Ελλάδα, 2013, Ασπρόμαυρο
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μπαβέλλας
Πρωταγωνιστούν: Μαρία Σκουλά, Μάκης Παπαδημητρίου, Ερρίκος Λίτσης
Διάρκεια: 82’
Σε μια ασπρόμαυρη και πρωτοφανώς ήσυχη Αθήνα σημειώνεται ένα περίεργο φαινόμενο. Άνθρωποι αρχίζουν να εξαφανίζονται χωρίς ίχνη ή λόγο. Η νοικοκυρά Μαρία και ο άνεργος Λουκάς είναι δύο από αυτά τα άτομα που πορεύονται αμίλητα στους κενούς δρόμους της πρωτεύουσας και ζουν τις πλέον παράλογες και εντελώς έξω από τη σφαίρα του πραγματικού εμπειρίες. Ο άντρας της Μαρίας, όπως και η μητέρα του Λουκά δείχνουν απορημένοι σχετικά με το τι πραγματικά τους ώθησε να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους ενώ ο τηλεπαρουσιαστής φωνάζει στο πλήθος να κινηθεί δραστικά απέναντι στα δρώμενα. Ένας μεσήλικας οδηγεί το αμάξι του και υπόσχεται τηλεφωνικώς να εξοφλήσει τα χρέη του αυθημερόν, χωρίς να γνωρίζουμε που πηγαίνει. Που θα καταλήξουν αυτές οι παράλληλες πορείες;
Το Runaway Day του Δημήτρη Μπαβέλλα μετά την περιπλάνησή του στα ξένα, αφού στάθηκε λίγο στην Αυστρία για να παρουσιαστεί στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βιέννης, επιστρέφει στην πατρίδα του για να μας πει πως τη βλέπει. Ασπρόμαυρη και σουρεάλ, δείχνει να εμπνέεται από τα έργα και τις μορφές του Μπέργκμαν στην αναπαράσταση των σιωπηρών εικόνων του, αναδεικνύει με τρόπο που φαντάζει παράλογος την ανθρώπινη κίνηση στο χώρο, μα και ψηγματικά υπενθυμίζει το ονειρικό στοιχείο του γαλλικού σινεμά όταν αυτός ψαχνόταν με τα όρια μεταξύ ποίησης και ρεαλισμού.
Ένα μαύρο κοριτσάκι με ένα μπαλόνι στο χέρι οδηγεί τους περιπλανώμενους Λουκά και Μαρία σε μια surf rock συναυλία, ένα τσοντάδικο του κέντρου καταλήγει να συγκρατεί απροσδιόριστες απειλές στο σκότος του και ο Κάπταιν Κερκ του Σταρ Τρεκ βγαίνει από την οθόνη ενός υπολογιστή για να ευχηθεί μακροζωία και ευημερία, δύο μυστακοφόροι αστυνομικοί κουνούν συγχρονισμένα καταφατικά το κεφάλι τους στη μαρτυρία του άντρα της Μαρίας και ορδές ανθρώπων τρέχουν αλαφιασμένες στα πεζοδρόμια. Εικόνες ανισόρροπης ποίησης, που βυθίζουν το βλέμμα στο κέντρο του ψυχεδελικού σπιράλ τους.
Aσπρόμαυρη και σουρεάλ, δείχνει να εμπνέεται από τα έργα και τις μορφές του Μπέργκμαν στην αναπαράσταση των σιωπηρών εικόνων του.
Από την άλλη να πω πως καταλαβαίνω πολύ καλά τα κρύα κάγκελα που απλώνονται γύρω μας και μετακινούνται μαζί μας, ορίζοντας μας εν μέσω κρίσης συγκεκριμένη ακτίνα δράσης. Μα νοηματικά, το Runaway Day, αν και εμβαθύνει περισσότερο στη θέληση ελευθερίας του μέσου ανθρώπου που έχει χτυπηθεί από τον οικονομικό κατήφορο, φαίνεται σαν να υμνεί την υπεκφυγή και όχι την επανάσταση. Ποιος δε θέλει να σταματήσει να μαίνεται η κοινωνικοοικονομική δαμόκλειος; Μα τρέχοντας μακριά, τρέχει και το κλουβί μαζί σου. Και η αντίρροπη ισχύς του ανέμου δεν είναι αρκετή για να σπάσει τα κάγκελα του κλουβιού, κάτι τέτοιο αποτελεί ψευδαίσθηση. Χώρια που δείχνει να δίνει ένα νόημα περισσότερο διαφημιστικό παρά απελευθερωτικό στο αισθητικά συμπαθέστατο πόνημα του Μπαβέλλα και στις αποστασιοποιημένες ερμηνείες των ηθοποιών.
Στα πλαίσια του μικρού μήκους ίσως και να λειτουργούσε διαφορετικά ως προς το νόημα, μα στα 82 λεπτά του αλλού θέλγει και αλλού κουράζει για να καταλήξει άνισα στο όχι-και-τόσο-αγωνιστικό φινάλε του. Οι εικόνες υπερβαίνουν σημαντικά το μήνυμα, μα τουλάχιστον έχουν μια νανουριστική αρμονία, σαν τις τελευταίες εικόνες πριν πέσει κανείς για ύπνο. Οι τολμηροί σπεύσατε.
ΗΠΑ, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Νικόλ Χόλοφσενερ
Πρωταγωνιστούν: Τζέιμς Γκαντολφίνι, Τζούλια Λουίς Ντρέιφους, Τόνι Κολέτ
Διάρκεια: 93’
Έχω ψωμί να φάω μέχρι να φτάσω στη μέση ηλικία, μα αν ισχύουν τα όσα βλέπω κινηματογραφικά και σχετίζονται με αυτή, οι Faith No More είναι λέκτορες κοινωνιολογίας. Γιατί δεν μπορώ να εξηγήσω πιο απλά τι συμβαίνει στο Εκεί Που Δεν Το Περιμένεις παρά με τις δύο απλές λέξεις: ελεγχόμενη κρισάρα.
Η Εύα είναι μια διαζευγμένη μεσήλικας μασέρ (όχι από ‘κείνες, απ’ τις άλλες) που προσπαθεί να στριμώξει στη ζωή της κάποιες εμπειρίες που θα καλύψουν τα κενά της. Σε ένα πάρτυ γνωρίζει τον γλυκούλη χιουμορίστα Άλμπερτ, ο οποίος της κινεί το ενδιαφέρον παρά το ότι διαφέρει σημαντικά από το alpha male όπως το έχει στο μυαλό της. Τα «ίσως» θα μετατραπούν σε «ναι» και έτσι συνάπτουν μια γλυκιά σχέση, στην οποία θα βρουν προσωρινό καταφύγιο από όσα τους απασχολούν. Από τα παιδιά τους που φεύγουν για να σπουδάσουν, τα φαντάσματα των πρώην συζύγων τους, το χρόνο που εν τέλει κυλά και πρέπει να το αποδεχτούν. Μα σαν από διαβολική σύμπτωση, η αμφιβολία γεννιέται όταν η Εύα καταλαβαίνει πως ο Άλμπερτ είναι ο ακαμάτης σύζυγος μιας ιδιαίτερης πελάτισσάς της.
Αυτό που χαρακτηρίζει το φιλμ της Νικόλ Χόλοφσενερ είναι η γλυκύτητά του, προσεγγίζει τους ευαίσθητους και ακραία φυσιολογικούς χαρακτήρες της με χιούμορ και ενσυναίσθηση, δένοντας τους σε έναν χαλαρό κόμπο, προκειμένου να μην πιεστούν και φανούν υπερβολικοί. Πολυλογάδες, ενοχικοί, μα πάνω απ’ όλα με θέληση για το καλύτερο η Εύα και ο Άλμπερτ μοιράζονται τα βιώματά τους, προσπαθώντας να σταματήσουν να καταδιώκονται από αυτά. Ευφυή τσιτάτα συναρμολογούν ένα σενάριο καθόλου πρωτότυπο, αλλά γνώριμα και ζεστά γουντιαλλενικό.
Σίγουρα ευχάριστη, σίγουρη post mortem υποψηφιότητα του Τζέιμς Γκαντολφίνι στα Όσκαρ, μα τίποτα που επί της ουσίας μένει κάπου στην ψυχή.
Μα ο ανθρώπινος παράγοντας για ακόμα μια φορά θα αποτρέψει την παραμυθένια ψυχική λύτρωση προς όφελος του ρεαλισμού. Όταν η κάμερα σβήσει τα πάντα θα συνεχίσουν να είναι αμφίβολα, δεν υπάρχουν περιθώρια πίστης σε μια ανώτερη δύναμη που θα επιφέρει μια πανούκλα χαρμόσυνης πλήξης.
Το θέμα, όμως, είναι ότι ακόμα και μέσα από την τρυφερότητα και την αγωνία της Χολοφσενέρ να ανακουφίσει τους χαρακτήρες της, δεν προσφέρει την ψηφίδα της. Μένει σε μια βραχύβια θερμότητα, πετώντας την πετσέτα προς άλλες ταινίες που μας τα παν καλύτερα αμέσως μόλις χτυπήσει το κουδουνάκι για τον τελικό γύρο. Και, για να είμαστε ειλικρινής, παραείναι έμφυλη ως ταινία για να αφορά εξίσου στους άντρες και τις γυναίκες. Καλές οι σαρκαστικές νύξεις στη γυναικεία ψύχωση και στη θέληση για πανάκεια των όποιων πληγών, μα δεν πάει παρακάτω.
Σίγουρα ευχάριστη, σίγουρη post mortem υποψηφιότητα του Τζέιμς Γκαντολφίνι στα Όσκαρ, μα τίποτα που επί της ουσίας μένει κάπου στην ψυχή. Γιατί περί συναισθηματικής και σχεδόν καθόλου εγκεφαλικής ταινίας πρόκειται. Ενδείκνυται για χαλαρή προβολή κάποια τεμπέλικη Κυριακή.
Στην επόμενη σελίδα: Behind The Candelabra και Carrie