Τρίτο Πρόγραμμα: «Σαν αγορά υποδημάτων για παιδιά που δεν έχουν ακόμα ενηλικιωθεί»

Το στούντιο του Τρίτου Προγράμματος , με τη φωτογραφία του Μάνου Χατζιδάκι, στο Ραδιομέγαρο της ΕΡΤ.

«Είναι το Τρίτο θα ‘λεγα σαν αγορά υποδημάτων για παιδιά που δεν έχουν ακόμα ενηλικιωθεί». Ήταν 30 Απριλίου του 1978 και το πρώτο «Σχόλιο» του Μάνου Χατζιδάκι σφράγιζε την δημιουργία ενός νέου Τρίτου Προγράμματος. Για τα τέσσερα χρόνια που άντεξε, το Τρίτο μπήκε στα σπίτια, δίδαξε πολιτισμό, κόντραρε την εξουσία και κατάφερε να μείνει στην ιστορία ως η καλύτερη στιγμή του ελληνικού ραδιοφώνου.

Ακόμα κι αν δεν το πρόλαβες, ξέρεις πως στην συχνότητά του μπορούσες να ακούσεις λαϊκά τραγούδια και κλασική μουσική, ποίηση και θέατρο, τις πρώτες ζωντανές αναμεταδόσεις συναυλιών και την θρυλική Λιλιπούπολη. Αυτήν που, όταν βγήκαν τα σιντί, στην έβαζαν να ακούς στο αυτοκίνητο για να μην κάνεις φασαρία.

Για να διεισδύσουμε, λοιπόν, στην ιστορία του Τρίτου επιστρατεύσαμε τον συνθέτη  Γιώργο Κουρουπό. Ήταν ακόμα στο Παρίσι όταν το 1975 ο Χατζιδάκις διορίστηκε διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος και άρχισε να πειραματίζεται με την ιδέα ενός διαφορετικού ραδιοφώνου. «Με τον Χατζιδάκι γνωριζόμασταν από όταν ήμουν 20, ήμασταν φίλοι. Μου ζήτησε να έρθω να τον βοηθήσω. Του είπα πως δεν είναι και τόσο εύκολα τα πράγματα», εξηγεί ο συνθέτης. Βολεύεται στην πολυθρόνα και πίνει μια γουλιά καφέ πριν συνεχίσει. «Με πίεζε, φαίνεται ότι είχε ανάγκη από κόσμο. Μάζευε ό,τι καλύτερο μπορούσε από την Ευρώπη και ήθελε ανθρώπους που ήξερε χρόνια. Την τελευταία φορά που με πήρε τηλέφωνο ήταν στις αρχές του ’77 και είχε πια κατασταλάξει. Είχε περάσει διάφορες φάσεις μέχρι να καταλήξει σε μια μορφή του Τρίτου και να εξασφαλίσει το θεσμικό πλαίσιο, γιατί υπήρχαν πολλές αγκυλώσεις, πολιτικές και συνδικαλιστικές, που έπρεπε να ξεπεράσει. Ήταν ένα διάστημα αρκετά διερευνητικό, ίσως και εκνευριστικό γι’ αυτόν, γιατί έπρεπε να βρει έναν τρόπο να δουλέψει σωστά. Ξεκαθάρισε την κατάσταση την εποχή που και εγώ σκεφτόμουν να γυρίσω οικογενειακώς στην Ελλάδα».

Οποιοδήποτε άλλος επιχειρούσε να φτιάξει ένα τέτοιο ελεύθερο ραδιόφωνο λίγα χρόνια μετά την χούντα θα θεωρούταν τρελός. Ο Κουρουπός όμως χαμογελάει όσο μιλάει για τον Χατζιδάκι. «Ο Μάνος ήταν ένας άνθρωπος εξαιρετικά οραματικός, δεν προλάβαινες να ακούς σχέδια. Στην αρχή αυτά που σου έλεγε φαίνονταν απραγματοποίητα. Καταλάβαινες όμως ότι είχε το χάρισμα να καταφέρνει ένα μέρος της ουτοπίας να γίνεται πραγματικότητα. Αναζητούσε διαρκώς μια ανανέωση, γι’ αυτό και δεν κάθισε ποτέ σε ό,τι του πέτυχε. Θα μπορούσε να βγάζει το ψωμί του με το στυλ “Τα παιδιά του Πειραιά”, αλλά πάντα αναζητούσε κάτι πιο πολύπλοκο. Υπό αυτήν την έννοια, δεν γερνούσε ποτέ. Άρα, δεν μπορούσες να του πεις “τι είναι αυτό που σκέφτεσαι;”. Εμείς, από την άλλη, όσοι γυρίσαμε τότε, βρισκόμασταν σε μια ευφορία, γιατί πιστεύαμε ότι θα βοηθούσαμε στην αναγέννηση της Ελλάδας. Ήταν η αύρα της Μεταπολίτευσης των πρώτων χρόνων που σου επέτρεπε να ελπίζεις ότι κάτι θα γίνει. Σου έδινε το πάθος να αγωνιστείς. Άρα, τον πιστέψαμε και μπήκαμε με τα μπούνια».

Ο Μάνος Χατζιδάκις με το Γιώργο Κουρουπό, την ώρα της εκπομπής, σχολιάζουν μια συναυλία στην Εθνική Πινακοθήκη που αναμεταδίδει το Τρίτο, 1978

Όταν ο Κουρουπός επέστρεψε, τον Αύγουστο του 1977, ανέλαβε καθήκοντα Αναπληρωτή Διευθυντή, με δικαίωμα υπογραφής «αντ’ αυτού». «Το Τρίτο ήταν ένα φέουδο ελευθερίας, που ανήκε μέσα σε έναν γενικότερο οργανισμό στον οποίο έπρεπε να ενταχθεί. Για αυτό υπεύθυνος ήμουν εγώ. Μερικές φορές, έλεγα και “μην μας ενοχλείτε”». Ακόμα και σήμερα, μάλλον χαίρεται όταν θυμάται εκείνες τις φορές, όταν, μαζί με τον Χατζιδάκι, δημιουργούσαν έναν μικρό πυρήνα πολιτιστικής αντίστασης. «Από το Τρίτο θυμάμαι τον διαρκή πυρετό. Τα πρωινά ήταν κυρίως για τις ηχογραφήσεις και την υλοποίηση του προγράμματος. Η κυρίως δουλειά γινόταν τα μεσημέρια που συναντιόμασταν με τον Μάνο για να κάνουμε τον προγραμματισμό. Σήμερα θα το λέγαμε “μίτινγκ Διευθυντών”. Δεν ήταν μόνο όμως το υψηλό προσωπικό. Αυτό σήμαινε σύσκεψη 15-20 ατόμων, η οποία πολλές φορές γινόταν εκτός του Ραδιομεγάρου. Βαστούσε ώρες ολόκληρες. Υπήρχαν τα ζητούμενα από την μεριά του Μάνου και από εκεί και πέρα υπήρχε κουβεντολόι. Ο ένας είχε μια ιδέα, ο άλλος την έπαιρνε, την μετάλλασσε και την έκανε δική του, κάποιος άλλος πρόσθετε κάτι. Όλο αυτό κατέληγε σε μια απόφαση για κάτι συγκεκριμένο». Δηλαδή, υπήρχε τόσο μεγάλη ελευθερία; «Ελευθερία δεν σημαίνει ότι ο Χατζιδάκις δεχόταν το ο,τιδήποτε, αλλά ότι μέσα σε ένα πλαίσιο άφηνε τους άλλους να εκμεταλλευτούν την δημιουργικότητά τους και την φαντασία τους», διευκρινίζει ο Κουρουπός. «Ο Μάνος άκουγε πολύ προσεκτικά. Έχει δηλώσει και ο ίδιος ότι ήταν ο μεγαλύτερος κλέφτης ιδεών. Ήξερε να στηρίζεται σε κάτι που άκουσε, να το αναπροσαρμόζει, να το κάνει εντελώς δικό του και να το παρουσιάζει, σαφώς βελτιωμένο και προσωπικό. Αυτό είναι ένα χάρισμα οποιουδήποτε κάνει μια σωστή διοίκηση. Είναι μέγα σφάλμα να μην ακούς τις ιδέες των ανθρώπων που δουλεύουν οι ίδιοι επί της ύλης. Μπορεί να έλεγε κάτι ο Μάνος και να του απαντούσε κάποιος “Τι μπούρδα είναι αυτό!”. Δεν υπήρχε εκφοβισμός, παρόλο που στο τέλος γινόταν αυτό που ήθελε εκείνος. Από ένα σημείο και πέρα, έπαιρνε την απόφαση και την ευθύνη της απόφασης. Αν δεν γινόταν ακριβώς όπως το είχε πει, αντιδρούσε την επόμενη μέρα, καβγάδες επί καβγάδων».

Η κουβέντα φτάνει, ηθελημένα, στην Λιλιπούπολη. «Ήταν η εκπομπή που μου έφαγε τον περισσότερο χρόνο, από τις πιο δημιουργικές στιγμές του Τρίτου. Όλοι έτρεχαν και δεν φτάνανε. Ήταν καθημερινή εκπομπή και απαιτούσε μουσική που ήταν δύσκολη, όχι στο πόδι. Την έφτιαχναν πολύ χαρισματικοί άνθρωποι. Έπρεπε να ενορχηστρωθεί και να εκτελεστεί μέσα σε χρόνους ρεκόρ, να υπάρχει ένας οργανωτικός κώδικας που θα διευκόλυνε όλη αυτή τη διαδικασία. Ήταν πολύ δύσκολο. Υπήρχε μια συνεχής αναταραχή και πάρα πολλές συγκρούσεις μεταξύ των συντελεστών. Έτσι νομίζετε ότι βγαίνουν τα πράγματα;», διηγείται και τσαλακώνει λίγο την εικόνα της ειδυλλιακής πόλης του Δήμαρχου Χαρχούδα, βουτώντας την στην πραγματικότητα.

Ήταν τόσο συχνές οι απανωτές κρίσεις του περιβόητου Τρίτου που είναι να απορεί κανείς πώς έκανε τα καλά πράγματα που έκανε! (…) Κανείς όμως δεν διαμαρτυρόταν γι’ αυτό. Είχαν όλοι μια στράτευση προσωπική, ότι κάπως θα τα βγάζαμε πέρα. Είχε την μαγεία του. 

Εκτός από την Λιλιπούπολη, όμως, πολυσυζητημένες ήταν και οι αντιδράσεις του Χατζιδάκι στις εξωτερικές παρεμβάσεις. «Κάθε φορά που υπήρχε μια τέτοια προσπάθεια, ο Μάνος διέταζε το σταμάτημα της εργασίας, μέχρι να λυθεί το θέμα. Αυτομάτως αυτό δημιουργούσε μια τεράστια αναταραχή, γιατί χάναμε πολλές μέρες, έπρεπε να ξαναρχίσουμε απ’ την αρχή, να ξαναβάλουμε μπρος την μηχανή. Εκεί να δείτε! Ανεβοκατέβαινα πάνω-κάτω για να βλέπω τους διάφορους Διευθυντές και προσπαθούσα να τους πείσω, έπαιζα τον ρόλο του μεσολαβητή. Είχα από την μία αυτούς και από την άλλη τον Μάνο. Κατάφερνα να του βρω μια μέση λύση και, επειδή ήξερα πως, μάλλον λόγω ζαχάρου, τα νεύρα του το πρωί ήταν περισσότερα, ό,τι είχα καταφέρει του τα ‘λεγα μετά τις τρεις το μεσημέρι, που θα ‘χε φάει και τα πράγματα θα ‘ταν πιο βατά!». Ο Κουρουπός είχε μάθει το κουμπί του Χατζιδάκι. Έτσι κι αλλιώς, όμως, στο Τρίτο είχαν βρει τον καταλληλότερο τρόπο να εξοργίζουν την εξουσία. «Θυμάμαι μια μουσικοθεατρική ηχογράφηση στην οποία συμμετείχα και εγώ ως συνθέτης. Μας είχαν κατάσχει μια ταινία με εντολή Υπουργού και εμείς κάναμε ένα σκετς μουσικό, σατιρίζοντας με υπαινιγμούς την Γενική Διεύθυνση. Χρειαζόταν να παίξουμε πολύ κοντά στο επεισόδιο που είχε συμβεί και έτσι η ηχογράφηση κράτησε μέχρι τις πέντε το πρωί. Όταν βγήκε στον αέρα, όλοι κατάλαβαν περί τίνος επρόκειτο». Η λογοκρισία δεν έμενε ποτέ αναπάντητη. «Ήταν τόσο συχνές οι απανωτές κρίσεις του περιβόητου Τρίτου που είναι να απορεί κανείς πώς έκανε τα καλά πράγματα που έκανε! Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν πολύ άναρχο, αυτοσχεδιαστικό, ως και ασταθές. Τώρα ακούγεται, τώρα δεν ακούγεται, σήμερα άλλαξε, αύριο δεν άλλαξε. Κανείς όμως δεν διαμαρτυρόταν γι’ αυτό. Είχαν όλοι μια στράτευση προσωπική, ότι κάπως θα τα βγάζαμε πέρα. Είχε την μαγεία του. Η μεγάλη ελευθερία έχει και το τίμημά της, το να μην κάνεις ένα πρόγραμμα τόσο συγκροτημένο όσο θα ήταν αν τα πράγματα ήταν ήσυχα, ήρεμα και από παντού αποδεκτά».

Όταν κάτι δεν του άρεσε, μπορούσε να κάνει μια μεγάλη εκκαθάριση. Να πει κανείς ότι είχε “πιστούς” και “άπιστους” δεν είναι απολύτως αληθινό, γιατί μερικές φορές οι κατηγορίες μπερδεύονταν. Υπήρχαν άνθρωποι που από την δυσμένεια περνούσαν στην μεγάλη αγάπη και το αντίθετο. Αυτός ήταν ο Μάνος. Είχε κάτι το απόλυτο, ακραίες συναισθηματικές εξάρσεις και παρορμήσεις. Από την άλλη όμως, είναι ψέμα να πει κανείς ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα να βρουν δουλειά άτομα τα οποία δεν γνώριζε ή δεν συμπαθούσε.

Ο Κουρουπός δεν προσπαθεί να αγιοποιήσει τον Χατζιδάκι. «Η αυταρχικότητα του Μάνου είναι γνωστή. Όταν κάτι δεν του άρεσε, μπορούσε να κάνει μια μεγάλη εκκαθάριση. Να πει κανείς ότι είχε “πιστούς” και “άπιστους” δεν είναι απολύτως αληθινό, γιατί μερικές φορές οι κατηγορίες μπερδεύονταν. Υπήρχαν άνθρωποι που από την δυσμένεια περνούσαν στην μεγάλη αγάπη και το αντίθετο. Αυτός ήταν ο Μάνος. Είχε κάτι το απόλυτο, ακραίες συναισθηματικές εξάρσεις και παρορμήσεις. Από την άλλη όμως, είναι ψέμα να πει κανείς ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα να βρουν δουλειά άτομα τα οποία δεν γνώριζε ή δεν συμπαθούσε. Δεν υπήρχε το στεγανό του να μην μπορεί να πλησιάσει κανείς, γιατί ακόμα κι αν κάποιος δεν μπορούσε να πλησιάσει τον Μάνο γιατί τον φοβόταν ή δεν τον ήξερε, υπήρχε η δυνατότητα να έρθει πάνω και να καταλήξει να κάνει μια εκπομπή που ούτε φανταζόταν ότι θα την δίναμε, με όρους οικονομικά αξιόλογους. Πόσοι συνθέτες δούλεψαν, πόσες παραγγελίες δόθηκαν! Ακόμα και ο Γιώργος Κουμεντάκης, από τα μεγαλύτερα ονόματα της σύγχρονης ελληνικής μουσικής ξεκίνησε από εκεί, του δόθηκε μια δυνατότητα να ηχογραφήσει το έργο του».

Από τους Αγώνες Λύρας στα Ανώγεια, 1979. Γιώργος Κλάδος, Μάνος Χατζιδάκις, Γιώργος Κουρουπός, Γιώργος Δεληγιαννάκης

Όλα αυτά πλέον έχουν γραφτεί στην Ιστορία. Αυτό ήταν το Τρίτο Πρόγραμμα του τότε. «Πρότυπο για όσους κάνουν ραδιόφωνο και για όσους αναζητούν εστίες πολιτισμού που μπορούν πραγματικά να λειτουργούν με ελευθερία και δημιουργικότητα», έτσι το περιγράφει ο Κουρουπός.

Η συχνότητα, που σε τίποτα δεν θυμίζει πια τις ένδοξες εποχές, συνεχίζει να εκπέμπει, η ΕΡΤ όμως δεν υπάρχει πια. Οι λέξεις «Χατζιδάκις» και «κληρονομιά του Τρίτου» ακούστηκαν πολλές φορές στο προαύλιο του Ραδιομεγάρου εκείνες τις μέρες. Ο Κουρουπός διαφωνεί με το κλείσιμο. «Σαν ενέργεια, το κλείσιμο δεν μου άρεσε καθόλου. Ήταν εντελώς αυθαίρετη και αυταρχική, είχε όλα τα συστατικά μιας ενέργειας που δεν αρμόζει σε δημοκρατική χώρα. Όμως η ΕΡΤ δεν αξιοποιούσε ούτε τις δυνάμεις της, ούτε τους οικονομικούς της πόρους. Έχω ζήσει από κοντά πώς δούλευε το σύστημα, το οποίο είχε πολλές τρύπες και χρειαζόταν σημαντική αλλαγή. Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό θα μπορούσε να γίνει χωρίς να κλείσει. Ακόμα όμως κι αν ήταν απαραίτητο, θα ‘πρεπε να γίνει αλλιώς και όχι έτσι όπως έγινε. Δεν συμφωνώ με την βιαιότητα και την γκανγκστερική άποψη της επίλυσης των προβλημάτων». Δεν περιμένεις να ακούσεις απ’ αυτόν τίποτα λιγότερο.

Θα μπορούσε άραγε σήμερα να υπάρξει σήμερα ένα καινούριο Τρίτο; «Αυτό που κάναμε τότε ανταποκρινόταν πολύ στις ανάγκες που είχε ο κόσμος. Απόδειξη πόσοι μας άκουγαν, σε μια εποχή που η τεχνολογία δεν το επέτρεπε τόσο. Πώς μπορεί σήμερα να γίνει ένα ραδιόφωνο που να προσφέρει παιδεία και πολιτισμό, εκτός από ψυχαγωγία; Το ζητούμενο μετατίθεται στους στόχους, όχι στον τρόπο. Ο τρόπος ήταν ο τρόπος της εποχής και ο τρόπος του Μάνου. Σήμερα, θα έπρεπε να αναζητήσουμε άλλον. Το θέλει όμως κανείς πραγματικά; Βρισκόμαστε σε θλιβερό σημείο πολιτισμικής αθλιότητας».

Δεν έχει άδικο. Τα σπουδαία πράγματα δεν επαναλαμβάνονται. Είναι ωραίο όμως να ξέρεις πως κάποτε υπήρξαν.

Μυρτώ Λιαλιούτη

Share
Published by
Μυρτώ Λιαλιούτη