Αναστασία Τσουκαλά: «Στη φαντασία του ο Έλληνας είναι πάντα ζωσμένος με φυσεκλίκια και εξεγείρεται»

Στην Popaganda γνωρίσαμε την Αναστασία Τσουκαλά, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Paris Sud, το 2014 όταν, μερικές ημέρες μετά την επέτειο του Πολυτεχνείου και την 6η Δεκέμβρη, μας είχε αναλύσει την αστυνομική βία της οποίας γίναμε μάρτυρες.

Ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε εκείνο το όργιο καταστολής με τις δεκάδες συλλήψεις και τραυματισμούς αφού, εκτός από ακαδημαϊκός, διετέλεσε σύμβουλος του Χρήστου Παπουτσή στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (2010-2012), ενώ το 2013 ο τότε διοικητής της Σχολής Αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ. στην Αμυγδαλέζα την είχε καλέσει να κάνει διαλέξεις στους δόκιμους αξιωματικούς.

Τρία χρόνια μετά, το όνομα της έγινε ευρύτερα γνωστό πάλι τις ημέρες του Πολυτεχνείου για έναν πολύ διαφορετικό λόγο. Μετά τον εορτασμό, και στο δρόμο για το σπίτι της στα Εξάρχεια, δέχτηκε μια ναυτική φωτοβολίδα στο αριστερό πόδι με κίνδυνο να χάσει τη ζωή της. Η κοινωνική κατασκευή της απειλής ήταν πάντα ένα από τα κύρια γνωστικά της αντικείμενα με έρευνες σε τρία πεδία: το ένοπλο, το μεταναστευτικό και την οπαδική βία.

Συναντήσαμε την Αναστασία Τσουκαλά στο σπίτι της στα Εξάρχεια και με αφορμή το νέο της βιβλίο στις εκδόσεις Τόπος, «Ένοπλη πάλη μετά τον Δεκέμβρη του 2008» μιλήσαμε για τα Εξάρχεια, το ένοπλο αντάρτικο, τη βία και τα ΜΜΕ.

Το βιβλίο ξεκινάει με ένα πολύ συγκινητικό σημείωμα. Επηρέασε η εμπειρία σας αυτή το 2017 το βιβλίο και τα ερευνητικά σας ενδιαφέροντα; Και ναι και όχι, με την έννοια ότι το βιβλίο είχε αρχίσει να γράφεται  πριν από τον τραυματισμό μου και ολοκληρώθηκε μετά. Οπότε, ούτε η επιλογή του θέματος ούτε η επιστημονική προσέγγιση, η μεθοδολογία ή η ανάλυση επηρεάστηκαν καθοριστικά από το τι συνέβη το 2017. Αντιθέτως, αυτό που δεν επηρέασε μεν αλλά σχετίζεται με τα ευρύτερα επιστημονικά μου ενδιαφέροντα είναι ότι συγκυριακά ανακάλυψα πως η καταγραφή του συμβάντος στο Βιβλίο Αδικημάτων και Συμβάντων της ΓΑΔΑ είναι αναληθής. Έχει δηλωθεί άλλος τόπος εγκλήματος, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με το σημείο όπου τραυματίστηκα. Αυτό αφήνει να πλανάται ένα ερωτηματικό ως προς τα κίνητρα της αναληθούς δήλωσης, που θα δυσκόλευε το έργο ενός υποθετικού δικαστή, καθώς υποθέτω ότι, όταν έγινε η καταγραφή, οι αστυνομικοί αγνοούσαν την ύπαρξη του βίντεο του τραυματισμού μου.

Την προηγούμενη εβδομάδα είχαμε πάλι επεισόδια στα Εξάρχεια και κλεφτοπόλεμο. Πιστεύετε ότι γενικά στα Εξάρχεια παράγουμε περισσότερο «αναρχοτουρισμό» από όσο μπορούμε να καταναλώσουμε; Οι κάτοικοι και οι συλλογικότητες που έχουν την έδρα τους στα Εξάρχεια, σίγουρα όχι. Δεν παράγουμε τουρισμό, κυρίως εισάγουμε τουρισμό από άλλες περιοχές της Αθήνας και της Αττικής με το προφίλ των εισαγομένων τουριστών να είναι εν πολλοίς άγνωστο στη βάση του.

Βλέπουμε όμως εισαγόμενους «αναρχοτουρίστες» και από βόρειες χώρες. Τα στατιστικά της αστυνομίας δείχνουν ότι στις συλλήψεις έχουμε πολλούς αλλοδαπούς οι οποίοι δεν προέρχονται από τα Βαλκάνια ή τη Μέση Ανατολή αλλά από τον δυτικό πρώτο κόσμο. Πρόκειται συχνά για άτομα που, ίσως επειδή στις χώρες καταγωγής τους δεν υπάρχει η απαιτούμενη ένταση που αναζητούν για να αυτοπραγματωθούν, έρχονται στην Ελλάδα θεωρώντας ότι εδώ μπορούν να βρουν τις ευκαιρίες που επιθυμούν προκειμένου να βιώσουν το όποιο εξεγερσιακό τους όραμα. Αυτό θέτει άλλου είδους προβλήματα.

Όπως; Ορισμένες φορές, δεν έχουν αναστολές. Όταν πηγαίνεις σε ένα άλλο κράτος προκειμένου να δράσεις εξεγερσιακά, αν δεν διαθέτεις ήδη μια σχετικά ώριμη προσωπικότητα, δεν έχεις κανένα λόγο να σεβαστείς τους κατοίκους της περιοχής στην οποία θα ζήσεις προσωρινά προκειμένου να κυνηγήσεις το όραμά σου. Όταν ταγκάρουν τους τοίχους των Εξαρχείων, παραδείγματος χάρη, δηλώνουν στην πραγματικότητα μια τεράστια αντίφαση μεταξύ της επικαλούμενης ιδεολογίας τους και των έργων τους. Είναι ενδεικτικό ότι, οποτεδήποτε διαμαρτυρήθηκαν, οι κάτοικοι προσέκρουσαν σε απαράδεκτα εχθρικές αντιδράσεις. Τίθενται θέματα αρμονικής συνύπαρξης εντός ενός κοινωνικού πλαισίου στο οποίο αυτοί επέλεξαν να έρθουν να ζήσουν, έστω προσωρινά.

Μήπως μετά τον Δεκέμβρη και ειδικότερα τώρα με τον ΣΥΡΙΖΑ άνοιξαν κατά κάποιο τρόπο οι πόρτες σε όλους αυτούς που επιθυμούν να ζήσουν το εξεγερσιακό τους όνειρο στην Ελλάδα; Γενικά στα Εξάρχεια υπάρχει η ατμόσφαιρα πως ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Γνώρισα τα Εξάρχεια το 1980, όταν μπήκα στο Πανεπιστήμιο, και ήδη από τότε παρουσιάζονταν από τα ΜΜΕ ως ένας χώρος ανομίας όπου ο καθένας μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει. Αν αυτό που λέτε ισχύει, επ’ ουδενί δεν είναι κάτι πρόσφατο. Αν θέλουμε να αναρωτηθούμε γιατί, πέρα από την ελευθεριακή κουλτούρα της περιοχής, διαρκεί επί δεκαετίες μια ιδιάζουσα κατάσταση, θα πρέπει να βρούμε άλλες ερμηνευτικές παραμέτρους που σίγουρα δεν σχετίζονται με τον ιδεολογικό προσανατολισμό της εκάστοτε κυβέρνησης. Κατά καιρούς, το φαινόμενο κλιμακώνεται και αποκλιμακώνεται, αλλά ούτε αυτές οι διακυμάνσεις σχετίζονται στενά με την όποια κατασταλτική πολιτική της εκάστοτε κυβέρνησης. Δεν πρέπει να ξεγελιόμαστε από τις ρητορικές κορώνες της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Αυτό που σχετίζεται όμως κατά κάποιο τρόπο με την πολιτική της εκάστοτε κυβέρνησης είναι το αντικείμενο του βιβλίου σας. Εννοώ ότι τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχουμε παρατηρήσει σαφώς μια μείωση στις δράσεις των ανταρτών πόλης σε σχέση με το παρελθόν. Δεν ακούμε πια για τρομοκρατικές οργανώσεις ή για χτυπήματα παρά μόνο σπάνια. Ποιοτικά μιλώντας, δεν συμφωνώ μαζί σας διότι η επίθεση εναντίον του Λουκά Παπαδήμου είναι πολύ σοβαρή. Τέτοιες επιθέσεις δεν γίνονται κάθε μέρα. Δεν μπορούμε να εξομοιώσουμε αυτή την επίθεση με τη δράση μιας ομάδας που βάζει ένα γκαζάκι στην εξώπορτα ενός διαμερίσματος ή τοποθετεί έναν εκρηκτικό μηχανισμό έξω από την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου στο Κολωνάκι – επίθεση που εν δυνάμει θα μπορούσε να είχε θύματα. Πολλές από τις επιθέσεις που συνεχίζουν να γίνονται είναι ήσσονος σοβαρότητας, αλλά έχουμε κάποιες μεμονωμένες επιθέσεις μεγάλης σοβαρότητας. Επομένως, δεν μπορούμε να πούμε ούτε ότι έχει αποκλιμακωθεί ούτε έχει κλιμακωθεί τα τελευταία χρόνια η ένοπλη δράση. Σίγουρα πάντως, η ατομικιστική αναρχική τάση, που αντιπροσωπευόταν από το 2008 και εντεύθεν κυρίως από τη Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς, έχει αποδυναμωθεί. Αυτό οφείλεται αφενός στο κύμα συλλήψεων που έγιναν από το 2009 και μετά και, αφετέρου, στις αλλαγές που επήλθαν εκ των υστέρων στο πολιτικό πεδίο. Στην ανάλυση που κάνω στο βιβλίο για την περίοδο 2010 – 2011, βλέπουμε πως τότε κυριαρχεί στο ένοπλο η ατομικιστική αναρχική τάση. Το 2016 – 2017, που είναι το δεύτερο μέρος της ανάλυσης, η ατομικιστική τάση καλύπτει λίγο περισσότερες από τις μισές επιθέσεις και συνυπάρχει με νέες τάσεις που αντανακλούν τις μεταβολές του πολιτικού πεδίου. Η ανάδειξη ενός αντιφασιστικού ένοπλου κινήματος αντιστοιχεί στη γρήγορη και επιθετική άνοδο της Χρυσής Αυγής, η οποία δεν φαινόταν ακόμα το 2010 – 2011. Η ραγδαία αύξηση των σοβαρών φασιστικών επιθέσεων, που πυροδότησαν το αντιφασιστικό ένοπλο κίνημα, είναι μεταγενέστερη.

Αντιστοίχως, το 2010 – 2011 έχει μεν αρχίσει η μνημονιακή εποχή αλλά δεν έχει ψηφιστεί ακόμα το δεύτερο μνημόνιο, που έπληξε ουσιωδώς το βιοποριστικό επίπεδο του μέσου Έλληνα, ούτως ώστε να νομιμοποιηθεί ιδεολογικά η εμφάνιση της αναρχοκομμουνιστικής τάσης, η οποία είναι ακριβώς αντίδραση στις πολιτικές λιτότητας των μνημονίων. Με την ίδια λογική, θα έλεγα επίσης ότι στις αρχές της δεκαετίας του 2010 αρχίζει να εμφανίζεται ένα πιο έντονο ενδιαφέρον προς τα περιβαλλοντικά ζητήματα, ενώ ταυτόχρονα τίθενται στην πολιτική ατζέντα θέματα όπως οι Σκουριές ή η εκτροπή του Αχελώου, νομιμοποιώντας τη δημιουργία της αναρχο-οικολογικής τάσης.

Στην Ελλάδα έχουμε ένα ένοπλο αντάρτικο που μέχρι και σήμερα έχει να κάνει κάπως με την παράδοση που έχουμε σαν λαός, δηλαδή με τον εμφύλιο. Βλέπω την άκρα αριστερά να μιλάει για Άρη Βελουχιώτη και ΔΣΕ, κομμάτι του αναρχικού χώρου να μιλάει για ένοπλες εξεγέρσεις. Νομίζω ότι η ερώτηση παραπέμπει σε δύο αλληλένδετα θέματα. Το ένα αφορά το ρόλο που παίζει το φαντασιακό στη δράση της αριστεράς, της άκρας αριστεράς και του αναρχικού χώρου. Πρόκειται για την ανάγκη δημιουργίας φαντασιακών κόσμων-σημείων αναφοράς ικανών να εμψυχώσουν τα πολιτικά υποκείμενα, ούτως ώστε να δράσουν μιμούμενα το παράδειγμα των εκάστοτε προτύπων τους, που μπορεί να είναι λόγου χάρη ο Τσε Γκεβάρα, ο Σουμπκομαντάντε Μάρκος ή ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Παράλληλα όμως, πρέπει να τονίσω ότι αυτή καθαυτή η εθνική μας ταυτότητα έχει χτιστεί πάνω σε ένα ηρωικό φαντασιακό που υπερβαίνει το χώρο της αριστεράς για να καλύψει εξίσου τη δεξιά και την άκρα δεξιά. Βάσει αυτού του φαντασιακού, ο Έλληνας – του οποίου ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει – είναι πάντα ζωσμένος με φυσεκλίκια και πάντα εξεγείρεται ενάντια σε μια μορφή καταπίεσης. Η επιρροή που ασκούν αυτές οι φαντασιακές κατασκευές είναι καθοριστική ως προς το πώς τοποθετείται ο σημερινός νέος άνθρωπος απέναντι στις προκλήσεις που του θέτει το εγχώριο και διεθνές πολιτικό πεδίο.

Από την άλλη όμως, κι αυτό δεν αρκεί για να εξηγήσει αυτό το φαινόμενο που περιγράφετε. Έχοντας ζήσει τριάντα χρόνια στη Γαλλία, έχω αναρωτηθεί επανειλημμένως γιατί εκεί δεν παρατηρείται κάτι αντίστοιχο. Ενώ υπάρχει ένα σοβαρό αναρχικό κίνημα που περιβάλλεται από σοβαρούς αντιεξουσιαστές, δεν υπάρχει αντίστοιχο “ένοπλο”.  Ένας από τους κύριους λόγους, κατά τη γνώμη μου, είναι η ύπαρξη μιας ισχυρής κοινωνίας πολιτών που προσφέρει εξ υπαρχής στα νέα παιδιά δυνατότητες δράσης στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο με μια υπόσχεση που δεν είναι απατηλή. Μια υπόσχεση που λέει ότι, αν δράσετε και καταφέρετε να κινητοποιήσετε ανάλογα τον μηχανισμό της τοπικής αυτοδιοίκησης ή της κυβέρνησης, μπορεί και να πετύχετε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Και αυτό μπορεί όντως να συμβεί. Δεν ξέρω ούτε έναν Γάλλο φοιτητή μου που να μην είναι μέλος τουλάχιστον ενός σωματείου, μιας ένωσης ή μιας συλλογικότητας.

Όλοι δραστηριοποιούνται σε κάποιο πεδίο ευρύτερου πολιτικού ή κοινωνικού ενδιαφέροντος. Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνία τους επιτρέπει να διοχετεύσουν ειρηνικά τη δυναμική που έχουν ως νέα παιδιά προκειμένου να επιφέρουν μεταβολές στη λειτουργία της. Δεδομένου ότι η ίδια η κοινωνία έχει ανάγκη τη συνεχή αλλαγή της, ακόμα και μέσω ριζοσπαστικών ή ανατρεπτικών δράσεων, δεν τίθεται επιθετικά απέναντι στη νεολαία της. Απορροφά προς ίδιον όφελος την ανάγκη αυτής της νεολαίας να δράσει ανατρεπτικά-μεταρρυθμιστικά. Αντίθετα, η ελληνική κοινωνία είναι εχθρικά κλειστή. Δεν επιτρέπει στη νεολαία να ελπίσει ότι μπορεί να παρέμβει ειρηνικά και να αλλάξει μόνιμα τα κακώς κείμενα. Πιστεύω ότι αυτό το κλείσιμο έγινε αντιληπτό από την τωρινή νεολαία  στις μαθητικές κινητοποιήσεις του 2006-2007 και, ένα χρόνο αργότερα, στην εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 όπου είχε τεθεί ένα σαφές αίτημα εκδημοκρατισμού της κοινωνίας. Τα παιδιά είχαν απόλυτο δίκιο και δεν εισακούστηκαν. Όταν καταλαβαίνεις ότι η κοινωνία στην οποία ζεις είναι κλειστή και εχθρική στα δίκαια αιτήματά σου, όταν συνειδητοποιείς μεγαλώνοντας ότι είναι εχθρική και στα αιτήματα των ενηλίκων που επιδιώκουν επίσης τον εκδημοκρατισμό ή την εξυγίανση της δημόσιας σφαίρας, και δεν βλέπεις νόμιμες διεξόδους, είναι πολύ πιθανό – σε συνδυασμό με το φαντασιακό που αναφέραμε προηγουμένως – να φύγεις προς δρόμους άλλους.

Γιατί μιλάτε για «ένοπλη πάλη» και όχι για «τρομοκρατία»; Ο όρος τρομοκρατία είναι πολύ προβληματικός. Τον έχει αμφισβητήσει επανειλημμένως η διεθνής ακαδημαϊκή κοινότητα χωρίς βέβαια να έχουμε ποτέ συμφωνήσει στην υιοθέτηση κάποιου άλλου εναλλακτικού όρου. Πρώτα απ’ όλα, ο όρος είναι προβληματικός διότι καταδικάζει μόνο τη βία που προέρχεται από πολίτες αφήνοντας απ’ έξω την κρατική τρομοκρατία. Οι δυτικές κυβερνήσεις έχουν κατά καιρούς καταγγείλει περιπτώσεις κρατικής τρομοκρατίας αλλά μόνο σε σχέση με ολοκληρωτικά ή αυταρχικά καθεστώτα. Πλανάται λοιπόν η ψευδαίσθηση ότι στις δυτικού τύπου δημοκρατίες δεν νοείται να ασκηθεί κρατική τρομοκρατία, πράγμα το οποίο είναι ανυπόστατο διότι έχουμε πολλά παραδείγματα όπου μια τυπικά έστω δημοκρατική κυβέρνηση τρομοκρατεί ένα μέρος του πληθυσμού της, είτε επειδή είναι μέλη κάποιας μειονότητας είτε επειδή είναι πολιτικοί της αντίπαλοι. Πέραν αυτού, η χρήση της λέξης τρομοκράτης είναι προβληματική διότι καλύπτει πολλές θεμελιωδώς διαφορετικές περιπτώσεις. Σας υπενθυμίζω ότι στην Κατοχή οι Έλληνες αντιστασιακοί χαρακτηρίζονταν και τιμωρούνταν ως τρομοκράτες από τους Ναζί. Ο Νέλσον Μαντέλα και ο Γιάσερ Αραφάτ, που πήραν και οι δύο νόμπελ ειρήνης, αρχικά είχαν χαρακτηριστεί ως τρομοκράτες. Άρα, είναι πολύ σχετικό το ποιος είναι τρομοκράτης, το ποιος καταγγέλλει ποιον ως τρομοκράτη και για ποιο λόγο πραγματικά.

Στην Ελλάδα γιατί τα ΜΜΕ τόσα χρόνια τώρα αναφέρονται στα υποκείμενα που μελετά το βιβλίο ως τρομοκράτες; Το θέμα είναι πολύ δύσκολο να το χειριστεί ένας δημοσιογράφος διότι συνήθως – και το λέω με όλο μου τον σεβασμό – οι δημοσιογράφοι δεν έχουν την απαιτούμενη γνώση του αντικειμένου για να μπορέσουν να αμφισβητήσουν το κυρίαρχο αφήγημα και να τους αποκαλέσουν «αντάρτες». Επιπλέον,  πρέπει να συμφωνήσει με αυτό η εκάστοτε εργοδοσία, πράγμα το οποίο δεν είναι πολύ πιθανό, και πρέπει επίσης ο δημοσιογράφος αυτός να αντιμετωπίσει την ενδεχόμενη εχθρότητα συναδέλφων που προέρχονται από άλλους πολιτικούς χώρους.

Είναι πολύ πιο απλό να υιοθετήσεις την κυρίαρχη ορολογία ακόμα και αν θέλεις τελικά να είσαι πιο αντικειμενικός στην προσέγγισή σου ως προς αυτά τα άτομα επειδή επέλεξες να ασχοληθείς με αυτό το θέμα ή απλά σου ανατέθηκε.

Γενικά μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια οι γυναίκες που έχουμε συναντήσει στην ένοπλη πάλη είναι ελάχιστες, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού σε σχέση με τους άνδρες που είναι η συντριπτική πλειοψηφία. Με βάζετε στον πειρασμό να σας ρωτήσω με τη σειρά μου πόσες γυναίκες φανατικές οπαδούς βλέπετε στις κερκίδες, αν γνωρίζετε πολλές “χουλιγκανίτσες”. Στην Ελλάδα, η υιοθέτηση μιας συμπεριφοράς που εμπεριέχει βία σε σταθερή βάση θεωρείται ίδιον μιας ανδρικής κουλτούρας, η οποία εξ ορισμού αποκλείει ή υποβαθμίζει τις γυναίκες. Όταν συμμετέχουν, οι γυναίκες είναι οι σύντροφοι των ανταρτών, άρα εμπλέκονται στο βαθμό που ακολουθούν τον άνδρα τους, ή αναλαμβάνουν υποβοηθητικά καθήκοντα. Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Η ιστορία μάς αποδεικνύει βέβαια πως αυτή η σεξιστική αντίληψη της ανίκανης γυναίκας σε θέματα βίας είναι ανυπόστατη, αλλά αυτό δεν αρκεί για να αλλάξει τις κυρίαρχες νοοτροπίες.

Παρατηρώ τα τελευταία χρόνια να έχουμε μια εμμονή με τα προθέματα “Νεο-Κάτι”. Γιατί δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι όλα αυτά τα προθέματα είναι αποπροσανατολιστικά και μιλάμε βασικά για το ίδιο πράγμα; Τι διαφορά έχει η τρομοκρατία από τη “νεο-τρομοκρατία” ή ως “ νέο αντάρτικο πόλης”; Οι μεν αντάρτες θέλουν να δηλώσουν σαφώς την ιδεολογική τομή που επιφέρουν ως προς τα πεπραγμένα και τις προηγούμενες φάσεις του ένοπλου κινήματος. Άρα, το ότι μιλάνε για “νέο” αντάρτικο πόλης είναι καθαρά ταυτοτικό. Όταν τα ΜΜΕ, δηλαδή οι φορείς του θεσμικού λόγου, μιλάνε για “νεο-τρομοκρατία” έχουν άλλα κίνητρα. Το “νέο” εν προκειμένω εκφέρεται απαξιωτικά. Τα “μωρά της τρομοκρατίας” είναι υποδεέστερα των προδρόμων τους. Αυτό εντάσσεται σε μια ευρύτερη τάση απονοηματοδότησης της δράσης τους, όπου οι αντάρτες παρουσιάζονται ως αλλοπρόσαλλα όντα που για κάποιο άγνωστο λόγο δρουν βίαια. Ενώ στις προκηρύξεις τους αναφέρουν σαφώς τα κίνητρά τους, αυτά αποσιωπώνται συστηματικά από τα ΜΜΕ.

Τέλος, θα ήθελα να σχολιάσετε τη δράση της μεγαλύτερης οργάνωσης της περιόδου που εξετάζετε, των Πυρήνων της Φωτιάς. Σε δύο επίπεδα, κοινωνικά και πολιτικά. Ενώ δεν κατάφεραν μεγάλα χτυπήματα τεχνικά, έχω την αίσθηση πως με τον λόγο τους και την πολιτική τους παρουσία είχαν μεγαλύτερο αντίκτυπο από την δράση τους. Τι λέει αυτό για την κοινωνία και τη δημοκρατία; Είναι ενδεικτικό ότι όλα τα ΜΜΕ αδιαφορούν πλήρως για τις δίκες τόσο της ΣΠΦ όσο και του Επαναστατικού Αγώνα που έχουν διεξαχθεί τα τελευταία χρόνια και συνεχίζουν ακόμα να διεξάγονται. Καταγγέλλεται συχνά το ζήτημα της ανεπαρκούς δημοσιογραφικής κάλυψης της δίκης της Χρυσής Αυγής, αλλά το θέμα της απόλυτης απουσίας κάλυψης των δικών αυτών δεν εγείρεται καν. Δύο μέτρα και δύο σταθμά λοιπόν;

Γιατί είναι σημαντικό να αναλυθεί ακαδημαϊκά ο πολιτικός λόγος που παράγεται από τις ένοπλες οργανώσεις. Μια ιδεατή κοινωνία οφείλει να επιτρέπει στη νεολαία της να αντιληφθεί με τον πληρέστερο δυνατό τρόπο τα διακυβεύματα της εποχής της. Το ένοπλο είναι μια πρόκληση, είναι ένα διακύβευμα, εγείρει πολλά ερωτήματα και οφείλουμε ως μεγαλύτεροι στην ηλικία, πολλώ μάλλον ως πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, να προσφέρουμε στο μέτρο των δυνατοτήτων μας ερμηνευτικά εργαλεία στη νεολαία, όπλα κατανόησης του περιβάλλοντος κόσμου. Από εκεί και πέρα, ας επιλέξουν ελεύθερα ό,τι θέλουν.


Η βιβλιοπαρουσίαση θα γίνει την Πέμπτη 18 Απριλίου στις 19:00 στην Αίθουσα της ΕΣΗΕΑ, Ακαδημίας 20 1ος όροφος. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος. 

Τάσος Μόρφης

Share
Published by
Τάσος Μόρφης