Πώς αποκτήσατε θεατρική παιδεία; Κατ αρχάς ήταν τα πρώτα χρόνια του κρατικού θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Ήταν καλά χρόνια και έπειτα κάθε καλοκαίρι για ένα διάστημα συνεχών ετών ερχόταν ο Κουν κάθε καλοκαίρι και παρουσίαζε σχεδόν όλο το ρεπερτόριο της χειμερινής περιόδου. Ερχόταν για ένα ή δύο μήνες κάθε φορά στο θέατρο του Κήπου απέναντι από τη ΧΑΝΘ, το οποίο υπάρχει ακόμα, αλλά το έχουν ανακαινίσει και έχασε την παλιά του γοητεία. Επίσης πολύ νωρίς και πολύ πριν από όλα αυτά, ήταν σε μεγάλη άνθιση η μετάδοση θεατρικών έργων από το ραδιόφωνο. Ήταν δύο βασικές εκπομπές, το Θέατρο της Κυριακής και το Θέατρο της Τετάρτης. Το Θέατρο της Κυριακής παρουσίαζε κυρίως έργα ελληνικά. Της Τετάρτης ήταν το ξένο ρεπερτόριο. Ήταν καταπληκτικές εκπομπές με υπέροχους ηθοποιούς πολύ ωραία φτιαγμένες και ήταν κάθε βδομάδα πραγματικά μια παιδεία θεατρική. Κάθονταν όλη η οικογένεια μαζί, ο πατέρας μου, η μητέρα μου, ο αδερφός μου. Καθόμασταν και ήταν μια οικογενειακή συνεστίαση. Θυμάμαι όλα αυτά ξεκίνησαν όταν ήρθε το ραδιόφωνο στο σπίτι, ένα υπέροχο Τελεφούνκεν- ακόμα το έχω και δουλεύει κανονικά. Ήρθε λοιπόν αυτό το ραδιόφωνο στο σπίτι, όταν ήμουν στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου και από κει και πέρα για μια πενταετία μέχρι που έφυγα στο εξωτερικό, η ακρόαση των εκπομπών ήταν πραγματικά μια διαδικασία αυτογνωσίας. Κατάλαβα τα έργα, θαύμαζα πάρα πολύ αυτούς που έγραφαν θεατρικά και είχα μια μεγάλη απορία, ένα δέος πως γράφουν.
Ποια έργα ήταν αυτά που σας είχαν στιγματίσει τότε; Όλο το αμερικάνικο ρεπερτόριο, ο Ο’Νηλ, ο Άρθουρ Μίλερ, ο Τένεσι Ουίλιαμς, ο Πιραντέλλο, αλλά και το ευρωπαϊκό θέατρο φυσικά. Οι μεταδόσεις κάλυπταν τα πάντα, μετέδιδαν πολύ προχωρημένα έργα. Έργα που μόλις είχαν παιχτεί στο εξωτερικό όπως τους Έγκλειστους της Αλτόνα του Σαρτρ. Εκεί τοποθετώ μια παιδεία, η οποία δεν την είχα από πουθενά αλλού.
Στις Βρυξέλλες ήταν σαν να είχα βγει από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης που δεν είχα τα βασικά για να ζήσω και να βρέθηκα στην απόλυτη και υψηλή τροφοδοσία
Όταν πήγατε πλέον στις Βρυξέλλες τι συναντήσατε; Πώς ανεβήκατε πολιτιστικό επίπεδο; Στις Βρυξέλλες βρήκα τα πάντα, ό,τι δεν υπήρχε εδώ. Θεατρικές βιβλιοθήκες, κινηματογράφους καταπληκτικούς, παραστάσεις, παραστάσεις, παραστάσεις, παραστάσεις, συναυλίες, ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Μπήκα σε ένα κόσμο που δεν χόρταινα και είχα πάθει και ένα είδος βουλιμίας. Κατανάλωνα σε υπερβολικές δόσεις και δεν προλάβαινα να τα αφομοιώσω όλα αυτά. Ας πούμε δανειζόμουν βιβλία από δανειστικές θεατρικές βιβλιοθήκες και έπαιρνα 40 βιβλία για μια βδομάδα και τα μισά έπρεπε να τα πάω πίσω για να τα ξαναπάρω. Απίστευτη πείνα, σαν να λιμοκτονούσα εδώ. Σαν να είχα βγει από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης που δεν είχα τα βασικά για να ζήσω και να βρέθηκα στην απόλυτη και υψηλή τροφοδοσία με την καλύτερη έννοια. Ήταν απίστευτο. Μετά πήγα στο Παρίσι, όπου παίχτηκε το πρώτο μου θεατρικό έργο -το “Η τιμή της ανταρσίας στην μαύρη αγορά”- από τον Πατρίς Σερό, ένα έργο που έγραψα κατευθείαν στα γαλλικά στα πλαίσια ενός μαθήματος της σχολής.
Πώς καταφέρατε να συνεργαστείτε με τον Σερό; Ο Σερό ήταν ανερχόμενος σκηνοθέτης τα χρόνια εκείνα. Ήταν στην ηλικία μου, 21-22 χρονών, 23 το πολύ. Έτσι με τη συμβουλή ενός φίλου θεατρολόγου βρήκα τον τρόπο να του στείλω το έργο μου και είχα απάντηση αμέσως, μια πολύ ενθαρρυντική απάντηση. Μου είπε “από όσα έργα διαβάζω και διαβάζω πολλά, αυτό με κράτησε”.
Στην Ελλάδα πότε επιστρέφετε; Γύρισα το ’71, έκανα δύο χρόνια στρατιωτικό, πήγα και στην επιστράτευση το ’74. Επειδή έλειπα αρκετά χρόνια από την Ελλάδα δεν είχα ούτε γνωριμίες, ούτε φίλους. Έπρεπε να ξεκινήσω από το μηδέν. Άρχισα τις μεταφράσεις τότε, με την Μάγδα την Κοτζιά που είχε ιδρύσει τότε τις εκδόσεις Εξάντας. Τα πρώτα βιβλία που μετέφρασα ήταν τα δύο μυθιστορήματα του Ζαν Ζενέ “Το ημερολόγιο ενός κλέφτη” και “Η Παναγία των λουλουδιών”. Και με τα χρόνια κάποια στιγμή επανήλθα στην δική μου δραστηριότητα και το πρώτο κείμενο που βγήκε από το νέο ξεκίνημα αυτό ήταν το «Πεθαίνω σαν χώρα» το 1978.
Είναι ένα κείμενο εμβληματικό και διαχρονικό. Πόσο σας δυσκόλεψε η συγγραφή του; Καθόλου: Ίσα ίσα, μέσα σε μια βδομάδα το έγραψα. Εκείνη την περίοδο ήμουν σε μια κατάσταση που δεν έγραφα, δεν ήμουν σε δημιουργική περίοδο. Κάποια στιγμή μια φίλη μου καθηγήτρια γερμανικών, έβγαζε ένα μικρό περιοδικό και μου ζήτησε ένα κείμενο εκεί. Μου έθεσε όμως έναν όρο. Επειδή ήταν πολύ μικρό το περιοδικό, το κείμενο δεν θα έπρεπε να ξεπερνάει τις 20 σελίδες. Της υποσχέθηκα ότι θα το γράψω, δεν ήξερα τι θα κάνω καθόλου, πέρασε καιρός, κάποια στιγμή άρχισε να ανησυχεί η ίδια γιατί το ήθελε και στρώθηκα κατά κάποιο τρόπο στη δουλειά για να ανταποκριθώ σ’ αυτή την πρόταση και άρχισα να γράφω ένα κείμενο που άρχιζε με την φράση «την χρονιά εκείνη καμία γυναίκα δεν έπιασε παιδί». Ε, και από τότε δεν έχω σταματήσει να γράφω.
Στην επόμενη σελίδα ο Δημήτρης Δημητριάδης μιλάει για την υπαρξιακή κρίση της Ελλάδας