Categories: FeaturedΘΕΑΤΡΟ

Ανταπόκριση από τη Γαλλία: Τα καλύτερα και τα χειρότερα του Φεστιβάλ της Αβινιόν

Η Αυλή της Τιμής του Παλατιού των Παπών, ο πιο «επίσημος» χώρος του Φεστιβάλ.

Η μαγεία του Φεστιβάλ της Αβινιόν είναι πως, επί ένα ολόκληρο μήνα, η πόλη είναι πλημμυρισμένη αποκλειστικά από ανθρώπους που έχουν έρθει για να κάνουν ή για να δουν θέατρο.  Όλοι κυκλοφορούν με ένα πρόγραμμα στο χέρι, μελετώντας πώς θα προλάβουν να συνδυάσουν τις περισσότερες δυνατές παραστάσεις μέσα σε μια ημέρα. Κι ύστερα, στο τέλος της ημέρας, ή και μετά το τέλος κάθε παράστασης, οι συζητήσεις δίνουν και παίρνουν, καταλήγοντας σε ομοφωνία, διαφωνίες και παθιασμένη ανταλλαγή επιχειρημάτων, ή και ομηρικούς καυγάδες.  Νομίζω πως αυτή ακριβώς η διαδικασία είναι που λειτουργεί τόσο εθιστικά, ώστε μου απαγορεύει εδώ και δεκαπέντε χρόνια να βρεθώ οπουδήποτε αλλού το μήνα Ιούλιο.

Ποιες ήταν λοιπόν φέτος οι παραστάσεις του Φεστιβάλ της Αβινιόν  που βρέθηκαν στο επίκεντρο των συζητήσεων, με θετικό, αρνητικό ή και αμφιλεγόμενο τρόπο;

Να λες αυτό που δεν πιστεύεις σε γλώσσες που δεν μιλάς: πίσω από τον περίτεχνο, μακροσκελή τίτλο αυτού του έργου του βραζιλιάνου Μπερνάρντο Καρβάγιο (αλήθεια, δεν θα μπορούσε να είναι το σλόγκαν στην πρόσοψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης;), κρύβεται η μεγάλη έκπληξη της  φετινής χρονιάς: όπως πριν πολλά χρόνια όλη η Αβινιόν μιλούσε για Το Δωμάτιο της Ιζαμπέλα του Γιαν Λάουβερς, ή, πιο πρόσφατα, για Το Σπίτι της Δύναμης της Ανχέλικα Λίντελ, αυτή τη φορά ήταν η σειρά του Αντόνιο Αραούχο να δει το όνομά του να βρίσκεται σε όλα τα χείλη. Ένα ιδιοφυές, εξαιρετικά εκτελεσμένο θέαμα που κατέλαβε όλους τους χώρους του Νομισματοκοπείου της Αβινιόν, όπως είχε κάνει λίγους μήνες πριν με το Χρηματιστήριο των Βρυξελλών (καθόλου τυχαία η επιλογή των χώρων), και καθήλωσε το κοινό αγγίζοντας δύσκολα θέματα όπως η οικονομική κρίση, η άνοδος της ακροδεξιάς, η μετανάστευση, η χρεωκοπία της παραδοσιακής αριστεράς και το αδιέξοδο των παλαιών αγωνιστών. Με τρόπο συναρπαστικό, που απέφευγε τις παγίδες της «επικαιρότητας» ή της εύκολης καταγγελίας, με χρήση πολλών γλωσσών – ακούστηκε κι ένα κομμάτι ελληνικού νεοναζιστικού συγκροτήματος, με τους απεχθείς στίχους του στη γλώσσα μας – ο ενθουσιασμός της ομάδας του Αραούχο μάς παρέσυρε στο δαιμονικό ρυθμό μιας αξέχαστης παράστασης.

Να λες αυτό που δεν πιστεύεις σε γλώσσες που δεν μιλάς

Οι Αδελφές Μακαλούζο: Ίσως η συγκινητικότερη στιγμή του φεστιβάλ. Η σικελή Έμμα Ντάντε καθοδήγησε τους εξαιρετικούς ηθοποιούς τους στην αφοπλιστική αφήγηση της ιστορίας μιας φτωχής  οικογένειας  του Νότου, με τις καθημερινές στιγμές και τις τραγωδίες της, με την αίσθηση της θάλασσας και του ξαφνικού θανάτου που ίσως μόνο οι μεσογειακοί διαθέτουν. Απουσία σκηνογραφίας, σκοτάδι στο φόντο, μόνιμη επί σκηνής παρουσία όλων των χαρακτήρων, ζώντων και τεθνεώτων, και ανφάς σχέση των ηθοποιών προς τους θεατές, όπως στη βυζαντινή εικονολογία, τα ψηφιδωτά της Ραβέννας ή πολλές από τις ταινίες του Αγγελόπουλου. Σε μια συζήτησή μου με την Έμμα Ντάντε, εκείνη μου εμπιστεύτηκε πως επέλεξε επάγγελμα και ζωή όταν, νεαρότατη, την είχαν πάει με το σχολείο στο αρχαίο θέατρο των Συρακουσών να παρακολουθήσει μια παράσταση της Αντιγόνης του Σοφοκλή

Οι Αδελφές Μακαλούζο

Εσωτερικό: ο Κλωντ Ρεζύ, ζωντανός μύθος του γαλλικού θεάτρου, δούλεψε για δεύτερη φορά πάνω στο έργο του Μαίτερλινγκ με το οποίο είχε σημειώσει προσωπικό θρίαμβο τη δεκαετία του 80. Αυτή τη φορά επέλεξε να συνεργαστεί με τους ιάπωνες ηθοποιούς του Κέντρου Παραστατικών Τεχνών της Σιζουόκα. Το αποτέλεσμα υπήρξε ο απόλυτος συνδυασμός, ο ιδανικός γάμος του χαρακτηριστικού ερμηνευτικού κώδικα αυτής της μακρινής, δυσνόητης για τα δυτικά μάτια χώρας της Άπω Ανατολής, με την προσωπική του αισθητική – αλήθεια, πόσους θεατρικούς σκηνοθέτες εκτός από τον Κλωντ Ρεζύ και τον Μπομπ Ουίλσον θα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει πέραν πάσης αμφιβολίας από τους φωτισμούς τους και μόνον; Το πανάρχαιο θέμα της αναγγελίας μιας τραγικής είδησης αποδόθηκε με χειρουργική ακρίβεια και ανατριχιαστική λεπτομέρεια, σε μια παράσταση όπου ο υπνωτιστικά αργός ρυθμός παρέσερνε ύπουλα το θεατή να βιώσει, έξω από κάθε ρεαλισμό, το πώς μια και μόνη κρίσιμη στιγμή μπορεί να διαρκέσει ώρα πολλή…

Εσωτερικό, του Κλωντ Ρεζί

The Fountainhead:  Ιδού η στιγμή του Φεστιβάλ που πολλοί – κι εγώ μαζί – λάτρεψαν, ενώ άλλοι τόσοι λάτρεψαν να μισούν. Ο Ίβο βαν Χόβε, γνωστός στην Ελλάδα από το Σκηνές από ένα Γάμο του Μπέργκμαν, που υπήρξε ένα από τα ακριβότερα δώρα της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών προς το αθηναϊκό κοινό, επέλεξε να διασκευάσει ένα μυθιστόρημα του αμερικανού Έιν Ραντ – και άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου. Λίγοι είναι αυτοί που αμφισβητούν την απαράμιλλη σκηνοθετική μαεστρία του –κι υπάρχουν πραγματικά τόσα να θαυμάσει κανείς σε αυτό το καλοκουρδισμένο, σχεδόν τετράωρο θέαμα, με πρώτο ίσως τις υποδειγματικές ερμηνείες –  όμως πολλοί πιστεύουν πως επέλεξε να ταυτιστεί με τον – τουλάχιστον – αμφιλεγόμενο κεντρικό του χαρακτήρα, ο οποίος, υπερασπιζόμενος τον μοναχικό ατομισμό του, θεωρήθηκε ως απολογητής του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Η αλήθεια είναι πως ο Ίβο βαν Χόβε δίνει στο τέλος της παράστασης το λόγο στον ιδιόρρυθμο, απόλυτο μέχρις αυτοκαταστροφής ή εγκλήματος, αρχιτέκτονα που αποτελεί τον ήρωα της παράστασης, για μια απολογία των θέσεών του που δύσκολα τον καθιστά συμπαθή. Όμως, πέρα από τη μουσική υπόκρουση της σκηνής, που είναι –  διόλου τυχαία – από Το Αναπάντητο Ερώτημα του Τσαρλς Άιβς, νομίζω πως το να ταυτίσουμε τους ισχυρισμούς ενός δραματικού προσώπου με τις απόψεις του δημιουργού της παράστασης είναι κάτι που μας πάει πολύ-πολύ πίσω, και πως  – εκτός εξαιρέσεων, σε μια από τις οποίες δυστυχώς θα υποχρεωθώ να αναφερθώ παρακάτω – το θέατρο καλό είναι να μην κρίνεται με αμιγώς ιδεολογικά κριτήρια. Άλλωστε, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, ο ήρωας του The Fountainhead οφείλει λιγότερα στον Φρήντμαν και περισσότερα στον ντε Σαντ. Για την ιστορία, ο ίδιος ο σκηνοθέτης μού εκμυστηρεύτηκε πως δεν ήταν στις προθέσεις του να πάρει θέση, αλλά πως η διαμάχη που ξέσπασε και οι ατέρμονες συζητήσεις που ακολούθησαν την παράστασή του τον γέμισαν ικανοποίηση.

The fountainhead

Ορλάντο ή Η Ανυπομονησία: ο καινούριος καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν Ολιβιέ Πυ, σφραγίζει αυτό του το ντεμπούτο γράφοντας και σκηνοθετώντας την πιο ενδιαφέρουσα προσφορά του στο γαλλικό θέατρο εδώ και καιρό. Πρόκειται για ένα αλληγορικό παραμύθι με φόντο τον ίδιο τον κόσμο του θεάτρου, ποιητικό, με τρυφερότητα κι ανεπιτήδευτο ανθρωπισμό, και με όλα τα χαρακτηριστικά – θεματικά, σκηνοθετικά και σκηνογραφικά – που διατρέχουν το έργο αυτού του πληθωρικού και ευφάνταστου θεατράνθρωπου. Οι όποιες φλυαρίες εύκολα συγχωρούνται μπροστά σε ένα θέαμα τόσο όμορφο κι ανοιχτόκαρδο.

Orlamdo

I Αm: Και κάπου εδώ τα καλά νέα τελειώνουν… Μεγαλεπήβολη απόπειρα του Λέμι Πονιφάσιο από τα νησιά Σαμόα στην Αυλή της Τιμής του Παλατιού των Παπών, τον πιο «επίσημο» χώρο του Φεστιβάλ. Άξιον απορίας πώς οι προγραμματιστές δεν καταλαβαίνουν πως η μεγαλοπρέπεια του φόντου εντείνει την ασημαντότητα των μετρίων…  Πρόκειται για το φαινόμενο που η ελληνική λαϊκή σοφία έχει περιγράψει με την παροιμία για την άνοδο της μαϊμούς. Ο Πονιφάσιο ανήκει στην κατηγορία των «πονηρών» που, έχοντας διαβλέψει το σύμπλεγμα ενοχής των ευρωπαίων για την αποικιοκρατία, το εκμεταλλεύεται καταλλήλως: γνωρίζει πως, με τον κατάλληλο χειρισμό, όσο μέτριο, κακό ή ανούσιο κι αν είναι αυτό που θα παρουσιάσει, σχεδόν κανείς δεν θα τολμήσει να καταφερθεί εναντίον του, από φόβο να κατηγορηθεί για ρατσισμό. Δεν είναι ο μόνος: ίδια περίπτωση είναι κι ο κονγκολέζος Φαουστέν Λινεκουλά, έτερο «αγαπημένο παιδί» των γαλλικών κρατικών θεσμών. Σωρός τα σύμβολα – κλισέ:  η Μασσαλιώτιδα, ο Εσταυρωμένος, οι στρατιωτικές στολές και δεν συμμαζεύεται. Μακροσκελέστατες και ατέρμονες οι επαναλήψεις, σακάτεψαν ακόμη και τις – ελάχιστες – ευρηματικές εικόνες: αφού απαγγείλει ένα απόσπασμα από τη Μηχανή Άμλετ του Χάινερ Μύλλερ (γιατί αλήθεια;), το ανδρόγυνο, αποστεωμένο πλάσμα που τοποθέτησε επί σκηνής ο Πονιφάσιο παραμένει καθισμένο στο θρόνο του, ενώ οι υπόλοιποι περνούν ένας-ένας και το φτύνουν στο πρόσωπο με αίμα. Το σοκ που προκαλείται  από αυτή την εικόνα την πρώτη φορά, αποδυναμώνεται σταδιακά– αν δεν παρωδείται τελικώς – όταν η πράξη επαναλαμβάνεται επί δώδεκα… Όσο για την ατελείωτη, επιθετική απαγγελία αποσπασμάτων του Κορανίου – και όχι μόνο – στα αραβικά, ή και άλλες γλώσσες, άνευ υποτιτλισμού (από επιλογή), πολλά θα μπορούσα να πω, αλλά προτιμώ να το αποφύγω. Συνολικά το I Αm υπήρξε μια από τις πλέον δυσάρεστες, ανιαρές κι ενοχλητικές φετινές μου εμπειρίες.

I am

Ο πρίγκιπας του Χόμπουργκ: Η Αυλή της Τιμής του Παλατιού των Παπών σίγουρα δεν έζησε φέτος το ευτυχέστερο φεστιβάλ της… Έντιμος στις προθέσεις του αλλά άνισος στο αποτέλεσμα, ο Τζόρτζιο Μπαρμπέριο Κορσέτι αναμετρήθηκε με το πανέμορφο, δύσκολο, αινιγματικό και βαθύτατα γερμανικό έργο του Χάινριχ φον Κλάιστ. Οι επιλογές του σχετικά με τον κεντρικό ήρωα δίχασαν. Η αρχική σκηνή του ονείρου, όπου το δάφνινο στεφάνι τού δίδεται από τέσσερις γυμνούς στρατιώτες, σε συνδυασμό με την ασυνήθιστη εκφορά του λόγου που ο σκηνοθέτης επέβαλε στον πρωταγωνιστή του, ώθησαν πολλούς να μιλήσουν για ένα θηλυπρεπή πρίγκιπα που φλερτάρει με το γελοίο. Δεν θα συμφωνήσω: όσοι έχουν ζήσει (θέλοντας και μη) την εμπειρία της στρατιωτικής ζωής, γνωρίζουν πως σε αυτή την υποχρεωτική αποκλειστική συνύπαρξη ανδρών, υπάρχουν στιγμές που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως το λιγότερο αμφίσημες. Κι ακόμα, ο ήρωας του Κλάιστ έχει πολλά στοιχεία αλαφροΐσκιωτου, πράγμα που επιτρέπει αυτούς τους μουσικούς τονισμούς που θέλησε ο Κορσέτι. Αλλού είναι το πρόβλημα: στη σκηνή όπου ο μελλοθάνατος πρίγκιπας επισκέπτεται τη σύζυγο του Εκλέκτορα (υπέροχη η Άνν Αλβαρό) κι όχι απλά ζητά βοήθεια εκφράζοντας τη λαχτάρα του να ζήσει, αλλά εκλιπαρεί σωριασμένος στο έδαφος για τη ζωή του. Ελάχιστα συνάδει κάτι τέτοιο με τον παράτολμο αξιωματικό που λίγο πριν, ενάντια στις διαταγές, οδήγησε τους στρατιώτες του σε πρόωρη επίθεση και κατατρόπωσε τον εχθρό, ερχόμενος αντιμέτωπος με το θάνατο χίλιες φορές. Κι όχι μόνο: το ανεκδιήγητο φινάλε, όπου ο πρωταγωνιστής μετατρέπεται σε μαριονέτα, δίνει το τελειωτικό χτύπημα στην όποια πειστικότητα μπορούσε να έχει ο χαρακτήρας του. Το ουσιαστικό ελάττωμα της παράστασης είναι πως ο σκηνοθέτης περιορίστηκε σε μία συντηρητικώς αξιοπρεπή ανάγνωση του κειμένου, χωρίς να αποτολμήσει να αντιμετωπίσει τα πραγματικά – και δυσαπάντητα – ερωτήματα που αυτό θέτει. Κι αυτό είναι ένα σφάλμα που πληρώνεται.

Ο πρίγκιπας του Χόμπουργκ

La Imaginacion del Futuro: Και φτάνουμε στην πλέον μαύρη μελανιά του φετινού προγράμματος… Αλίμονο, όχι για θεατρικούς λόγους: η χιλιανή ομάδα La Re-sentida που έγραψε και παρουσίασε αυτό το θέαμα, δεν στερείται ούτε ταλέντου, ούτε ικανοτήτων, ούτε σκηνικής ευφυΐας, όπως κι ο Μάρκο Λαγιέρα που το σκηνοθέτησε. Ηθικό είναι το ζήτημα. Ιδού η υπόθεση: η κυβέρνηση μιας χώρας, αποτελούμενη από διάφορους γελοίους, διεφθαρμένους, τεμπέληδες και κοκαϊνομανείς τύπους, προσπαθεί να καθοδηγήσει τον –σχεδόν άνοα και ξεμωραμένο – Πρόεδρο να κινηματογραφήσει το τελευταίο του διάγγελμα, υπό την απειλή το επερχόμενου αεροπορικού βομβαρδισμού του Κοινοβουλίου. Κι όλα αυτά μέσα σε κλίμα γενικής θυμηδίας και επιθεωρησιακής χαριτωμενιάς, ενώ δεν λείπουν και οι αναφορές στην παρούσα διεθνή πολιτική κατάσταση μέσα από διάφορε εξυπνάδες. Θα μπορούσε να είναι ανώδυνο και διασκεδαστικό, αν στα λόγια του Προέδρου δεν υπήρχαν αυτούσια αποσπάσματα από ομιλίες του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Κι αν ο τρόπος που παρουσιάζονται οι υπουργοί του δεν συνέπιπτε τόσο διαβολικά με την προπαγάνδα του δικτάτορα Πινοσέτ για το ποιόν της κυβέρνησης που ανέτρεψε. Και το χειρότερο όλων: αν το έργο δεν έβαζε ένα κοριτσάκι να εκλιπαρεί τον Πρόεδρο να παραιτηθεί όσο είναι καιρός, ώστε να μην βασανιστούν και εξαφανιστούν οι γονείς του, ώστε να μην βιαστεί και δολοφονηθεί από στρατιώτες το ίδιο! Αυτό είναι το μέλλον που έπρεπε, λοιπόν, να έχει φανταστεί ο εκλεγμένος πρόεδρος της Χιλής Αλιέντε, ώστε να παραιτηθεί έγκαιρα υπέρ της στρατιωτικής χούντας του εκλεκτού των ΗΠΑ Πινοσέτ;;;  Αυτόν, τον δολοφονηθέντα κατά την εισβολή των πραξικοπηματιών στο κοινοβούλιο  ή αυτόχειρα– άγνωστο παραμένει μέχρι σήμερα το τέλος του –  καταγγέλλουν  αυτοί οι νεαροί, αγέννητοι όταν συνέβησαν όλα αυτά, συμπατριώτες του ως υπεύθυνο για τα δεινά των χρόνων της δικτατορίας;;; Εγκληματική αφέλεια ή κάτι πολύ – πολύ χειρότερο: απολογία της χούντας από μια ικανή (τόσο το χειρότερο) θεατρική ομάδα; Ο καθένας μπορεί να κρίνει μόνος του. Εγώ αρκούμαι να εκφράσω τον αποτροπιασμό μου. Πάντως το νεανικό, ως επί το πλείστον, κοινό της αίθουσας, καταχειροκρότησε την παράσταση, θαυμάζοντας το μπρίο των συντελεστών, αλλά και αγνοώντας – πιθανότατα – παντελώς το ιστορικό υπόβαθρο και τα πραγματικά γεγονότα…

La Imaginacion del Futuro

Θα κλείσω την ανασκόπηση της φετινής Αβινιόν με μια ευτυχέστατη στιγμή. Ας μου επιτραπεί μια μικρή εισαγωγή: για λόγους σκοπιμότητας που προκύπτουν από πικρότατη πείρα, συνηθίζω να αποφεύγω τις ελληνικές παραστάσεις του Φεστιβάλ Off. Ο καθένας μπορεί να παίξει εκεί – αν μπορέσει να αντιμετωπίσει τα δυσβάσταχτα έξοδα που αφορούν την ενοικίαση της αίθουσας, τα μεταφορικά, τη διαφήμιση, αλλά και το κόστος διαβίωσης σε αυτή την μικρή πόλη που εκείνες τις μέρες δεκαπλασιάζει τον πληθυσμό της – είτε έχει ουσιαστικό λόγο να το κάνει, είτε όχι. Από μια παρόρμηση της στιγμής, που βασίστηκε σε πληροφορία εξ Αθηνών σταλμένη από έναν άνθρωπο που εμπιστεύομαι, έκανα μια εξαίρεση: είδα το Arachnées,  παράσταση  χοροθεάτρου της ομάδας που με περισσό χιούμορ ονομάστηκε «Αχτένιστη», και απαρτίζεται από τη Μαρία Γιάνναρου και τη Μαίρη Παρδαλάκη, η πρώτη εκ των οποίων έκανε και τη  χορογραφία. Κι έμεινα έκθαμβος… Επί πενήντα πέντε λεπτά, ένα θέαμα σπάνιας ακρίβειας, ευφυΐας και ομορφιάς, κατόρθωσε να με εισαγάγει στον ενστικτώδη τρόπο που λειτουργεί ένα άλογο πλάσμα. Πολλές φορές νόμισα πως θα ξεχάσουν το θέμα τους και θα αρχίσουν απλώς να χορεύουν όμορφα, ή πως ο ακατάλληλος χώρος (ένα παρεκκλήσι στο κέντρο της πόλης) θα τις παρέσερνε σε ατυχείς συμβολισμούς. Κι όμως όχι: ο στόχος δεν χάθηκε ούτε στιγμή, κι η πανέξυπνα σχεδιασμένη δραματουργία υπηρετήθηκε άψογα. Όταν η φρεσκάδα που εξυπακούεται από το νεαρό της ηλικίας συνδυάζεται με τη γνώση που προκύπτει από τη σοβαρότητα της ενασχόλησης με την τέχνη, προκύπτουν τέτοια διαμαντάκια. Καιρό είχα να δω κάτι τόσο υποσχόμενο. Μακάρι να το δούμε και στην Αθήνα! Όχι μόνο επειδή η δουλειά τους δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από άλλων, διασημότερων και με απείρως μεγαλύτερη υποστήριξη, ομοτέχνων τους, αλλά και για να διατηρήσουμε την ελπίδα πως οι ελληνικής καταγωγής εθελοντικώς – αλλά ταυτόχρονα και άνευ άλλης επιλογής – απάτριδες των Παρισίων, όπως ο Ξενάκης, ο Πετρόπουλος, ο Απέργης και τόσοι άλλοι, θα έχουν μια συνέχεια και στο μέλλον.

Arachnées, παράσταση χοροθεάτρου της ομάδας που απαρτίζεται από τη Μαρία Γιάνναρου και τη Μαίρη Παρδαλάκη

 

Γιώργος Βουδικλάρης

Share
Published by
Γιώργος Βουδικλάρης