«Πού Πάω Θεέ Μου»: Μια καραμπινάτη ιταλική κωμωδία

Πού πάω Θεέ μου; (Quo vado?) ***1/2**

Ιταλία, 2016, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Gennaro Nunziante

Πρωταγωνιστούν: Checco Zalone, Eleonora Giovanardi, Sonia Bergamasco

Διάρκεια: 86’

Ο Checco από μικρός είχε όνειρο να μονιμοποιηθεί στο Δημόσιο και έτσι έγινε. Ο μόνος κανόνας που ακολούθησε με θρησκευτική ευλάβεια στη ζωή του ήταν το να μην παραιτηθεί ποτέ από τη θέση του. Με τις διοικητικές αλλαγές που συμβαίνουν, όμως, αναγκάζεται να πάρει μετάθεση, ενώ οι νέοι προϊστάμενοί του προσπαθούν με κάθε τρόπο να τον κάνουν να υποβάλλει παραίτηση. Πεισματάρης ων, ο Checco δεν το βάζει κάτω, έστω και αν αυτό σημαίνει να μετατεθεί στον αρκτικό κύκλο, όπου και θα ερωτευτεί μια ελκυστική ερευνήτρια που θα τον κάνει να αναθεωρήσει τα πιστεύω του. Σίγουρα όχι η καλύτερη κωμωδία που μπορεί να δει κανείς, ωστόσο τα απλά, πρόστυχα αστεία της και αυτά που έχουν ως βάση τα στερεότυπα λειτουργούν απόλυτα και προκαλούν γέλιο. Ο πρωταγωνιστής είναι οργιώδης ενώ τα νορβηγικά φιορδ φαντάζουν πανέμορφα από κάθε άποψη. Μνεία πρέπει να γίνει και στην παρουσίαση του διεφθαρμένου Δημοσίου, το οποίο ποτέ δεν καθαγιάζεται, δείχνοντας διαρκή σαρκασμό. Η πλοκή είναι απόλυτα προβλέψιμη, αλλά από την άλλη ως ασφαλής επιλογή, μόνο κακό δεν της κάνει το να ακολουθήσει την απλή πεπατημένη. Την ευχαριστήθηκα.

Σε έναν κινηματογραφικό κόσμο που το χιούμορ δείχνει να χρειάζεται ντελικάτη διαχείριση προκειμένου να κάνει τον κόσμο να γελάσει, σπάνια πλέον βλέπουμε κάτι που μας οδηγεί σε ικανοποιητικές δόσεις του υποσχόμενου προϊόντος. Κάτι η αίσθηση ότι δεν έχουμε και πολλούς λόγους να γελάμε πλέον λόγω της γενικευμένης κοινωνικής κατήφειας, κάτι το στήριγμα των διαφόρων σεναριογράφων σε χοντροκομμένα κλισέ που αποσκοπούν περισσότερο στο σόκιν γέλιο παρά στο όντως αστείο, κάτι ο κορεσμός του ιδιώματος που ψάχνει να βρει αυτά που δεν έχουν ειπωθεί (τα οποία, ας μην εθελοτυφλούμε, είναι ελάχιστα), η κωμωδία πλήττεται από τον ίδιο της τον εαυτό και το προσβλητικό είναι το νέο αστείο σύμφωνα με τους παραγωγούς. Το Πού Πάω Θεέ Μου ξεχωρίζει όχι επειδή είναι ένα αριστούργημα, αλλά επειδή αυτό που κάνει, το κάνει με άριστο τρόπο, έχοντας γνήσιο χιούμορ και σκωπτική διάθεση.

Το στερεότυπο του δημόσιου τομέα και των μονιμοποιημένων υπαλλήλων του που έχουμε ως χώρα μοιράζονται και οι Ιταλοί γείτονές μας απ’ ότι φαίνεται. Των διεφθαρμένων υπαλλήλων που δέχονται ρουσφέτια και έχουν τη μόνιμη εκμετάλλευση της θέσης τους ως κανόνα ζωής. Έτσι ο Checco, ο πρωταγωνιστής της ταινίας, από μικρός μαγεύεται από αυτό το σύστημα, της μίζας και της ασφάλειας που του παρέχεται, ενώ ο περίγυρός του τον αντιμετωπίζει σα Θεό όταν τελικά, με τη χρήση των κατάλληλων μέσων αποκτά τη θέση που ονειρευόταν. Τι γίνεται, όμως, όταν ο κόσμος του γκρεμίζεται συθέμελα και αυτός δε δέχεται να προχωρήσει στη ζωή του, με έναν πολιτικό να του υπενθυμίζει επί διαρκούς βάσης πως δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο ιερό από τη μονιμότητα σε μια θέση του δημοσίου; Μια σειρά από απλά αλλά λειτουργικά ευτράπελα που προκαλούν το επιθυμητό γέλιο.

Στη συγκεκριμένη ταινία δεν πρόκειται να βρείτε κανένα ιδιαίτερα βαθύ αστείο. Όλα είναι προφανή και ίσως παλαιάς κοπής στη λογική του πως παρουσιάζονται. Αθυρόστομα, πρόστυχα, πολιτικά και μη, βαθιά ειρωνικά προς το σύστημα αξιών της Δύσης και της έλλειψης σεβασμού προς τον Άλλο, δεν αποτυγχάνουν ποτέ να χτυπήσουν διάνα στον στόχο τους. Το σενάριο των Gennaro Nunziante και Checco Zalone φλερτάρει με τη μεσογειακή «βαρβαρότητα», την οποία ούτε αγιοποιεί αλλά ούτε και κατακεραυνώνει και προσπαθεί να περάσει και ένα θετικό μήνυμα, έστω και με τον πλέον απλοϊκό τρόπο. Αλλά βέβαια αυτό δεν αποτελεί πταίσμα, καθώς μέχρι να φτάσουμε στο εν λόγω «επιμύθιο» , έχουμε ευχαριστηθεί τα καλοδιατυπωμένα αστεία και απολαύσαμε τόσο τις πανέμορφες τοποθεσίες όσο και την ασυγκράτητη ερμηνεία του πρωταγωνιστή που μαθαίνει τι σημαίνει ευγένεια, μακριά από τα πρότυπα του «ευγενούς» κόσμου. Εξακολουθεί να είναι ένας θερμόαιμος, υβριστής Ιταλός-μαμόθρεφτο αλλά με τον καιρό και με τη συναναστροφή του με την οικολόγο Valeria (και την οικογένειά της) αλλάζει.

Καταλήγω, λοιπόν, στο ότι είναι μια από τις πιο αστείες ταινίες που έχω δει εδώ και αρκετό καιρό, λιτή, απέριττη και καλόψυχη. Ένα καλοκαιρινό must από τη Μεσόγειο που κάνει όποιες γαλλικές ταινίες που αποτελούν τον αντίστοιχο καλοκαιρινό πόλο κινηματογραφικής έλξης να μένουν χιλιόμετρα πίσω.


Η Μάγκι Έχει Σχέδιο (Maggie’s Plan) *****

ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Rebecca Miller

Πρωταγωνιστούν: Greta Gerwig, Ethan Hawke, Julianne Moore

Διάρκεια: 98’

Η Maggie αναζητά τον έρωτα που δεν ένιωσε ποτέ της σε μια Νέα Υόρκη που ποτέ δε σταματά να κινείται. Αποφασίζει να προσπαθήσει να κάνει παιδί με εξωσωματική, αλλά ξαφνικά μπαίνει στη ζωή της ο John, ένας πανεπιστημιακός που υποφέρει στα πλαίσια ενός δύσκολου γάμου με τη Δανή σύζυγό του. Ερωτεύονται και ο John αφήνει τη σύζυγό του για χάρη της Maggie. Αλλά μέρα με τη μέρα αρχίζει να δείχνει ένα άλλο πρόσωπο το οποίο καμία σχέση δεν έχει με τον άντρα που ερωτεύτηκε. Οπότε αποφασίζει, με τη συναίνεση της πρώην συζύγου του, να καταστρώσει ένα σχέδιο που θα τους επανενώσει. Μια ταινία που μοιάζει σαν μια screwball κωμωδία γυρισμένη από indie δημιουργό. Έξυπνη, με εκπληκτικούς ηθοποιούς να ερμηνεύουν το πρωταγωνιστικό τρίο και μια δόση μελαγχολίας, κρίνεται ως μια ταιριαστή επιλογή για ένα ξέγνοιαστο καλοκαιρινό βράδυ σε θερινό κινηματογράφο. 


Ποιος Κλέβει Ποιον; (Cien años de perdón) *****

Ισπανία, Αργεντινή, Γαλλία, 2016, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Daniel Calparsoro

Πρωταγωνιστούν: Luis Tosar, Rodrigo De la Serna, Raúl Arévalo

Διάρκεια: 96’

Μια βροχερή μέρα στη Βαλένθια, μια τράπεζα δέχεται ένοπλη επίθεση από έξι μασκοφόρους, οι οποίοι μεθοδικά την καταλαμβάνουν. Ξεκινούν να αδειάζουν μια-μια τις θυρίδες της τράπεζας, όταν ξαφνικά ανακαλύπτουν πως υπάρχει ένας σκληρός δίσκος που συνδέεται με έναν πολιτικό. Αυτό θα περιπλέξει τα πράγματα, κάνοντας την ομάδα να αμφισβητήσει το ποιόν του αρχηγού τους, έναν άνδρα με το ψευδώνυμο Ουρουγουανός που δείχνει να γνωρίζει την ύπαρξή του. Η αλήθεια είναι πως, αν και δεν είναι καθόλου άσχημη σαν ταινία, ο αργός ρυθμός της, καθώς επίσης και η ύπαρξη μιας πανομοιότυπης ταινίας με τον Statham πρωταγωνιστή, μειώνει κάπως τη συνολική ποιότητά της, τόσο σε βαθμό πρωτοτυπίας όσο και σε ρυθμό. Προς το τέλος ειδικά, το βάδισμά της επιβραδύνεται μάλλον σκόπιμα και μια κοιλιά λαμβάνει χώρα. Κατά τα λοιπά, οι χαρακτήρες είναι καλογραμμένοι και οι ηθοποιοί που τους ερμηνεύουν είναι σίγουρα αρκετά καλοί στους ρόλους τους, όπως επίσης και στις στιγμές που το σασπένς έχει τον πρώτο λόγο. Αλλά, όπως είπαμε, έχει και τα ψεγάδια του. Το γνώριμο ισπανικό σκότος της σκηνοθεσίας, όμως, αποζημιώνει και με το παραπάνω. 


Μαμάδες με Κακή Διαγωγή (Bad Moms) *****

HΠΑ, 2016, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Jon Lucas, Scott Moore

Πρωταγωνιστούν: Mila Kunis, Kristen Bell, Kathryn Hahn

Διάρκεια: 101’

Η Amy ζει μια ζωή που πολλοί θα ονειρεύονταν, έχοντας τα πάντα στην εντέλεια, από τη δουλειά της και το σπίτι της μέχρι τη σχέση της με το σύζυγό της και τα παιδιά της. Νιώθει, όμως, εξαντλημένη από αυτή τη ζωή και αποφασίζει, μαζί με δύο άλλες μητέρες, να ξεκινήσει ένα διάλειμμα ακατάσχετης κραιπάλης, μακριά από τα συμβατικά πρότυπα που τη θέλουν να σοβαρεύει. Μια άνοστη, άνευρη, «μαμαδίστικη» κωμωδία που ελάχιστα διασκεδαστική είναι στο μεγάλο πανί. Ίσως να ήταν περισσότερο ευχάριστη στην τηλεόραση για ανέμελο χάζεμα, αλλά ως κινηματογραφικό φιλμ παραμένει ένα αναμάσημα ήδη υπαρκτών σκηνικών και καταλοίπων από τα Hangover. 


Ghostbusters 1/2****

HΠΑ, 2016, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Paul Feig

Πρωταγωνιστούν: Melissa McCarthy, Kristen Wiig, Leslie Jones

Διάρκεια: 116’

Η Erin και η Abby κάποτε έγραψαν ένα, όχι και τόσο επιτυχημένο, βιβλίο το οποίο ισχυριζόταν πως τα φαντάσματα υπάρχουν. Αυτό το βιβλίο, όταν ο καιρός περάσει, θα καταστρέψει την ακαδημαϊκή φήμη της Erin, η οποία πλέον δουλεύει ως ακαδημαϊκός. Όμως τα πιστεύω της θα βγουν αληθινά όταν φαντάσματα εισβάλλουν στο Μανχάταν και οδηγήσουν τις δύο φίλες να δημιουργήσουν εκ νέου τους Ghostbusters. Όσο και να μη θέλω να δείξω προκατάληψη σε βάρος της, η συγκεκριμένη ταινία ήταν ένα από τα πιο προσβλητικά πράγματα που έχω δει στη ζωή μου. Όχι μόνο στην ευφυία μου, αλλά και στην αγάπη εμένα και των υπόλοιπων οπαδών για τα δύο Ghostbusters. Τα gags είναι όλα εκνευριστικά, οι πρωταγωνίστριες δεν είναι τίποτα άλλο από στερεότυπα που προσπαθούν να φανούν αστεία, οι αναφορές στις παλιές ταινίες το λιγότερο άνοστες ενώ δε σταματά ποτέ η αίσθηση πως πρόκειται περί γνήσιας αρπαχτής. Καημένε Harold Ramis, πόσο λάθος είναι να σου αφιερώνουν μια ταινία σαν κι αυτή.


Το Δάσος με τις Σημύδες (Brzezina)

Πολωνία, 1970, , Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Andrzej Wajda

Πρωταγωνιστούν: Daniel Olbrychski, Olgierd Lukaszewicz, Emilia Krakowska

Διάρκεια: 99’

Όσο πολιτικά αμφιλεγόμενος και αν έχει καταλήξει ο Andrzej Wajda, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε πως στο παρελθόν υπήρξε μεγάλος σκηνοθέτης. Απόδειξη αυτού, Το Δάσος Με Τις Σημύδες που επανακυκλοφορεί. Πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε ένα απομονωμένο δάσος ζει ο Boleslav, ένας δασολόγος, μαζί με την κόρη του και την οικονόμο του. Θρηνεί για τη χαμένη σύζυγό του ενώ ελάχιστη διάθεση να συναναστραφεί με τα εγκόσμια δείχνει. Ο αδερφός του, Stanislav, χτυπημένος από τη φυματίωση, θα τον επισκεφτεί καθώς θέλει να ζήσει τις τελευταίες του μέρες σε αυτόν τον κόσμο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αυτή η ξεκάθαρη χαρακτηρολογική αντίθεση ανάμεσα στους αδερφούς θα τους οδηγήσει σε έναν διαρκή ανταγωνισμό. Μια πανέμορφη, συγκινητικά ανθρώπινη ταινία που μας κάνει να απορούμε τι απέγινε αυτό το τόσο γοητευτικό πρόσωπο του Wajda.


Η Αγωνία του Τερματοφύλακα πριν από το Πέναλτι (Die Angst des Tormanns beim Elfmeter)

Αυστρία, Δυτική Γερμανία, 1972, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Wim Wenders

Πρωταγωνιστούν: Arthur Brauss , Kai Fischer, Erika Pluhar

Διάρκεια: 100’

Οι επανεκδόσεις των ταινιών του Wim Wenders συνεχίζονται και αυτή τη φορά ένα από τα λιγότερο αντιπροσωπευτικά φιλμ του (υπό την έννοια ότι δεν αναφέρεται εξίσου συχνά με τις υπόλοιπες ταινίες του) κυκλοφορεί σε αποκατεστημένη έκδοση. Ο τερματοφύλακας Jose, αφού από λάθος του δεν καταφέρει να σταματήσει την μπάλα πριν αυτή καταλήξει στα δίχτυα, διαπληκτίζεται έντονα με τον διαιτητή, καταλήγοντας αποβεβλημένος από τον αγωνιστικό χώρο. Μόνος σε μια άγνωστη πόλη, θα ξεκινήσει μια περιπλάνηση, η οποία θα καταλήξει στη γνωριμία με μια ταμία ενός κινηματογράφου, η οποία θα αποδειχθεί μοιραία για τον Jose. Σίγουρα όχι η καλύτερή του, αλλά μια έντονη συναισθηματικά ταινία, ένα δοκίμιο πάνω στο συναίσθημα της οργής και της αγωνίας από έναν εκ της «Αγίας Τριάδας» του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου.


Funny Face

ΗΠΑ, 1957, , Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Stanley Donen

Πρωταγωνιστούν: Audrey Hepburn, Fred Astaire, Kay Thompson

Διάρκεια: 103’

Ο μαιτρ του μιούζικαλ, Stanley Donen, με το δίδυμο των Audrey Hepburn και Fred Astaire υπό την καθοδήγησή του, επιστρέφουν στη μεγάλη οθόνη για τους λάτρεις του ιδιώματος και όχι μόνο. Η πρωταγωνίστρια της υποψήφιας για Χρυσό Φοίνικα ταινίας, Jo, θεωρεί τον κόσμο της μόδας ανούσιο. Όταν, όμως γνωριστεί με τον φημισμένο φωτογράφο Dick Avery, θα πειστεί να ακολουθήσει την καριέρα του μοντέλου. Μαζί, θα προσπαθήσουν να μετατρέψουν το Παρίσι στην πιο όμορφη και έξυπνη χώρα του κόσμου, τον οποίο θέλουν να αλλάξουν ολοκληρωτικά. Η μουσική του Gershwin ντύνει με υπέροχο τρόπο τα χορευτικά σύνολα του ντουέτου, μεταφέροντάς μας σε μια περασμένη εποχή με τρόπο σίγουρα νοσταλγικό.

Φοίβος Κρομμύδας

Share
Published by
Φοίβος Κρομμύδας