Δέκα χρόνια πόλεμος, δέκα χρόνια ταξίδια και ο τελευταίος σταθμός πριν από την Ιθάκη ένα ναυάγιο. Το καράβι του Οδυσσέα σκορπίστηκε απ’ τη φουρτούνα και ο πολυμήχανος πάλεψε τρία μερόνυχτα με τα κύματα ώσπου να βρεθεί στην ακρογιαλιά αυτή με το ποταμάκι, τους Έρμονες, λένε, της Κέρκυρας. Γυμνός κι ανήμπορος πέφτει ανάμεσα σε δυο σκοίνους, σκεπάζεται με ξερά φύλλα και βυθίζεται στον ύπνο. Το πρωί η βασιλοπούλα Ναυσικά με τις βάγιες της ήρθαν να πλύνουν τ’ ασπρόρουχα στις γούρνες του ποταμού, εκεί που έπεφτε με ορμή το νερό πάνω στα βότσαλα. Αφού πλύνανε, πλύθηκαν κι οι ίδιες, αλείφτηκαν με λάδια μυρωδικά κι έστρωσαν να φάνε περιμένοντας τα ρούχα να στεγνώσουν. Ύστερα, είπαν, δεν παίζουμε λίγη μπάλα (και είναι η πρώτη φορά στον κόσμο που αναφέρεται το παιχνίδι αυτό — πιστεύω να ενημερωθείς, Θοδωρή Κανελλόπουλε). Μα η μπάλα τους ξέφυγε και χάθηκε στη δίνη του ποταμού και τότε απ’ τις φωνές τους ξύπνησε αυτός. Πεινούσε, διψούσε, τα χείλια του πρησμένα από το αλάτι, ήταν και τσίτσιδος, τι να κάνει, μίλησε μέσα του το ένστικτο αυτοσυντήρησης, τσάκισε με τα δυνατά του χέρια ένα κλωνάρι φουντωμένο από τους θάμνους, κάλυψε μ’ αυτό τα μπαλασκόνια του και παρουσιάστηκε στα κορίτσια, «σμερδαλέος» λέει ο ποιητής, φριχτός στην όψη, σαν λιοντάρι του βουνού, βροχοδαρμένος, ανεμοσκορπισμένος και φλόγες να πετούν τα μάτια του. Η συνέχεια όπως στα παραμύθια: τον περιποιήθηκαν, τον έντυσαν, τον άκουσαν να διηγείται τα ταξίδια του, τον γέμισαν δώρα και τον έστειλαν στην Ιθάκη.

Να όμως που η Αθηνά για να τσεκάρει την Πηνελόπη αποφασίζει να τον ντύσει «με λερά και ολότρυπα κουρέλια, σε ανείπωτη μουντζούρα βουτηγμένα», να γίνει αγνώριστος, «σίχαμα οφθαλμών». Η συνέχεια είναι πάλι γνωστή, οι μνηστήρες πιάστηκαν στον ύπνο και πήγαν άκλαφτοι. Τα ρούχα αυτά που περιγράφει ο Όμηρος τα ξέρω. Τα βλέπω σε πολλές παραλλαγές σε άντρες πιο πολύ, γυναίκες λιγότερο, που κατοικούν σε εισόδους μετρό, κατώφλια, υπόστεγα ξενοίκιαστων μαγαζιών, εσοχές, κοιλώματα, παγκάκια, μπασιές, αυτοσχέδιες τέντες στους δρόμους του κέντρου της πόλης. Και παραπέρα από το κέντρο θα υπάρχουν κι άλλοι που άλλοι τους βλέπουν.

Βλέπω και το ζοριλίκι τους, τη δύναμή τους. Με ένα-δυο αντικείμενα γύρω τους, σακούλι, ραβδί, κούτα, μπουκάλι πιοτό ή νερό, κουβέρτα, σκύλο ή γάτα, δημιουργούν ένα κλειστό κύκλωμα ενέργειας, ένα νοητό κύκλο, και είναι εκεί στο κέντρο του αυτεξούσιοι. Για το ίδιο πράγμα εμείς χρειαζόμαστε φυτά στο μπαλκόνι, δωμάτια, ασφάλεια, ψυγείο, σκάλα υπηρεσίας, μια αντίκα, ένα λαμπατέρ, έναν κωδικό στο ίντερνετ, ένα συρτάρι με αναμνήσεις, φωτογραφίες από διακοπές και το τηλέφωνο. «Ένα» ίσον «μερικά» ή «πολλά».

Την τόλμη των συνδυασμών στα ρούχα τους θα ζήλευε ένας Jean Paul Gaultier κι ένας Wu Wang γιατί ο τρόπος που τα φορούν είναι θεατρικός και οριστικός. Θυμάμαι ένα βαρύ παλτό χειμώνα καλοκαίρι στην πλατεία Μητροπόλεως και μια σακούλα σκουπιδιών δεμένη στους ώμους σαν μπέρτα αμλετική στην οδό Νίκης, την ομπρέλα και τις φούξια κάλτσες μιας κάτισχνης ακρίδας Σταδίου και Βουκουρεστίου. Έχω αναζητήσει τα μάτια τους από ανεξήγητη περιέργεια και λίγο φθόνο και κάμποση έλξη για το άγνωστό τους. Δεν είδα ποτέ φόβο εκεί, ίσως λίγη δυσφορία, μια μικρή ενόχληση χωρίς βάθος. Η πρώτη σκέψη μου είναι ότι ίσως αυτοί μπορούν να με σώσουν, η δεύτερη ότι κάτι μπορώ γι’ αυτούς εγώ.

 Και τώρα ψαλμοί. Βλέποντας ο Ιωσήφ τον ήλιο να κρύβει τις αχτίνες του και το καταπέτασμα του ναού να σκίζεται στα δυο, πέφτει στα πόδια του Πιλάτου και ζητάει να του δοθεί ο πολύτιμος νεκρός με τον ακόλουθο συνδυασμό λέξεων που περιέχεται σ’ ένα από τα πιο πυκνά και αινιγματικά εκκλησιαστικά άσματα.

 Πρώτα η πρόχειρη μετάφραση: Δώσε μου τον ξένο, που από βρέφος σαν ξένος φιλοξενήθηκε σ’ αυτή τη γη. Δώσε μου τον ξένο που μίσησαν οι ομόφυλοί του και τον θανάτωσαν σαν ξένο. Δώσε μου τον ξένο, που με ξενίζει να σκέφτομαι πόσο από το θάνατο είναι ξένος. Δώσε μου τον ξένο, που ήξερε να φιλοξενεί τους φτωχούς και τους ξένους…

Τώρα το αληθινό: Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τὸ ξένον· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδε ξενίζειν τοὺς πτωχούς τε καὶ ξένους…

«Ασματικόν», τραγουδάκι, που ακούγεται ενώ ο Επιτάφιος τριγυρνάει στα δρομάκια, οι βιολέτες και τα κρίνα βαραίνουν τη δροσιά της νύχτας και τα μάτια καίνε ζητώντας να συναντήσουν στην περιφορά κάποια άλλα μάτια ερωτικά. Τα μάτια ίσως του Marcello Mastroianni στην ακμή του όταν με όλο του το σώμα, με το ασπριδερό κουστούμι, με τις συσπάσεις των κροτάφων, μ’ ένα είδος παγωμένου ιδρώτα και με βλέμμα πιο άδειο κι από του σκύλου υποδύθηκε τόσο αριστοτεχνικά, τόσο ανεξίτηλα, έναν Χριστό, τον Ξένο του Albert Camus στην ομώνυμη ταινία του Luchino Visconti.

(χρησιμοποιήθηκαν τα βιβλία: Στα χνάρια του Οδυσσέα, ΜΙΕΤ 2003, Rembrandt, Phaidon 1942 και Ιερά Σύνοψις, Αστήρ Χ.Χ.)

Λούλα

Share
Published by
Λούλα