Η πρώτη μέρα των Νυχτών Πρεμιέρας τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής μου έχει αναδειχθεί σε κάτι σημαντικό, κάτι που (σχηματικά μιλώντας) αξίζει να σημειώσεις στο ημερολόγιο και να μετράς τις μέρες μέχρι που θα έρθει το πρωί που θα σηκωθείς και θα ανέβεις μέχρι το Odeon Όπερα για την πρώτη δημοσιογραφική προβολή του φεστιβάλ. Ένα «ποδαρικό» το οποίο σε συντονίζει σε νέους ρυθμούς και σου δίνει την ευκαιρία να απολαύσεις ορισμένα διαμάντια που ενδεχομένως δεν θα τύχουν διανομής.
Με την είσοδό μου στον κινηματογράφο, η Elisabeth Fraser είναι επί σκηνής και σαγηνεύει με τη φωνή σειρήνας, ενώ οι υπόλοιποι Cocteau Twins σιγοντάρουν με τα κιθαριστικά στρώματά τους. Θεέ μου, πράγματι Όμορφος Θόρυβος. Ο μάγκας Ivo Watts-Russell της 4AD μιλάει για την πρώτη, συμπτωματική επαφή μαζί τους, ο Robert Smith των Cure ομολογεί πως το Treasure ήταν το album που άκουγε καθώς ετοιμαζόταν για το γάμο του και ο Robin Guthrie, ιθύνων νους της μπάντας, αφηγείται τις πρώτες, αθώες μέρες της μπάντας μέχρι και την άνοδό τους, από τη σκωτσέζικη επαρχία στη διεθνή καταξίωση. Οι Jesus And Mary Chain ανεβαίνουν στο σανίδι και τσαμπουκαλεύουν το κοινό. Οι αδερφοί Reid εξομολογούνται πως ήθελαν να φτιάξουν έναν ήχο ολόδικο τους, που να ακούγεται σαν οι Neubauten να ανοίγουν μια συναυλία της Nancy Sinatra. Ο William παραδέχεται πως ο αδερφός του, Jim, μπορεί να αποδειχτεί μεγάλος αλαζόνας και δύσκολος στη συνεργασία. Το «Just Like Honey» πλημμυρίζει την αίθουσα ευπρόσδεκτα. Ο Kevin Shields μας εισάγει στον κόσμο των My Bloody Valentine και στο θολωμένο του όραμα που ήθελε καιρό για να γίνει κατανοητό. Ο Alan McGee της δισκογραφικής τους, Creation Records αποδεικνύεται ένας από τους μεγαλύτερους μαστροπούς και τουρίστες της shoegaze σκηνής, όπως και άμετρα καβαλημένος και αθυρόστομος. Αυτός φταίει εν μέρει που οι MBV έχασαν την όρεξη για δημιουργία και μπήκαν σε λήθαργο για 22 χρόνια. Τα πεταλάκια της κιθάρας συνεχίζονται. Οι Ride, οι Slowdive, οι Lush παίρνουν σειρά, μπάντες που όρισαν μια γενιά ακροατών, τις καινοτομίες των οποίων εξηγεί ο Trent Reznor των Nine Inch Nails. Η αναπόφευκτη κάθοδος και η επάνοδος της συγκεκριμένης σκηνής που αρνούταν να συμβιβαστεί με όποια μουσική είχε προηγηθεί, διδάσκει τους νεότερους και προκαλεί ανατριχίλες σε αυτούς που την έζησαν τότε. Ο Billy Corgan των Smashing Pumpkins δηλώνει εντυπωσιασμένος που μπορούν να «μιλήσουν» σε έναν πιτσιρικά της νέας γενιάς. Μια σύντομη ρετροσπεκτίβα των shoegaze επιγόνων προγείται του μνημειώδους κλεισίματος με το βίντεοκλίπ του Soon των My Bloody Valentine.
Δεν μπορώ να πω, ως σύνοψη μιας μουσικής σκηνής παραμένει αξιολογότατη και ντόμπρα στην προσπάθειά της να εμβαθύνει στα πως και τα γιατί. Μιλά για το attitude, για τη φιλοσοφία, τον αντίκτυπο απλά και κατανοητά, ενώ δε διστάζει να αποκαθηλώσει ορισμένες περσόνες και να παρουσιάσει ενδιαφέρον αρχειακό υλικό για την περαιτέρω επιμόρφωση του θεατή. Ή έστω για να εντείνει το νοσταλγικό παράγοντα σε αυτούς που καταλαβαίνουν ακριβώς για ποιο πράγμα μιλά. Αλλά υπήρξαν και στιγμές που δεν ήταν τόσο ισοβαρές, που δεν ήξερε πώς να τηρήσει μια ισορροπία ποσότητας ανάμεσα στους μεγάλους και τους μικρότερους από αυτούς που μουρμούριζαν λέξεις πίσω από ένα παχύ ψυχεδελικό στρώμα κιθάρας. Και, μεταξύ μας, είναι και λίγο αμαρτία να περνάς όλη τη νέα σκηνή στα γρήγορα και να μην έχεις, έστω δύο λόγια από τους A Place To Bury Strangers. Ας είναι, το Psychocandy ξαναμπήκε στην καθημερινή playlist και αυτό το οφείλω στο συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ και την υπέρμετρη ψυχαγωγία που προσέφερε.
Η αυλαία της πρώτης μέρας κλείνει κάπως νωρίς. Όχι λόγω κούρασης ή τεμπελιάς. Μα, αντιθέτως, όταν μια ταινία σαν το Η Απόσταση Μεταξύ Μας περιέχει τόσο πυκνά νοήματα, θες όλη την υπόλοιπη μέρα για να ξανασκεφτείς τι ακριβώς ήταν αυτό που είδες. Και να καταλήξεις στο αναντίρρητο πόρισμα ότι πρόκειται για αριστούργημα. Ακόμα και τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, αν και πάνε ώρες από τους τίτλους τέλους, οι σκέψεις μου δεν έχουν βρει μια λογική γραμμή. Με λίγη προσπάθεια, θα προσπαθήσω να μεταδώσω το τι πραγματικά είναι αυτή η ταινία.
Στο καλοκαιρινό τεύχος του Σινεμά, διαφημίστηκε ως μια –διάολε, είναι και μεγάλου μήκους σκηνοθετικό ντεμπούτο!-, μια δήλωση που πρέπει να κριθεί ιδίοις όμμασι. Και που, τελικά, ισχύει. Ένα ζευγάρι στη Βαρκελώνη πρέπει να δοκιμάσει τη σχέση του όταν η κοπέλα καλείται να εγκατασταθεί για ένα χρόνο στο Λος Άντζελες και να επεκτείνει τις γνώσεις της πάνω στη φωτογραφία. Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις μιας τέτοιας κίνησης σε μια σχέση που κρατά επτά χρόνια και ετοιμάζεται να πάει στο επόμενο επίπεδο; Μπορεί η απόσταση να μηδενιστεί αληθινά χάρη στην τεχνολογία ή θέλοντας και μη φθείρει τα πάντα;
Ένα αριστοτεχνικό πλάνο-σεκάνς 23 λεπτών, σεμιναριακής αξίας ανοίγει αυτό το μεγαλούργημα. Χορογραφία, σενάριο, ερμηνείες, επιμονή στη λεπτομέρεια, όλα καταδεικνύουν πως ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Carlos Marques-Marcet έχει μάτι και πένα, όπως και μια ιδιαίτερη παρατηρητικότητα που αν δε σε λένε Farhadi δύσκολα θα την έχεις τη σήμερον ημέρα. Μια χορογραφία της καθημερινότητας που καταφέρνει με το συνδυασμό δραματουργίας και σκηνοθεσίας να αποδώσει διαφορετικές σκέψεις, συναισθήματα, να κλιμακώσει το περιεχόμενό της με τον πλέον άριστο τρόπο και να αποτελέσει και μια δήλωση από πλευράς σκηνοθέτη. Και μετά η απόσταση καλείται να καλυφθεί με τη χρήση του Skype.
Λογικά σκεπτόμενος κανείς, θα υπέθετε ότι μια ταινία που αφορά στην προσπάθεια διατήρησης μιας σχέσης εξ αποστάσεως μέσω ενός chat θα έκανε κοιλιά κάπου. Σωστή λογική, μα όχι εφαρμόσιμη στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού κάθε δευτερόλεπτο έχει λόγο ύπαρξης. Από τις μικρές στιγμές, τα πειράγματα και την εμφανή θέληση για επανένωση, μέχρι το μεγάλο ερωτηματικό του τι απέμεινε από το παρελθόν, όλα παρουσιάζονται με μια άψογη αισθητική. Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό βασίζεται στα βιώματα του δημιουργού ή στην απλή παρατήρηση, μα είναι άξια θαυμασμού η οξύτητά του και ο τρόπος που παρουσιάζει το ανθρώπινο είναι. Και ο ρόλος της τεχνολογίας στην ταινία, κάθε άλλο κουραστικός είναι, καθώς μέσω αυτής καταφέρνει να παρασταθεί το μη-αναπαραστάσιμο της ανθρώπινης σκέψης. Μια προσπάθεια για cyber sex καταλήγει να αποτελεί τη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας και την κατάρριψη της ψευδαίσθησης. Ένα email να απεικονίζει επακριβώς τη λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου εν μέσω συναισθηματικής κρίσης. Να τονίσει τον εκμηδενισμό και την επαναφορά της ψυχολογικής απόστασης με μικρά ευρήματα. Και να παρουσιάσει δύο χαρακτήρες στέρεους και ανθρώπινους, όπου τελικά, κανείς δεν είναι αναμάρτητος, αποκαλύπτοντας λεπτό με λεπτό με μικρές λέξεις κάτι σε σχέση με το παρελθόν τους.
Και ο επίλογος… ένα δημιούργημα υπέροχης νόησης, όπου δύο εκπληκτικοί ηθοποιοί καταλήγουν μέσα από έναν αμήχανο διάλογο, όχι μόνο να σαρκάζουν την κινηματογραφική πραγματικότητα, μα να προσφέρουν ένα συναίσθημα ανάλογο του κρεσέντο του Brown Bunny, συντρίβοντας κάθε ελπίδα σε θαύματα. Και, για κερασάκι στην τούρτα, ένα πάναπλο σκηνοθετικό εύρημα τόσο προφανές που καταλήγει να είναι ιδιοφυές ως οριστική τελεία στην ταινία.
Αν κρίνουμε από τη σχεδόν γεμάτη αίθουσα, μέρα-μεσημέρι, δεν έμειναν και πολλοί αδιάφοροι μπροστά στην πρόκληση του Σινεμά. Και θέλω να πιστεύω πως εκτιμήθηκε δεόντως από μεγάλη μερίδα του κοινού. Επειδή δεν μπορώ να αναφερθώ περαιτέρω (δεν έχω πει ούτε το 1/3 όσων θα ήθελα-μα έτσι θα έλεγα όλη την ταινία), ένα έχω να πω: δείτε την με την πρώτη ευκαιρία. Όταν, όπως, οπουδήποτε. Με τόσο δυνατό εναρκτήριο λάκτισμα, απορώ τι μας περιμένει και φέτος.