10 χρόνια Libertines

«Είτε θα ανέβουμε στην κορυφή του κόσμου, είτε θα βουτήξουμε στο βυθό του ποταμού». Αυτή είναι η κλασσική ατάκα που είπε ο κιθαρίστας Carl Barat στον Pete Doherty όταν οι Libertines ήταν ακόμα στα γεννητούρια. Πριν κυκλοφορήσουν το ντεμπούτο Up The Bracket, πριν γίνουν θέμα στις ειδήσεις και τα tabloid, πριν μπλέξουν με φυλακές, super models, λεφτά, αποτοξινώσεις στην Ταϊλάνδη, καβγάδες, λίγα ακόμα ναρκωτικά, και ό,τι άλλο αποτελεί την παράπλευρη, κουτσομπολίστικη παρακαταθήκη μιας μπάντας που αποθεώθηκε στις μέρες της και ξεχάστηκε πανηγυρικά στα χρόνια που ακολούθησαν. Αναφέρομαι φυσικά στην ημεδαπή, γιατί στο Νησί οι Libertines είναι σημείο αναφοράς μέχρι σήμερα, όπως φαίνεται και από τις πλουσιοπάροχες αμοιβές που θα λάβουν για να παίξουν στο Hyde Park στις 5 Ιουλίου, στη δεύτερη reunion συναυλία τους μετά τη διάλυση του συγκροτήματος το 2004.

Η αλήθεια βέβαια είναι πως το γκρουπ πέρασε περισσότερο καιρό χωριά παρά μαζί, αν εξαιρέσεις την πρώτη περίοδο της μπάντας, όταν ακόμα το στοίχημα να υπογράψουν στην «εγγύηση» της Rough Trade αποτελούσε ολόκληρο το καλλιτεχνικό τους σύμπαν. Το ντουέτο, με αίμα που έβραζε (απαραίτητη συνθήκη για «σημαντική» μουσική), πήρε δικαιωματικά το ρόλο ενός ακόμα Μεσσία της ροκ, σε μια εποχή που η Βρετανία είχε γεμίσει clean cut παιδιά, όπως συμβαίνει και τώρα δηλαδή, με την καθολική επικράτηση της φράντζας του Alex Turner και του προφίλ του ευαίσθητου παίδαρου. Το 2002 όμως, χρονιά δημιουργίας των Arctic Monkeys, με την κυκλοφορία του ντεμπούτο τους το Λονδίνο βρήκε στις λέξεις του Doherty το φίλο από την παμπ της γειτονιάς και το «Time For Heroes» έγινε το πλέον πολυπαιγμένο κομμάτι των jukebox. Πώς να αντισταθούν άλλωστε τα αγγλάκια στο στίχο: «We all die in the class we were born / well that’s a class of our own, my love»; Η αλήθεια είναι βέβαια, πως το Up The Bracket ήταν ένας μέτριος δίσκος μιας κλασσικής pub rock μπάντας με έξυπνους στίχους, με τον οποίο δύσκολα μπορούσες να ταυτιστείς μακριά απ’τον τον τόπο γέννησης του.

Η σφραγίδα της Rough Trade κι η παρουσία στην παραγωγή του Mick Jones των Clash άνοιξε όπως αναμενόταν όλες τις πόρτες που πρέπει να ανοίξουν για να ανέβεις κατηγορία και οι Libertines γρήγορα βρέθηκαν στα πρωτοσέλιδα του ΝΜΕ που έψαχνε το βρετανικό αντίστοιχο των Strokes. Δεν ήταν κάτι τέτοιο βέβαια και σίγουρα δεν ήταν κάτι που ήθελαν κι οι ίδιοι που τραγουδούσαν (πάλι στο «Time For Heroes»), «there are fewer more distressing sights than that of an Englishman with a baseball cap». Οι Libertines δεν είχαν ποτέ το sexiness των Αμερικανών, προτιμούσαν να μιλούν για τις παλιές καλές μέρες, για τους χαμένους φίλους και έρωτες με μια μετεφηβική διάθεση, με αυτό το teenage angst που μεταμορφώνεται σε καύσιμο για το όχημα του ροκ εν ρολ που μάθαμε να αγαπάμε. Και σίγουρα ήταν πιο μαστουρωμένοι.

Πλέον με τον Alan McGee στο μανατζερίστικο τιμόνι, ο οποίος μετά τους Oasis θα έκανε και πάλι το θαύμα του, οι Libertines, ήδη στα όρια της διάλυσης με τον Doherty να καταλήγει στη φυλακή για δύο μήνες μετά την διάρρηξη που πραγματοποίησε στο σπίτι του Barat, θα μπουν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το μοναδικό σύνολο τραγουδιών τους που αξίζει το κόπο να ακούσεις σήμερα. Το δεύτερο άλμπουμ τους είναι ένας μικρός πανκ θρίαμβος και η αφορμή να τους θυμηθούμε δέκα χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Εδώ οι Libertines είναι ταυτόχρονα οι Jam, οι Kinks και οι Clash και γίνονται το απόλυτο λονδρέζικο γκρουπ, με ένα τρόπο που είχε να συμβεί απότις ένδοξες μέρες της μπάντας του Strummer.

Ο Doherty είναι αυτοβιογραφικά κοφτερός και ο Barat αποδεικνύεται έξοχος γνώστης της βρετανικής μουσικής ιστορίας και μαζί θα καταλήξουν (έστω και μικρά) σημαντικά κομμάτια της μεγάλης παράδοσης του Νησιού. Για μια μπάντα που δεν μπορείς να ξέρεις τι ήταν αλήθεια από όσα διάβαζες και τι όχι, που δεν ήξερες καν αν θα υπήρχε την επόμενη εβδομάδα, είναι τουλάχιστον μεγάλο κατόρθωμα. Και το φινάλε του «What Become of the Likely Lads», θα είναι η κορυφαία στιγμή της μπάντας, χάρις στην ανατριχιαστικά ειλικρινή στιχουργική του Doherty: «We wrote the songs / That’s filled with dreams we have». Αν κάτι οφείλει να τους χρεωθεί, διαγράφοντας μάλλον λανθασμένα τα άπειρα κακώς κείμενα της ιστορίας τους, είναι πως κατάφεραν να καταργήσουν τα υψηλά τείχη που διαμορφώνουν τα σύνορα που χωρίζουν ένα ροκ σταρ με το κοινό του. Οι Libertines κατάφεραν να κάνουν μόδα για μια εποχή τα guerilla gigs, δίνοντας ανοιχτές συναυλίες στο σπίτι τους, σε διάφορες παμπ και όπου αλλού είχαν τη θολωμένη έμπνευση να παίξουν.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η μπάντα μέχρι το τέλος του 2004 είχε διαλυθεί. Έκτοτε έχουν ακολουθήσει σκάνδαλα, κουτσομπολιά, οι βλακείες των Babyshambles και των Dirty Pretty Things, μερικές ληστείες, ακόμα περισσότερα ναρκωτικά για να φτάσουμε στην δεύτερη επανένωση-αρπαχτή της μπάντας, που όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο Doherty «είναι στο DNA μας». Η αλήθεια είναι πως οι Libertines είναι μια βαθιά βρετανική υπόθεση με τον ίδιο τρόπο που ο Springsteen είναι το αντίστοιχο της Αμερικής. Τώρα πια, ακόμα κι αν δεν πρέπει να βρίσκουν θέσεις στους «πραγματικά» μεγάλους, μπορούν να είναι η μπάντα της γειτονιάς που για πάρτη του θα πλημμυρίσει το Hyde Park, καταφέρνοντας να επιβεβαιώσουν τη ρήση του Lester Bangs: ο μοναδικός λόγος που επινοήθηκε η ποπ μουσική είναι για να εκφράσει όλα τα καταπιεσμένα, πρωτόγονα συναισθήματα του ανθρώπου και να απελευθερώσει την αναρχική τους ορμή σε όλο της το μεγαλείο. That’s pretty well done, lads.

Γιώργος Μιχαλόπουλος

Share
Published by
Γιώργος Μιχαλόπουλος