ΗΠΑ, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Στίβεν Σόντερμπεργκ
Πρωταγωνιστούν: Μάικλ Ντάγκλας, Ματ Ντέιμον
Διάρκεια: 118’
Με τον Στίβεν Σόντερμπεργκ στην σκηνοθετική καρέκλα μπορείς να περιμένεις μια ταινία ύψους ή βάθους. Γνωρίζοντας ότι η ταινία που σκηνοθετεί αφορά στον λαμπερό και γεμάτο εξτραβαγκάντζα βίο του Λιμπεράτσε (τον οποίο υποδύεται ο Μάικλ Ντάγκλας) και στη σχέση του με τον νεαρό Σκοτ Τόρσον τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής του πρώτου, τα προγνωστικά σε προετοιμάζουν για ένα γκλαμουράτο φιλμικό Σβαρόφσκι. Τι συμβαίνει, όμως, με το Behind The Candelabra;
Ας τα πάρουμε από την αρχή: η ταινία δεν περιγράφει τα πράγματα από την οπτική του διάσημου διασκεδαστή, μα από τη ματιά του νεαρού εραστή του, ενός πιτσιρικά της επαρχίας που τυχαία οι πορείες τους διασταυρώθηκαν και κατάληξε να αλλάξει εαυτόν. Να βάλει τα flannel shirts στη ναφθαλίνη και να φορά ρούχα που κοστίζουν όσο το ακαθάριστο εισόδημα μιας μικρής χώρας, μέσα στα διαμάντια και τα μπιζού. Να δοθεί ολοκληρωτικά στον κατά πολύ μεγαλύτερό του καλλιτέχνη και να γίνει τα πάντα γι’ αυτόν, εραστής/σύζυγος/γιος/φίλος. Να κατρακυλήσει στις καταχρήσεις και στον ψυχικό βούρκο όταν καταλάβει ότι ο εγωισμός του αγαπημένου του υπερέχει των συναισθημάτων του.
Tα σκηνικά δεν μπορούν να κρύψουν το κοινότοπο και πληκτικό σενάριο. Προβλέψιμο ήδη από την αρχή του.
Χωρίς καμία εγκράτεια παρουσιάζει ο Σόντερμπεργκ τα πολυτελή σκηνικά του Λας Βέγκας, μέσα στα οποία Μάικλ Ντάγκλας και Ματ Ντέιμον παλεύουν, μεταξύ τους και με τους εαυτούς τους. Χωρίς να δημιουργήσει ένα καινοτόμο ντεκουπάζ, καταφέρνει να απεικονίσει με λιτές κινήσεις τη φανταχτερή τους καθημερινότητα. Τα πάντα κυριεύονται από μια υπερβολική γυαλάδα και πληθώρα ακριβών αντικειμένων που αντιτίθενται στο ψυχικό σκότος και το κενό του ζευγαριού. Να πλέξει μια οπτική πανδαισία που και ο ίδιος ο Λιμπεράτσε θα επαινούσε για τους εκτυφλωτικούς της τόνους.
Μα τα σκηνικά δεν μπορούν να κρύψουν το κοινότοπο και πληκτικό σενάριο. Προβλέψιμο ήδη από την αρχή του, εν πολλοίς πολωμένο στην ανάδειξη της κατεστραμμένης αθωότητας του Τόρσον από τον αιθεροβάμονα Λιμπεράτσε και ψυχαναγκαστικά θλιβερό, δεν προσφέρει τη συγκίνηση που θα μπορούσε να προσφέρει. Ακολουθεί την ασφάλεια του «έλα σε μένα-γίνε σαν εμένα-σε βαρέθηκα, φύγε-που πας αγάπη μου, δεν τελειώσαμε». Και αυτό είναι σχεδόν ασυγχώρητο από τη στιγμή που έχει στα χέρια του υλικά για να κατασκευάσει μια ναπάλμ, της οποίας τα αέρια δεν κινούνται άτακτα μα σχηματίζουν ένα μπαλέτο τύπου Μπάσμπι Μπέρκλεϊ.
Υποτιθέμενος άσσος στο μανίκι, η ερμηνεία του Ντάγκλας. Αναντίρρητα, βαστάει στους ώμους του την ταινία με το ναρκισσιστικό του παίξιμο και την ακροβασία του ανάμεσα στο λεπτεπίλεπτο και το έκφυλο. Μα θα μπορούσε να αφεθεί περισσότερο, να είναι άκρατα υπερβολικός και όχι τόσο μαγκωμένος στις στιγμές που επιτάσσουν το πλήρες αχαλίνωτο. Από την άλλη ο Μάτ Ντέιμον είναι αρκετά ανέκφραστος και τυπικός για να θεωρηθεί κάτι παραπάνω από απλό μέσον για να προχωρήσει η ταινία. Δεν προσφέρει τίποτα προσωπικό στο ρόλο του και παραμένει ξύλινα «υποχρεωτικός» σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, με μόνη, ίσως, εξαίρεση τη σκηνή στο σεξ σοπ.
Σε σύνολο, θα μπορούσε να είναι πιο fabulous και περισσότερο υπερβολική, ένας χορός της Σαλώμης ντυμένος με πεντάμετρες γούνες και φτερά αγγέλου. Μα παραμένει ένα αποκριάτικο κοστούμι το οποίο θα μπει ξανά στη ντουλάπα μετά το πέρας των εορτών. Δεν είναι κακό, μα είναι απλά καλό, χωρίς κάτι να το ανεβάζει ή να το ρίχνει αληθινά. Και μια τέτοια ταινία οφείλει να είναι άριστη ή αισχρή, όπως και η στα άκρα ζωή στους προβολείς του Λας Βέγκας.
Καναδάς, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Κίμπερλι Πιρς
Πρωταγωνιστούν: Κλόε Γκρέις Μόρετζ, Τζούλιαν Μουρ, Τζούντι Γκριρ
Διάρκεια: 100’
Remakes: ένα επίπονο κεφάλαιο του Κινηματογράφου∙ πολλές φορές δημιουργούνται για να πατήσουν στην εισπρακτική επιτυχία της παλιότερης βερσιόν -λέει το αρνητικό (ή λογικό) μέρος του εγκεφάλου-, όχι για να προσθέσουν κάτι που υπολείπεται στην ταινία-πρόγονο ή για να την επαναφέρουν στο προσκήνιο. Σίγουρα κάποιοι εντρύφησαν περισσότερο στο κινηματογραφικό παρελθόν μέσω των remakes ή γνώρισαν ταινίες αγνώστου προελεύσεως και εθνικότητας μέσω αυτών ( Άσε το κακό να μπεί), ενίοτε πασάροντας/δημιουργώντας και κάποιο hype (The Ring).
Το Carrie έρχεται να θυμίσει στους παλιούς και να μάθει στους νεότερους το μακάβριο όραμα του Μπράιαν Ντε Πάλμα που το 1976 διασκεύασε για πρώτη φορά Στίβεν Κινγκ δημιουργώντας μια cult classic ιστορία μεταφυσικού και εκδίκησης. Η Κάρι Γουάιτ, ένα ντροπαλό, αντικοινωνικό κορίτσι με υπερφυσικές δυνάμεις, μεγαλωμένο από μια άρρωστα θρησκόληπτη μάνα, υφίσταται τραμπουκισμό στο σχολείο από τις συμμαθήτριές και τους συμμαθητές της.
Τα πάντα δείχνουν να αλλάζουν όταν η Σου, μια από αυτές που της ασκούσαν ψυχολογική και σωματική πίεση, μετανιώνει για όσα έκανε και μαζί με το αγόρι της προσπαθούν να την υπερασπιστούν και να τη βοηθήσουν να σταθεί στα πόδια της. Μα υπάρχουν και κάποιες που θα ήθελαν να κάνουν την Κάρι να υποφέρει πολύ περισσότερο. Θα καταφέρει να γκρεμίσει τα τείχη και να ανοιχτεί στο πλήθος ή θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα;
Το Carrie έρχεται να θυμίσει στους παλιούς και να μάθει στους νεότερους το μακάβριο όραμα του Μπράιαν Ντε Πάλμα που το 1976 διασκεύασε για πρώτη φορά Στίβεν Κινγκ δημιουργώντας μια cult classic ιστορία μεταφυσικού και εκδίκησης.
Το λάθος της Κίμπερλυ Πιρς στη δική της Κάρι έγκειται στην έντονη προσπάθεια μεταφοράς του πρωτότυπου στη σημερινή εποχή, που αντί απλά να διασκευάζει, αντιγράφει προσθέτοντας μερικά σύγχρονα στοιχεία. Σίγουρα θα ήταν περισσότερο γελοίο να προσπαθήσει να μεταφέρει επακριβώς καρέ-καρέ τον τόπο και το χρόνο του πρωτότυπου χωρίς να αλλάξει κάτι, ωστόσο ακόμα και με την είσοδο του Youtube και της φασαριόζικης RnB στο σύνολο, αποτυγχάνει να το οικειοποιηθεί δημιουργώντας απλά μια γυαλιστερή, εκσυγχρονισμένη αντιγραφή. Έτσι, η ύπαρξή της φαντάζει κομμάτι ανούσια, και, εκ πρώτης όψεως, ανέμπνευστη, χωρίς να προσφέρει κάτι παραπάνω ή τουλάχιστον κοντινό στην εμπειρία της «γιαγιάς» του.
Δεν είναι μόνο ο εκσυγχρονισμός, μα και η «βελτίωση» των εφέ που του δίνουν μια εικονοποιία κάπως επιτηδευμένη. Πλάκα έχει να βλέπεις σφαγές και υπεράνθρωπα σκηνικά στη μεγάλη οθόνη, μα όταν όλα γίνονται τόσο προσεγμένα, λεπτομερή και (αν μη τι άλλο) εφετζίδικα, τότε χάνεται η μπάλα. Κάτι τέτοιο δεν πρέπει να είναι όμορφα φτιαγμένο ή τόσο «κινηματογραφικό», μα να αποδίδεται με μια ταπεινότητα. Μην ξεχνάμε ότι ένας από τους λόγους που το έργο του Ντε Πάλμα ξεχώρισε ήταν ότι αυτός εστίασε περισσότερο στη δημιουργία κλίματος συμπόνοιας για τη δύσμοιρη Κάρι παρά στο να φτιάξει τα πλέον όμορφα εφέ.
Παρά το στυλιζάρισμα και την άτσαλη προσθήκη νεωτερικών στοιχείων, παραμένει εν μέρει αξιοπρεπές στο χτίσιμο των συναισθημάτων και των χαρακτήρων. Η Κλόι Γκρέις Μόρετζ όσο περνάει η ταινία δείχνει να μπαίνει όλο και περισσότερο σε μια διάθεση αβεβαιότητας, ξενοφοβίας και άσβεστης δίψας για εκδίκηση, στρέφοντας το θεατή από τη λύπη στον τρόμο. Η Τζούλιαν Μουρ δεν πάει πίσω, ίσως για πρώτη φορά σοκάρει με το γυάλινο βλέμμα της και την ψυχωτικά μπερδεμένη ομιλία της. Και, τελικά, καταφέρνει να μεταφέρει στο κοινό τα συναισθήματα της Κάρι όχι αυτούσια μα σε βιωματικό βαθμό. Τα όποια «Πάρτα!» ακουστούν στην αίθουσα είναι κατανοητά.
Σίγουρα όχι καλύτερο και ίσως ανούσια νεκρανάσταση του κλασσικού, μα αρκούντως διασκεδαστικό. Εξαρτάται πόση ανοχή δείχνει κανείς στην blockbuster μεταγραφή ενός cult διαμαντιού. Αν όχι πολλή, τότε απομακρυνθείτε, θα ακολουθήσει γκρίνια.