Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του εγωιστής, υποστηρίζει ο Τόμας Χομπς στο μνημειώδες φιλοσοφικό έργο του «Λεβιάθαν», το 1651. Το γεγονός, μάλιστα, ότι τα ανθρώπινα κίνητρα οδηγούνται από το προσωπικό συμφέρον, θα μπορούσε να έχει ανεξέλεγκτα καταστροφικές συνέπειες. Για να υπάρχει, λοιπόν, η κοινωνική ειρήνη, ο Χομπς αντιλαμβάνεται ως μόνη λύση τον Λεβιάθαν, το Κράτος, στο οποίο δίνει το μονοπώλιο της εξουσίας. Ειδάλλως, θα κυριαρχεί για πάντα η αναρχία, η επιθετικότητα και η ωμή βία.
Συνέβη, όμως, το εξής: με την πάροδο του χρόνου, αν και κατοχυρώθηκαν ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες, η εδραίωση της παντοδυναμίας του χρήματος επανέφερε -από την πίσω πόρτα- εκείνο που τα κοινωνικά συστήματα και ο πολιτισμός προσπάθησαν να αποτρέψουν: το δίκαιο του ισχυρότερου! Πάντως, το «χρήμα», με τη νεωτερική του σημασία, επιβάλλεται μόλις τον 18ο αιώνα, αλλαγή που σηματοδοτείται -το 1776- με το έργο του Ανταμ Σμιθ, «Ερευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών».
Όπως και ο Χομπς, έτσι και ο Ανταμ Σμιθ απορρίπτει την υπόθεση του έμφυτου ηθικού αισθήματος: Ο άνθρωπος δεν προσανατολίζει την δράση του επιδιώκοντας το γενικό καλό, αλλά την ικανοποίηση των προσωπικών του αναγκών. Και, βέβαια, τα χρήματα ισοδυναμούν με ισχύ, αφού ο κάτοχός τους έχει την δυνατότητα να εξαγοράσει ακόμα και την αφοσίωση και την πίστη άλλων ανθρώπων. Κάθε άλλο, λοιπόν, παρά είναι τυχαίο που το χρήμα έμελλε να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο, τόσο στην εξέλιξη της Ιστορίας, όσο και στη λογοτεχνική πρόσληψη.
Ήδη με τον «Πλούτο» (388 π.Χ.) ο Αριστοφάνης διακωμωδεί ανελέητα την κακή διανομή του πλούτου, ο οποίος επειδή είναι… τυφλός πηγαίνει στους κακούς. Στον «Έμπορο της Βενετίας» (1598) του Σαίξπηρ, ο έμπορος Αντόνιο θέλοντας να βοηθήσει το φίλο του Μπασάνιο να παντρευτεί μία εύπορη αριστοκράτισσα, δανείζεται χρήματα από τον Σάιλοκ, παρότι ο εβραίος τοκογλύφος θέτει τον παράδοξο όρο να πληρωθεί με μία λίβρα από τη σάρκα του Αντόνιο, αν εκείνος δεν πληρώσει έγκαιρα το δάνειο.
Απ’ την άλλη, δεν μπορεί κανείς να μην αναφέρει την «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» (1843), την περίφημη νουβέλα του Καρόλου Ντίκενς. Αδιάφορος για τα Χριστούγεννα και σκληρός με όλους, ο Σκρουτζ μετράει ξανά και ξανά τα χρήματά του. Τίποτα δεν τον αγγίζει. Ούτε η μαγεία των ημερών, ούτε ο ενθουσιασμός των παιδιών, ούτε η αφοσίωση του υπαλλήλου και του ανιψιού του. Ολα αυτά, μέχρι την υπερφυσική επίσκεψη που δέχεται από τον πεθαμένο συνεταίρο του Τζέικομπ Μάρλεϊ και από τα φαντάσματα των Χριστουγέννων.
Επίσης, στην εξαιρετική ιστορία το «Χαρτονόμισμα του 1.000.000» (1893) του Μαρκ Τουαίν, μέσα από μία δεξιοτεχνική φάρσα φαίνεται ότι αρκεί μόνο η επίδειξή του χρήματος για να μεταβληθούν οι άνθρωποι σε… μαριονέτες.
Όσο για την νουβέλα «Η τιμή και το χρήμα» (1914) του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, απεικονίζει εξαιρετικά μία κοινωνία που ασφυκτιούσε, γνώριζε καλά το συμφέρον και τη συναλλαγή και καταδυναστευόταν από το λαθρεμπόριο, την προίκα και το ρουσφέτι – σε αυτό το έργο βασίστηκε η πανέμορφη ταινία της Τώνιας Μαρκετάκη «Η τιμή της αγάπης».
«Η τιμή και το χρήμα»
Εικονογράφηση: Μάρκος Ζαβιτζιάνος
Εκδόσεις: Νεφέλη
Σελίδες: 124
Η χρονική περίοδος που γράφτηκε, συμπίπτει με την ακμή της σοσιαλιστικής δράσης του συγγραφέα. Το 1907-1909 ο Θεοτόκης παρακολουθεί μαθήματα στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, ενώ την εποχή εκείνη η σοσιαλδημοκρατική κίνηση στη Γερμανία βρίσκεται στην κορύφωσή της. Και ενώ στην πρώτη φάση της πεζογραφίας του ανανεώνει την ελληνική ηθογραφία με γλώσσα αδρή και λιτή, στη δεύτερη φάση, επηρεασμένος από τις σοσιαλιστικές ιδέες, προσπαθεί να δείξει ότι με το κοινωνικό σύστημα που ισχύει, το χρήμα και το συμφέρον αλλοιώνουν το χαρακτήρα των ανθρώπων και κατευθύνουν τις πράξεις τους.
Πάντως, η ιδεολογική βάση δε ζημιώνει καθόλου καλλιτεχνικά το έργο, που είναι οργανωμένο δραματικά, με έναν τρόπο θαυμαστό. Ο συγγραφέας καυτηριάζει τα πολιτικά συστήματα της τότε εποχής, το κυρίαρχο ρουσφετολόι, την πρόοδο του συστηματικού λαθρεμπορίου στις ακτές της Κέρκυρας και την εξαχρείωση των ψηφοφόρων. Ανάμεσα σε όλα αυτά, παρακολουθούμε το τρυφερό ποιητικό ειδύλλιο της Ρήνης και του Ανδρέα, που η χρηματική ανάγκη θα το καταστρέψει.
Πρόκειται για μία κατάμαυρη καθηλωτική ηθογραφία που δεν έπαψε ποτέ να συνταράσσει μέσα από την αφοπλιστική της αμεσότητα και ωμότητα. Την ίδια στιγμή, κατορθώνει και εκφράζει με μία τρομακτική διαύγεια μια συγκλονιστική και αδυσώπητη αλήθεια: κάτω από την λεπτή κρούστα του ανθρώπινου πολιτισμού, υπάρχει -τελικά- μόνο η άβυσσος, το αδιανόητο κενό, το απόλυτο και απροσπέλαστο τίποτα…
«Ήσυχα να πας»
Εκδόσεις: Κίχλη
Σελίδες: 176
Η Ολίβια και ο Θάνος ξεκινούν μια νέα ζωή στον πλανήτη Γκλίζε. Στην τεχνολογικά εξελιγμένη αποικία του Έσπερου, που είναι χτισμένη μέσα σε οργιαστική βλάστηση, συμβιώνουν αρμονικά άνθρωποι από όλα τα μέρη του παλαιού κόσμου μαζί με ζώα και ανθρωποειδή. Μέσα στο κλίμα χαράς και ευφορίας που φαίνεται να διακατέχει τους κατοίκους της Γκλίζε, η Ολίβια είναι σκεπτική, σχεδόν μελαγχολική. Μια τυχαία συνάντηση με τον από χρόνια χαμένο θείο της, αλλά και η ανακάλυψη των καλά κρυμμένων υπόγειων λουτρών στο σύνορο με την απαγορευμένη ζώνη τη φέρνουν αντιμέτωπη με παράξενα οράματα. Ποιοι είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που συναντά όποτε καταδύεται στον πυθμένα των λουτρών; Πίσω στη Γη, ένας νεαρός διανομέας βρίσκει νεκρό τον ηλικιωμένο παραλήπτη του δέματος που μεταφέρει, εξερευνά το διαμέρισμά του και ανακαλύπτει ένα γράμμα που απευθύνεται στον ίδιο.
Κινούμενη στην επικράτεια της επιστημονικής φαντασίας, η νουβέλα κρύβει στο κέντρο της την αναζήτηση του εαυτού και της μνήμης, διερευνά τα ρευστά όρια της ταυτότητας και συνάμα αγγίζει το μυστήριο του τέλους.
«Η φωτιά του χειμώνα»
Μετάφραση: Ξενοφών Παγκαλιάς
Εκδόσεις: Κέδρος
Σελίδες: 520
Δεκέμβριος του 1987 στη νότια Σουηδία. Έξι φίλοι συναντιούνται για να γιορτάσουν τη βραδιά της Σάντα Λουτσία σε μια αίθουσα χορού στον οικισμό με τις εξοχικές κατοικίες στο Γερντσνέσετ. Η γιορτή καταλήγει σε τραγωδία όταν μια πυρκαγιά τυλίγει την αίθουσα στις φλόγες. Μία δεκαεξάχρονη κοπέλα από την παρέα βρίσκει τραγικό θάνατο, ενώ άλλοι τέσσερις τραυματίζονται. Στις ανακρίσεις που ακολουθούν στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου. Η αστυνομία διερευνά την πιθανότητα η πυρκαγιά να συνδέεται με άλλες φωτιές που ξεσπούν την ίδια περίοδο στην περιοχή. H υπόθεση κλείνει όταν ένας από την παρέα αναλαμβάνει την ευθύνη.
Τριάντα χρόνια αργότερα, η Λάουρα Αουλίν – μία από τους έξι φίλους – κληρονομεί τα εξοχικά από τη θεία της και επιστρέφει στην περιοχή για πρώτη φορά ύστερα από την τραγική νύχτα. Η παρουσία της ξυπνά δυσάρεστες αναμνήσεις στους κατοίκους της περιοχής. Την ίδια ώρα νέες πυρκαγιές εκδηλώνονται. Η Λάουρα υποψιάζεται ότι η θεία της δεν πέθανε από φυσικά αίτια. Στην προσπάθειά της να μάθει τι συνέβη, θα αναγκαστεί να αμφισβητήσει όσα θυμάται από εκείνη τη φωτιά που σημάδεψε ανεπανόρθωτα τη ζωή της.
«Ο πλαστός πίνακας»
Μετάφραση: Έφη Τσιρώνη
Εκδόσεις: Διόπτρα
Σελίδες: 600
Ένας ψαράς ανασύρει ένα πτώμα από το Φερθ οφ Φορθ στη Σκοτία…
Ο αδελφός του θύματος, επιφανής δημόσιος λειτουργός, είχε εξαφανιστεί πριν από δέκα χρόνια και ο νεκρός ήταν τότε ο βασικός ύποπτος. Την ίδια ώρα, εξαιτίας ενός τροχαίου ατυχήματος, ανακαλύπτουν τον σκελετό μιας γυναίκας μέσα σε ένα παλιό αυτοκινούμενο. Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο δολοφόνος κυκλοφορεί ακόμα εκεί έξω… Η δυναμική επιθεωρήτρια Κάρεν Πίρι αναλαμβάνει να ξανανοίξει δύο παλιές υποθέσεις, οι οποίες φαινομενικά είναι ασύνδετες. Πολύ σύντομα θα βρεθεί σε έναν θανατηφόρο ιστό, τον οποίο έχουν υφάνει ένοχα μυστικά, διπλές ταυτότητες, πλαστογραφίες πινάκων ζωγραφικής και υπόγειες διαδρομές που καταλήγουν στο Παρίσι. Στο τέλος θα έρθει αντιμέτωπη με αυτό που πάντα οδηγεί τους ανθρώπους στο σκοτάδι: την υπόσχεση για εύκολα, γρήγορα, αδιανόητα πλούτη. Το 2021 ο χαρακτήρας της επιθεωρήτριας Κάρεν Πίρι μεταφέρθηκε στην τηλεοπτική οθόνη του βρετανικού δικτύου ITV με πρωταγωνίστρια τη Σκοτσέζα ηθοποιό Lauren Lyle.
«Τα απόνερα της Σοφίας»
Εκδόσεις: Εστία
Σελίδες: 264
«Πάντως τότε, μπορεί σε τίποτε άλλο να μην τον παίρναμε στα σοβαρά, αφού αυτό μας έβγαινε αυθορμήτως να πράττουμε ως άμυνα έναντι της γενικότερης πλοιαρχικής συμπεριφοράς του μέσα στο σπίτι, μπορεί επίσης με τις βιβλιοθήκες του, παρά τις εντολές και τις συνεχείς παραινέσεις του, να μην ασχολήθηκε ουσιαστικά ποτέ κανείς μας πλην της αδελφής μου, της Ιωάννας, η οποία τις είχε πάρει ράφι προς ράφι και διάβαζε τα πάντα, ένα προς ένα από μικρή· τις γνώσεις του όμως περί βιβλίων και συγγραφέων, αν και μας ήταν παντελώς άχρηστες και αδιάφορες αφού δεν μας ενδιέφερε διόλου το αντικείμενο, δεν είχαμε λόγο να τις αμφισβητήσουμε. Έτσι, εκείνο το απόγευμα δεν μπορούσε και δεν ήθελε φυσικά κανείς μας να αντιπαρατεθεί στα όσα υποστήριζε για την ποιότητα της γραφής μου. Ιδίως εγώ, που όσο τον άκουγα ένιωθα πως κρυφοφτερούγιζε μέσα μου, έτοιμη να απογειωθεί ξανά, η ισοπεδωμένη μου αυτοπεποίθηση, μετά το ερωτικό στραπάτσο που είχα βιώσει για πρώτη φορά στη ζωή μου λίγες ώρες πρωτύτερα και με είχε οδηγήσει σε μια πρωτόγνωρη αίσθηση πλήρους αυτοακύρωσης». Τον Ζαχαρία Μελιτάκη τον έριξε στη συγγραφή ένας ύπουλος συνδυασμός πατρικής χειραγώγησης και ερωτικής απογοήτευσης. Τα απόνερα της Σοφίας τον πήραν και τον σήκωσαν. Βρήκε όμως σωσίβιο να πιαστεί στα δέντρα της Αθήνας.