Λίγο μετά την προβολή του Έκρηξη / A Blast στο Φεστιβάλ του Λονδίνου το βράδυ της Παρασκευής, το μουδιασμένο απ’ την εκκωφαντική κλιμάκωση του φινάλε κοινό προσπαθεί να τυλίξει το μυαλό του γύρω απ’ αυτό που μόλις είδε: ένα σινεμά έντονο, αγριεμένο, σε στιγμές επιθετικό, ένα σινεμά όχι χωρίς τις αδυναμίες του, αλλά κι ένα σινεμά που σε απορροφά και σε καταπίνει στο χάος του, ένα χάος καθαρά υπαρξιακό. Ένας απ’ τους θεατές σηκώνει το χέρι του για να μιλήσει στον σκηνοθέτη: «Είχα καταλάβει ότι θα δω μια ταινία για την κατάσταση στην Ελλάδα, την κρίση κι όλα αυτά, αλλά αν βγάλεις τις δυο – τρεις σκηνές των τηλεοπτικών επίκαιρων, που αναφέρονται στη Χρυσή Αυγή και τα συλλαλητήρια της κρίσης, η ταινία θα μπορούσε να διαδραματίζεται σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου», λέει. Κι ενώ η πρόθεσή του είναι να εγκαλέσει τον Σύλλα Τζουμέρκα που του έδειξε κάτι αλλιώτικο απ’ αυτό που τού είχε υποσχεθεί ο κατάλογος του φεστιβάλ ότι θα δει, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει μεγαλύτερο κομπλιμέντο που θα μπορούσε να του κάνει, απ’ το να τονίσει την οικουμενικότητα της ταινίας του.
Κι ίσως ο θεατής να έχει και δίκιο. Η ιστορία μιας γυναίκας που μεγαλώνει μέσα σε περιβάλλον πίεσης και χειραγώγησης όχι μονάχα απ’ την καταπιεστική οικογένειά της, αλλά κι απ’ τις δεινές συνθήκες της κοινωνίας μέσα στην οποία τυχαίνει να βρεθεί, οι οποίες επιβαρύνονται απ’ την κρατική αναλγησία και το καρκίνωμα της οικονομικής κατάρρευσης, είναι μια ιστορία που θα μπορούσε θεωρητικά να προκύψει οπουδήποτε. Άλλωστε, σάμπως ακριβώς εδώ στη Βρετανία δεν έκαναν κινηματογραφική σχολή ολόκληρη τα kitchen sink dramas, με τις ιστορίες απόγνωσης της μικροαστικής τάξης; Κι όμως, η Έκρηξη, στην καρδιά της, είναι και μια ταινία εντελώς ελληνική.
Βλέποντας αυτή τη δεύτερη δουλειά του Τζουμέρκα, ο οποίος είχε κάνει σαφή την αφηγηματική του διαφορετικότητα με το απαιτητικό ψηφιδωτό του Χώρα Προέλευσης / Homeland (2010), δεν μπορείς να κρατήσεις μακριά απ’ το μυαλό σου το Σπιρτόκουτο (2002) του Γιάννη Οικονομίδη. Το μακρινό 2002, πριν ακόμη καλά – καλά τελειώσει να μας τυλίγει στην απατηλή της γυαλάδα η φούσκα στην οποία θα ζούσαμε την περίοδο στα πέριξ της Ελλάδας των Ολυμπιακών, ο Οικονομίδης είχε προβλέψει την κρίση που μας περίμενε, όχι διαβάζοντας καμιά κρυστάλλινη σφαίρα, αλλά εντοπίζοντάς την σε κομμάτια της κοινωνίας μας που τη βίωναν ήδη. Εντοπίζοντας στην πραγματικότητα, όχι τις οικονομικές της εκφάνσεις, αλλά την πραγματική, κοινωνιολογική της πηγή. Η φούσκα που έσκασε, απλώς άπλωσε τα κομμάτια της παθολογίας της παντού, κάνοντάς την πιο εύκολα ορατή κι εντοπίσιμη κι απ’ όλους τους υπόλοιπους, σχεδόν μια δεκαετία μετά.
Η Έκρηξη λοιπόν, πιάνει την ιστορία λίγο πιο πριν κι απ’ τον Οικονομίδη. Η Μαρία (Αγγελική Παπούλια) είναι ένα κορίτσι που ετοιμάζεται να απλώσει τα φτερά του και να πετάξει στα όνειρά του. Έχει περάσει στη Νομική, είναι έτοιμη να ερωτευτεί, να δραπετεύσει απ’ την φυλακή της ασφάλειας του πατρικού της, απ’ τα ανταγωνιστικά παιχνίδια λανθάνουσας βίας με την αδερφή της (Μαρία Φιλίνη) και τη σχέση σεβασμού – φόβου με τη μητέρα της (Θέμις Μπαζάκα). Οι οικογενειακές συνθήκες της όμως, δεν της το επιτρέπουν: η αδερφή της δεν έχει τη νοητική διαύγεια να κρατήσει το οικογενειακό ψιλικατζίδικο, ο πατέρας της (Γιώργος Μπινιάρης) δεν έχει όρεξη να συνεχίσει να δουλεύει πια, κι η μάνα της αδυνατεί, καθ’ ότι καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι. Ένα καροτσάκι που αποδεικνύεται θρόνος με ρόδες για μια βασίλισσα που δεν έχει άλλη χαρά στη ζωή απ’ το να μανιπουλάρει τις μαριονέτες που έχει για οικογένεια, ώστε να ζούνε μια ζωή όπως την θέλει αυτή. Κι αυτός που θα βιώσει πιο βαρύ το μανιπουλάρισμα, βέβαια, είναι αυτός που έχει τις μεγαλύτερες δυνατότητες να του ξεφύγει. Η Μαρία, δηλαδή.
Αυτή η σαδιστική εκδοχή της μητέρας – βασίλισσας, που σίγουρα θα’ ναι κάπου καταγεγραμμένη στο ελληνικό γονιδίωμα απ’ τις εποχές των μητριαρχικών πολιτισμών των Σπαρτιατών ας πούμε, δεν είναι παρά μια όχι και πολύ απομακρυσμένη απ’ την πραγματικότητα εκδοχή της αιωνίως ανησυχούσας Ελληνίδας μάνας. Αυτής που σου θυμίζει συνεχώς να βάλεις το μπουφάν σου μην κρυώσεις και σου ετοιμάζει φαγητό στο τάπερ μην τυχόν και μάθεις να μαγειρεύεις, με την μεγεθυμένη αγωνία της για την καλοπέρασή σου, να μετατρέπεται σ’ έναν κεκαλυμμένο (κι αθέλητο, ας ελπίσουμε) τρόπο ψυχολογικού ευνουχισμού. Ο οποίος επιτείνεται όσο παραμένεις κολλημένος στο πατρικό δίπλα της, με τις οικογενειακές παθολογίες να σε μουλιάζουν όσο περνάει ο καιρός, να βρίσκουν πεδιάδες στην ψυχή σου και να κατασκηνώνουν, περιμένοντας τις συνθήκες να ρίξουν και θεμέλια για πολυκατοικία. Ή, έστω, για ένα πανωσήκωμα στην ταράτσα.
Η κρίση, βέβαια, δεν ήταν παρά ένας καταλύτης στην κατάσταση αυτή, κι όπως ο Τζουμέρκας παίρνει κάνα μισάωρο για να σου συστήσει τους χαρακτήρες του και τις συνθήκες τους, έτσι κι όταν μπαίνει στην έναρξη της κατάρρευσής τους (όπως σηματοδοτείται με το ιστορικό διάγγελμα Παπανδρέου στο Καστελόριζο το 2010), ο σκηνοθέτης αρχίζει να σε πιέζει σαν μέγκενη με τις εικόνες του, και να πυροβολεί με την κάμερά του προς τα πάντα. Αρχικά απ’ την κρίση, κι ύστερα σ’ όλα αυτά που όχι ακριβώς προκάλεσε, αλλά περισσότερο αποκάλυψε: τη βία των Χρυσαυγιτών ως έκφραση μηδενικής ανοχής κι αλληλεγγύης μιας κοινωνίας αφοσιωμένης στο χρήμα, τη γραφειοκρατία του Δημοσίου ως μηχανισμό κρατικής τρομοκρατίας, τις τράπεζες που τράβηξαν την ουρά τους απ’ έξω ακριβώς όπως τράβηξαν και το χαλί κάτω απ’ τα πόδια των ανθρώπων που χρειαζόντουσαν περισσότερο απ’ όλους ένα κομμάτι γης για να σταθούν, δίνοντάς τους το τελευταίο σπρώξιμο απ’ τα μπαλκόνια της απελπισίας.
Και βέβαια, όταν στο σπίτι βράζεις και βράζεις και βράζεις, ή λαπάς θα γίνεις, ή θα τινάξεις την κατσαρόλα στον αέρα. Η Μαρία διαλέγει το δεύτερο. Ένας χαρακτήρας που διεκδικεί τη συμπόνοια περισσότερο, παρά τη συμπάθεια των θεατών, συναντά το τέρας μέσα της ως τελευταία επιλογή επιβίωσης στη ζούγκλα που βλέπει να ξυπνάει γύρω της. Η αγριάδα της εξέγερσής της, η ψυχολογική εκδοχή της έκρηξης του τίτλου, δεν είναι μια όμορφη διαδικασία. Στην προσπάθειά της να δραπετεύσει απ’ τη ζωή που δεν κατάλαβε ότι επέλεξε να ζήσει, δεν θα δείξει οίκτο απέναντι σε τίποτα απ’ όσα βλέπει ως κάγκελα. Στην πορεία της για την ελευθερία της, θα κάψει ό,τι της θυμίζει το σάπιο της παρόν. Κι αναγκαστικά πίσω της, θα αφήσει στάχτη.
Κι ίσως εν τέλει να απελευθερωθεί, όμως τα θύματα που θα αφήσει πίσω της, δεν θα είναι παρά μια άλλη εκδοχή της θυματοποίησης που είχε δεχτεί. Κι η επανάστασή της, απλώς μια άλλη όψη στη διαιώνιση της κατάστασης απ’ την οποία προσπάθησε να απαλλαγεί: άνθρωποι σημαδεμένοι και τσακισμένοι απ’ τις συνέπειες της απόφασης της Μαρίας να αλλάξει ζωή. Γιατί ίσως τελικά, όπως λέγαμε και με τον Τζουμέρκα μετά την προβολή, η βία μόνο βίαια μπορεί να καταλυθεί.
H Popaganda βλέπει όψεις της Ελλάδας στο Φεστιβάλ του Λονδίνου, με την ευγενική υποστήριξη της Aegean Airlines.