Categories: ΘΕΑΤΡΟ

Το «φαινόμενο» Ανχέλικα Λίντελλ ή η αυταρέσκεια της δυστυχίας

Είναι αλήθεια πως την πρώτη φορά που βλέπει κανείς παράσταση της Ανχέλικα Λίντελλ είναι αδύνατον να μην εντυπωσιαστεί: η ενέργειά της, η ένταση που αγγίζει τη βιαιότητα, η δίχως όρια εξομολογητική διάθεση, καθηλώνουν τον απροετοίμαστο θεατή και τον καρφώνουν στην καρέκλα του. Όταν έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή της στο Φεστιβάλ της Αβινιόν του 2010 με το La Casa De La Fuerza (Το Σπίτι της Δύναμης), δεν υπήρχε άλλο θέμα συζήτησης ούτε για το κοινό, ούτε για τους δημοσιογράφους. Όλοι έβγαιναν στις τρεις το πρωί, μετά από τον πεντάωρο (!) καταιγισμό της Ανχέλικα, παραμιλώντας και παραπατώντας – είτε από τον ενθουσιασμό, είτε από το σοκ. Και υπήρχαν πολλοί λόγοι να σοκαριστεί κανείς, πέρα από το γυμνό: νομίζω πως δεν είχα ξαναδεί ποτέ επί σκηνής τόσο αίμα – αληθινό αίμα, όχι θεατρικό. Η εμπειρία παρέπεμπε απ’ευθείας στον Αντονέν Αρτώ, που οραματιζόταν μια θεατρική πράξη ακραία, μοναδική, επικίνδυνη για καλλιτέχνες και κοινό.

Το πρόβλημα αρχίζει να παρουσιάζεται τις επόμενες φορές: η ίδια η ακρότητα του λόγου της Λίντελλ οδηγεί αναπόφευκτα στην επανάληψη, κι εκείνη μέσα στην προσπάθεια της να παραμείνει στα ίδια εντυπωσιακά επίπεδα, τραβά το σχοινί όλο και περισσότερο. Κι ως γνωστόν, όταν κάποιος προσπαθεί εσκεμμένα να σοκάρει, το αποτέλεσμα είναι το αντίθετο: ο θεατής οσμίζεται την αγωνία του όπως τα σκυλιά, και αρνείται να υποκύψει. Μετά την τρίτη-τέταρτη φορά, η υστερία έχει γίνει μανιέρα και συνήθεια, και η αίσθηση που αφήνουν οι παραστάσεις της αγγίζει το παρωδιακό. Και κάπου στο βάθος, μια συντηρητική στροφή: όλο και συχνότερες οι αναφορές στη θρησκεία, την προσευχή και άλλα τέτοια τινά: από τη μια εξώθηση στα άκρα, από την άλλη όπισθεν ολοταχώς…

Η Ανχέλικα Λίντελλ

Στην περίπτωση της νέας της δουλειάς,  Τι θα το κάνω, εγώ, αυτό το Ξίφος; – Προσέγγιση του Νόμου και του Προβλήματος της Ομορφιάς , τα πράγματα έδειχναν να ξεκινούν καλύτερα. Πηγές έμπνευσής της αυτή τη φορά, ο Issei Sagawa, ο γιαπωνέζος φοιτητής που στις αρχές της δεκαετίας του 80 είχε προκαλέσει παγκόσμιο σοκ όταν δολοφόνησε μια ολλανδέζα συφοιτήτριά του,την τεμάχισε κι έφαγε μέρος του σώματός της,αλλά και η πρόσφατη τραγωδία της Παρασκευής 13 Νοεμβρίου στο Παρίσι, με τις επιθέσεις στο Bataclan και αλλού. Δεν είναι πρώτη φορά που η Λίντελλ στρέφεται σε παρόμοιες κατευθύνσεις: στην Ελλάδα μάς είχε συστηθεί, στο Φεστιβάλ Αθηνών, με το Όλος ο ουρανός πάνω στη γη (Το σύνδρομο της Γουέντι ) όπου, μεταξύ άλλων, ασχολήθηκε με το έγκλημα του νορβηγού ακροδεξιού Anders Breivik – αλλά και με τη σεξουαλική έλξη που της ασκούσαν τα σώματα των θυμάτων του. Επί του προκειμένου όμως: οι κανιβαλιστικές διαστάσεις της σαρκικής λαγνείας, η επιθυμία να καταβροχθίσει κανείς το αντικείμενο του πόθου του, είναι ένα θέμα που ταιριάζει στον κόσμο της Ανχέλικα Λίντελλ, οπότε το πρώτο μέρος υπήρξε καταιγιστικό. Παρόλο που το κείμένό της παρέμεινε στα ίδια πλαίσια ηθελημένης πρόικλησης και ακατάσχετης λογοδιάρροιας, οι εικόνες που διαδραματίστηκαν επί σκηνής συμπεριλαμβάνονται σε αυτές που πολύ δύσκολα σβήνουν από τη μνήμη. Δεν θα επιχειρήσω οποιαδήποτε περιγραφή, όχι μόνο για να αποφύγω τα spoilers (αν και θα πρέπει να βρεθεί κάποιος αρκετά γενναίος προγραμματιστής για να το δούμε και στην Ελλάδα), αλλά και γιατί η έκθεση των πρωταγωνιστριών, της ίδιας της Λίντελλ, αλλά και των ιαπώνων συνεργατών της ανήκουν στις πλέον ακραίες που έχω δει ποτέ πάνω σε σκηνή – και πιστέψτε με, έχουν δει πολλά τα μάτια μου – και δύσκολα περιγράφονται επί χάρτου. Άσχετα αν πήγα κρατώντας μικρό καλάθι, η οπτική δύναμη της ερωτικής τελετουργίας που παρακολούθησα με καθήλωσε. Και κάπως έτσι ολοκληρώθηκε το πρώτο μέρος – διαρκείας ήδη 90 λεπτών – κι οδηγηθήκαμε στην έξοδο για την αλλαγή των σκηνικών.

 Κι εδώ δυστυχώς τελειώνουν τα ωραία… Με την έναρξη του δεύτερου μέρους, όλα όσα φοβόμουν πήραν σάρκα και οστά: η γνωστή Ανχέλικα ξαναχτύπησε. Όλα όσα λειτουργούσαν όσο εκείνη απουσίαζε από τη σκηνή, αμέσως απορρυθμίστηκαν: ο χειρότερος εχθρός του θεάτρου της είναι η ίδια της η παρουσία – πώς όμως να το διαχειριστεί αυτό ένας άνθρωπος που χτίζει τις δουλειές του γύρω από τον ίδιο τον εαυτό του; Έφτυνε εναντίον μας τα λόγια της σε ένα ρυθμό που ήταν αδύνατον να παρακολουθήσει ο ταλαίπωρος που έριχνε τους υπότιτλους (ούτε, φυσικά, κι εμείς που τους διαβαζαμε), στηθοδερνόταν, επαναλάμβανε τα ερωτήματά της τρεις-τέσσερις φορές μήπως μας δέφυγαν, εξέφραζε την αηδία της προς το σύμπαντα κόσμο βγάζοντας τη γλώσσα, υστέριζε – για μία ακόμη φορά, σε ένα ακόμα έργο – εκτός ελέγχου. Και αυτό ήταν το λιγότερο… Υπάρχουν κάποιες στιγμές που αναρωτιέσαι κατά πόσον είναι καλή ιδέα να παίζει κανείς εν ου παικτοίς. Και εξηγούμαι: ενδεχομένως η ιστορία του ιάπωνα φοιτητή – κανίβαλου να είναι πλέον τόσο γνωστή (περιγράφεται ακόμα και στο Undercover of the Night των Rolling Stones) που να μπορεί κανείς να δεχτεί και κάποιες υπερβολές στις λεπτομέρειες. Όταν όμως ακούει κανείς τη Λίντελλ να παραληρεί πως νιώθει ότι εκείνη ευθύνεται για την τραγωδία των επιθέσεων της μαύρης Παρασκευής του περασμένου Νοέμβρη, και πως αν ένας στρατιώτης την είχε πυροβολήσει την παραμονή της επίθεσης, τώρα όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα ήταν ζωντανοί, πιστεύω πως η καλλιτέχνις έχει υπερβεί τα εσκαμμένα. Αντιλαμβάνομαι πως το σοκ που πρέπει να υπέστη ήταν μεγάλο ( οι τρομοκρατικές ενέργειες έγιναν όσο εκείνη έκανε πρόβες στο Παρίσι για τη συγκεκριμένη παράσταση, σε πολύ μικρή απόσταση από τον τόπο της τραγωδίας), όμως φοβάμαι πως η  γραμμή ανάμεσα στον ευαίσθητο άνθρωπο που αισθάνεται προσωπική ευθύνη για όσα συμβαίνουν γύρω του και στον εγωπαθή που νομίζει πως όλα περιστρέφονται γύρω από τον ίδιο, εδώ χάθηκε ανεπανόρθωτα. Και δεν θέλω να μπω καν στη διαδικασία να σκεφτω πώς θα έβλεπαν τη συγκεκριμένη αποστροφή οι συγγενείς ή οι φίλοι των θυμάτων: εξακολουθώ να πιστεύω πως ο ίδιος ο καλλιτέχνης πρέπει να διαισθάνεται ποια είναι τα όρια που καλό θα ήταν να μην υπερβεί. Όπως λέει κι ο Σεφέρης, η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή. Κι είναι κρίμα, γιατί υπάρχουν στιγμές στην παράσταση που χειρίζονται το θέμα με αληθινή δύναμη: όταν η Λίντελλ κι οι ηθοποιοί της χορεύουν το Kiss the Devil των Eagles of Death Metal και στο φόντο προβάλλεταιι η πληροφορία πως αυτό είναι το κομμάτι που έπαιζε το συγκρότημα στο Bataclan όταν άρχισαν οι πυροβολισμοί, ακολουθούμενη από τους στίχους του, δεν χρειάζεται καμιά άλλη υπογράμμιση για να ανατριχιάσει κανείς ως το κόκκαλο.

 Για να μην μακρηγορώ: το προβλημα με την Ανχέλικα Λίντελλ δεν είναι πως αγγίζει ευαίσθητα θέματα με τρόπο αμφιλεγόμενο – μακάρι να ήταν αυτό. Είναι πως ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει την πραγματικότητα, αλλά και τα προσωπικά της αδιέξοδα, μετατράπηκε πλέον σε μανιέρα, και η επί σκηνής εξομολόγηση που μας είχε καθηλώσει πριν έξι χρόνια εδώ, στο ίδιο φεστιβάλ, ακόμα και στην ίδια αίθουσα, κατάντησε πλέον κάτι σαν reality show – θα το χαρακτήριζα misery ή και hysteria show. Και πίσω από το δημόσιο ξεγύμνωμα, τα αυτοκαταστροφικά ξεσπάσματα, τη γενικευμένη αηδία κι απογοήτευση από τον κόσμο που ξεχειλίζει μέσα από κάθε της μονόλογο, αποκαλύπτεται όλο και περισσότερο η αυταρέσκεια κι ο ναρκισσισμος που εξ αρχής υπέβοσκε.Αλήθεια, σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Εμένα ναι – και το έχω πει και στο παρελθόν: την (ενδεχομένως) θαυμάστριά της, και κατεξοχήν αντίστοιχή της στα καθ’ημάς: τη Λένα Κιτσοπούλου.

Γιώργος Βουδικλάρης

Share
Published by
Γιώργος Βουδικλάρης