«Ένιωσα απελευθερωμένος γιατί δε θα χρειαζόταν να ξαναπάω στο γραφείο». Έτσι μου περιέγραψε ο Bruce Pavitt τη στιγμή που μέσα στο 1996 έκλεισε για τελευταία φορά πίσω του την πόρτα του αρχηγείου της Sub Pop, λίγο αφότου είχε παραιτηθεί, αφήνοντας μόνο του τον Jonathan Poneman στο τιμόνι της εταιρίας. Είναι πράγματι απελευθερωτικό να αφήνεις μια δουλειά τη στιγμή που εσύ θέλεις να την αφήσεις, σημαίνει ότι έχεις κλείσει ένα κύκλο και είσαι έτοιμος για μία νέα αρχή. Ακόμη και αν αυτός ο «κύκλος» έχει να κάνει με την οριοθέτηση ενός ολόκληρου καλλιτεχνικού genre, με το στήσιμο μιας από τις πιο σημαντικές δισκογραφικές εταιρίες στην ιστορία του rock ‘n’ roll και με την ανακάλυψη μερικών εκ των πιο οριακών συγκροτημάτων του – και φυσικά του πιο οριακού απ’ όλα.
Πέρυσι κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, “Experiencing Nirvana: Grunge In Europe, 1989”. Στις σελίδες του, μέσα από τα ημερολογιακού τύπου κείμενα, αλλά κυρίως μέσα από τις πολλές, πάρα πολλές ανέκδοτες μέχρι σήμερα φωτογραφίες του «αμούστακου» Cobain και της υπόλοιπης γλυκιάς συμμορίας, «ζωντανεύει» (έτσι δε λένε;) η πρώτη περιοδεία των Nirvana στην Ευρώπη, που κορυφώθηκε με το ιστορικό triple-bill στο Λονδίνο, μαζί με τους Mudhoney και τους Tad, το Lame Fest, που μέχρι σήμερα δεν έχει πάψει να λογίζεται ως ένα gig μόνο τόσο δα λιγότερο σημαντικό από εκείνο των Sex Pistols στο Μάντσεστερ. Που ως γνωστόν είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα.
Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που πέρασε από το μυαλό σου όταν συγκέντρωνες τις φωτογραφίες για το βιβλίο; Σκέφτηκα ότι όλες αυτές οι φωτογραφίες, ήταν κάτι παραπάνω από μία συλλογή απλώς τυχαίων εικόνων. Όλες μαζί έλεγαν μία ιστορία γεμάτη έμπνευση. Την ιστορία κάποιων καλλιτεχνών που ξεκίνησαν ως losers που δούλευαν έξω από το μέχρι τότε γνωστό σύστημα, αλλά κατάφεραν να ανατρέψουν το νόμο των πιθανοτήτων. Τρεις μπάντες από μία απομακρυσμένη, βροχερή πόλη της Αμερικής, έφτασαν στο Λονδίνο και άλλαξαν το rock ‘n’ roll.
Διαβάζοντας το βιβλίο σου, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο Kurt, από την πρώτη κιόλας μέρα εκείνης της περιοδείας, ήθελε να γυρίσει πίσω, στο σπίτι του. Σε πραγματικό χρόνο, νιώθατε όλοι ότι έπρεπε να τον μεταχειρίζεστε με ιδιαίτερο τρόπο σε σχέση με τους άλλους δύο Nirvana, αλλά και τους Mudhoney και τους Tad; Ακριβώς. Από την πρώτη στιγμή. Μπορεί να τα έδινε όλα στις συναυλίες, αλλά κάτω από τη σκηνή ήταν συνεχώς εσωστρεφής και συνήθως άκεφος. Και για τους υπόλοιπους, δεν ήταν κάθε μέρα σαν πάρτι. Ήταν όμως πολύ πιο κοινωνικοί. Ήθελαν να περάσουν καλά.
Έζησες από κοντά το breakthrough των Nirvana. Ήταν τόσο δυστυχισμένος με την όλη κατάσταση ο Kurt, όπως έχει γραφτεί χιλιάδες φορές μέχρι σήμερα; Ήταν σίγουρα διχασμένος, γιατί τον γοήτευε κιόλας η επιτυχία. Σχεδόν τη λάτρευε και μισούσε τον εαυτό του γι’ αυτό. Θυμάμαι ότι μετά από την πρώτη τους εμφάνιση στο Saturday Night Live, του μίλησα στα παρασκήνια και δε μπορούσε να σταματήσει να χαμογελάει ενώ μου περιέγραφε ότι πολλά παιδιά του ζητούσαν αυτόγραφο.
Νομίζω ο Eddie Vedder κάποια στιγμή = είχε πει ότι ο βασικός λόγος που σχηματίστηκαν πολλές μπάντες στο Σιάτλ, ήταν γιατί με τόσο χάλια καιρό, οι πιτσιρικάδες δε μπορούσαν παρά να κλείνονται συνέχεια μέσα, οπότε έπρεπε να βρουν κάτι για να περνάνε την ώρα τους. Σήμερα πόσο διαφορετική είναι η πόλη; Είναι γεγονός ότι οι μουσικοί «αναγκάζονται» να περνάνε περισσότερο χρόνο μέσα σε σπίτια ή studio, ειδικά το χειμώνα που βρέχει συνέχεια. Αυτό δε νομίζω ότι θα αλλάξει όσα χρόνια κι αν περάσουν. Εδώ και πολλά χρόνια, όμως, όσοι φτιάχνουν μπάντες έχουν την ιδέα της καριέρας στο μυαλό τους. Πίσω στα τέλη των 80s, κανείς δε θα σκεφτόταν καν ότι το να είσαι σε μία punk ή indie μπάντα, θα μπορούσε να σου δώσει ψωμί για να φας…
Ποιο είναι το καλύτερο και ποιο το χειρότερο κομμάτι στο να είσαι το ιδρυτικό μέλος μιας από τις πιο σημαντικές δισκογραφικές στην ιστορία του rock ‘n’ roll; Το καλύτερο είναι το προφανές: ξέρεις ότι έχεις βοηθήσει με τον τρόπο σου σε μία ριζική αναμόρφωση της νεανικής κουλτούρας – λίγα πράγματα μπορούν να συγκριθούν με αυτό. Από την άλλη, για πάρα πολλά χρόνια, δεν υπήρχε μουσικός που να τύχαινε να γνωρίσω που να μη μου ζητούσε να τον κάνω σταρ. Μας πίεζαν συνέχεια. Θυμάμαι μια φορά, ένας τύπος που απέφευγα με ακολούθησε στον οδοντίατρο και μπούκαρε μέσα όταν ήμουν στην καρέκλα, με τον τροχό στο στόμα!
Τα πρώτα χρόνια της Sub Pop προσπεράσατε τα αμερικανικά media και στραφήκατε στον βρετανικό μουσικό Τύπο, μια κίνηση ματ, όπως αποδείχθηκε. Ήταν όντως ένα πολύ καλά συντονισμένο σχέδιο ή συνέβη και λίγο κατά τύχη; Η στρατηγική μας ήταν πολύ συγκεκριμένη και μελετημένη. Δηλαδή τι να κάναμε; Να παρακαλούσαμε το Rolling Stone; Ο βρετανικός μουσικός Τύπος συνδύαζε το μαζικό ακροατήριο και την indie εγκυρότητα. Το αστείο είναι ότι οι Αμερικάνοι «τσίμπησαν» μόλις είδαν ότι για τη Sub Pop μιλάνε όλοι εκεί στην Αγγλία. Γι’ αυτό έπεσαν μετά με τα μούτρα, ένιωσαν ότι οι Βρετανοί «κλέβουν» τις δικές τους μπάντες.
Ένιωθες έστω και βαθιά μέσα σου ότι με το Lame Fest συμμετείχες σε κάτι που θα οδηγούσε σε ένα ιστορικό ανακάτεμα της rock ‘n’ roll τράπουλας; Ήξερα ότι οι Nirvana, οι Tad και οι Mudhoney ήταν τρεις από τις πιο σπουδαίες μπάντες που είχα δει ποτέ ζωντανά. Με βάση τις αντιδράσεις έστω του περιορισμένου κοινού που παρακολούθησε το Lame Fest στο Σιάτλ, στις 9 Ιουνίου 1989, ένιωθα ότι οι τρεις αυτές μπάντες μαζί, είχαν τη δυνατότητα να γράψουν ιστορία. Στο Λονδίνο πράγματι όλοι όσοι ήρθαν στις συναυλίες, έπαθαν πλάκα. Φυσικά κανείς δε μπορούσε να προβλέψει την κοσμογονία που θα προκαλούσε η σκηνή του Σιάτλ. Ένιωθα όμως σαν να ήμασταν σε αποστολή, να τινάξουμε τα μυαλά του κόσμου στον αέρα.
Ποια από αυτές τις τρεις μπάντες πίστευες ότι είχε τη μεγαλύτερη εμπορική δυναμική; Καμία από τις τρεις, αυτό είναι το περίεργο. Αν έπρεπε να στοιχηματίσω σε κάποιους τότε, θα διάλεγα τους Soundgarden. Κανείς δεν περίμενε ότι οι Nirvana θα φτάσουν τόσο ψηλά. Γι’ αυτό και στην αρχή, πολλά άλλα γκρουπ της Sub Pop δε μπορούσαν να χωνέψουν ότι αυτή η «μπαντούλα» που άνοιγε τις συναυλίες τους είχε πια γίνει μεγαλύτερη μπάντα στον κόσμο.
Ένιωσες ποτέ, μέσα στον πυρετό του grunge, μπορεί και να είχατε δημιουργήσει ένα «τέρας»; Όταν είδαμε καρό πουκάμισα και σκισμένα τζιν στις πασαρέλες. Ήταν σουρεαλιστικό, στα όρια της διαστροφής, και ταυτόχρονα αστείο. Από τη μία το διασκέδαζα, από την άλλη τρόμαζα, όπως όλοι όσοι ζούσαμε στο Σιάτλ.
Είναι τελικά το grunge παρεξηγημένο; Το grunge είναι πολύ απλό, όπως και τα blues. Όλοι μπορούν να παίξουν grunge, αλλά λίγοι μπορούν να το κάνουν με τέτοιο τρόπο ώστε να ακουστούν ενδιαφέροντες. Μόνο αυτοί που «έχουν ψυχή», όπως λένε.
Στο Rolling Stone έγραψαν ότι το βιβλίο σου παρουσιάζει ίσως τον πιο αθώο σταρ της ροκ κουλτούρας, πριν καν γίνει σταρ. Θα σου πω μόνο αυτό: ο Kurt ήταν πολύ πιο αθώος πριν γνωρίσει την Courtney.
Σκέφτεσαι ποτέ τι θα είχε συμβεί αν ο Kurt δεν πατούσε τη σκανδάλη; Πολλά ακόμη υπέροχα ροκ τραγούδια. Αυτό θα είχε συμβεί.