζι. Είναι πολύ δύσκολο…
Δύσκολο γιατί;
Προσπαθώ να βγω έξω από αυτό το πράγμα και να το δω σαν fan, και όχι ως Ασκληπιός που έπαιζα στη μπάντα. Και λέω ναι, θα άξιζε, οι Τρύπες θα είχαν να πουν κάτι σήμερα. Όπως τότε άνοιξαν δρόμο για μπάντες του περιθωρίου και τους δώσανε κάποιο όραμα και προοπτική, και τώρα ίσως να χρειαζόταν να κάνουν κάτι τέτοιο, γιατί πραγματικά οι Τρύπες το έκαναν τίμια. Σαν fan δηλαδή θα έλεγα ναι. Ως Ασκληπιός λέω ότι όλη αυτή η ιστορία των επανενώσεων, να βλέπεις πενηνταπεντάρηδες-εξηντάρηδες να ροκάρουν, μου φαίνεται λίγο «κάπως». Αν πραγματικά βρισκόμασταν και βγάζαμε έστω δύο καινούρια κομμάτια…αλλά αυτό είναι επιστημονική φαντασία. Να είχαμε δηλαδή μια ταυτότητα ως Τρύπες το 2020.
Καταλαβαίνω τι εννοείς, ειδικά ως προς το δεύτερο επιχείρημα, αλλά σε ό,τι έχει να κάνει με τους «εξηντάρηδες που ροκάρουν», είναι λίγο περίεργο να το λες την ίδια στιγμή που κυκλοφορείς με τη νέα σου μπάντα, τους Seahorse, ένα πολύ ζόρικο ροκ δίσκο.
Όλοι είμαστε ενεργοί, και ο Γιάννης, και ο Μπάμπης, και ο Τόλιος, και ο Καρράς. Αυτό που εννοώ είναι ότι δεν θέλω να παίζω σαν διασκευές τα κομμάτια. Αν βρεθούμε και δούμε ότι υπάρχει κάποια προοπτική να παίξουμε κάτι σημερινό, ΟΚ, ας παίξουμε και την «Ταξιδιάρα Ψυχή», στο στυλ που έχουμε τώρα όμως, όχι να μιμηθούμε τα νιάτα μας.
Τελειώνουν λοιπόν οι Τρύπες κι εσύ αμέσως εμπλέκεσαι σε άλλα projects, λίγο πιο χαμηλού προφίλ.
Δεν το έκανα βάση σχεδίου. Γενικά εγώ πάντα ξεκινάω με το ίδιο σκεπτικό όπως και με τους International Comedy ή τους Mushrooms. Βρισκόμαστε μια παρέα, είμαστε OK μεταξύ μας, μπορούμε να συνεννοηθούμε, οπότε ας κάνουμε κάτι δημιουργικό μαζί. Αντί να λέμε πόσο σκατά είναι ο κόσμος, ας παίξουμε μουσική.
Όσο κι αν αλλάζουν δηλαδή οι εκάστοτε συνθήκες και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η ουσία του κάθε ξεκινήματος είναι ίδια για σένα.
Ναι και το συνειδητοποιώ ξανά τώρα με τους Seahorse. Μετά τις Τρύπες ήμουν τους Γκέτο (Γιώργος Αθανασιάδης-μπάσο, Γιώργος Παπάζογλου-κιθάρα/κρουστά, Γιώργος Τόλιος-τύμπανα). Το υλικό ήταν όλο του Τόλιου και του Γιώργου, εγώ απλά έγραψα τις κιθάρες. Μετά έμπλεξα λίγο με τον Παυλίδη, είχα συμμετάσχει και στον πρώτο δίσκο του με τους B-Movies. Μετά ήταν οι Ghost Note Project (Γιώργος Τόλιος, Χρήστος Τσαπράζης, Κώστας Παπαχρήστου, Skive – ο δίσκος τους SensoMatic κυκλοφόρησε από την All Together Now του Γιάννη Αγγελάκα), με έναν ήχο καθόλου εμπορικό (σ.σ. “ambient ψυχεδέλεια” σύμφωνα με τον Χρήστο Δασκαλόπουλο), αλλά όπως έλεγα και για τους Mushrooms, θέλαμε να κάνουμε κάτι καλό για να ‘χουμε ν’ ακούμε. Μετά έπαιξα και με τους Νάνους.
Ώσπου βρεθήκαμε μια φορά με τον Αλέξη Αποστολάκη (Blues Wire, Θ. Παπακωνσταντίνου – Λαϊκεδέλικα), τα πίναμε παραμονή πρωτοχρονιάς και συνειδητοποιήσαμε ότι ακολουθούμε επί δεκαετίες παράλληλες πορείες -έπαιζε με τους Noise Promotion Company στα μαγαζιά που παίζαμε με τους Mushrooms και τον γούσταρα πολύ σαν ντράμερ γιατί μου θύμιζε τον Stuart Copeland των Police- χωρίς να έχουμε παίξει ποτέ μαζί. Τέλος πάντων πήγαμε να τζαμάρουμε. Μετά φωνάξαμε τον Nomik (Universal Trilogy, Sleepin’ Pillow) για φωνή, στο τέλος ήρθε και ο Bill Vassilo στο μπάσο (Johnny Carbonaras, Super Stereo, Γκούλαγκ) και βγήκε ο δίσκος Heaven is underground.
Τόσα χρόνια, λοιπόν, μετά τους Mushrooms και τις Τρύπες, εσύ επιμένεις σε ένα ζόρικο ροκ ήχο.
Θέλαμε να παίξουμε όσο πιο rough γίνεται. Γι’ αυτό ο δίσκος έχει τόσο εξωστρεφή ροκ ήχο. Θες να πεις κάτι και να το πεις δυνατά. Αυτό που ήταν πάντα το ροκ, ρε γαμώ το. Θέλω να πω τη γνώμη μου και θέλω να ακουστεί. Να πας σε μια συναυλία, να καθίσεις μπροστά στη μπάντα και να νιώσεις το κύμα του ήχου να δονεί το σώμα σου.