Οι ελάχιστοι που θέλησαν να διεισδύσουν περισσότερο στο παρελθόν του φαινόμενου Άρι Φόλμαν βρέθηκαν το απόγευμα της Πέμπτης στην Ταινιοθήκη για να παρακολουθήσουν την πρώτη μεγάλου μήκους απόπειρά του, την Αγία Κλάρα. Οι υπόλοιποι έχουν μια δεύτερη ευκαιρία την Κυριακή το βράδυ, η οποία δεν πρέπει να μείνει ανεκμετάλλευτη.
Η Αγία Κλάρα είναι μια μαθήτρια γυμνασίου στο Ισραήλ, καταγόμενη από τη Ρωσία, «ευλογημένη» με τη δύναμη της ενόρασης. Χρησιμοποιεί την ικανότητά της για να προειδοποιήσει του συμμαθητές της για ένα επερχόμενο τεστ, στρέφοντας έτσι πάνω της τα βλέμματα της μικρής μετααποκαλυπτικής κοινότητας στην οποία ζει. Πέρα από την καιροσκοπική προσέγγιση συμμαθητών και γειτόνων στις ενοράσεις της, κεντρίζει και το ρομαντικό ενδιαφέρον δύο αντιδραστικών πάνκηδων φίλων, οι οποίοι δε θ’ αργήσουν να έρθουν στα χέρια για τα βιολετιά της μάτια. Η Κλάρα θα αρχίσει να αναλογίζεται την πιθανότητα να ερωτευτεί, έστω και αν της στοιχίσει το «τρίτο μάτι» της.
Εμφανής από τα πρώτα του βήματα είναι η έλξη του Φόλμαν σε παραστάσεις σουρεαλιστικές. Μπολιάζει τους χαρακτήρες –κυρίως τους ενήλικες- με υπερβολικά στερεοτυπικές και ενίοτε παράλογες συμπεριφορές, που προκύπτουν από την ιδιότυπη ταυτότητά του καθενός. Αναδεικνύει μια γενιά παιδιών που επιθυμεί αγάπη και επανάσταση και μεσήλικες, οι οποίοι παραμένουν νοσταλγικά προσκολλημένοι στο προσωπικό τους παρελθόν, ζητώντας μια δεύτερη ευκαιρία. Αξιομνημόνευτες φιγούρες, ο ρομαντικός γυμνασιάρχης, με την εμφανή του προσκόλληση στη Γαλλία και την Εντίθ Πιάφ και η μακάβρια τηλεπαρουσιάστρια-καταστροφολόγος, που ομοιάζει με τη Βαμπάιρα ειδωμένη μέσα από τα μάτια του Μπουνιουέλ.
Η επαναστατική συμπεριφορά των νεαρών πρωταγωνιστών, φέρει το στίγμα μιας τρυφερής αναρχίας και θέλησης για ζωή, όπως την παρέδωσε ο Βιγκό στο Διαγωγή Μηδέν, φιλτραρισμένη μέσα από σκηνικά που θυμίζουν βιντεοταινία δεκαετίας ’80 (και αυτό λέγεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο). Αν ο Νίκος Ζερβός γύριζε ποτέ εφηβική κομεντί, λογικά μιλώντας, κάπως έτσι θα φαινόταν.
Ταυτόχρονα, το φιλμ αποτελεί και μια ρομαντική πανκ μπαλάντα στον εφηβικό έρωτα, ο οποίος απεικονίζεται μέσα από το πάντρεμα της κλασσικής φόρμουλας εφηβικής κομεντί και ενός αποκαλυπτικού σουρεαλισμού. Οι πράξεις βίας και προσπάθειας δραπέτευσης από τα δεσμά της κοινωνίας, κρύβουν μια θέληση για πρωτόγνωρα συναισθήματα. Μια θέληση για έναν έρωτα που μπορεί, αν ποτέ το θελήσει να καταστρέψει τον κόσμο ή και να αποτρέψει την καταστροφή του. Ορατή είναι η πρόοδος της πλοκής (είπαμε, φόρμουλα εφηβικής κομεντί), μα είναι τόσο απολαυστικά γλυκιά σε σύνολο που το προβλέψιμο φεύγει εξ ολοκλήρου από το μυαλό.
Αν και αποτελεί το μεγάλου μήκους πρωτόλειο του Φόλμαν, είναι ορατά ορισμένα σημάδια που προβλέπουν την ανάδειξή του ως μεγάλο στοχαστή της σύγχρονης κινηματογραφίας. Επαναλαμβάνω: Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου, 22:45, Ideal, τελευταία ευκαιρία. Σπεύσατε.
Προειδοποίηση περί work in progress για τον Ανεμιστήρα του Δημήτρη Μπίτου. Στην ταινία λείπουν η επιμέλεια σε οπτικό και ηχητικό μοντάζ και αυτό που θα δούμε δεν αποτελεί την τελική μορφή του έργου, οπότε σίγουρα θα υπάρχουν ψεγάδια.
Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα και η μικρή Λεμονιά δεν το ανέχεται άλλο αυτό. Αποφασίζει να διακόψει τους βίαιους καυγάδες των γονιών της, παρουσιάζοντάς τους μια χειροβομβίδα έτοιμη να εκραγεί σε περίπτωση που δεν συμμορφωθούν στις εντολές της. Τρομαγμένοι, λοιπόν, αρχίζουν και υπακούνε στις παιδικές προσταγές της, που τους εξαναγκάζουν να φερθούν ανθρώπινα και τρυφερά ο ένας στον άλλο, ιδέα η οποία στη σκέψη της και μόνο τους ανακατεύει το στομάχι.
Δε θέλω να φανώ σνομπ και ελιτιστής με τον εγχώριο κινηματογράφο, ούτε όμως πρέπει να χαριστώ, καθώς φάνηκε πόσο έχουν προσπαθήσει οι συντελεστές της ταινίας και πιστεύουν σε αυτό που κάνουν, οπότε επιθυμώ το καλύτερο και τη γενική επιβεβαίωση του μόχθου τους. Ο Ανεμιστήρας θέλει δουλειά ακόμα για να ολοκληρωθεί. Χρειάζεται σημαντικές περικοπές στο χρόνο (ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος), καθώς τα περίπου 110 λεπτά περιλαμβάνουν μια ασυμμετρία ως προς το αναγκαίο του περιεχομένου. Υπήρχαν στιγμές σε ορισμένες σεκάνς που φόρτωναν με περιττό βάρος την ταινία και, δεδομένου του αργόσυρτου, ωμού στυλ της, δεν καταφέρνουν να κρατήσουν το θεατή σε αναμμένα κάρβουνα. Αν ήταν μικρού μήκους και περιείχε τις δυνατότερες σκηνές μαζεμένες, είμαι σίγουρος πως αυτή τη στιγμή θα παραμίλαγα.
Στυλιστικά, η επαναλαμβανόμενη χρήση συγκεκριμένων γωνιών λήψης φαίνεται να αναγκάζει την εικόνα να έχει ένα συγκεκριμένο ψυχολογικό υπόβαθρο παρά να το περνά με τρόπο αβίαστο στους θεατές. Δεν χρειάζεται τόση προσκόλληση στον κανόνα που θέλει τις διαγώνιες λήψεις να υποδηλώνουν άτομο που περνά κάποια συναισθηματική θόλωση. Οι ηθοποιοί είναι αρκετά εκφραστικοί για να στηρίξουν το εν λόγω υπόβαθρο και σε απλά, «εμπορικά» πλάνα, και αυτό αποδεικνύεται μέσα από τις πολύ καλές ερμηνείες τους.
Ας μην είμαι υπερβολικός, οφείλω να αναγνωρίσω και ορισμένα προτερήματα. Ο Μπίτος δείχνει πως ξέρει να δημιουργεί ουσιαστική εικονοποιία με ένα δικό του τρόπο. Οι σκηνές που ενέχουν το στοιχείο του νερού το υπογράφουν αυτό. Ιδιαίτερα στη σκηνή με την αιφνίδια μπόρα έγινε κατανοητό πως το όραμα υπάρχει, αρκεί να βρεθεί ένα μέτρο για να το αναδείξει.
Και τέλος, πρέπει να αναγνωριστεί η επιλογή και η ικανότητά του να καθοδηγήσει την εντεκάχρονη πρωταγωνίστρια, Δανάη Ανδρουλάκη. Η νεαρή αποτελεί φυσικό ταλέντο και ο τρόπος με τον οποίο αποδίδει με το πρόσωπο τα συναισθήματά της φανερώνουν ότι αν δουλέψει λίγο ακόμα θα μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον. Το εύχομαι, πραγματικά, γιατί δε θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που είδα ένα τόσο νεαρό άτομο να ερμηνεύει τόσο αξιοζήλευτα.